1

ΠΡΟΟΔΟΣ ΚΑΙ ΜΟΡΦΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΣΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ (της Ιωάννας Μουτσοπούλου)

(Β΄ μέρος του άρθρου Η προβληματική λειτουργία των ιδεών στην πολιτική και τη δημοκρατία –  Ο κόσμος των εννοιών)

Στην αναζήτηση της ελεύθερης βούλησης (για την οποία τόσο πασχίζει ο σύγχρονος άνθρωπος, τουλάχιστον ο δυτικός) συναντάμε ένα επόμενο δύσκολο σημείο, που δεν καταλαβαίνουν αυτοί που αναζητούν ριζοσπαστικές ή άμεσες λύσεις (κατά φαντασίαν, βέβαια). Ορισμένοι, αντιμετωπίζοντας προβληματικές πλευρές της ζωής, τείνουν να τις εξαφανίσουν, λες και υπήρχαν ποτέ μη προβληματικές πλευρές της ζωής του ανθρώπου. Όμως το πρόβλημα δεν είναι να εξαφανιστούν τέτοιες μορφές οργάνωσης της ζωής, γιατί πιθανότατα θα είναι είτε αναγκαίες είτε αναπόφευκτες. Το ζητούμενο είναι να μπορούν να ιδωθούν υπό ένα άλλο πρίσμα πιο διαυγές και περιεκτικό, που να μην εμποδίζει και άλλες αναδυόμενες πλευρές της ζωής να λειτουργήσουν.

 Αν όμως μιλάμε για την πνευματική πρόοδο, τότε δεν μπορεί παρά να είναι αέναη, αλλά όχι σαν μορφή οργάνωσης – και αυτό θέλει προσοχή, γιατί και το πνεύμα είναι ένας ασαφής όρος. Για παράδειγμα, η ελευθερία είναι πάντοτε πνευματική απαίτηση και δικαίωμα, και η σεξουαλική ελευθερία είναι μέρος της. Όμως το σεξ όπως το γνωρίζουμε δεν μπορεί να παίρνει αενάως διαφορετικές μορφές, εν είδει υστερίας για ελευθερία, ούτε να αποτελεί το μοναδικό επίκεντρο της προσοχής μας για πάντα, να αναζητεί συνεχώς νέες μορφές έκφρασης και να εκτοπίζει τις άλλες πλευρές του ανθρώπου, παρούσες και μελλοντικές, σε μια μονοδιάστατη ζωή προσηλωμένη μοναδικά στο σεξ. Το μονοδιάστατο αποτελεί πάντοτε μία φυλακή, γιατί έτσι το σύνολο του ανθρώπου καθίσταται ανελεύθερο και υποτάσσεται σε μία και μόνο διάστασή του που κατακλύζει τα πάντα. Αυτό συνέβη στην εποχή μας με το σεξ και το χρήμα. Αλλά και η προηγούμενη εποχή με τους υπερβολικούς της περιορισμούς αποτελούσε έκφραση του μονοδιάστατου – και τονίζω την υπερβολικότητα, όχι τον περιορισμό καθεαυτόν. Οτιδήποτε είναι μορφή, συμπεριφορά, ψυχολογισμός και μπορεί να οργανωθεί σαν μορφή δεν μπορεί να αποτελέσει το αιώνιο κέντρο αναφοράς μας. Αναπόφευκτα θα συμβαίνουν μεταβολές στον βαθμό που είναι αναγκαίες και μόνον στον βαθμό που θα συντελείται πνευματική πρόοδος – εξάλλου αυτό ήδη συμβαίνει. Αλλά, δυστυχώς, μπορεί να συμβαίνει και το αντίστροφο, δηλαδή να υπάρχει οπισθοδρόμηση (ακόμη κι αν αποκαλείται πρόοδος).

