Σε τι κόσμο ζούμε; Στις 24 Μαΐου του 2001, δεκατέσσερις μεξικανοί μετανάστες πέθαναν από αφυδάτωση στην έρημο της Αριζόνας προσπαθώντας να μπουν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι έξι από αυτούς ήταν παραγωγοί καφέ που είχαν εγκαταλείψει τις καλλιέργειές τους. Λίγα χρόνια νωρίτερα, το χειμώνα του 1998, περισσότεροι από 400 χρεοκοπημένοι βαμβακοπαραγωγοί αυτοκτόνησαν στην πολιτεία Andhra Pradesh της Ινδίας. |
Στον παγκοσμιοποιημένο μας κόσμο υπάρχει ένας ιστός που συνδέει όλους και όλες μεταξύ μας: ξεκινά από το 12χρονο κοριτσάκι που ιδρώνει επί δεκατέσσερις ώρες επάνω από το κομψό, κατά τ’ άλλα, μπλουζάκι μιας πολυεθνικής στην Ινδονησία, περνά από τον καθέναν από τους εκατοντάδες χιλιάδες παραγωγούς που εγκατέλειψαν τα τελευταία χρόνια τα χωράφια τους στην Ευρώπη και τον τρομοκρατημένο από τις τρελές αγελάδες και τα ακόμη πιο τρελά κοτόπουλα καταναλωτή, και καταλήγει στον εξαθλιωμένο ιρακινό αγρότη που υποχρεώνεται με νόμο πλέον να αγοράζει σπόρους από τις μεγάλες αγροτοβιομηχανίες. Τι είναι λοιπόν αυτό που μας ενώνει; Καταρχάς, το ότι είμαστε όλοι και όλες θύματα ενός μοντέλου που αποφασίζει τι, πού και πώς θα παραχθεί, σε τι είδους (χημική) επεξεργασία θα υποβληθεί και με ποιο τρόπο θα φτάσει στον τελικό του αποδέκτη, με ένα και μόνο κριτήριο: τη μεγιστοποίηση του κέρδους.
Το μοίρασμα της πίτας Ο αγρότης της Κολομβίας, που μέχρι τότε παρήγε για οικογενειακή κατανάλωση ή για την τοπική αγορά, δυστυχώς δεν αποδείχτηκε ιδιαίτερα ευέλικτος σε αυτό το νέο σκηνικό: τα εισαγόμενα σε τιμές κάτω του κόστους –πρακτική γνωστή ως dumping– αγαθά βασικής κατανάλωσης, τα οποία προέρχονταν από μια επιδοτούμενη, εντατική και μαζικά βιομηχανοποιημένη γεωργία, κατέκλυσαν την τοπική αγορά και του στέρησαν κάθε δυνατή πηγή εσόδων. Οι αριθμοί είναι διαφωτιστικοί: Το 1985, η Αϊτή παρήγαγε 154.000 τόνους σπόρων και εισήγαγε 7.000. Το 2004, μετά το πραξικόπημα και την επέμβαση των ΗΠΑ, η παραγωγή μειώθηκε στο μισό και οι εισαγωγές έφτασαν τους 400.000 τόνους. Η Κολομβία, από την άλλη, ενώ το 1966 παρήγαγε 160.000 τόνους σιτάρι και εισήγαγε 120.000, το 2004 παρήγαγε κάτι λιγότερο από 20.000 τόνους και εισήγαγε 1.800.000 τόνους. Με δυο λόγια, χάρη στην ελεύθερη αγορά, η εγχώρια αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή του Νότου κατέρρευσε, και το μεταναστευτικό ρεύμα διογκώθηκε τόσο προς το εσωτερικό (οι αχανείς παραγκουπόλεις στις περιφέρειες των λατινοαμερικάνικων πόλεων μαρτυρούν με δραματικό τρόπο αυτό τον ξεριζωμό) όσο και προς τις χώρες του Βορρά. Και στην Ευρώπη τι συμβαίνει; Επιστρέφοντας στο κατ’ ευφημισμόν παγκόσμιο χωριό (περισσότερο με ζούγκλα μοιάζει), παρατηρούμε σε μεγαλύτερη κλίμακα το ίδιο σκηνικό. Οι χώρες του Νότου εξακολουθούν να έχουν πολλά να προσφέρουν στην παγκόσμια αγορά: φτηνές πρώτες ύλες, τροπικά φρούτα και αγαθά που δεν μπορούν να παραχθούν στο Βορρά, και βέβαια φτηνή εργατική δύναμη. Γι’ αυτό τη θέση –και τα χωράφια– των ξεριζωμένων παραγωγών έχουν πάρει πλέον οι πολυεθνικές. Στο