ΖΩΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ, ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ ΦΑΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΠΟΔΟΜΗΣΗΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ – ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΡΟΕΚΤΑΣΕΙΣ (της Ιωάννας Μουτσοπούλου)

640px Derrida by Pablo Secca - Σόλων ΜΚΟ
image_pdfimage_print

640px Derrida by Pablo Secca - Σόλων ΜΚΟ2ο Μέρος του άρθρου “Νόημα και Μορφή – Κάποιες επισημάνσεις για τη γαλλική σχολή σκέψης 

Πιστεύω ότι η αποδόμηση ως γενική τάση και λειτουργία διακατέχει το σύνολο της σκέψης της λεγόμενης γαλλικής σχολής, τους μεταδομιστές κτλ, πέραν του ιδιαίτερου κλάδου της αποδόμησης που θεμελίωσε ο Ντεριντά. Οι υπέρμαχοι της αποδόμησης θεωρούν ότι αυτή δεν ταυτίζεται ούτε με την ανάλυση ούτε με την καταστροφή. Στην πραγματικότητα, όμως, η αποδόμηση είναι μία ανάλυση αλλά με διαφορετικό σκοπό. Δεν αναλύει μεν κάποιος απλώς για να εξηγήσει ένα κείμενο, να βρει το νόημά του, αλλά το εξηγεί με σκοπό να βρει τις αναπόφευκτα υπάρχουσες ατέλειες και αντιφάσεις του και, έπειτα, να το αποδομήσει – ή μάλλον θεωρεί ότι αυτό αποδομείται από μόνο του λόγω των εμπεριεχόμενων αντιθέσεων. Φυσικά, η εύρεση των αντιφάσεων προϋποθέτει ότι θα έχει εν τω μεταξύ συλλάβει το νόημά του. Επομένως, η ανάλυση είναι απαραίτητο συστατικό της αποδομητικής διαδικασίας. Το βασικό πρόβλημα όμως δεν βρίσκεται τόσο σε αυτό το σημείο αλλά, κυρίως, στο ότι πάνω από αυτή τη διεργασία ίπταται ένα άλλο επιλεγμένο νόημα, σκοτεινό θα έλεγα, ότι δεν υπάρχει σταθερό νόημα, ότι το νόημα αναβάλλεται συνεχώς και ότι τα πάντα είναι ρευστά και μη συνεκτικά μεταξύ τους. Ισχυρίζομαι ότι το νόημα αυτό είναι σκοτεινό γιατί οδηγεί αναπόδραστα στη χαοτικότητα και την αυθαιρεσία.

Πιστεύω ότι αυτό που θεωρούν ως διάλυση είναι η απλή αλλαγή στον χρόνο, όταν η συνείδηση συλλαμβάνει μεγαλύτερη έκταση του υπερκείμενου νοήματος. Η συνείδηση είναι ο καθοριστικός παράγοντας για το πώς θα εκφραστεί ένα υπερκείμενο νόημα. Ο χρόνος είναι αναπόφευκτος για τη συνείδηση και η ατέλεια δεν είναι λόγος διάλυσης αλλά ο φορέας της ανάγκης για το νέο ή, μάλλον, αυτό που αποκαλύπτει την ανάγκη για το νέο. Είναι ζήτημα ανάγνωσης και ακόμη περισσότερο σκοπού της ανάγνωσης, γιατί όπως προανέφερα ο καθένας έχει κίνητρα και σκοπούς, όταν κάνει την ανάγνωση της πραγματικότητας. Αυτός ο περιορισμός που τίθεται από τη συνείδηση (τόσο σε χρόνο όσο και σε δυνατότητες) είναι και αυτός που έκανε τον Μ. Μπλανσό να θεωρήσει ότι μπορεί να σταθεί κανείς έξω από το όλο και να το εμποδίσει να ολοκληρωθεί σαν όλο, θεωρώντας το ίσως απόλυτα εξαρτημένο από το μέρος. Μόνο που δεν γνωρίζουμε ούτε τον σκοπό ύπαρξης της συνείδησης, ούτε τη φύση της, ούτε το μέλλον. Προφανώς, για το όλο ο χρόνος δεν είναι αυτός που εμείς καταγράφουμε.

