Τα βιοκαύσιμα στην αρχή της δεκαετίας προωθούταν ως μία από τις μεγαλύτερες εναλλακτικές ελπίδες στην εξάρτηση των οικονομιών των ανεπτυγμένων χωρών από τα ορυκτά καύσιμα.
Μέσα σε ελάχιστα χρόνια όμως αποδείχτηκε ότι οι συνέπειες από την παραγωγή βιοκαυσίμων είναι όχι μόνο πολύ δυσμενέστερες από ότι είχε αρχικά προβλεφθεί, αλλά συνεπάγονται την καταστροφή τεραστίων καλλιεργήσιμων εκτάσεων και οικοσυστημάτων με μη αναστρέψιμες περιβαλλοντικές και κοινωνικές συνέπειες. Τα βιοκαύσιμα τελικά αποτελούν πια μέρος της παγκόσμιας περιβαλλοντικής κρίσης και όχι μία από τις λύσεις της.
Πολύ καλό για να είναι αληθινό Τα βιοκαύσιμα μπορούν να παραχθούν από οποιαδήποτε οργανική πηγή είναι δυνατόν να αναπληρωθεί. Η λογική όμως της παραγωγής καυσίμων από μονίμως ανανεώσιμες από τη φύση πηγές γρήγορα αποδείχτηκε πολύ καλή για να είναι αληθινή αφού τα βιοκαύσιμα ευθύνονται για μια σειρά καταστροφικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων οι οποίες υπερβαίνουν κατά πολύ τα όποια θετικά στοιχεία παρουσιάζει η κατανάλωσή τους.
Λόγω του ότι τα βιοκαύσιμα είναι η μοναδική ανανεώσιμη πηγή ενέργειας που μπορεί να μετατραπεί απευθείας σε υγρό καύσιμο και μάλιστα καλύτερης απόδοσης από τα κοινά καύσιμα που προέρχονται από τα ορυκτά, οι προσδοκίες που καλλιεργήθηκαν παγκοσμίως ήταν πολύ μεγάλες.
Επιπλέον λόγω του γεγονότος ότι στην τελική τους μορφή εκπέμπουν πολύ λίγους ρύπους θεωρήθηκαν ως η απάντηση στην ενεργειακή εξάρτηση αλλά και στην προσπάθεια για μείωση των ρύπων.
Τεράστιες εκτάσεις γης χρησιμοποιήθηκαν για την καλλιέργεια καλαμποκιού από το οποίο θα παραγόταν αιθανόλη και βιοντίζελ. Η Βραζιλία, οι ΗΠΑ, η Αργεντινή, η Παραγουάη και η Ινδονησία είναι μερικές μόνο από τις χώρες που προώθησαν σε πολύ μεγάλη κλίμακα τις καλλιέργειες με σκοπό την παραγωγή βιοκαυσίμων τα οποία και θα αποτελούσαν την λύση στο πρόβλημα της ενεργειακής εξάρτησης από το πετρέλαιο αλλά και –του δευτερεύοντος για τις κυβερνήσεις- προβλήματος των εκπομπών αερίου του θερμοκηπίου. Σε πολιτικοοικονομικό επίπεδο πολλές χώρες με τροπικό ή υποτροπικό κλίμα «έπεσαν στην παγίδα» της ανάπτυξης των βιοκαυσίμων, καθώς αυτά αποτελούσαν ευκαιρία για γρήγορα σχετικά κέρδη (δεδομένο που έχει ήδη αρχίσει να αμφισβητείται), λόγω του κλίματος που ευνοούσε τις αποδόσεις στις καλλιέργειες σε βαθμό πολλαπλάσιο από τις αντίστοιχες των εύκρατων κλιμάτων. Οι καλλιέργειες με σκοπό την παραγωγή βιοκαυσίμων γνώρισαν εκρηκτική άνθηση τα τελευταία χρόνια και ιδίως μετά από το συνεχόμενο «ράλι ανόδου» στις πετρελαϊκές τιμές παγκοσμίως. Σύντομα όμως διαπιστώθηκε ότι οι εκτάσεις που πρέπει να χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή βιοκαυσίμων που θα καλύπτουν έστω και «μικρούς» στόχους, είναι τεράστιες.
Φωτό:Wikimedia
Υπολογίζεται ότι για την κάλυψη του 3% των ενεργειακών αναγκών των ΗΠΑ, όπου τα βιοκαύσιμα συνεχίζουν να παρουσιάζονται από πολλούς ως το «πράσινο υποκατάστατο» του πετρελαίου, θα απαιτούνταν το 20% των υπαρχόντων καλλιεργήσιμων εδαφών της χώρας! Σύμφωνα με την Εθνική Ακαδημία Επιστημών των ΗΠΑ (της οποίας πολλά μέλη δεν αντιτίθονταν στα βιοκαύσιμα) ακόμα και αν ολόκληρη η καλλιέργεια σόγιας και καλαμποκιού της χώρας χρησιμοποιούταν στην παραγωγή βιοκαυσίμων, δεν θα κάλυπτε παρά το 12% της ζήτησης βενζίνης και το 6% της ζήτησης πετρελαίου.
Πως τα βιοκαύσιμα οδηγούν με την πάροδο του χρόνου στην αύξηση και όχι στη μείωση εκπομπών αερίου του θερμοκηπίου Ένα βασικό επιχείρημα των υπέρμαχων των βιοκαυσίμων είναι η μείωση των εκπομπών αεριών του θερμοκηπίου. Πρόκειται όμως για ένα επιχείρημα που γίνεται σε σύγκριση με την διαδικασία εξόρυξης και εκμετάλλευσης ορυκτών καυσίμων. Επιπλέον δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι εκπομπές ρύπων σε κάθε προσπάθεια παραγωγής ενέργειας αλλά ακόμα περισσότερο στην παραγωγή βιοκαυσίμων, εξαρτώνται άμεσα και από την προέλευσή τους, τον τρόπο καλλιέργειας τους και την τελική χρήση τους.
