ΣΥΝΘΕΣΗ & ΣΧΕΔΙΟ ΙΔΕΩΝ, ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ - ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΣΜΟΣ

ΠΡΟΣ ΜΙΑ ΔΗΜΑΓΩΓΙΑ ΝΕΟΥ ΤΥΠΟΥ (του Γιάννη Παρασκευουλάκου)

artificial intelligence g87c73d157 1920 - Σόλων ΜΚΟ
image_pdfimage_print

artificial intelligence g87c73d157 1920 - Σόλων ΜΚΟ

Η τυπική δημαγωγία: ποιος την χρειάζεται πιά;

Η κλασσική μορφή δημαγωγού και δημαγωγίας περιλαμβάνει την απεύθυνση από ισχυρούς ανθρώπους προς το πλήθος με εργαλείο τα συμφέροντά τους ή τα συναισθήματά τους (φόβους, μίση, προτιμήσεις, ελπίδες κλπ) προκειμένου να κάνουν αυτό το πλήθος όργανό τους και να το πειθαναγκάσουν να συμπεριφερθεί όπως αυτοί θέλουν.

Στο λεξικό του Δημητράκου διαβάζουμε πως δημαγωγός είναι: «αυτός που με απατηλά μέσα, ψευδείς υποσχέσεις, κολακείες, τεχνάσματα, παραπλανά, προσεταιρίζεται, άγει και φέρει τον λαό».

Τίθεται επομένως σοβαρό ζήτημα ελευθερίας ή ανελευθερίας του λαού από την δράση των δημαγωγών που πρέπει να μας απασχολήσει σοβαρά. Είναι ευνόητο πως συχνά στην δημαγωγική προσέγγιση της πολιτικής και της οικονομίας αντιπαρατίθεται μια αποστεωμένη αντίληψη και διαχείριση των πραγμάτων, που αποβλέπει επίσης στην καθυπόταξη των ανθρώπων αλλά με μιαν άλλη διαδικασία, μέσω απελπισίας και παραίτησης αυτή την φορά, προωθώντας τη γνωστή θεωρία ΤΙΝΑ (there is no alternative – δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική). Αλλά όπως είναι γνωστό δύο κακά δεν κάνουν ένα καλό. Είναι επομένως χρήσιμο να μην περιπλανιόμαστε παντοτινά ανάμεσα σε πόλους ή να επιλέγουμε περιστασιακά το έναν από τους δύο αλλά να κινηθούμε ανάμεσα από τις συμπληγάδες δημιουργώντας οι ίδιοι με την κρίση και τον στοχασμό μας ένα νέο μονοπάτι ελεύθερο από την πόλωση και τα φαινομενικά αδιέξοδα.

Συνήθως ως ανθρωπότητα δίνουμε μεγάλη σημασία στον τρόπο με τον οποίο εμφανίζονται οι διάφορες μορφές του κακού στην κοινωνία, στην τυπολογία όπως λέμε ενός φαινομένου ή μιας ανωμαλίας, με αποτέλεσμα άλλες μορφές ή εκφάνσεις του ίδιου κακού να ξεφεύγουν ολωσδιόλου από την παρατήρησή μας και, επομένως, από την δυνατότητά μας για επαρκή απάντηση και άμυνα απέναντί τους.

Για παράδειγμα, στο ζήτημα που μας απασχολεί, προκειμένου να διαπιστώσουμε εάν υπάρχουν φαινόμενα δημαγωγίας στον σημερινό κόσμο, εξετάζουμε τα επί μέρους συστατικά του δημαγωγικού φαινομένου: υπάρχει ο ή οι δημαγωγοί, δηλαδή ισχυροί και εγωιστές άνθρωποι (εγωιστές συμφερόντων ή πεποιθήσεων) που επιδιώκουν να καταστήσουν ανελεύθερο ένα μεγάλο και αόριστο αριθμό ανθρώπων, για παράδειγμα μια συνέλευση, ένα χωριό, έναν λαό, την ανθρωπότητα την ίδια, και να τους οδηγήσουν εκεί που θέλουν; Υπάρχει αυτό το πλήθος; Υπάρχει η κατεύθυνση, δηλαδή προς τα πού συγκεκριμένα θέλει ο δημαγωγός να στρέψει το πλήθος και κυρίως υπάρχουν τα μέσα για αυτό τον – ας τον πούμε – εξανδραποδισμό, δηλαδή σαφή μηνύματα εικόνας ή ομιλίας που απευθυνόμενα στην συνείδηση του ανθρώπου (κυρίως στο θυμικό του αλλά πάντως στη συνείδησή του), έχουν την δύναμη να παρασύρουν το πλήθος αντίθετα από την θέλησή του ή υποκαθιστώντας την ολωσδιόλου; Αν ναι, λέμε ότι διαπιστώνουμε την ύπαρξη ενός δημαγωγικού φαινομένου, χωρίς φυσικά να υπάρχει ομοφωνία περί αυτού γιατί μπορεί να υπάρχουν λ.χ. κομματικά συμφέροντα ή απόψεις που θα εμποδίσουν να ομονοήσουμε για το αν ένας άνθρωπος είναι δημαγωγός ή όχι.