πλαίσιο του νέου καταμερισμού, οι χώρες αυτές έπαψαν να παράγουν αγαθά για την κάλυψη των τοπικών αναγκών και στράφηκαν στις εξαγωγές. Σύμφωνα με τη (νεοφιλελεύθερη) θεωρία, η άνοδος των εξαγωγών θα συντελούσε στην καταπολέμηση της φτώχειας μέσω της περίφημης «διάχυσης των εσόδων προς τα κάτω». Στην πραγματικότητα όμως, οι χώρες του Νότου είναι υποχρεωμένες να διαθέτουν όσα από τα έσοδα τους αντιστοιχούν στην εξυπηρέτηση του υπέρογκου εξωτερικού χρέους και, σαν να μην έφτανε αυτό, το μεγαλύτερο μέρος των εξαγωγών αναλαμβάνουν μετρημένες στα δάχτυλα πολυεθνικές, οι οποίες ελέγχουν όλους τους κρίκους της αλυσίδας, από το χωράφι μέχρι το τραπέζι. Φαίνεται λοιπόν ότι αυτή η παγκοσμιοποιημένη οικονομία επιθυμεί να μετατρέψει κάθε πλευρά της ατομικής και συλλογικής μας ζωής (εργασία, ελεύθερος χρόνος, έρωτας, δημιουργία) σε ένα μετρήσιμο και ανταλλάξιμο εμπόρευμα. Τελικά, η μόνη ελευθερία που μας απομένει είναι να επιλέξουμε πού και πώς θα (ξε)πουλήσουμε αυτό το εμπόρευμα, ή μήπως έχουμε να πούμε κάτι παραεπάνω; Το κίνημα του Δίκαιου Εμπορίου Η ιδέα της έμπρακτης αλληλεγγύης είναι σχετικά απλή – αν είχε σχήμα θα ήταν μια αλυσίδα με τρεις κρίκους: τον παραγωγό, τον καταναλωτή και μια οργάνωση που τους συνδέει. Και πώς λειτουργεί; Η οργάνωση αγοράζει απευθείας το προϊόν από τον παραγωγό και το διαθέτει σε σημεία πώλησης, όπου έρχεται σε επαφή με τον καταναλωτή και του εγγυάται ότι αυτό πληροί τα λεγόμενα κριτήρια του δίκαιου εμπορίου, δηλαδή την προέλευση, τις συνθήκες παραγωγής (αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας, σεβασμός στο περιβάλλον, κ.λπ.) και την ποιότητά του, καθώς και το ότι αγοράστηκε σε τιμή «δίκαιη» για τον παραγωγό. Κάπως έτσι το 1967 μια βελγική οργάνωση αρχίζει να εισάγει είδη χειροτεχνίας από διάφορες χώρες του Νότου. Δύο χρόνια αργότερα ανοίγει το πρώτο «μαγαζί αλληλεγγύης» σε ένα χωριό στην Ολλανδία. Σήμερα οι διαστάσεις του Δίκαιου Εμπορίου είναι τεράστιες παγκοσμίως και συνεχώς διογκώνονται: υπάρχουν τουλάχιστον 3.000 μαγαζιά στην Ευρώπη και χιλιάδες ακόμη στον υπόλοιπο κόσμο, καθώς και χιλιάδες άνθρωποι που εργάζονται γι’ αυτό. Υπάρχει επίσης ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Δίκαιου Εμπορίου, που συντονίζει τις εισαγωγές και την κοινή στρατηγική των διαφόρων οργανώσεων, και πολλές άλλες ανάλογες οργανώσεις-ομπρέλες καθώς και δίκτυα. Σε αυτό το πλαίσιο διακινούνται προϊόντα όλων των ειδών: από ζάχαρη, κακάο, ρύζι και μπανάνες μέχρι υφάσματα και είδη χειροτεχνίας κάθε τύπου, μερικά δε από αυτά έχουν πια κατακτήσει σημαντικό μερίδιο στην αγορά και οι πωλήσεις τους έχουν σταθερά αυξητικές τάσεις. Να το σφραγίσω; Ο δε στόχος του κινήματος συρρικνώνεται στην οικονομική διάσταση του θέματος: στην εξασφάλιση μιας «δίκαιης», όπως διαφημίζεται, τιμής, που καθορίζεται με βάση αυτήν που κυκλοφορεί στην παγκόσμια αγορά (συνήθως είναι 10-15% υψηλότερή της), η οποία όμως, ως γνωστόν, μόνο δίκαιη δεν είναι. Και ενώ το προϊόν φτάνει πράγματι στο ευρύτερο δυνατόν καταναλωτικό κοινό και