Ως μία άλλη έκφραση του πνεύματος μπορεί να θεωρείται η ενασχόληση με τα κατ’ εξοχήν πνευματικά ζητήματα, θρησκεία, φιλοσοφία και άλλα. Αλλά αυτή η ενασχόληση δεν υποδηλώνει κατ’ ανάγκην πνεύμα, με την έννοια ότι μπορεί να είναι μόνον μία επιφάνεια κουλτούρας και τίποτε άλλο, όπως π.χ. στην γαλλική αυλή οι αριστοκράτες ενδιαφερόντουσαν για τα γράμματα και τις τέχνες αλλά αδιαφορούσαν απάνθρωπα για τη φτώχεια και την πλήρη απαξίωση του λαού, δηλαδή εκατομμυρίων ανθρώπων. Αυτό δεν είναι πνεύμα, αλλά πνευματική κατάπτωση. Η αληθινή ατομική πνευματική πρόοδος εμπεριέχει πάντοτε αξίες αφαιρετικές, αλλά ταυτόχρονα λειτουργεί και στο πεδίο της πράξης προς όφελος και των άλλων ανθρώπων, δεν απαξιώνει την πράξη και ποτέ δεν αποτελεί απλό διάκοσμο της ζωής. Ούτε αναφέρεται σε έναν συγκεκριμένο τομέα επειδή αυτός μας αρέσει. Πάντοτε υπάρχει ο πειρασμός των γνώσεων, που μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να εκλαμβάνονται ως πνεύμα, χωρίς όμως να το έχουν καν αγγίξει.

Με άλλα λόγια, το πνεύμα δεν μπορεί να τυποποιηθεί και να αποκλειστεί σε ορισμένους τομείς, όσο κι αν αυτοί οι τομείς είναι προνομιακά κοντύτερα στο πνεύμα. Αυτό συμβαίνει, γιατί η τυχόν αλλαγή σε έναν τομέα ασκεί αυτομάτως επιρροή και στους υπόλοιπους, εφ’ όσον ο άνθρωπος αποτελεί ένα ενιαίο όλο στο επίπεδό του και μπορεί η προσπάθεια σε έναν πρακτικό τομέα να επηρεάσει θετικά την πνευματικότητα του ανθρώπου, όπως π.χ. η εξάντληση ενός γιατρού στο καθήκον του σε ώρα κρίσης σίγουρα συμβάλλει στην ανάδυση του πνεύματός του. Η ευαισθησία και το κίνητρο αποτελούν σίγουρα κριτήρια πνευματικά.

Το αέναο της πνευματικής προόδου δεν μπορεί να μην υπάρχει, γιατί υπάρχει το άπειρο, χωρίς τέλος και σταμάτημα. Υπό τέτοια έννοια, η πνευματική πρόοδος είναι συνεχής, ενώ οι γνωστές μορφές της ζωής μας μπορεί να πεθαίνουν ή να παραμένουν ανάλογα με την ανάγκη. Η απόρριψη των μορφών οργάνωσης της ζωής και οι συνήθειες σίγουρα αλλάζουν ή καμμιά φορά πεθαίνουν λόγω της πνευματικής προόδου, αλλά δεν πρέπει να πεθαίνουν λόγω της παρακμής και της ιδιοτελούς αδιαφορίας ούτε λόγω φανατικών ιδεών για κοινωνική αλλαγή. Ένα παράδειγμα, αποτελεί η σταδιακή κατάργηση της δουλείας, που όσο αναδυόταν στην ανθρώπινη συνείδηση η αξία του ανθρώπου, τόσο αντιμετωπιζόταν διαφορετικά η δουλεία. Όμως η οικογένεια αποτελούσε μία διαφορετική περίπτωση. Ενώ έπρεπε να βελτιωθούν οι σχέσεις μέσα στην οικογένεια, να πάψει η τυποποίησή τους και να γίνουν ζωντανές σχέσεις, των οποίων η σταθερότητα να στηρίζεται στη συνείδηση και όχι στην κοινωνική πίεση, συνέβη το αντίθετο: ο ατομισμός και μία αποδομητική αντίληψη των οικογενειακών και κοινωνικών σχέσεων οδήγησαν στην καταστροφή της, ενώ είναι αναγκαία για την κοινωνία και το άτομο.

