ΣΥΝΘΕΣΗ & ΣΧΕΔΙΟ ΙΔΕΩΝ, ΣΥΝΘΕΣΗ - ΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ (της Ιωάννας Μουτσοπούλου)

1058px Giorgione Three Philosophers Google Art Project - Σόλων ΜΚΟ
image_pdfimage_print
1058px Giorgione Three Philosophers Google Art Project - Σόλων ΜΚΟ

Giorgione – Three Philosophers

Τι άραγε είναι η φιλοσοφία, εκτός από την ταυτολογία ότι είναι η αγάπη  για τη σοφία; Και, περαιτέρω, τί είναι η σοφία; Διαισθανόμαστε την ποιότητά της, αλλά δεν είναι εύκολο να προσδιορίσουμε τη φύση της. Μάλιστα, αν το προσπαθήσουμε ίσως θα αφαιρέσουμε από αυτήν την πεμπτουσία της, γιατί τέτοιοι τομείς είναι εξελισσόμενοι στον χρόνο και μπορεί να μεταμορφώνονται αναλόγως των αντιληπτικών ικανοτήτων του ανθρώπου.

Ταυτόχρονα με όλον αυτόν τον προβληματισμό, υπάρχει και μία αντιδραστικότητα και μία κατάχρηση απέναντι στη φιλοσοφία για διάφορους λόγους εκ των οποίων ο σημαντικότερος είναι κοινός και στους καθημερινούς ανθρώπους και στους αποκαλούμενους “φιλοσόφους”. Ένα είδος βιασύνης να οριστικοποιήσουν μίαν αντίληψη για το επέκεινα, να σιγουρευτούν για το ότι αυτό είναι το ορθό και όχι κάτι άλλο.

Ο καθημερινός άνθρωπος το θέλει, επειδή φοβάται το μετά θάνατον μέλλον του και θέλει να εφησυχάσει, να είναι σίγουρος ότι γνωρίζει ποιο είναι το σωστό και με αυτό να πορευτεί στο διηνεκές, χωρίς αμφιβολίες για την ασφάλειά του, να φθάσει σε ένα όριο πέρα από το οποίο δεν χρειάζεται καμμία προσπάθεια ούτε ο κίνδυνος της επιλογής. Συχνά ο άνθρωπος αυτός δεν μπορεί να κατανοήσει έννοιες και προβληματισμούς, επιζητεί κάτι εύληπτο που να ταιριάζει στις καθημερινές του ασχολίες και αμφιβολίες. Χρειάζεται κάτι πολύ συγκεκριμένο και χειροπιαστό, που η φιλοσοφία εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να το δώσει, γιατί αυτή λειτουργεί σε ένα πεδίο σκέψης που προσπαθεί να αγγίξει την απειρότητα (όχι, βέβαια, πως την αγγίζει κιόλας!). Το ίδιο το άπειρο είναι μια εύκολη κουβέντα, αλλά είναι και τρομακτικό, δεν αφήνει το ον να ξεκουραστεί, να εφησυχάσει, το συμπιέζει με το μέγεθός του που εκτείνεται τόσο σε χώρο και σε χρόνο όσο και πέραν αυτών στο άγνωστο. Ποιος δεν έχει αισθανθεί αυτή την συνθλιπτικότητα όταν αποτόλμησε να αισθανθεί κάπως βαθύτερα το άπειρο σε έκταση και ποιότητα; Τότε αντιμετωπίζει την “μικρότητα” του εαυτού του, αλλά είναι όντως μικρότητα; Πώς πρέπει να πεισθούν οι άνθρωποι για τη σημαντικότητά τους και, ταυτόχρονα, να μην αισθάνονται έπαρση και ανθρωποκεντρισμό μπροστά στην απειρότητα;

Σε τέτοια αίτια οφείλεται συνήθως και η διαστρέβλωση των φιλοσοφικών εννοιών και γίνεται σχεδόν άχρηστο να διαβάσει κανείς για έναν φιλόσοφο από τρίτους που εκφράζουν το τι ίδιοι κατάλαβαν από αυτόν. Ειδικά για τους μεγάλους στοχαστές, θα ήταν σοφότερο να ασχοληθεί κανείς ο ίδιος με το έργο τους, αν θέλει να έχει μία πραγματικά δική του γνώμη. Μία φιλοσοφική έννοια δεν είναι δυνατόν να πάρει πλήρες σώμα στην αντίληψή μας, να είναι σε βάθος κατανοητή, άλλοτε γιατί δεν είναι εύκολο να υπάρξουν οι κατάλληλες λέξεις και άλλοτε γιατί ο ίδιος ο διανοητής δεν κατανοεί σε βάθος αυτό που συλλαμβάνει – φυσιολογικά, πρέπει να συμβαίνουν και τα δύο ταυτόχρονα. Γι’ αυτό οι ερμηνευτές των διαφόρων “φιλοσόφων” συχνά αλλοιώνουν το περιεχόμενο των λέξεων με τρόπο που να είναι προσιτό στη δική τους αντίληψη, γιατί αυτό κατανοούν και, ίσως, γιατί ενίοτε αυτό τους συμφέρει. Και το πρόβλημα είναι ότι δεν είναι αυτοί οι φιλόσοφοι κοντά μας για να εξηγήσουν με όρους του σήμερα τι εννοούσαν. Πέραν τούτου, και οι ίδιοι αν ζούσαν σήμερα θα άλλαζαν απόψεις για ορισμένα πράγματα, ή θα βάθυναν σε κάθε περίπτωση την κατανόησή τους.

