1

ΤΟ ΓΑΛΛΙΚΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ – Η ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ (της Ιωάννας Μουτσοπούλου)

2ο μέρος του άρθρου ”Το τέλος των πολιτισμών στην πράξη”   Διαβάστε το 3ο μέρος:  “Η ερμηνεία και η χρήση της θεωρίας των κοινωνικών κύκλων” 

Το επόμενο παράδειγμα είναι από τους Γάλλους αυτοκράτορες πριν από τη Γαλλική Επανάσταση. Ενώ ο λαός είχε προβλήματα κυριολεκτικά επιβίωσης, η αριστοκρατία ήταν τόσο προσηλωμένη στον δαπανηρό τρόπο ζωής της και την πολιτική της κυριαρχία που αγνοούσε επιδεικτικά τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, την ακραία φτώχεια και την εξαθλίωση που κυριολεκτικά μαινόταν γύρω της. Η γαλλική κοινωνία αποτελείτο από τρεις τάξεις, την αριστοκρατία στην οποία ανήκαν και τα λεγόμενα «κοινοβούλια» («παρλαμέντα» – στην πραγματικότητα ήταν δικαστικά σώματα με κληρονομική διαδοχή), τον κλήρο και την τρίτη τάξη. Αυτή η τρίτη τάξη ήταν το 98% του λαού. Οι δύο πρώτες τάξεις είχαν όλα τα προνόμια. Η ψηφοφορία γινόταν κατά τάξεις και η κάθε τάξη είχε μόνο μία ψήφο, δηλαδή το 98% του λαού είχε μόνον μία ψήφο! Καταλαβαίνει κανείς ότι αυτό ισοδυναμούσε με την πλήρη απουσία της τρίτης τάξης από τα πολιτικά πράγματα. Μέσα σε ένα καθεστώς χρεωκοπίας της χώρας και πείνας του λαού και ακραίας ανισότητας, σχηματίστηκε από την τρίτη τάξη μία εθνοσυνέλευση που απαίτησε ενιαία ψηφοφορία κατ’ άτομο, αλλά οι ευγενείς δεν ήθελαν, γιατί όπως είπαν στον βασιλιά «η κατ’ άτομο ψηφοφορία θα εσήμαινε δικτατορίαν την τρίτης τάξεως και εκμηδένισιν των ευγενών ως πολιτικής δυνάμεως» (βλέπετε Will Durant, Παγκόσμιος Ιστορία του Πολιτισμού, Simon and Schuster, 1967, ελλ. έκδ. Αφοι Συρόπουλοι, 1970, Τόμος Ι΄ 2, σελ. 632 επ.). Σύμφωνα με την παραπάνω πηγή και λήμμα, ο Λουδοβίκος 16ος, προσπαθώντας να διατηρήσει το καθεστώς, υποχώρησε απέναντι στον λαό μόνο σε θέματα ήσσονος σημασίας, αλλά δεν θέλησε να ανατρέψει το υπάρχον καθεστώς προνομίων υπέρ των αριστοκρατών και του κλήρου. Όταν λίγες μέρες αργότερα, βλέποντας το διογκούμενο ρεύμα αντίδρασης, θέλησε να υποχωρήσει και σε αυτό, τότε οι αριστοκράτες αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στην κοινή κατ’ άτομο ψηφοφορία και αποσύρθηκαν στους πύργους τους. Είναι φανερό ότι δεν υπήρχε διαύγεια και προσαρμογή στις νέες συνθήκες ούτε αντίληψη των εποχών και των υποκείμενων αλλαγών στην ανθρώπινη αντίληψη.

Έτσι, κατέληξαν στην επανάσταση, που κατάργησε τόσο την βασιλεία όσο και την αριστοκρατία. Η παρακμή ήταν φανερή όχι μόνον από την άθλια ζωή του λαού αλλά και από τη συμπεριφορά της αριστοκρατίας και της αυλής, που έδειχνε σε τελευταία ανάλυση άρνηση να συνειδητοποιήσει την ύπαρξη του κόσμου και μια τέτοια αποστασιοποίηση από τη χώρα και τον λαό της που στο τέλος είχε χαθεί κάθε έννοια κοινωνίας στην αντίληψή τους. Αλλά και ο τρόπος ζωής της ήταν ταραχώδης και παρακμιακός.