Οι περισσότεροι όμως αντιλαμβάνονται το άπειρο απλώς σαν συνεχή αλλαγή των μορφών και τίποτε άλλο. Τους γοητεύουν οι απειρίζουσες μορφές και ξεχνούν το νόημα που βρίσκεται πίσω από αυτές. Το άπειρο όμως δεν μπορεί να είναι αυτό. Αυτό θα ήταν φυλακή μέσα στις μορφές. Για παράδειγμα, το φαγητό είναι αναγκαίο για την επιβίωσή μας. Όμως θα ήταν γελοίο να ασχολείται όλη η κοινωνία με την παρασκευή νέων ολοένα πιο ευφάνταστων φαγητών και να αναλώνει τη ζωή της σε μια τέτοια εφευρετικότητα, τη στιγμή που τόσα νέα πράγματα μας απασχολούν και απαιτούν τη δημιουργικότητά μας. Αν το κάνει, τότε αυτό θα είναι μία διαστρέβλωση. Αυτό συνέβη εν μέρει στην καταναλωτική κοινωνία με τον κορεσμό των συσκευασμένων τροφών για να ελκυστεί ο καταναλωτής. Και φυσικά δεν είναι μόνον η τροφή. Το ίδιο συμβαίνει με το χρήμα, το σεξ, τις γνώσεις και τα πάντα. Τόσες καινοτομίες έχουν γίνει τις τελευταίες δεκαετίες στον οικονομικό και στρατιωτικό τομέα, τόση δημιουργικότητα προσηλωμένη μόνο στο χρήμα και τον ανταγωνισμό, αλλά καμμία καινοτομία δεν έγινε στον τομέα του πολιτισμού και της συνείδησης, πλην εκείνων των βασικών στο επίπεδο των θεσμών, που όμως στο τέλος δεν άντεξαν αυτή την άνιση πίεση και καταρρακώθηκαν. Αυτό συνέβη, γιατί οι μεγάλες καινοτομίες στον πολιτισμό συνέτρεχαν με την ταυτόχρονη αποδυνάμωση και αποδόμηση των κοινωνιών, των ιδεών, των εννοιών και των αρχών που τις κρατούσαν σε συνοχή – γι’ αυτό είμαστε σε αυτή την τρομερή δυσπραγία. Θαμπωθήκαμε από τους θεσμούς, επαναπαυτήκαμε, αλλά η συνείδησή μας την ίδια στιγμή παρασυρόταν στο αντίστροφο ρεύμα, στο ρεύμα που αντιστρατευόταν το νόημα των θεσμών. Η καινοτομία όμως πρέπει να γίνεται κυρίως στον τομέα της συνείδησης. Αυτά όλα έχουν στενή σχέση με το πώς αντιλαμβάνεται κανείς τον σκοπό της ζωής ή αν αντιλαμβάνεται πως υπάρχει ένας τέτοιος σκοπός. Οι άλλες καινοτομίες (π.χ. οι τεχνολογικές), όντας σε ορθή αναλογία με τη συνείδηση, μπορούν να βοηθήσουν και στη βελτίωσή της, αλλιώς την καταστρέφουν, γιατί όλες οι καινοτομίες ασκούν πίεση στην ανθρώπινη συνείδηση και, αν αυτή δεν είναι έτοιμη να τις ενσωματώσει με ορθό τρόπο, τότε η συνείδηση καταρρέει υπό το βάρος τους.

Από το άλλο μέρος, θα πρέπει να τονίσω ότι το αέναο της προόδου δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν σταθερά σημεία αναφοράς στο παρόν και στο παρελθόν, όπως σωστά έθιξαν οι συγγραφείς του παραπάνω άρθρου («Ύστερη νεοτερικότητα και το παράδειγμα της Σουηδίας» των Γιώργου Κουτσαντώνη και Μιχάλη Θεοδοσιάδη (respublica.gr/2021/11/post/sweden-post/). Πάντοτε ήταν δύσκολο για τον άνθρωπο να συνδυάσει το παρελθόν με το μέλλον, το μεγάλο με το μικρό, τη μορφή με την αφαίρεση, την ποθούμενη σταθερότητα με το άπειρο. Αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό σημείο. Ενός είδους ριζοσπαστισμός, τραγικά αστήρικτος θα έλεγα, θεωρεί ότι μπορεί κανείς να ξεριζώσει το παρόν από τις ρίζες του και να δημιουργήσει έναν τελείως διαφορετικό κόσμο κατά βούληση. Πέραν του υπερφίαλου μιας τέτοιας φαντασίωσης, αυτό είναι αδύνατον να γίνει. Θυμίζει τον Βισβαμίτρα στο ινδικό έπος «Μαχαμπαράτα» που έχτιζε το δικό του σύμπαν σε μια έκρηξη αλαζονικής ατομικής βούλησης. Εξάλλου, ποιος είπε ότι το παρελθόν δεν αποτελεί κομμάτι ακέραιο του παρόντος και του μέλλοντος; Αλλά αυτό είναι ένα θέμα εσχατολογικό που αγγίζει τη φύση των όντων και του Όντος.