Να επανέλθω στο ζήτημα αν η αποδόμηση ταυτίζεται με την ανάλυση. Αν διαβάσει κανείς κείμενα (π.χ. του Ντεριντά στην Γραμματολογία για τον Σωσσύρ ή στον λόγο του για την Ισχύ του Νόμου) θα διαπιστώσει  ότι κάνει ανάλυση και μάλιστα υπερεκτενή, μέχρι λεπτομερείας. Αν δεν υπάρχει ανάλυση, δηλαδή η ανεύρεση λόγων για την αποδόμηση, τότε θα υπάρχει απλώς η καταστροφή. Το ερώτημα όμως είναι: Υπάρχει πράγματι η κατανόηση; Ή μήπως θεωρούμε αντιφάσεις ό,τι δεν κατανοούμε; Ή μήπως οι αντιφάσεις είναι απλώς οι ατέλειες της ανθρώπινης κατανόησης και των ερμηνειών που κάνει στο ήδη προϋπάρχον νόημα; Η αποδόμηση του είδους αυτού οδηγεί ή όχι σε άτακτη καταστροφή; Τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά ούτε μπορεί να παίζει κανείς με τις έννοιες. Και θα πραγματευθώ κάπως τα παραπάνω ερωτήματα λίγο παρακάτω.

Ακόμη, βέβαια, και η ανάλυση ως εξήγηση και μόνο, μπορεί να είναι καταστροφική, αν περιέχει πλάνες ή στρεβλά κίνητρα, πολύ δε περισσότερο όταν ο σκοπός της είναι αποδομητικός, να προκαλέσει την τελική κατάρρευση του κοινωνικού οικοδομήματος είτε στην πράξη είτε στη νοόσφαιρα. Εξάλλου, η ανάλυση είτε ως μέρος της αποδόμησης είτε όχι, συχνά έχει αυθαίρετα σημεία αφετηρίας.

Λέγεται ότι η αποδόμηση στοχεύει στο να καταρρίψει την τυραννία του λόγου (λογοκεντρισμού, του πλέγματος των εννοιών που έχουν διαπεράσει τη ζωή μας για αιώνες τώρα) γιατί αυτές είναι καταπιεστικές. Αυτό δεν μπορεί να σημαίνει τίποτε άλλο παρά την επιδίωξη της ελευθερίας. Δηλαδή, πάλι περιστρέφεται γύρω από ένα νόημα. Αν όμως δεν υπάρχει νόημα, τότε δεν υπάρχει ούτε το νόημα της ελευθερίας. Σε αυτό ακριβώς το σημείο πρέπει επίσης να διευκρινιστεί σε τι ακριβώς έγκειται η καταπίεση: Στο ότι υπάρχει ένα νόημα που μας καθορίζει ή στο ότι το συγκεκριμένο νόημα ή, ίσως, η ανθρώπινη ερμηνεία του είναι καταπιεστική; Αυτά τα δύο είναι διαφορετικά πράγματα. Αν και μόνο η ύπαρξη ενός καθολικού νοήματος προκαλεί καταπίεση, τότε θα πρέπει σοβαρά να διερευνήσουμε τα αίτια της καταπίεσης. Μήπως η επιδιωκόμενη ελευθερία υποκινείται από την τάση κυριαρχίας, ασυδοσίας ή χαοτικότητας; Μόνο μια τέτοια τάση θα μπορούσε να εκλαμβάνει ένα τέτοιο νόημα ως καταπίεση, γιατί ήδη επιδιώκεται ένα είδος ελευθερίας. Απλώς, αυτή η ελευθερία δεν είναι καθολική αλλά αποτελεί ένα προνόμιο για λίγους. Είναι, δηλαδή, μία αντιστροφή.

Θα έλεγα ότι σε αυτή την περίπτωση προϋποτίθεται έμμεσα – και ίσως ασυνείδητα – ότι η ελευθερία συμπίπτει με την τυχαιότητα και τη χαοτικότητα. Αυτό συμβαίνει γιατί η αυτές οι απόψεις θεωρούν ότι το νόημα παράγεται από την ίδια τη μορφή και ότι δεν προϋπάρχει ούτε αυτό ούτε η συνείδηση. Η καταστροφικότητα της αποδόμησης έγκειται ακριβώς στην άρνηση του νοήματος που συνέχει τη ζωή, όχι στην ρήξη του οικοδομήματος του όποιου εννοιολογικού πλέγματος που θα ακολουθήσει, γιατί τέτοιες καταστροφές συμβαίνουν συνέχεια, είτε από σωστούς είτε από λανθασμένους λόγους. Μια τέτοια αντιστροφή των εννοιών ή αξιών θα είχε ανυπολόγιστες συνέπειες στην ανθρώπινη ζωή.

