ΣΥΝΘΕΣΗ & ΣΧΕΔΙΟ ΙΔΕΩΝ, ΙΔΕΕΣ & ΘΕΩΡΙΕΣ ΠΟΥ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ

ΑΝΟΙΚΤΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ: ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΚΑΙ ΘΕΣΜΟΙ (της Ιωάννας Μουτσοπούλου)

85px Karl Popper.svg - Σόλων ΜΚΟ
image_pdfimage_print
Karl Popper 1902 1994 Nr. 104 bust bronze in the Arkadenhof of the University of Vienna 2485 - Σόλων ΜΚΟ

Προτομή του Καρλ Πόππερ στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης

  (2ο μέρος του άρθρου «Ανοικτή Κοινωνία»)

2.- Για την εμπειρία και το επιχείρημα-κριτική

Όσον αφορά την εμπειρία και την κριτική που απαιτεί κατά Πόππερ ο ορθολογισμός, θα πρέπει να προσθέσουμε τα εξής: Εμπειρία έχουν και οι μυστικιστές. Κάθε δε εμπειρία οποιουδήποτε τύπου βιώνεται διαφορετικά από τον καθένα, έστω ενίοτε μόνον στις λεπτομέρειες. Ακόμη και η πλάνη είναι ένα βίωμα, μία εμπειρία. Να αναφέρω ότι ο ίδιος ο Πόππερ αναφέρεται σε υποθετικές περιπτώσεις[1]  όπου ένας μη επιστήμονας (π.χ. ένας μάντης) θα διατύπωνε επιστημονικές πραγματικότητες, προτού καν ανακαλυφθούν αυτές οι επιστημονικές αλήθειες και ονομάζει το φαινόμενο «αποκαλυμμένη επιστήμη» και το αποδίδει στην τύχη – η τυχαιότητα έχει καταλήξει να είναι η δικαιολογία για την άγνοιά μας όπως, αντιστοίχως, ο προκαθορισμός το μέσον να επιβάλει κανείς την άποψή του στους άλλους. Αλλά, ερωτάται, δεν θα έπρεπε (υποθετικά πάντα) να το θεωρήσουμε και αυτό μέρος μιας πραγματικότητας που απλώς εμείς δεν θα κατανοούσαμε; Η επιστήμη, λέει, είναι όχι οι ανακαλύψεις της αλλά η επιστημονική διαδικασία.  Αυτή είναι μια αυθαιρεσία στη σκέψη από τις πολλές που μαστίζουν τον κόσμο. Όχι, επειδή αυτό δεν ισχύει καθόλου, αλλά επειδή τα άλλα αποκλείονται. Είναι ένας ολοκληρωτισμός να αποκλείει κανείς ο,τιδήποτε δεν μπορεί ο ίδιος να διερευνήσει. Τέτοιες τάσεις είναι που οδήγησαν και στον θρησκευτικό φανατισμό τον όχλο, να θεωρεί εχθρικό ο,τιδήποτε δεν κατανοούσε η μάζα. Απλώς, αλλάζουν οι εποχές και επιπλέον η δύναμη της μάζας είναι μεγαλύτερη εκείνης ενός διανοούμενου.

Επίσης, ακόμη και η οριστική επιλογή του υλισμού έναντι του ιδεαλισμού είναι μία κλειστή κοινωνία σκέψης, ένας ολοκληρωτισμός αντίστοιχος με τον ολοκληρωτισμό της εκκλησίας στους προηγούμενους αιώνες, γιατί απορρίπτει ένα θεμελιώδες κάτι που μπορεί να αλλάζει δραματικά τα πράγματα στην εξαγωγή συμπερασμάτων και την κατανόηση. Ο ανθρώπινος νους δεν μπορεί να πάρει θέση θεού, όσο κι αν είναι σημαντικός. Κάτι τέτοιο θα κατέληγε σε έναν απόλυτο υποκειμενισμό, ο καθένας να θεωρεί άξιο λόγου ό,τι ο ίδιος κατανοεί με τον νου του. Αν πάλι θεωρήσει κανείς ότι θα πρέπει η σκέψη και τα συμπεράσματα να υπακούουν σε κάποιες επιλεγμένες αρχές με συνέπεια να αποφεύγεται ο υποκειμενισμός αυτός, τότε (χωρίς να θεωρείται τελείως παράλογο το παραπάνω) θα καταλήξουμε και πάλι στον κίνδυνο του ολοκληρωτισμού: γιατί ποιος θα θέσει τους κανόνες αυτούς; Η μάζα ή οι λιγοστοί διανοούμενοι σαν τον Πόππερ, που χλεύαζε την πιθανότητα να υπάρχουν άνθρωποι που κατανοούν περισσότερα από αυτόν, αποκαλώντας τους ειρωνικά «εκλεκτούς»; Και πώς θα εφαρμοζόταν ο υπονοούμενος αποκλεισμός εκείνου που δεν υπόκειται σε διερεύνηση; Με κοινωνική αποβολή ή με λογοκρισία σαν αυτή που καταλογίζει στην Πολιτεία του Πλάτωνα ή με τέτοια απαξία και άρνηση ώστε να καταλήγει σε λογοκρισία; Βλέπουμε ότι τα πράγματα δεν μπορούν να λυθούν μόνον με κριτική, ούτε μπορούν να λυθούν εύκολα με τη σκέψη ή με τους θεσμούς. Ευτυχώς που οι άνθρωποι δεν έχουν μόνον το συναίσθημα, ή μόνον την σκέψη, ή μόνον τα συμφέροντα! Ένα μέρος της διαδικασίας «κάθαρσης» συντελείται μέσα τους μέσα από τις πολλές τάσεις τους.