Ποιος εγγυάται αυτή τη συνέχεια της ζωής μας; Θα έλεγα, η συνείδηση. Όλο αυτό το γίγνεσθαι στον κόσμο μας συντελείται μέσα στη συνείδηση και η συνείδηση αποτελεί πάντοτε έναν συνδετικό κρίκο μεταξύ των διαφόρων φάσεων στον χρόνο, είναι συνυφασμένη με τον χρόνο και το νόημα που ξετυλίγεται μέσα σε αυτόν. Δεν υπάρχει χρόνος χωρίς νόημα και συνείδηση. Στην πραγματικότητα, τέτοιες προσπάθειες να διακόψουν το νήμα που συνδέει το παρελθόν με το μέλλον τείνουν στο να διακόψουν το νόημα βουλησιαρχικά, επειδή δεν το ελέγχουν οι ίδιοι ή επειδή θέλουν να ελέγχουν το νέο γίγνεσθαι. Από το άλλο μέρος, η αντίθετη τάση για προσκόλληση στο παρελθόν έχει και αυτή τις παρενέργειές της και αρνείται το μέλλον που είναι φορέας καλύτερης κατανόησης του νοήματος της ζωής. Νομίζω ότι ο μόνος ασφαλής τρόπος για να πορευτούμε στο μέλλον είναι η σταδιακότητα, έτσι ώστε να διατηρείται η συνέχεια της συνείδησης της ταυτότητας και του σκοπού, ατομικά και συλλογικά. Για παράδειγμα, αν ο θεσμός της οικογένειας στο παρελθόν ήταν προβληματικός, αυτό δεν σημαίνει πως έπρεπε να καταστραφεί και να βρεθούμε σε ένα χάος. Και όχι μόνον για να μην αντιμετωπίσουμε το χάος, αλλά και γιατί η οικογένεια περικλείει ένα εξαιρετικά σημαντικό νόημα οικειότητας και συνάφειας, παρά τα μεγάλα ή μικρά προβλήματά της. Εξάλλου, τίποτε σε αυτό τον κόσμο δεν έγινε ποτέ εύκολα και ανέφελα. Αυτή η καταστροφική αντίληψη είναι προσκολλημένη σε μια μορφή (κακή οικογένεια, άρα καθόλου οικογένεια), δεν βλέπει νόημα και σκοπό, και στοχεύει σε μιαν άλλη αντίθετη μορφή τελείως αντιδραστικά, πράγμα που είναι επίσης προσκόλληση στη μορφή οργάνωσης και στο παρελθόν. Όμως η προσκόλληση σε μορφές (από οποιαδήποτε πλευρά και να υπάρχει αυτή) σημαίνει πάντοτε χάος και πολύ περισσότερο όταν σχετίζονται με βασικές εξελίξεις στη ζωή του ανθρώπου, όπως είναι η οικογένεια ή τα έθνη.

Τέτοιες αντιλήψεις που δεν αναγνωρίζουν τη συνέχεια της συνείδησης (π.χ. εθνικής) και του νοήματος που εκφράζεται και ξετυλίγεται μέσα στον χρόνο συνδέονται άρρηκτα με την αποδοχή της τυχαιότητας ως φύσης των όντων, δηλαδή την απουσία του καθολικού νοήματος. Εδώ πρέπει να κάνω και μιαν άλλη επισήμανση: Αυτή η συνέχεια στον χρόνο δεν πρέπει να είναι ομοιότητα και επανάληψη πέραν ενός σημείου, ούτε να είναι προσκόλληση σε παρελθοντικές μορφές οργάνωσης της ζωής, παρά μόνο στον βαθμό που αυτό είναι αναγκαίο, όπως ανέφερα παραπάνω. Για παράδειγμα, καμμία μορφή σχέσης δεν μπορεί να είναι απόλυτη και πάντοτε υπάρχουν περιπτώσεις που πρέπει να υποχωρήσει απέναντι σε υπέρτερες ή παράλληλες αρχές ζωής. Π.χ. ο οικογενειακός νεποτισμός, που ίσως ήταν αναγκαίος και αναπόφευκτος σε αρχαιότερες εποχές, πρέπει να υποχωρεί απέναντι στη δικαιοσύνη, η ανδρική κυριαρχία, την οποία ευνοούσε η κοινωνία, να υποχωρεί στην αρχή της ισότητας και της αγάπης και άλλα. Όμως ένα πράγμα δεν πρέπει να μας διαφεύγει. Όταν κάτι φεύγει, κάτι καλύτερο πρέπει να μπαίνει στη θέση του, αλλιώς θα προκύπτει χάος. Και το καλύτερο δεν είναι η αποξένωση, η διάλυση και ο ατομισμός. Αυτά τα δεινά αποτέλεσαν κατ’ ευθείαν διαστρεβλώσεις της έννοιας της ελευθερίας.