Ως προς ένα τέτοιο φαινόμενο, εν πάση περιπτώσει, έχουμε άμυνες και αντισώματα, τουλάχιστον σε επίπεδο εντοπισμού.

Το ερώτημα είναι τι γίνεται σε περιπτώσεις όπου κάποιο από τα «συστατικά» της δημαγωγίας λείπει ή είναι σημαντικά διαφοροποιημένο από όσα γνωρίζουμε. Για παράδειγμα, όταν ο «δημαγωγός» είναι ένα μέγεθος εντελώς ασαφές  ή το μήνυμα επίσης ασαφές, ο τρόπος με τον οποίο ασκείται η επιρροή ασαφής ή δύσκολα προσδιορίσιμος, ή η επιρροή δεν λαμβάνει χώρα στη συνείδηση των ανθρώπων αλλά σε ένα άλλο επίπεδό τους πολύ πιο υποστασιακό και βαθύ, που υπόκειται της συνείδησης και δεν ελέγχεται από αυτήν ή που χρειάζεται ιδιαίτερη προσπάθεια για να ελεγχθεί.

Ίσως ψάχνουμε λ.χ. για το κλασσικό άτομο – ηγέτη (ή έστω μια συλλογικότητα αλλά οριοθετημένη με σαφήνεια στο εσωτερικό ενός κράτους, κομματικά, πολιτικά κλπ), που ασκεί την κλασσικού τύπου επιρροή μέσω στιγμών έντασης και πόλωσης με ορατό στόχο και ορατά αποτελέσματα στον χειρισμό πλήθους. Αλλά, όταν έχουμε να κάνουμε με μιαν απρόσωπη ελίτ που ως χαρακτηριστικό της διατηρεί μόνο την τάση αναπαραγωγής  – διαιώνισής  της μέσω κυριαρχίας, η οποία δεν έχει ανάγκη ούτε ενδιαφέρεται καν να δημαγωγήσει, καλλιεργώντας έναν τύπο συνείδησης όπως αυτόν που έλεγε ο Νίτσε, δηλαδή μιαν άρχουσα τάξη που είναι «ένα ανώτερο κυρίαρχο είδος, το οποίο πατάει πάνω στο προηγούμενο και μπορεί να ανεβεί στο ύψος του καθήκοντός του μόνο κάνοντάς το αυτό. Όχι απλώς μια ράτσα κυρίων που μόνο της καθήκον είναι να ηγείται, αλλά μια ράτσα με τη δική της σφαίρα ζωής, με μια περίσσεια δύναμης για ομορφιά, ανδρεία, κουλτούρα, τρόπους ως το υψηλότερο σημείο πνευματικότητας∙ μια καταφατική ράτσα που θα πρέπει να παρέχει στον εαυτό της κάθε μεγάλη πολυτέλεια –αρκετά δυνατή για να μη χρειάζεται την τυραννία της προσταγής της αρετής, αρκετά πλούσια για να μη χρειάζεται φειδώ και σχολαστικότητα, πέρα από το καλό και το κακό∙ ένα θερμοκήπιο για παράξενα και διαλεγμένα φυτά» (1), στην οποία ξεπερνιέται ακόμα και ο κλασσικού τύπου εγωισμός, δηλαδή που δεν λογομαχεί, δεν συγκρούεται, δεν παζαρεύει, δεν επιχειρηματολογεί, απλά και ήρεμα επιβάλλει κάτι που η ίδια και πάλι έχει προαποφασίσει και προεπιβάλει ως αναντίρρητη αλήθεια, που και ο απλός σκεπτικισμός απέναντί της θεωρείται έγκλημα καθοσιώσεως και βάρβαρη τρέλα που στρέφεται εναντίον λογικής, επιστήμης, ανθρώπων, θεσμών, κράτους κλπ (μόνο ο Θεός έχει αφεθεί έξω), τότε τι κάνουμε;