Συνεχίζοντας στο ζήτημα της εμπειρίας θα ήθελα να σημειώσω ότι κάθε εμπειρία έχει μέσα της τα σπέρματα πολλών (αν όχι όλων) πλευρών της ζωής, ώστε μπορεί αρκετά συχνά να δώσει βάση για αντίθετα μεταξύ τους επιχειρήματα. Το πρόβλημά μας, λοιπόν, είναι πώς ερμηνεύουμε την κάθε εμπειρία. Π.χ. η οικονομική και τεχνολογική ανάπτυξη βοήθησε αναντίρρητα τους ανθρώπους να ξεφύγουν από τη δουλεία της σκληρής σωματικής εργασίας, αλλά κάποιοι – άλλοι με μόνο κίνητρο τον φόβο απέναντι στο μέλλον και άλλοι επειδή γνώριζαν τις ανθρώπινες τάσεις – φοβόντουσαν ότι αυτό ήταν κακό, είτε επειδή δεν έμοιαζε με ό,τι ήξεραν, είτε επειδή υποψιαζόντουσαν ότι θα οδηγούσε σε πνευματική κατάπτωση γιατί οι άνθρωποι ήταν ανέτοιμοι να απορροφήσουν σωστά την τεχνολογική πίεση. Στις απαρχές της τεχνολογικής και οικονομικής ανάπτυξης μπορούσαν να υποστηριχθούν και τα δύο με επιχειρήματα βασιζόμενα στην οπτική γωνία του καθενός. Όμως, στο τέλος, ο τρόπος που ανταποκριθήκαμε σαν άνθρωποι στις νέες συνθήκες και στις νέες ερμηνείες των ιδεών (π.χ. της ελευθερίας) οδήγησε στο να γίνει φανερό ότι σήμερα δεν είναι πια βοηθητική η τεχνολογία, γιατί υπήρξε πνευματική κατάπτωση και η τεχνολογία πλέον ενισχύει την αρνητικότητα και πρέπει να διακρίνουμε τον ρόλο που παίζει πλέον στην αύξηση του ολοκληρωτισμού της εξουσίας και της παθητικότητας των ανθρώπων. Αυτά συνέβησαν επειδή οι θεσμοί (όπως και κάθε οργάνωση) αποδείχθηκαν ανίκανοι να συγκρατήσουν την ανθρώπινη πτώση, αφού κανείς δεν τους υπεράσπιζε στην ουσία τους, και η δύναμη της τεχνολογίας συγκεντρώθηκε στα χέρια λίγων και ελέγχθηκε από αυτούς. Ο ορθολογισμός, τελικά, δεν μπορούσε να είναι αληθινά κριτικός όπως επιθυμούσε ο Πόππερ, γιατί τέτοιο πράγμα δεν υπάρχει από μόνο του χωρίς στήριγμα και από άλλες πλευρές της ζωής, αυτό είναι μία φαντασίωση. Ο άνθρωπος αποτελεί μία ενότητα και δεν μπορεί να αποκόψει κανείς μία πλευρά του επειδή αυτή του αρέσει και να βασιστεί αποκλειστικά σε αυτήν. Ο ορθολογισμός όπως προσδιορίζεται δεν ταυτίζεται με την αναγκαία ανθρωπολογική γνώση (που απαιτεί σύνθεση όλων των πλευρών) και δίνει υπερβολικό βάρος στην ικανότητα του ανθρώπου να κρίνει αναλυτικά. Όμως ακόμη και αυτή η ιδιαίτερη ικανότητα είναι όχι μόνον εξελισσόμενη (άρα, όχι πλήρης) αλλά και επηρεαζόμενη από τις αρέσκειες του ανθρώπου, τα συμφέροντα, τις συνήθειες,  τις παραδοχές που κάνει προτού καν ξεκινήσει να σκέπτεται λογικά. Π.χ. ένας ανάλγητος άνθρωπος θα κάνει άλλου είδους κρίσεις για το ίδιο γεγονός από έναν άλλον, θα συλλάβει εκείνο το μέρος της αλήθειας που είναι πιο κυνικό και  ενισχύει και δικαιολογεί την ιδιοτέλειά του, ενώ ένας συναισθηματικός θα δει τα πράγματα από μια άλλη πλευρά και θα αγνοήσει τις αρνητικές πρακτικές συνθήκες. Λίγοι θα έχουν πιο σφαιρική αντίληψη και θα διακρίνουν που βρίσκεται το κέντρο βάρους ανάμεσα στα διάφορα μέρη της αλήθειας, χωρίς να τα απαλείψει. Ένας άθεος κρίνει πρόχειρα τα φιλοσοφικά προβλήματα της Ύπαρξης με βάση τις ανθρώπινες ερμηνείες και πράξεις που έγιναν στο όνομά της και τις οποίες μπορεί κανείς εύκολα να κρίνει και να καταδικάσει, λες και η ίδια η Ύπαρξη ταυτίζεται με αυτά, και το κάνει έτσι γιατί νομίζει ότι έχει ήδη επιλύσει πλήρως το θεμελιώδες πρόβλημα του ανθρώπου. Ο δε πιστός θα κρίνει επίσης την τεχνολογία και άλλα σύγχρονα στοιχεία του πολιτισμού από τα αποτελέσματά τους σαν να φταίει η ίδια η τεχνολογία κτλ. για τη χρήση που της κάνουν οι άνθρωποι και δεν θα μπει καν στον κόπο να αναλύσει τη δική του συμμετοχή στην ανθρώπινη αποτυχία και κρίση, σαν να έχει ο ίδιος, όντας πιστός, κάποιο αλάθητο που τον προστατεύει από τα λάθη.