Θα άξιζε, μάλλον, τον κόπο να παραθέσω ένα εδάφιο από το παραπάνω βιβλίο, τόμο Ι΄, σελ. 134, που εκτίθεται απόσπασμα από την ομιλία του προηγούμενου βασιλιά, του Λουδοβίκου 15ου, στο Κοινοβούλιο του Παρισιού (δικαστικό σώμα) το 1766, περίπου 20 χρόνια πριν από τη Γαλλική Επανάσταση, όπου απεικονίζεται καθαρά η νοοτροπία του καθεστώτος εκείνου:

«…διεκήρυξε την απόφασή του να κυβερνά ως απόλυτος μονάρχης:

Εις το πρόσωπόν μου και μόνον εναπόκειται η κυρίαρχος εξουσία… Εις εμέ μόνον ανήκει η νομοθετική εξουσία, ανεξέλεγκτος και ακεραία. Πάσα διάταξις και πάσα ρύθμισις του δημόσιου βίου εκπορεύεται από εμέ. Ο λαός μου και εγώ είμεθα έν και το αυτό, τα δε δικαιώματα και συμφέροντα του έθνους, τα οποία τολμούν τινές να εμφανίσουν ως τι το χωριστόν από τον μονάρχην, είναι κατ’ ανάγκην αρρήκτως συνδεδεμένα με τα ιδικά μου δικαιώματα και συμφέροντα και εναπόκεινται εις τας ιδικάς μου χείρας και μόνον”.

Τον όρκον του, προσέθεσε, είχε δώσει όχι προς το έθνος, ως ισχυρίζετο το Κοινοβούλιον, αλλά μόνον εις τον Θεόν».

Είναι φανερό ότι αυτή η νοοτροπία της άρχουσας τάξης ήταν κυριαρχική, αδιάφορη προς την κοινωνία και τόσο βαθιά ριζωμένη που δεν ήταν δυνατόν να ανατραπεί αυτοβούλως από τους προνομιούχους σύμφωνα με τις ανάγκες μιας νέας εποχής, παρά τις ισχνές βελτιώσεις που σε καμμία περίπτωση δεν μπορούσαν να ανατρέψουν το καθεστώς παρακμής, σπατάλης, χλιδής και ακραίας ανισότητας και φτώχειας που μάστιζε τη χώρα και την έθετε σε κίνδυνο. Και παρότι ο Λουδοβίκος 16ος δεν ήταν ο χειρότερος, ήταν αυτός ο οποίος έφερε τελικά το βάρος των συνεπειών μιας μακρόχρονης απολυταρχικής αντίληψης και δράσης.

 

Όμως δεν είναι μόνον οι νοοτροπίες των εξουσιαστικών ελίτ που δεν μπορούν να αλλάξουν. Επίσης, δεν μπορούν να αλλάξουν ούτε τα υπάρχοντα, αλλά και συνήθως έτι περαιτέρω καλλιεργημένα από τις ίδιες τις ελίτ, κίνητρα των κοινωνιών, ούτε οι αντιλήψεις τους. Τέτοια μαζικά κίνητρα που καλλιέργησαν με τα πρότυπά τους οι ελίτ ήταν στην εποχή μας π.χ. η καταναλωτικότητα, οι ελευθεριότητες παντός είδους, η έλλειψη σκοπού και η αποδόμηση κάθε αρχής ως ελευθερία, τα οποία κατέληξαν φυσιολογικά σε κορεσμό, κόπωση και κοινωνική διάλυση. Όμως καμμία κοινωνία – και πολύ περισσότερο μία διαλυμένη κοινωνία – δεν μπορεί να υπερβεί γρήγορα την κόπωση και την εξάντληση των ώς τώρα κινήτρων της πορείας της. Μόνο με αλλαγή κινήτρων προς άλλη κατεύθυνση, ζωογόνα και νέα, μπορεί η κοινωνία να κινητοποιηθεί. Αλλά μια τέτοια αλλαγή κατεύθυνσης της ζωής θα έθετε αναμφίβολα σε κίνδυνο τα ήδη διαμορφωμένα συμφέροντα των ίδιων των ελίτ, γιατί θα ήταν αντίστροφης φύσης από τα προηγούμενα. Πρόκειται, δηλαδή, για Συμπληγάδες, απέναντι στις οποίες οι ελίτ είναι ανίσχυρες λόγω της αντίληψης και του κινήτρου κυριαρχικότητας που τις διακατέχει.