Μιλάω για συνέχεια της συνείδησης και της συνείδησης της ταυτότητας και του νοήματος, όχι εσαεί διατήρηση των μορφών έκφρασής της ούτε περιορισμό της στο πώς ήταν στο παρελθόν. Ταυτόχρονα όμως οι ολοκληρωτικές αλλαγές στον τρόπο και την οργάνωση της ζωής, δηλαδή η λήθη του παρελθόντος, πιθανότερο είναι να διακόπτουν αυτή τη συνέχεια και την ίδια την εξέλιξη της συνείδησης προς το καλύτερο, την οποία φαίνεται να επικαλούνται. Εν τω μεταξύ, μία τέτοια ρηγματική μετάβαση σε μιαν άλλη κατάσταση είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα διαστρεβλώσει τις έννοιες, γιατί θα  χαθεί το νόημα που υπόκειται του χρόνου και των μορφών. Και δεν μπορεί κανείς να πει αν η ρηγματικότητα αυτή αφανίζει το νόημα ή αν η απομάκρυνση  του νοήματος οδηγεί σε αυτή τη ρηγματικότητα. Μάλλον και τα δυο ταυτόχρονα. Θα ρωτήσει κανείς πού θα βρίσκεται η διαστρέβλωση. Θα βρίσκεται στο ότι, ενώ ο άνθρωπος είναι φύσει κοινωνικό ον, η αποξένωσή του δεν θα είναι αληθινή ελευθερία αλλά μία οδυνηρή ήττα και θα αναγκαστεί έπειτα από έναν κύκλο άγονης προσπάθειας να ξαναβρεί το χαμένο νήμα.

Όλα αυτά δείχνουν ότι οι λέξεις μπορούν να έχουν κατά περίπτωση διαφορετικό νόημα, πολλές φορές και αντίστροφο του κανονικού. Η εξουσία παίζει πάντοτε με την αντιστροφή των εννοιών ή αξιών, με ερμηνείες που διαστρεβλώνουν το νόημα και αυτή η διαστρέβλωση γίνεται με τη χρήση μορφών οργάνωσης που έχουν χάσει το νόημά τους. Π.χ. οι τρεις εξουσίες της πολιτείας που έχουν σκοπό να διαφυλάξουν τη δημοκρατία (έστω αυτήν που έχουμε), αν διαφθαρούν ή αν υποταχθούν στην εκτελεστική, τότε δεν διαφυλάττουν τίποτε. Επομένως, η επίκλησή τους αποτελεί μόνον μία παραπλάνηση και τίποτε άλλο. Ή η επίκληση του κοινού καλού, που όμως έντεχνα μπορεί να ταυτιστεί με το κράτος, γιατί το κράτος υποτίθεται ότι στοχεύει στην υπηρεσία αυτού του κοινού καλού. Δηλαδή, στη θέση του συμβολιζόμενου η εξουσία πάντοτε βάζει το νεκρό σύμβολο. Όσο αναγκαία και αν είναι τα σύμβολα, ποτέ δεν μπορούν να υποκαταστήσουν το συμβολιζόμενο νόημα.

Στο επόμενο άρθρο θα αναφερθώ στην παραπλανητική αναφορά της ελευθερίας και ανεξαρτησίας που ήταν τα κεντρικά σύμβολά της εποχής μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και κατέληξαν σε μια εκτεταμένη υποδούλωση, ακριβώς το αντίθετο της ποθούμενης ελευθερίας.

 

16/12/2021

Ιωάννα Μουτσοπούλου

Μέλος της ΜΚΟ ΣΟΛΩΝ