Μια τέτοια ελίτ μπορεί να δημιουργεί τεχνολογικά και επικοινωνιακά (δηλαδή εκπαιδευτικά) γεγονότα που διαμορφώνουν σε βάθος τον άνθρωπο πριν ακόμα αρχίσει να λειτουργεί η συνείδηση και η δυνατότητα επιλογών. Δεν τίθεται ζήτημα συζήτησης ή αμφισβήτησης αυτών των γεγονότων, καθώς τέτοιου είδους επιφυλάξεις θεωρούνται ένας παράλογος αναχρονισμός στα όρια του γελοίου. Το παιδί ή ο νέος άνθρωπος ενσωματώνει στην ζωή του ως θεμελιώδες υπόστρωμα τεχνολογικά δεδομένα και δεξιότητες που θεωρούνται και διαφημίζονται ως απρόσωπα, ουδέτερα, α-πολιτικά, μη-φανατικά – και είναι τέτοια. Το πρόβλημα συνίσταται στο ότι ακριβώς είναι τέτοια. Είναι απρόσωπα, ουδέτερα, α-πολιτικά, μη-φανατικά, αλλά όλα αυτά τα χαρακτηριστικά τιθέμενα ως υπόστρωμα στον άνθρωπο κατά την διαδικασία της ανάπτυξής του αποκτούν κυρίαρχο ρόλο στη ζωή και διαμορφώνουν όλο τον εαυτό στη συνέχεια κατ εικόνα και ομοίωση αυτού του απολίτικου και απρόσωπου υποστρώματος.

Δεν έχουμε πλέον μιαν επίθεση που αποβλέπει στην βελτίωση και εξέλιξη των αρνητικών χαρακτηριστικών λ.χ. των ιδεολογιών με την ακαμψία τους, των εθνοτήτων με τους εθνικισμούς, των θρησκειών με την οπισθοδρομικότητα και τις προλήψεις, των φύλων με την στερεοτυπία των ρόλων κοκ, αλλά μιαν αφανιστική διαδικασία όπου κάποιοι, ως μαθητευόμενοι μάγοι κατά ένα μέρος και ως παθητικά ενεργούμενα της νέας ιδεολογίας μιας απείρως προηγμένης και «επιστημονικής» εκδοχής της ζωής κατά ένα άλλο μέρος, επιχειρούν ένα ξερίζωμα «εδώ και τώρα» στο κάθε τι που φαντάζει παλιομοδίτικο, αναχρονιστικό, συγκρουσιακό και φανατικό.

Το υπόστρωμα αυτό, για το οποίο έκανα λόγο πιο πάνω, δεν οδηγεί σε μια νέα συνειδησιακή και θεσμική κατάσταση πραγμάτων όπου το «εγώ» συνυπάρχει και συναναπτύσσεται αρμονικά με το «εμείς», το όλο, αλλά, μέσον μιας ακραίας υπερέμφασης στο «εγώ», οδηγεί τελικά σε μια διάλυση και διάχυσή του μέσα σε ένα όλο που δεν αποτελείται πλέον από εγώ – πρόσωπα, δεν είναι η σύνθεσή τους και η υπέρβασή τους, στερείται νοήματος και σκοπού, και είναι ένα πολτώδες άθροισμα πολτών, ένα κλειστό σύνολο χωρίς αναπνοή και χωρίς ζωή.

Φυσικά, θα αντιτείνει κανείς: τι εννοούμε εδώ; Μήπως πρόκειται για άλλη μιαν επίθεση κατά της τεχνολογίας; Μήπως θα ήταν δυνατόν να φανταστούμε καν την ζωή μας χωρίς όλα τα τεχνολογικά δώρα που μας έχουν προσφερθεί τις τελευταίες δεκαετίες, ειδικά από την στιγμή που η διάχυσή τους κάθετα είναι άνευ προηγουμένου στην κοινωνία με την έννοια ότι αποκτάνε πρόσβαση σε αυτήν ακόμα και χαμηλά εισοδηματικά στρώματα; Θα μπορούσαμε άλλωστε να φανταστούμε την ζωή μας χωρίς τον τροχό; Χωρίς την τυπογραφία; Χωρίς ηλεκτρικό και τηλέφωνο ή τις κατακτήσεις της ιατρικής κοκ; Επομένως, για ποιον λόγο εγείρονται τόσες ενστάσεις και επιφυλάξεις για την σύγχρονη τεχνολογική υποδομή;

Για να μην παρεξηγηθούν όσα λέω, τονίζω πως δεν είμαι αντίθετος με την τεχνολογία. Για παράδειγμα, θεωρώ το διαδίκτυο μιαν εφεύρεση εφάμιλλη αν όχι ανώτερη της τυπογραφίας όσον αφορά την κρούση στην ανθρώπινη συνείδηση και τις τεράστιες ευκαιρίες που προσφέρει για επικοινωνία και γνώσεις. Η επιφύλαξη έγκειται καθαρά στο μίγμα ή στην ισορροπία, αν θέλετε, μεταξύ ηθικού σφρίγους του χρήστη και ποσότητας τεχνολογίας, ώστε να μπορεί να την διαχειριστεί και όχι να τον «διαχειρίζεται». 