Από το άλλο μέρος, υπάρχει και ο κίνδυνος για τους ίδιους τους “φιλοσόφους” να νομίσουν ότι η σύλληψή τους έχει μιαν οριστικότητα μεγαλόπρεπη και τέτοια που να τους επιτρέπει να απορρίψουν χωρίς πολλές τύψεις άλλους. Μπορεί ενίοτε να μην αναγνωρίζουν καν ότι υπάρχουν ίσως άνθρωποι με βαθύτερη κατανόηση από τη δική τους, αναγνωρίζουν τον εαυτό τους ως οροφή στην ικανότητα αντίληψης σε σύγκριση με τους υπόλοιπους και ο,τιδήποτε αυτοί δεν αντιλαμβάνονται ως υπάρχον απλώς δεν υφίσταται ή είναι λανθασμένο. Πρέπει να καταλάβουμε ότι ο τομέας της σκέψης ενέχει ορισμένους κινδύνους όπως τον κίνδυνο του ολοκληρωτισμού της πεποίθησης ότι κατέχουμε την απόλυτη αλήθεια (ακόμη κι αν δεν το ομολογούμε), ξεχνώντας ότι η αλήθεια έχει μία σταδιακότητα στην αποκάλυψή της, ο στοχαστής δεν είναι παντογνώστης, και δεν θα ήταν ακόμη και αν είχε όλες τις γνώσεις του κόσμου, γιατί δεν είναι τόσο πρόβλημα γνώσεων αλλά ολοκληρωτικά κατανόησης, ικανότητας να “νοιώσει” και να “ενταχθεί” κανείς μέσα σε αυτή την όποια αλήθεια, να γίνει ένα με αυτήν, όχι απλώς να την ατενίζει από μακριά με τη γνωστή ψυχρή αναλυτική ματιά. Και επειδή αυτή η ένταξη δεν συμβαίνει, γι’ αυτό συναντάμε ανθρώπους που αίρονται σκεπτόμενοι σε ένα ύψος, αλλά η ζωή τους είναι αναντίστοιχη με αυτό. Η ανάλυση είναι αναγκαία γιατί δείχνει την απαραίτητη απόσταση για να είναι κανείς διαυγής, η ψυχρότητα όμως δείχνει την έλλειψη ευαισθησίας η οποία με τη σειρά δείχνει την βαθιά έλλειψη κατανόησης γιατί δεν είμαστε συμμέτοχοι στο συμβαίνον ούτε με τη φαντασία μας. Θα πει κανείς ότι εδώ δεν έχουν θέση τα συναισθήματα. Αλλά η ευαισθησία δεν είναι συναίσθημα, το συναίσθημα θα τύφλωνε τη ματιά, η ευαισθησία είναι η βίωση του συμβαίνοντος και η απόσταση η προστασία της διαύγειας.

Δηλαδή, θα ρωτήσει κανείς: Πρέπει όλα να τα δεχόμαστε ως πιθανά; Φυσικά, όχι. Όμως το κριτήριό μας δεν πρέπει να είναι οι πεποιθήσεις μας (π.χ. οι πολιτικές) αλλά οι αρχές με τις οποίες είμαστε εξοπλισμένοι έπειτα από τόσους αιώνες ανθρώπινου μόχθου, και τις οποίες κατέγραψε σαν βαθιά ανάγκη του ο άνθρωπος σε στιγμές βαθιάς οδύνης. Τέτοιες αρχές είναι το κοινό καλό, η ελευθερία, η ισότητα, η ενότητα, η δικαιοσύνη, η κοινωνική ευαισθησία, η ανθρώπινη αξία κτλ. Χωρίς αυτές καμμία φιλοσοφική έννοια ή ερμηνεία της δεν μπορεί να γίνεται δεκτή. Φυσικά, και αυτές χρειάζονται ανάλυση, αλλά αυτή η ανάλυση θα πρέπει να κινείται μέσα στα πλαίσια όλων αυτών των αρχών μαζί και όχι να αποκόπτουμε κάποιες από το σύνολό τους, που σε κάθε περίπτωση συνιστά τον κορμό ασφάλειας και σκοπού της ανθρώπινης ιστορικής ύπαρξης. Και δεν πρέπει να τις αποκόπτουμε από την ολότητά τους γιατί σαν ολότητα λειτουργούν, αλλοιώς εν απομονώσει τις διαστρέφουμε.