αυξάνονται οι πωλήσεις του, η αμφίδρομη σχέση μεταξύ του παραγωγού του Νότου και της οργάνωσης διακίνησης του Βορρά πάει περίπατο, σε ένα δρόμο χωρίς επιστροφή. Εναλλακτικό και αλληλέγγυο Εξακολουθούν με άλλα λόγια να εμπνέονται από την αρχική ιδέα του κινήματος: την επιδίωξη δημιουργίας ενός δικτύου εναλλακτικού εμπορίου βασισμένου σε διαφορετικές, όσο γίνεται ανταγωνιστικές και ανεξάρτητες από τις υπάρχουσες, δομές. Συνεχίζουν να πιστεύουν ότι η διακίνηση πρέπει να συνδυάζεται με πρωτοβουλίες αλληλεγγύης στους παραγωγούς, με την προβολή ενός άλλου μοντέλου κατανάλωσης και με την καταγγελία των πολύπλοκων μηχανισμών που οδηγούν στην εξαθλίωση τους παραγωγούς και όχι μόνο. Και στην άκρη του μυαλού τους έχουν ότι τη σήμερον ημέρα δίκαιο εμπόριο δεν μπορεί να υπάρξει. Το δίκαιο εμπόριο (πρέπει να) είναι ο απώτερος στόχος του κινήματος ή, αλλιώς, ο αγώνας για ένα δίκαιο εμπόριο είναι ένα μέρος μόνο του αγώνα για την ανατροπή των εκμεταλλευτικών δομών του παγκόσμιου εμπορίου. Προς το παρόν, λοιπόν, το μόνο που μπορεί να εγγυηθεί μια οργάνωση είναι ότι με τη συγκεκριμένη εμπορική διαδικασία που ακολούθησε προσπάθησε να πετύχει τη μεγαλύτερη δυνατή ισοτιμία μέσα σε μια αγορά που χαρακτηρίζεται από τη μέγιστη ανισότητα. H (μικρή) εμπειρία και οι (μεγαλεπήβολοι) στόχοι μας Με αυτό το ερώτημα στο μυαλό κάποιοι και κάποιες ξεκινήσαμε από το καλοκαίρι του 2004 να συζητάμε για το αν μπορεί να πραγματοποιηθεί ένα εγχείρημα εναλλακτικού και αλληλέγγυου εμπορίου στην Ελλάδα και επάνω σε ποιες βάσεις. Δεν συναντηθήκαμε τυχαία: γνωριζόμασταν από την πολιτική μας δράση, τη συμμετοχή μας σε συλλογικότητες που προτάσσουν την αλληλεγγύη, τη συντροφικότητα και την άμεση και ισότιμη συμμετοχή ως πρώτες ύλες μιας άλλης, καλύτερης, ζωής. Καταλύτης για να δοκιμάσουμε το ερώτημα και στην πράξη στάθηκε η γνωριμία μας τον περασμένο Ιούλιο με τη γερμανική κοοπερατίβα Café Libertad, στη διάρκεια μιας παρουσίασης της δουλειάς τους στο Βελιγράδι, στην ευρωπαϊκή συνάντηση του People’s Global Action. Μάθαμε ότι εδώ και 5 χρόνια έχουν έρθει σε άμεση επαφή με ζαπατιστικές κοοπερατίβες στο Μεξικό, αγοράζοντας και διακινώντας τον καφέ τους όχι για να κερδίσουν από αυτό, αλλά ως έμπρακτη πολιτική αλληλεγγύη. Δεκάδες άνθρωποι τόσο στην Αθήνα όσο και στην υπόλοιπη Ελλάδα άρχισαν να συμμετέχουν στη διακίνηση των προϊόντων, με αποτέλεσμα να έχει δημιουργηθεί πλέον ένα συνεχώς διευρυνόμενο δίκτυο. Αρκετοί και αρκετές εντάχθηκαν και στη συλλογικότητα, εμπλουτίζοντάς τη με την όρεξη και τις ιδέες τους. Ήταν για μας μια περίοδος αναζήτησης και προβληματισμού. Αφενός, στο καθαρά πρακτικό επίπεδο, αφού, μην έχοντας καμία εμπειρία από ανάλογες δραστηριότητες, χρειάστηκε να μάθουμε από τα λάθη μας. Κατανοήσαμε ότι το εγχείρημα αυτό απαιτεί διαφορετικό επίπεδο οργάνωσης και «συνέπειας» σε σχέση με την εμπειρία μας από άλλες συλλογικότητες, κυρίως επειδή περιλαμβάνει τη διαχείριση χρηματικών ποσών. Ποια είναι η διαφορετική μορφή εμπορίου που θέλουμε να χτίσουμε και τι μας