Στην πραγματικότητα, βιώνουμε έναν ολοκληρωτισμό και έναν μεσαίωνα στη σκέψη που φαίνεται αδιέξοδος προς το παρόν. Πίσω από κάθε άποψη κρύβεται μία «θρησκευτική» δοξασία με όλο τον φανατισμό που μπορεί να έχει.

 

Άρα, θα ρωτήσει κανείς: συμπεραίνουμε ότι ο ορθολογισμός τέτοιου είδους είναι άχρηστος; Όχι, σίγουρα  είναι απόλυτα αναγκαίος, γιατί είναι κάτι που διαθέτει ο άνθρωπος στη μάχη του με το άγνωστο και στην πορεία του προς το μέλλον, αλλά δεν είναι το μόνο που διαθέτει – αυτό είναι το πρόβλημα. Και σίγουρα ορθολογισμός δεν είναι μόνον η υλιστική αντίληψη του Πόππερ που αρνείται την καθολικότητα. Αν απορρίψει κανείς οποιαδήποτε άλλη μορφή ορθολογισμού, τότε άθελά του αναγορεύει τον άνθρωπο σε θεό και αυτό είναι αναίρεση του ίδιου του ορθολογισμού. Πρέπει να κατανοήσουμε ότι η πραγματικότητα (όποια και αν είναι) είναι άπειρη, ο ίδιος ο χρόνος έχει το στοιχείο της απειροσύνης, αλλά δεν είναι μόνον ο χρόνος. Όσο και να μας ενοχλεί – καταθλιπτικά ή εγωιστικά – το στοιχείο της ανικανότητάς μας απέναντι στο άπειρο, πρέπει να αποδεχθούμε τον περιορισμό που βιώνουμε τόσο στο να ερμηνεύσουμε την πραγματικότητα όσο και στο να την αντιληφθούμε.