Η αποδόμηση είναι η λογική συνέπεια του ότι το νόημα αποδίδεται στις διαφορετικότητες και στη λειτουργία των σχέσεων. Φυσικά, οι σχέσεις είναι εξαιρετικά σημαντικές, αλλά δεν δίνεται βάρος – αν υπάρχει καθόλου τέτοια σκέψη – στη φύση των σχέσεων, στο νόημα της σχέσης καθεαυτήν. Η ίδια η ύπαρξη λειτουργίας προϋποθέτει ύπαρξη σχέσης. Αυτή όμως έμφαση στη λειτουργία είναι συνέπεια του ότι το νόημα θεωρείται ως μη προϋπάρχον. Ο Μ. Φουκώ ασχολήθηκε με τη συγκρότηση του ανθρώπου σε υποκείμενο, ενώ στο άλλο κείμενο που ανέφερα προηγούμενα μιλούσε για διάλυσή του και αποϋποκειμενοποίηση. Αν επιπλέον σκεφθούμε ότι, έχοντας θαυμασμό και κέντρο αναφοράς τον Νίτσε, που θεωρούσε ότι δεν είναι όλοι οι άνθρωποι πρόσωπα, καταλαβαίνει κανείς ότι το υποκείμενο είναι κάτι που είναι τυχαίο, μία συγκυρία των συνθηκών και θα μπορούσε και να μην υπάρχει. Δεν ισχυρίζομαι ότι το λένε, πλην του Νίτσε, γιατί κάποιοι μπορεί και να πασχίζουν για την ευημερία των ανθρώπων, αλλά η ίδια η σκέψη τους το αποκλείει, μια και το υποκείμενο έχοντας μία τόσο παροδική, τυχαία και μικρή αξία δεν μπορεί να θεμελιώσει κανένα δικαίωμα και αξίωση να το βλέπουν με σεβασμό. Με αυτό τον τρόπο, θα υπόκειται στη φιλανθρωπία των ισχυρών. Πιστεύω ότι η σκέψη του Νίτσε, που θεωρήθηκε πρόδρομος του μεταδομισμού, είναι περισσότερο ωμή και ευθεία στο πολιτικό πεδίο, σύμφωνη με τη σκέψη του.