κινητοποιεί για να την πετύχουμε; Τι σχέση μπορεί να έχει με την υπάρχουσα δομή του εμπορίου; Πώς μπορεί να συμβιβαστεί με το νόμο και την εφορία; Πώς ισορροπούμε την ανάγκη για οικονομική βιωσιμότητα του εγχειρήματος με τη θέλησή μας να είναι τα προϊόντα προσιτά σε όλους και όλες; Και άλλα πολλά… Πού βρισκόμαστε… Μιλώντας για αλληλεγγύη, αναφερόμαστε κυρίως στις σχέσεις που θέλουμε να χτίσουμε με τις συλλογικότητες των παραγωγών, τα προϊόντα των οποίων επιλέγουμε να διακινήσουμε. Δεν κάνουμε την επιλογή αυτή με βάση τη συμπάθειά μας για τους «φτωχούς του Τρίτου Κόσμου», ούτε κινούμενοι από κάποιο αίσθημα ηθικού δικαίου. Την κάνουμε γιατί αυτές οι συλλογικότητες οργανώνονται, αγωνίζονται και παράγουν με τρόπους που, παρά τις διαφορετικές συνθήκες, έχουν στοιχεία που θα θέλαμε να εφαρμόσουμε και στις δικές μας ζωές. Αν οι τιμές που εισπράττουν για τα προϊόντα τους μέσω της σχέσης αυτής είναι συχνά αρκετά καλύτερες από της αγοράς, αυτό δεν μας φαίνεται ιδιαίτερο επίτευγμα: το αντίθετο, ξέρουμε ότι παραμένουν αναντίστοιχες με το μόχθο τους. Θέλουμε σταδιακά να γνωριστούμε καλύτερα, να ορίσουμε πιο άμεσα τη σχέση αυτή, να την κάνουμε πραγματικά αμφίδρομη. Όταν μιλάμε για εναλλακτικό εμπόριο, εννοούμε κυρίως το σκοπό, τη φιλοσοφία και την πρακτική της διακίνησης των προϊόντων. Η βασικότερη ίσως διαφορά με το «κλασικό» εμπόριο είναι ότι δεν στοχεύουμε στο κέρδος: αν προκύπτει ένα οικονομικό πλεόνασμα από την πώληση των προϊόντων, αυτό εξυπηρετεί τις ανάγκες, τις προοπτικές και τις συλλογικές επιδιώξεις του εγχειρήματος. Εμπόριο χωρίς σκοπό το κέρδος; Αν ακούγεται σαν σχήμα οξύμωρο, ίσως είναι γιατί δεν το βλέπουμε πουθενά γύρω μας. Έχουμε εθιστεί τόσο στην ιδέα ότι στόχος της διακίνησης των αγαθών είναι ο πλουτισμός κάποιων, που μας φαίνεται περίεργο ότι θα μπορούσε να υπάρξει κάτι άλλο. Ορίζουμε το εναλλακτικό εμπόριο ως μια απόπειρα να αυτοοργανώσουμε την εξυπηρέτηση των αναγκών μας. Σήμερα η αγορά ρυθμίζει το σύνολο σχεδόν των όρων και των σχέσεων που διέπουν την παραγωγή, τη διακίνηση και τη χρήση των προϊόντων: από το πόσο θα πληρωθεί ο παραγωγός για το προϊόν της εργασίας του, τι θα παράξει και πώς μέχρι την ποιότητα, την τιμή, ακόμη και το είδος των εμπορευμάτων που θα καταναλώσουμε. …και πού πάμε Δεν πετάμε στα σύννεφα ούτε τρέφουμε αυταπάτες. Γνωρίζουμε πολύ καλά πόσες δυσκολίες έχει το εγχείρημα που ξεκινήσαμε, πόσες αντιφάσεις και εμπόδια θα συναντήσει, ότι ίσως χρειαστεί να κάνουμε επιλογές που δεν θα είναι απόλυτα συμβατές με αυτό που επιδιώκουμε, ότι θα κάνουμε λάθη. Αλλά δεν είμαστε μόνοι και τίποτε δεν είναι «ουτοπικό»: οι παραγωγοί των προϊόντων που διακινούμε είναι η καλύτερη απόδειξη γι’ αυτό. Αν δεν βάλουμε τις ιδέες μας στην σκληρή δοκιμασία της πράξης, αν δεν τις γειώσουμε στις εδώ και τώρα συνθήκες θα παραμείνουν ωραία αλλά άπιαστα όνειρα. Επιχειρούμε ένα πείραμα, και το ονομάζουμε «Ο Σπόρος», με την ελπίδα να βγάλει ρίζες, να μεγαλώσει και αργότερα, γιατί όχι, να φυτρώσει και αλλού. |
28 Ιουλίου 2009 |