1

Η ΕΛΠΙΔΑ ΩΣ ΦΥΓΟΜΑΧΙΑ (της Ιωάννας Μουτσοπούλου)

Η ελπίδα παίζει έναν πολύ σημαντικό ρόλο στην ανθρώπινη ζωή και μπορεί να συντηρήσει αυτή τη ζωή και τους όποιους συνειδητούς σκοπούς της σε δύσκολες καταστάσεις. Μπορεί να την αναγνώσει κανείς υπό διάφορες οπτικές γωνίες. Αλλά, όπως τα περισσότερα πράγματα, έχει και αυτή μία αρνητική πλευρά, μία πλευρά διαστρεβλωμένη που τη χρησιμοποιούν σαν τέτοια οι άνθρωποι που απεχθάνονται την προσπάθεια για βελτίωση του εαυτού και της ζωής τους. Θα αναφερθώ ιδιαίτερα σε αυτή την πλευρά της, γιατί είναι πολύ συνηθισμένη και καθοριστική για τη ζωή του ανθρώπου.

Η ελπίδα, στην ορθή της όψη, χρησιμεύει για να ενισχύσει τις προσπάθειες του ανθρώπου να βελτιώσει τόσο τις συνθήκες της ζωής του όσο και τον εαυτό του και είναι μία νύξη της θέλησης και του οράματος. Όταν όμως ο άνθρωπος είναι παθητικός και θέλει να παραμείνει στην άγνοια και την εξάρτηση, τότε χρησιμοποιεί την ελπίδα για να δικαιολογήσει την απραξία του και την επιλογή του για απραξία. Μια τέτοια ελπίδα μπαίνει στη θέση της θέλησης που λείπει και αντιστρέφει τον εαυτό της. Τότε αποτελεί μία διάσπαση του νόμου αιτίου-αποτελέσματος, επειδή περιμένει η ίδια συμπεριφορά να επιφέρει διαφορετικά και καλύτερα αποτελέσματα.

Αλλά μια τέτοια παράλογη ελπίδα πού βασίζεται; Στην πραγματικότητα, στο θεμέλιο μιας τέτοιας αβάσιμης ελπίδας υπάρχει η πεποίθηση ότι η ζωή ρυθμίζεται από την τυχαιότητα. Η τυχαιότητα όμως σημαίνει ότι δεν λειτουργεί ο νόμος αιτίου-αποτελέσματος, δηλαδή η λογική συνοχή των πραγμάτων, επομένως η ίδια συμπεριφορά μπορεί ως δια μαγείας μπορεί να έχει στο μέλλον άλλα αποτελέσματα, περισσότερα ευνοϊκά. Τελικά, δεν υπάρχει πεποίθηση που να μην κρύβει μέσα της εν σπέρματι μία φιλοσοφική θεώρηση, έστω και ασυνείδητα. Αυτό συμβαίνει επειδή ούτως ή άλλως ο νόμος αιτίου-αποτελέσματος λειτουργεί ως η λογική συνοχή των εννοιών και των σχέσεων. Η ελπίδα, προσπαθώντας να παρακάμψει τον νόμο αυτόν, καταλήγει να γίνεται, αφ’ ενός μεν, μέσο για να αντιμετωπιστεί ο φόβος του θανάτου με οποιαδήποτε μορφή του και, αφ’ ετέρου, έκφραση μιας απέχθειας για κάθε είδους εργασία και κυρίως εργασία προς τον εαυτό. Η αδράνεια αυτή έχει πολύ βαθύτερες ρίζες μέσα στον άνθρωπο από ό,τι γίνεται αντιληπτό. Μιμείται μέσω της ακινησίας της την απειρότητα, τόσο σε ευκαιρίες όσο και σε επιλογές ελπίζοντας ότι θα υπάρχουν πάντοτε εν είδει δώρου, εξορίζοντας την ευθύνη ως ένδειξη ωριμότητας. Σαν να είναι ο άνθρωπος ένα βρέφος πλήρως αδύναμο και ανίκανο να αναπτυχθεί με τις δικές του δυνάμεις. Φυσικά, η ζωή είναι άπειρη, αλλά τη μορφή των ευκαιριών δεν μπορεί να την καθορίσει η ανθρώπινη επιθυμία, ούτε την εξέλιξη των πραγμάτων. Όμως το μεγαλύτερο δώρο της απειρότητας είναι η ικανότητα να αναλαμβάνει κανείς αληθινές ευθύνες και πρωτοβουλίες. Ο δρόμος του ανθρώπου είναι τέτοιος όπως και ο κόσμος στον οποίο ζει και αναπτύσσεται.