Ο Ντεριντά στο βιβλίο του «Η Ισχύς του Νόμου» ισχυρίζεται ότι ο Νόμος είναι αναπόφευκτα συναφής με τη βία εφ’ όσον επιβάλλεται, γιατί η Δικαιοσύνη σαν απόλυτο ιδανικό δεν μπορεί να προσεγγιστεί, θα είναι πάντοτε απούσα, γιατί δεν μπορούν να εκπληρωθούν οι μαξιμαλιστικές προϋποθέσεις της. Έχει όμως δίκιο ή μήπως όχι; Πιστεύω πως δεν έχει δίκιο. Η Δικαιοσύνη δεν είναι το ιδανικό που φανταζόμαστε ως τελειότητα, να απονέμεται με πληρότητα σε κάθε εξατομικευμένη περίπτωση όπου ο δικαστής, ο φταίχτης και όλοι θα έχουν πλήρη συναίνεση και γνώση των εννοιών, των νόμων κτλ. Αυτό δεν θα ήταν δυνατόν, γιατί ο ίδιος ο άνθρωπος και η κοινωνία του δεν είναι τέλειοι ώστε να γίνουν φορείς ή εκφράσεις τέτοιας δικαιοσύνης. Κι όμως είναι «τέλεια» και συνεχώς παρούσα και όχι απούσα όπως πιστεύει ο Ντεριντά. Η Δικαιοσύνη έχει έναν συνεχή αποκαλυπτικό και διορθωτικό ρόλο και δεν μπορεί παρά να τείνει σχετικά με τον κόσμο μας στο κοινό καλό, που περιλαμβάνει τόσο την κοινωνική συνοχή όσο και την ατομική ελευθερία σε μια ισορροπία μεταβαλλόμενη και εξελισσόμενη. Δεν τείνει στο να διορθώνει κυρίως τα γεγονότα αλλά τις συνειδήσεις που οδηγούν σε συγκεκριμένα γεγονότα. Αυτή η αποκάλυψη και διόρθωση είναι η αναπόφευκτη λειτουργία της και επιτελείται μέσω του νόμου αιτίου-αποτελέσματος, που είναι ακριβώς η λειτουργία του Νόμου ως Νοήματος. Τα αίτια, αρχικά και ακολουθούντα, επιφέρουν αναγκαστικά τα αποτελέσματά τους, επιτυγχάνοντας έτσι την αποκάλυψη της φύσης των επιλογών μας. Ο ανθρώπινος νόμος με τους περιορισμούς του και τις ανισότητές του ακολουθεί ως αποτέλεσμα αυτού που είναι ο άνθρωπος σαν κοινωνία. Κανονικά, θα πρέπει να σκεφθούμε ότι ο άνθρωπος είναι που έχει τη βία μέσα του σαν τάση κυριαρχίας, αδιαφορίας, κτητικής επιθυμίας, απληστίας, ανισότητας και άλλα, οπότε ο νόμος ανταποδίδει αυτή τη βία, γίνεται ο καθρέφτης της: Το κοινό καλό που υποτίθεται ότι υπηρετεί είτε επιβάλλεται σε αυτούς που είναι εχθροί του για να μειώσει τη βία που αυτοί οι ίδιοι θέλουν να ασκήσουν στην κοινωνία, είτε ο ίδιος ο νόμος είναι άδικος, γιατί η κοινωνία το επέτρεψε, συνήθως με την αδιαφορία της. Ο νόμος αιτίου-αποτελέσματος είναι υπερβατικός νόμος, μια και δεν είναι κατασκευή μας, και έγκειται στο ότι συνδέει τα αποτελέσματα με συγκεκριμένες επιλογές. Αν οι επιλογές είναι αρνητικές, τότε και τα αποτελέσματα θα είναι αρνητικά και θα προκαλούν οδύνη, ατομική ή συλλογική, πράγμα που είναι αποκαλυπτικό στοιχείο και πιέζει για διόρθωση. Π.χ. Η αδιαφορία για την πολιτική και τα κοινά επιτρέπει στην εξουσία να είναι αυθαίρετη και να επιβάλλει άδικους νόμους, πράγμα που με τη σειρά του προκαλεί ανισότητα και οδύνη. Αυτή η οδύνη κατόπιν θα πιέζει για διόρθωση και μια νέα αντίληψη. Υπό αυτή την έννοια η Δικαιοσύνη είναι πάντοτε παρούσα, μόνο οι άνθρωποι είναι «απόντες». 

Σε κάθε περίπτωση, μία τέτοια αποδομητική ανάλυση της δικαιοσύνης ή όποιας αρχής, τελικά, καταλήγει υπόρρητα να σημαίνει ότι, εφ’ όσον τίποτε τέλειο δεν μπορεί να υπάρχει στον κόσμο μας, τότε αυτό δεν υπάρχει. Αυτή η σκέψη, χωρίς την αναγκαία θετικότητα (θέση), αποτελεί δικαιολογία για τους φορείς της επιθετικότητας και της ανισότητας. Αν όλα καταρρεύσουν, τότε ποιος θα έχει τη δύναμη και τη θέληση να χτίσει το οικοδόμημα της ζωής από την αρχή και πάνω σε ποια βάση;

Στην παραπάνω περίπτωση, βλέπει κανείς ότι το κίνητρο, η ιδιαίτερη θέαση των πραγμάτων, οι τάσεις και κάθε υποκειμενικό στοιχείο επηρεάζουν την κατανόηση. Αυτό όμως σε καμμία περίπτωση δεν οδηγεί σε έναν σχετικισμό, ότι δεν υπάρχει αλήθεια. 