Γι’ αυτό και θα προσπαθήσω να δώσω μερικές ερμηνείες και δικαιολογήσεις της επιφύλαξης  που ανέφερα.

Το πρώτο χαρακτηριστικό είναι ο χρόνος. Ο παράγων του χρόνου είναι ουσιώδης, ένα πολύ κρίσιμο στοιχείο για το εάν μια καινοτομία μπορεί να αφομοιωθεί και να ενσωματωθεί ομαλά στην κοινωνική δομή και τελικά να χρησιμοποιείται από τους χρήστες, δηλαδή την κοινωνία, αντί να αναπτύσσει μια σχεδόν καταθλιπτική ισχύ, χρησιμοποιώντας την κοινωνία. Είναι νομίζω εντελώς περιττό να χρησιμοποιήσω ειδικές αναφορές για να πείσω ότι οι τεχνολογικές καινοτομίες και ανατροπές είναι στις μέρες μας όχι απλά ραγδαίες αλλά κυριολεκτικά καταιγιστικές.

Μπορούμε να σκεφθούμε λ.χ. πως άλλες, ας τις αποκαλέσω «άυλες», καινοτομίες όπως ο νόμος, η θέσμιση των κοινωνιών, η δημοκρατία, οι ηθικές αρχές κλπ διαμορφώνονται επί χιλιάδες χρόνια σε ένα αέναο γίγνεσθαι, με μια συνεχή αναμέτρησή μας μαζί τους, με επανεξετάσεις, απορρίψεις, βελτιώσεις κοκ, ενώ οι τεχνολογικές καινοτομίες από την στιγμή που θα κριθούν χρήσιμες και αποτελεσματικές παγιώνονται και ενσωματώνονται αμετάκλητα στην ζωή χωρίς επανεξέταση, χωρίς αναθεώρηση, χωρίς κανενός είδους επιφύλαξη ούτε για την ίδια ούτε για τους χρήστες τους.

Το δεύτερο είναι ο τύπος της καινοτομίας. Εννοώ εάν από την ίδια την φύση της επιτρέπει πιο εύκολα ή πιο δύσκολα έλεγχο και χειρισμό της ή αποκρούει μια τέτοια δυνατότητα. Ένα συστατικό αυτής της δυνατότητας ελέγχου ή μη είναι το πόσο έντονα και αξεδιάλυτα διαπλέκεται η καινοτομία ή οι καινοτομίες που μας απασχολούν με την υπόλοιπη τεχνολογική υποδομή και υπερδομή που διαθέτει μια κοινωνία (βλ. για παράδειγμα τον ρόλο των υπολογιστών σήμερα). Άλλο ένα συστατικό αυτής της δυνατότητας είναι ο βαθμός αυτόνομης διείσδυσης της καινοτομίας στη συνείδηση ατόμων και κοινωνιών. Εννοώ εδώ, για παράδειγμα, ότι ήταν εντελώς διαφορετικός ο βαθμός διείσδυσης στη συνείδηση του ανθρώπου του ατμόπλοιου ή του σιδηροδρόμου σε σχέση με την τηλεόραση ή αργότερα με τους υπολογιστές και το διαδίκτυο.

Με όλα τα παραπάνω δεν εννοώ σε καμμία περίπτωση ότι «πρέπει» να σταματήσουμε το διαδίκτυο ή τους υπολογιστές. Δεν νομίζω ότι είναι εφικτό κάτι τέτοιο αλλά κυρίως δεν θα ήταν επιθυμητό. Επιθυμητό και αναγκαίο είναι να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις που θέτει η τεχνολογία. Άρα είναι απλώς η ώρα των ρωμαλέων και υπεύθυνων ανθρώπων που θα πάρουν την ζωή και όλο το επιστητό στα χέρια τους και θα συντάξουν ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, αυτή την φορά για να μείνει.

Η τεχνολογία της εποχής μας είναι συγκλονιστική μόνο που έχει ένα «κουσούρι»: είναι εντελώς ακατάλληλη για παθητικούς ανθρώπους – αυτό είναι όλο.