Συνέπεια όλης αυτής της νοοτροπίας είναι ότι, στην προσπάθεια αντιμετώπισης αυτής της σημερινής παγκόσμιας σύγκρουσης, έγινε προσπάθεια όχι να ενδυναμωθούν οι κοινωνίες και η συνοχή τους ώστε να μπορούν να στηρίξουν την ύπαρξή τους στην εποχή των μεγάλων ανακατατάξεων, αλλά, αντιθέτως, να αποδομηθούν τα ατομικά δικαιώματα, ενώ μέχρι τώρα τους είχε δοθεί υπερβολική έμφαση, το κράτος πρόνοιας και η υπαρκτή δημοκρατία, ώστε να ενισχυθούν ανεξέλεγκτα οικονομικά και πολιτικά οι συγκρουόμενοι ισχυροί παράγοντες, για να αντιμετωπίσουν τους παγκόσμιους ανταγωνιστές τους. Αυτή όμως η απώλεια δικαιωμάτων και πρόνοιας εμφανίζει δύο αλληλοσυγκρουόμενα χαρακτηριστικά. Αφ’ ενός μεν, δεν μπορεί να είναι παροδική, γιατί η τυχόν επάνοδός τους θα κατέστρεφε τις σημερινές ισορροπίες δυνάμεως των ελίτ στην ίδια τη Δύση, μια και η ισχύς τους θα έπρεπε να επαναδιανεμηθεί εις βάρος των σημερινών κατόχων της και να αλλάξει τελείως τη σχέση τους με τους λαούς,  και, αφ’ ετέρου, χωρίς αυτά τα δικαιώματα και την πρόνοια δεν είναι εφικτή η κινητοποίηση των λαών κατά την επιθυμία των ελίτ, γιατί κάτι τέτοιο θα εσήμαινε ότι αποδέχονται την αποδυνάμωσή τους, πράγμα αφύσικο. Επομένως, στο ζήτημα αυτό δεν μπορεί πλέον να βρεθεί καμμία λύση για τις ίδιες τις ελίτ.

Το δεύτερο σημείο δυσκολίας είναι η αντίστροφη κίνηση των εξελίξεων της Δύσης και της Κίνας, όπου η μία παρακμάζει, ενώ η άλλη ακμάζει, όπως αναφέρεται στο παραπάνω βιβλίο. Στην πραγματικότητα, ο διεθνής ανταγωνισμός των κυρίαρχων δυνάμεων εκφράζεται σε όλους τους τομείς, όπου ο ένας πόλος (η Δύση εν προκειμένω) προσπαθεί να υποβαθμίσει τη δική του κοινωνία, για να κερδίσει δύναμη, δηλαδή να πάρει πίσω όσα αυτή η δυτική κοινωνία κατέκτησε στην πορεία των τελευταίων αιώνων αφαιρώντας τα από την απόλυτη εξουσία των λίγων προνομιούχων, ενώ ο άλλος πόλος προσπαθεί να αναβαθμίσει τη δική του και να την ανυψώσει από ένα καθεστώς ακραίας φτώχειας σε μία καλύτερη ζωή (ασχέτως της ποιότητας του αληθινού κινήτρου του και του τρόπου του). Οι δύο αυτές κινήσεις είναι πρακτικά αντίστροφες. Από αυτές τις δύο μόνον η δεύτερη μπορεί να έχει έναν πρόθυμο λαό, ενώ η πρώτη δεν βρίσκει πια διαθέσιμη την κοινωνική ζωτικότητα για να την χρησιμοποιήσει προς την κατεύθυνση που επιθυμούν οι ελίτ ούτε είναι δυνατόν να έχουν σύμμαχο την κοινωνία στην επιδίωξη αυτή. Μόνο η επιβολή μπορεί πλέον να ασκηθεί, αλλά ακόμη και στην Κίνα, με το μακραίωνο καθεστώς απολυταρχίας, η επιβολή δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα, όπως αναφέρει ο Δημήτρης Καλτσώνης, αναπληρωτής καθηγητής Θεωρίας Δικαίου και Κράτους στο Πάντειο Πανεπιστήμιο στο βιβλίο του «Το κράτος στην Κίνα 1949-2019», εκδ. Τόπος, 2019, σελ. 130-134. Ο Μάο το 1958, παραβαίνοντας το πλάνο του κόμματος για την οικονομική ανάπτυξη, επειδή βιαζόταν να δημιουργήσει βαριά βιομηχανία, θέλησε να χρησιμοποιήσει εντατικά την αγροτική παραγωγή για εξοικονόμηση χρημάτων και γι’ αυτό επέβαλε την κολλεκτιβοποίηση πολλών αγροτεμαχίων, ακόμη και ιδιωτικών κήπων, ανά περίπου 5.000 αγρότες, πράγμα που αποκαλούσε “μεγάλο άλμα”. Βασιζόταν στην εικαζόμενη προθυμία του λαού να κάνει θυσίες. Ποιο ήταν όμως το οικονομικό αποτέλεσμα; «Τελικά, η βιομηχανική παραγωγή το 1961 είχε μειωθεί κατά 50%  σε σχέση με πριν από το “μεγάλο άλμα”. Μειώθηκε επίσης η αγροτική παραγωγή. Ενώ το 1957 η παραγωγή δημητριακών ήταν 195 εκατομμύρια τόννοι, το 1960 είχε πέσει στα 144. Η ετήσια κατανάλωση το 1957 ήταν 203 κιλά κατ’ άτομο, ενώ το 1960 είχε πέσει στα 163. Το φάσμα της πείνας ενέσκηψε και πάλι σε μερικές περιοχές της Κίνας. Το πλήγμα στην οικονομία ήταν μάλλον μεγαλύτερο από εκείνο που ακολούθησε την περίοδο της πολιτιστικής επανάστασης». Νομίζω ότι είναι προφανής η λειτουργία της κοινωνικής συνείδησης.