Το επιχείρημα περί μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου δεν ισχύει σε μάκρος χρόνου, αν αναλογιστεί κανείς ότι η παραγωγή βιοκαυσίμων απαιτεί την άμεση καύση και αποψίλωση δασικών εκτάσεων και τη συνεπαγόμενη καταστροφή οικοσυστημάτων. Επειδή μάλιστα οι εκτάσεις που απαιτούνται για την παραγωγή σημαντικών για την ενεργειακή ζήτηση ποσοτήτων βιοκαυσίμων είναι τεράστιες, η ανάπτυξη των καλλιεργειών αυτών σχεδόν αυτόματα συνεπάγεται: 1) την αποψίλωση δασών για την ανάπτυξη των απαιτούντων καλλιεργήσιμων εκτάσεων, 2) την ερημοποίηση των περιοχών, μέσω των μονοκαλλιέργειών και την αυξανόμενη χρησιμοποίηση χημικών λόγω της πίεσης για εντατικοποίηση της παραγωγής και 3) την αντίστοιχη επιβάρυνση των διαθέσιμων υδάτινων πόρων, και την δημιουργία «νεκρών ζωνών» ή αλλιώς «νεκρών θαλασσών», τόσο λόγο της καταστροφής των γαιών και των οικοσυστημάτων, όσο και από την ίδια την παραγωγή βιοκαυσίμων, αφού για την παραγωγή ενός λίτρου αιθανόλης απαιτούνται 1200 έως και 3400 λίτρα νερού.
Οι προαναφερθέντες παράμετροι έχουν καταστροφικές συνέπειες για το κλίμα, την πανίδα και τη χλωρίδα και έχουν φυσικά μετά από όχι μεγάλο χρονικό διάστημα ως αποτέλεσμα την αύξηση των εκλύσεων αερίων του θερμοκηπίου σε ποσότητες πολύ μεγαλύτερες από τις αντίστοιχες ποσότητες μείωσης των ρύπων λόγω της κατανάλωσης των βιοκαυσίμων.
Έτσι η καταστροφή του περιβάλλοντος που συνεπάγονται οι καλλιέργειες αυτές οδηγεί τελικά στην αύξηση των εκπομπών ρύπων και όχι στη μείωσή τους, όπως ψευδώς ευαγγελίζονται οι υποστηρικτές τους. Τα βιοκαύσιμα εκπέμπουν μειωμένους ρύπους σε σχέση με τις παραδοσιακές μορφές ενέργειας μόνο σε μικρές κλίμακες χρήσης, χρόνου και γεωγραφικού χώρου.
Άλλο μειονέκτημα το οποίο αποσιωπάται είναι το γεγονός ότι η παραγωγή τους είναι –εκτός από πολύ πιο ζημιογόνα για το περιβάλλον- και μακροχρόνια πιο δαπανηρή από άλλες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ενώ οι υποστηρικτές τους επιλεκτικά ξεχνούν ότι το βιοντίζελ στην τελική του μορφή παράγει περισσότερα οξείδια του αζώτου από το απλό πετρέλαιο κίνησης ή ότι η αιθανόλη στο ρεζερβουάρ ενός οχήματος καλύπτει το 70% της απόστασης που καλύπτει η ίδια ποσότητα βενζίνης κίνησης.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η αλληλεγγύη έγινε ένα από τα θεμελιώδη σημεία του πολιτικού λόγου στη δύση. Φυσικά, στον νου πολλών ανθρώπων αυτό ισχύει, αλλά δεν παύει να είναι μια αόριστη έννοια που αγγίζει μόνον τον συναισθηματικό κόσμο και καθόλου τον κόσμο των εννοιών.
Η Ιδεολογία είναι ένα σύνολο νοοτροπίας κατευθυντικής μέσω αρχών και σκοπών. Είναι ένα διαρθρωμένο σύστημα κατεύθυνσης, σχέσης, ερμηνειών και εννοιών με κατανόηση της πραγματικότητας μέσα από συνειδησιακές αποδοχές και όρια.
Η Ειρήνη είναι ένα ισχυρότατο κέντρο ενδιαφέροντος του ανθρώπου, ταυτόσημο με την ασφάλεια. Σχετικά επιπόλαια ο άνθρωπος την έχει ταυτίσει ολοκληρωτικά με την απουσία στρατιωτικών συγκρούσεων, χωρίς να έχει εμβαθύνει στη φύση και τα αίτιά της, παρακολουθώντας έτσι σαν απλός θεατής και όχι σαν υπεύθυνος και αληθινός συμμέτοχος τα γεγονότα στον κόσμο.
Είναι πολύ μεγάλο το χρονικό διάστημα που έχει παρέλθει και στο οποίο είδαμε ότι οι πολιτικοί όχι μόνον δεν παίζουν κανέναν ρόλο στην ορθή διακυβέρνηση μιας χώρας, αλλά, όπως αποκαλύπτεται από τις περιπτώσεις της διαφθοράς, είναι και επιζήμιοι. Επιπροσθέτως, μαζί με τους ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες, επηρεάζουν και τη ροή πληροφορίας (δημοσιογράφους, δίκτυα κ.ά.).