Κατά τον Φουκώ το άτομο, το υποκείμενο, είναι ασταθές και ρευστό. Φυσικά, αυτό είναι ορθό αλλά όχι στην έκταση που το παρουσιάζει και αφορά μόνο την έκφραση του υποκειμένου και όχι την υπερβατική του παρουσία. Και, εφ’ όσον το έχει ταυτίσει με την συγκεκριμένη έκφραση, τότε το υποκείμενο είναι εξ ορισμού κάτι τμηματοποιημένο και διαβλητό – στην πραγματικότητα άνευ αξίας. Εδώ βλέπουμε να αναφύεται σε κάθε σκέψη, κρίση και επιλογή η θεμελιώδης διάκριση μεταξύ ιδεαλισμού και υλισμού. Το υποκείμενο όμως ή το πρόσωπο υπάρχει εφ’ όσον υπάρχει συνείδηση, της οποίας τη φύση δεν γνωρίζουμε.

Θα δώσω ένα άλλο παράδειγμα ελλιπούς κατανόησης – φυσικά, πάντοτε κατά την κρίση μου με όλες τις ατέλειές της.

Σε αυτά τα πλαίσια σκέψης για τη μορφή ως πηγή του νοήματος, το προϋπάρχον υπερβατικό νόημα θεωρείται εξωτερικό, έξω από τον άνθρωπο, πράγμα που κατά την άποψή μου είναι ένα πρώτο ολίσθημα, ένα λάθος ήδη από την αφετηρία της ανάλυσης, το οποίο είναι τόσο θεμελιώδες ώστε δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε προβλήματα στη σκέψη. Με λίγα λόγια, αυτό αποτελεί λάθος, γιατί ήδη προεξοφλεί ότι το νόημα και το όλο βρίσκονται έξω από τη μορφή, το γραπτό ίχνος, το εδώ. (Αναφέρομαι σε αυτό λίγο πιο κάτω). Θέλω να πω ότι η αυθαιρεσία στην επιλογή του θεμελιακού κριτηρίου είναι αναπόφευκτη. Παρεισφρέει, προτού καν ξεκινήσει κανείς την κριτική ανάλυση. Αυτό μάλιστα είναι συναφές με ό,τι έχω αναφέρει σε προηγούμενο άρθρο μου όπου σχολίασα στο μέτρο του δυνατού ένα εδάφιο του Μορίς Μπλανσό που αναφέρθηκε στη δυνατότητα του να σταθεί κανείς έξω από το όλο ή το απόλυτο και να το παρεμποδίσει. Αυτή η αίσθηση του «έξω» και του «μέσα» είναι εξαιρετικά σημαντική στη φιλοσοφική αντίληψη και όχι τόσο αυτονόητη όσο είναι για την καθημερινότητά μας. Απηχεί τη σχέση της ατομικότητας με την ολότητα και το άπειρο. Μία μορφή αυτής της σκέψης απασχόλησε και τη θρησκεία και εκφράστηκε με τη διαμάχη για τη φύση του Χριστού, αν ήταν μόνο μίας φύσης, ξέχωρης από την άλλη, ή περιείχε και τις δύο φύσεις. Στην πραγματικότητα αποτελεί το ίδιο πρόβλημα.

Βέβαια, και η ιδεαλιστική πλευρά μπορεί να αναφέρεται στη μορφή ως εξωτερικότητα σε σχέση με το όλο ή το νόημα, όμως θα ήταν πιο κατανοητό (αν και όχι τελείως), γιατί το μέρος ποιοτικά ως ατέλεια αποτελεί τρόπον τινά μία «εξωτερικότητα», επειδή απλώς δεν μπορεί να συλλάβει το όλο και αναγκαστικά το ατενίζει με την αυταπάτη τού από «μακριά».  Η περιοριστική έλλειψη κατανόησης είναι αυτή που θα δικαιολογούσε εν μέρει τον όρο από την πλευρά της υπερβατικής αντίληψης, όπως την κατανοούμε. Όμως η υποτίμηση της μορφής σε καμμία περίπτωση δεν είναι ορθή. Από το άλλο μέρος, η περίσσεια κατανόησης που διαθέτει το όλο και το νόημά του περιλαμβάνει το μέρος και ποτέ δεν μπορεί να είναι εξωτερική σε σχέση με αυτό, απλώς το υπερβαίνει. Η υπέρβαση δεν είναι αυτό που περισσεύει και βρίσκεται έξω από μας, δεν είναι μια ποσότητα, είναι μία ποιότητα. Σε όλα αυτά εμπλέκεται το θέμα του χρόνου που διαφοροποιεί τα πράγματα. Αλλά δεν θα μείνω σε αυτό, στο οποίο εξάλλου δεν έχω τη δυνατότητα να επεκταθώ πολύ, γιατί αποτελεί περιοχή πραγματικά αδιαπέραστη.