 

3.- Για τους θεσμούς και την ηθική

Τι είναι ένας θεσμός; Μία τυπική επιβολή από την κυρίαρχη εξουσία (δίκαιη ή άδικη) ή μήπως το αποτύπωμα μιας ηθικής αντίληψης που υποδηλώνει σκοπό και  διατηρεί την κοινωνία σε ομαλότητα και εξέλιξη; Αυτή η διάκριση πρέπει να υπάρχει σε όλα τα πράγματα, γιατί αυτά κάτω από την ίδια λέξη μπορούν να πάρουν διαφορετικές κατευθύνσεις.

Ο Πόππερ μιλάει για ηθική μέσα στην ανοικτή κοινωνία. Αλλά, με τη σειρά της, τι είναι η ηθική; Η ηθική αφορά πάντοτε τη συλλογικότητα και την καθολικότητα, γιατί από αυτές απορρέουν οι σχέσεις και οι σχέσεις επιβάλλουν την ηθική ως ορθή σχέση. Στην απόλυτη μοναξιά (αν υποτεθεί ότι κάτι τέτοιο θα ήταν δυνατόν!) δεν θα υπήρχε λόγος ύπαρξης της ηθικής. Επομένως, πρέπει να κατανοήσουμε κάπως τη συλλογικότητα για να προσεγγίσουμε πραγματικά την ηθική. Αν απογυμνώσουμε την ηθική από αυτά τα στοιχεία, τότε θα είναι μόνον στα λόγια και μια απλή αντίδραση σε κάποια αναπόφευκτη δυσαρμονία  η οποία μας προκαλεί δυσαρέσκεια που θέλουμε να αποφύγουμε. Πιθανόν να εκλαμβάνουν ως συλλογικότητα την συνάθροιση ατόμων, αλλά είναι μόνον αυτό; Μία συνάθροιση τυχαία που είναι αντικειμενικά ορατή και δεν μπορούμε να την αρνηθούμε; Η τυχαιότητα δεν είναι σχέση. Η συλλογικότητα ως ιδιαίτερη ποιότητα και η φύση του δυαδισμού δεν τους απασχολεί καν, γιατί έχουν το στοιχείο της αφαίρεσης και της καθολικότητας τα οποία θεωρούν δυνάστες για την ατομική τους ελευθερία και ενίοτε χρησιμοποιήθηκαν αρνητικά από ολοκληρωτικές ιδεολογίες και κράτη.

Έπειτα από όλες αυτές τις σκέψεις θα πρέπει ίσως να πάρουμε ένα παράδειγμα και να διατυπώσουμε ένα ερώτημα πρακτικό: Η Σουηδία ήταν και είναι ανοικτή κοινωνία; Αυτό είναι λίγο δύσκολο να απαντηθεί, γιατί η Σουηδία μέχρι πρόσφατα είχε ένα υψηλό βιοτικό επίπεδο, αλλά αρκεί το βιοτικό επίπεδο για να χαρακτηρίσει μία κοινωνία ως επιτυχημένη και ανοιχτή; Κατά τη γνώμη μου όχι. Η Σουηδία πριν από τον παγκόσμιο πόλεμο ήταν καταχρεωμένη, αλλά, όντας ουδέτερη στη διάρκεια του πολέμου, ανέπτυξε εμπορικές σχέσεις με το γερμανικό ναζιστικό καθεστώς και έτσι ξεχρέωσε, ανόρθωσε την οικονομία της. Όμως το γεγονός παραμένει ότι την ώρα του πολέμου, που η ανθρωπότητα κινδύνευε από ολική κατάρρευση, παρέμεινε ουδέτερη αλλά και συνεργαζόμενη εμπορικά με τους ναζί (και βέβαια δεν ήταν η μόνη που το έκανε). Τα ατομικά δικαιώματα μέσα σε μία χώρα αρκούν για να την χαρακτηρίσουν ανοιχτή κοινωνία; Θα αρκούσαν μόνον αν επιλέγαμε τον ατομισμό. Αυτό το εκκωφαντικό μήνυμα της παγκόσμιας ανθρώπινης καταστροφής δεν έπρεπε να διεγείρει την αίσθηση ευθύνης και αδελφοσύνης; Αλλά δεν έγινε έτσι και αυτό είναι μια μέγιστη συλλογική αποτυχία. Το παράδειγμα είναι τόσο ακραίο και κραυγαλέο που χρησιμεύει για κατανόηση της ποιότητας της αληθινής ανοιχτότητας.

Ιωάννα Μουτσοπούλου

Μέλος της ΜΚΟ ΣΟΛΩΝ

13/11/2018

[1] Η ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της, τ. 2, σελ. 323, εκδ  Δωδώνη

ΦΩΤΟ : wikipedia.org