Αλλά το όνειρο μιας ανέμελης και ανεύθυνης ζωής είναι πολύ ισχυρό – θα έλεγα για όλους μας, αν και με πολλές διαβαθμίσεις στην έντασή του. Μοιάζει με έναν ευτυχισμένο θάνατο ή με έναν παράδεισο, όπου κάθε μέριμνα θα έχει εξαφανιστεί. Βέβαια, η πραγματικότητα γύρω μας είναι διαφορετική. Ωστόσο, το όνειρο αυτό υπάρχει πάντοτε και εμποδίζει την αντιμετώπιση της ζωής και των αναγκών της στο πεδίο των κοινών μας πραγμάτων. Μόνον τα άμεσα σε ατομικό επίπεδο αντιμετωπίζονται, αυτά δηλαδή που αφορούν το ίδιο το άτομο. Αλλά οτιδήποτε άλλο που δεν έχει άμεση σύνδεση με αυτό, οτιδήποτε αφορά τη συλλογικότητα δεν μπαίνει στη σφαίρα ενδιαφέροντός του. Οι άλλοι εκπροσωπούν αυτό που βρίσκεται έξω από τον ατομικό εαυτό και το ίδιο το Άπειρο. Μπορεί να είναι το κράτος με τους ανεξάντλητους πόρους του (αν και δεν είναι αληθινά ανεξάντλητοι) ή η κοινωνία ή το σύμπαν που θα μας φροντίσουν.

Κάποτε μπορεί να υπήρχαν αμφιβολίες για την προέλευση αυτής της ανθρώπινης παθητικότητας και αδράνειας. Μπορεί να έφταιγαν οι εκκλησίες που υπόσχονταν τον παράδεισο, μπορεί οι διάφορες ελίτ που καλλιεργούσαν την παθητικότητα της κοινωνίας, μπορεί διάφοροι παράγοντες. Αλλά οι τελευταίες δεκαετίες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έδειξαν ότι, ακόμη και όταν αυτές οι αιτίες δεν είναι τόσο καθοριστικές και υπάρχουν περιθώρια για αντίδραση, οι άνθρωποι δεν είναι διατεθειμένοι να βγουν έξω από την αδράνειά τους. Μερικές φορές, ακόμη και όταν βγαίνουν εξ ανάγκης για να αναλάβουν τη ζωή τους, πάλι ονειρεύονται ότι θα ξαναγυρίσουν κάποτε στον παράδεισο της απραξίας και της αφθονίας.

Επομένως, θα πρέπει να σκεφθούμε περισσότερο σοβαρά το τι είναι η πράξη και η εργασία. Μέχρι στιγμής η πράξη είναι μια αντανακλαστική αντίδραση απέναντι στην ανάγκη ή την επιθυμία και η εργασία ομοίως. Αλλά μήπως θα έπρεπε να σκεφθούμε ότι αυτές θα έπρεπε να αρθούν πια έξω από το πεδίο της ανάγκης και να αποτελούν την ένδειξη της αυτεξουσιότητας και της απειρότητας; Αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα, απλώς στο πεδίο των εννοιών όλα συνδέονται μεταξύ τους σε μία αναπόφευκτη λογική συνοχή.

10/11/2021

Ιωάννα Μουτσοπούλου

Μέλος της ΜΚΟ ΣΟΛΩΝ