 

Πιστεύω ότι η αποδόμηση των θεμελιωδών πραγμάτων στα εξ ων συνετέθησαν δεν είναι ασφαλής τρόπος για τη διάγνωση της αλήθειας, αν η αποδόμηση είναι αυτοσκοπός ή αν στη θέση της μπαίνει κάτι χειρότερο από το προηγούμενο, όπως π.χ. ένας ατομισμός, ή αν αντιστρέφει τις αξίες που έχει αποκομίσει και κερδίσει η ανθρωπότητα με τόσον κόπο στη μακρά ιστορία της. Για παράδειγμα, το να αποδομήσει κανείς το υποκείμενο με την αυτοσυνείδησή του, που είναι ο φορέας της ελευθερίας του, δεν φαίνεται να είναι ορθός τρόπος ανεύρεσης της αλήθειας, γιατί προκαλεί νοητικό χάος και αστάθεια. Δεν είμαστε θεοί για να μπορούμε να επανιδρύσουμε τον κόσμο πάνω στα ερείπια. Δεν θα είμαστε καν σε θέση να ανεύρουμε μέσα στις στάχτες των ερειπίων τη συνέχεια με το παρελθόν (π.χ. τις αξίες, την κατανόηση της ελευθερίας και των μεγάλων ιδεών κτλ), εκτός αν επιθυμούμε μια οπισθοδρόμηση, μια αναίρεση αυτής της εξέλιξης της συνείδησης, για να επαναλάβουμε τα ίδια σε ένα πιο πρωτόγονο πλαίσιο. Πιστεύω ότι το έργο της καταστροφής αυτών των θεμελιωδών αξιών (είτε είναι άμεσο είτε έμμεσο μέσω της νόησης) είναι πιο ελκυστικό λόγω της δυνάμεως που εκφράζει και δίνει στον αποδομητή την εσφαλμένη εντύπωση ελευθερίας και ελέγχου πάνω στα πράγματα. 

Βέβαια, κανένας τρόπος αντίληψης δεν είναι ασφαλής, αλλά αυτός είναι ακόμη λιγότερο ασφαλής από τους προηγούμενους τρόπους, γιατί στην κυριολεξία «ρίχνει» μεγάλα σύνολα, μεγάλες αλήθειες και χρονικά διαστήματα εμπειρίας, θεμελιώδη νοήματα που άπτονται της οντολογίας του ανθρώπου και των όντων γενικότερα στην πυρά. Ο κίνδυνος οφείλεται στο γεγονός ότι τα πράγματα έχουν μία λογική συνοχή ανάμεσά τους που τα συνδέει σε ένα όλο, όχι σαν μια μηχανή που υπόκειται απλώς στη βούληση κάποιου και μπορεί ανά πάσα στιγμή να αλλάξει, χωρίς δικό της σκοπό και βούληση – εφ’ όσον μιλάμε για το επίπεδο του ανθρώπου.

Τελικά, για να έχουμε μία συνέπεια απέναντι στα πράγματα, θα πρέπει αυτός που επιχειρεί μία τέτοια αποδόμηση στα θεμέλια των εννοιών που χαρακτηρίζουν την ανθρώπινη ζωή και αντίληψη να προβάλει τη δική του θέση και να αναλύσει το πώς με τη δική του αντίληψη ο κόσμος θα γίνει καλύτερος. Να παρουσιάσει τη λογική συνοχή μεταξύ της θέσης του αυτής και των επιθυμητών αποτελεσμάτων. Γιατί, αν δεν υπάρχει τέτοια θέση ή η καλυτέρευση θεωρείται αδύνατη όσο αδύνατο είναι και το απόλυτο, τότε για ποιο πράγμα συζητάμε και για ποιον λόγο να γίνει οποιαδήποτε αλλαγή; Μόνη η κριτική δεν χτίζει κόσμους. Μια τόσο εκτεταμένη αποδόμηση απαιτεί αυξημένη ευθύνη.

28/7/21

Ιωάννα Μουτσοπούλου

Μέλος της ΜΚΟ ΣΟΛΩΝ

 εικόνα : Derrida-by-Pablo-Secca – wikimedia commons

 

Σχετικά άρθρα