Με λίγα λόγια, το μέσον με το οποίο κάποια ελίτ θα πετύχει τους στόχους της είναι η ίδια η κοινωνία, αλλά η κοινωνία έχει και κάποιον βαθμό ελευθερίας, όρια αντοχής, καθώς και δικά της κίνητρα και έναν βαθμό αυτεξουσιότητας. Δεν είναι αντικείμενο και τα πράγματα δεν είναι γραμμικά. Πάντοτε ενυπάρχει και το ανθρώπινο πνεύμα, έστω παραγκωνισμένο, που πιέζει προς μία απελευθέρωση από τις συνθήκες που το περιορίζουν, δηλαδή σε μία ελευθερία. Το πώς θα ερμηνευθεί τελικά αυτή η ελευθερία δεν είναι βέβαια εγγυημένο. Μπορεί να είναι ουσιαστική και να αγγίξει την αντίληψη και τις αρχές, μπορεί όμως να είναι και υλιστική, δηλαδή να αυξάνει το έχειν. Αυτό το δεύτερο επιχειρήθηκε στη Δύση, με την κατανάλωση και τη σχετική οικονομική άνεση που υποκατέστησαν την ελευθερία. Αλλά το έχειν είναι ένα πεδίο με πολύ στενά όρια και αντικείμενο έντονου ανταγωνισμού, με συνέπεια να είναι αναπόφευκτα παροδικό. Από το άλλο μέρος, η αύξηση της πνευματικής ελευθερίας των ανθρώπων, που θα μπορούσε να τους κινητοποιήσει για να εμποδίσουν την καταβαράθρωση της κοινωνίας τους και να τους οδηγήσει ομαλά στις νέες συνθήκες ανακατανομής της παγκόσμιας ισχύος, δεν είναι κάτι που θα ευνοούσε τα σχέδια για κυριαρχία των εξουσιαστικών ελίτ. Μια τέτοια λαϊκή κινητοποίηση εκ των πραγμάτων δεν θα μπορούσε να έχει ως στόχο την διατήρηση μιας παγκόσμιας πρωτοκαθεδρίας αυτών των ελίτ.

Όσο για τη φράση ότι στο «ημίφως εισβάλλουν τα τέρατα», χωρίς να γνωρίζω το νόημα που είχε στον νου του ο συγγραφέας, θα μπορούσα να πω ότι όντως σε μια κοινωνία που αποδομείται και χάνει τη συνοχή της υπάρχει ένα κενό που για ένα διάστημα δεν μπορεί να πληρωθεί με κάποιο νέο νόημα που να ενισχύσει τη συνοχή και το όραμα για το μέλλον και, γι’ αυτό, ό,τι είναι στρεβλό, αντικοινωνικό και παράλογο έρχεται στην επιφάνεια για να το καλύψει. Η ζωή δεν ανέχεται κενά ούτε σταματάει ποτέ.

Γι’ αυτό, η σήψη και η παρακμή είναι, όπως δυστυχώς φαίνεται αυτή τη στιγμή, το μοναδικό και αναπόφευκτο αποτέλεσμα όλης της σημερινής κατάστασης, εκτός εάν η κοινωνία αναλάβει τα του εαυτού της αλλά υπό το φως μιας νέας και κοινωνικότερης αντίληψης της ζωής. Αλλά σε αυτό το σημείο εγείρεται το επόμενο ερώτημα: Αν το άτομο και η κοινωνία έχουν φύσει ελευθερία βουλήσεως και τη δυνατότητα να χειριστούν τις σημερινές συνθήκες. Αυτό πρέπει αναγκαστικά να είναι αντικείμενο ψυχολογικού και φιλοσοφικού στοχασμού, γιατί άπτεται της φύσης του ανθρώπου, των δυνατοτήτων του και των κινήτρων του καθώς και των συνθηκών με τις οποίες αλληλεπιδρά. Πάντως, προς το παρόν δεν φαίνεται μία τέτοια διάθεση στον ορίζοντα. Αυτό το «ημίφως» μπορεί ίσως να διατηρηθεί επί μακρόν.

Σημείωση: Η φύση της ανόδου και της πτώσης των πολιτισμών και η συναφής φύση των κοινωνικών κύκλων θα αποτελέσει αντικείμενο ενός άλλου άρθρου.

16/6/21

Ιωάννα Μουτσοπούλου

Μέλος της ΜΚΟ ΣΟΛΩΝ