Ποιο είναι λοιπόν εν προκειμένω το βασικό εμπόδιο ή απειλή που θα αποτελέσει το κριτήριο της επαρκούς και επωφελούς «απάντησης» στην τεχνολογία; Θα αποτολμήσω μια παράδοξη εκ πρώτης όψεως απάντηση: Η ενδοτικότητα ή μη ενδοτικότητα στις επιθυμίες μας. Ενδίδοντας στις επιθυμίες παραδινόμαστε – δεν γινόμαστε πιο ισχυροί. Η κυριαρχία ασκείται με πολλούς τρόπους από τις ελίτ, όπως για παράδειγμα μέσω φόβου, προπαντός όμως μέσω των ίδιων μας των επιθυμιών. Η παράδοση στις επιθυμίες οδηγεί σε αβουλία και παθητικότητα και αυτό, σε συνδυασμό με την σύγχρονη τεχνολογία, είναι κατά την άποψή μου εξασφαλισμένη καταστροφή. Αντιλαμβάνομαι ότι το σημείο αυτό χρειάζεται εκτεταμένη ανάλυση, την οποία θα κάνω σε αμέσως επόμενο άρθρο.

Ταυτόχρονα με όσα είπα πιο πάνω, δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία ότι και όλες οι προγενέστερες σημαντικές τεχνολογικές καινοτομίες μας έχουν συνδιαμορφώσει και έχουν αφήσει αποτύπωμα στον τρόπο που σκεφτόμαστε, επικοινωνούμε και δρούμε. Εννοείται πως αυτή η επιρροή είναι δύσκολο να διαγνωστεί και να αναλυθεί σε βάθος – είμαστε ό,τι είμαστε πλέον.

Παρεμπίπτον ζήτημα σε όσα είπα πιο πάνω είναι ότι εναντίον της πίεσης αλλαγών που ασκεί η τεχνολογία αναπτύσσονται συχνά αντίρροπες αλλά εντελώς ατελέσφορες δυνάμεις: εμμονές σε παρωχημένες διαστάσεις του έθνους, της θρησκείας, του φύλου, των ιδεολογιών – αλλά όπως είπα και πιο πάνω δύο λάθη δεν κάνουν ένα σωστό. Πρόκειται για μια θεατρική σκηνή όπου δύο πόλοι διαγκωνίζονται ερήμην μας, διεκδικώντας την τυφλή αφοσίωσή μας, αφήνοντάς μας πιο άδειους και πιο αδύναμους, σαν να παρακολουθούμε θεατρική παράσταση ενώ πρόκειται για την ίδια την ζωή μας.

Το ζήτημα της δημαγωγίας είναι σε μεγάλο βαθμό ζήτημα ελευθερίας. Όταν λοιπόν εξετάζουμε προβλήματα υποστρωμάτων, με όλα τα χαρακτηριστικά που προανέφερα, καλό είναι να έχουμε υπόψη μας ότι καμμία υποδομή, κανένα τεχνούργημα, κανένα δίκτυο τεχνολογίας δεν μπορεί να μας κάνει και, κυρίως, να μας διατηρήσει ελεύθερους. Ελεύθεροι γινόμαστε με ατομική και συλλογική προσπάθεια και διατηρούμαστε σε ελευθερία με συνεχή προσπάθεια – όχι με απονομή.

Συνοψίζοντας, η δημαγωγία μπορεί να κρύβεται σε ό,τι θεωρούμε και βιώνουμε ως αυτονόητο. Σε αυτό που έχει εισχωρήσει μέσα μας σταδιακά και αθόρυβα μέσω των διαμορφωμένων συνθηκών και προτύπων, ώστε στο τέλος να μη χρειάζεται καν προσπάθεια του δημαγωγού να μας πείσει. Μόνον που αυτές τις συνθήκες και τα πρότυπα θα τα έχει διαμορφώσει ο ίδιος ο δημαγωγός από πριν και η κοινωνία θα τα ζει και θα τα βιώνει σαν αναπότρεπτα, όπως π.χ. είναι η μόδα, ένας τρόπος σκέψης, η κατανάλωση, μια πολιτική αντίληψη και πολλά άλλα.

Γιάννης Παρασκευουλάκος

μέλος της ΣΟΛΩΝ ΜΚΟ

 

  1. Νίτσε Φρ., Θέληση για δύναμη, εκδ. Νησίδες, 2001, σελ. 419, εδ. 898.

 

Σχετικά άρθρα