Ένα άλλο πρόβλημα είναι ότι δεν αρκεί η σύλληψη μιας έννοιας, αλλά αυτή θα πρέπει να προσαρμοστεί και να εφαρμοστεί στην πράξη. Μπορεί η εφαρμογή να είναι λανθασμένη επειδή δεν υπάρχει πλήρης κατανόηση εκ μέρους αυτού που την εφαρμόζει, μπορεί όμως να είναι ανώριμες γενικά οι συνθήκες του κόσμου.

Ένα μόνον παράδειγμα των προβλημάτων της φιλοσοφικής σκέψης: ποια είναι η φύση των όντων; Είναι το υποκείμενο με τη συνείδησή του ή υπάρχει και κάτι “αντικειμενικό” πέραν της συνείδησης, το καθεαυτό ον; Θα αναρωτηθεί κανείς: Γιατί θα πρέπει να μας ενδιαφέρει αυτό; Γιατί αυτά μπορεί να είναι πηγές μεγάλων δεινών και διαστρεβλώσεων, τόσο ασυνείδητων όσο και συνειδητών. Αν θεωρήσουμε ως το άπαν τη συνείδηση, τότε θα καταλήξουμε σε έναν άκρατο  υποκειμενισμό, ότι όλο το σύμπαν είναι το τι εμείς αντιλαμβανόμαστε, ότι είμαστε η πηγή του σύμπαντός μας. Αυτό είναι μία σίγουρη συνταγή για να επέλθει ατομισμός και να επακολουθήσει το χάος. Αυτό ίσχυσε στη δύση, χωρίς βέβαια να απαντάει ενσυνείδητα στο παραπάνω φιλοσοφικό ερώτημα, απλώς συνέβη έμμεσα. Οι απαντήσεις είναι συνήθως ασυναίσθητες, αυθόρμητες. Αν, από το άλλο μέρος, θεωρήσουμε ότι υπάρχει κάτι αντικειμενικό πέραν της συνείδησης, τότε θα αντιμετωπίσουμε άλλους κινδύνους. Κάποιοι θα φανταστούν ότι γνωρίζουν αυτό το αντικειμενικό κάτι και θα επιχειρήσουν να το επιβάλουν στους ανθρώπους, όπως έκανε η Ιερά Εξέταση αλλά και άλλοι, ενάντια στην ατομική ελευθερία. Άλλοι θα σκεφθούν (και το έχουν σκεφθεί) ότι μπορούν να παρακάμψουν τη συνείδηση, εφ’ όσον αυτή είναι παροδική και μη απόλυτη. Το ότι αυτό θα είναι μια φαντασίωση και το ότι η φύση της συνείδησης μας είναι άγνωστη δεν έχει καμμία σημασία. Θα γοητέψει σαν σκέψη πολλούς που θα επιθυμούν να απελευθερώσουν τις αντικοινωνικές επιθυμίες τους “πέραν του καλού και του κακού”.

Ένα σοβαρό πρόβλημα της φιλοσοφίας είναι ότι κινείται συνήθως στη σφαίρα του ιδεατού και της αφαίρεσης και δεν ενδιαφέρεται για την πράξη ούτε αντιλαμβάνεται ότι η πράξη μπορεί να χρησιμεύσει σαν πεδίο δοκιμασίας της όποιας φιλοσοφικής σύλληψης. Την ίδια στιγμή όμως αυτοί που κινούνται στο πεδίο της πράξης, όπως οι πολιτικοί αλλά και άλλοι, αδράχνουν διατυπωμένες θέσεις που αναπόφευκτα είναι περισσότερο αφαιρετικές συγκριτικά με τις ανάγκες του πεδίου αυτού και τις προσαρμόζουν προχείρως στα προβλήματα που συναντούν, με συνέπεια να διαστρεβλώνουν συχνά το νόημά τους, ενίοτε σκοπίμως απλώς για να δικαιολογηθούν με το κύρος ενός φιλοσόφου αλλά συχνά και από άγνοια. Τη στιγμή, λοιπόν, που η ίδια η φιλοσοφική σκέψη είναι μια απόπειρα ερμηνείας της φύσης του όντος, του είναι και της εγκόσμιας ύπαρξης σε αυτήν προστίθενται κατόπιν και πλείστες άλλες ερμηνείες (δηλαδή, ερμηνείες της ερμηνείας) από αυτούς που θέλουν να την προσαρμόσουν στην πράξη ή στη ζωή τους. Το αποτέλεσμα είναι να χρεώνονται οι στοχαστές τις ανοησίες, τις βιασύνες και τις αδυναμίες των επόμενων ερμηνευτών, εκτός από τις δικές τους ανεπάρκειες (ίσως και ανοησίες) που είναι αναπόφευκτες.

Τι σημαίνει όλο αυτό το σκεπτικό; Σημαίνει ότι:

1.- Η σκέψη δεν είναι μόνον ιδιωτική, αποτελεί ένα σημαντικό φορέα επιρροής στον κόσμο, ακόμη και όταν περιορίζεται στον εαυτό μας, γιατί ακόμη και τότε συμβάλλει στη δημιουργία και καλλιέργεια ενός γενικού κλίματος, στην ενίσχυση μίας στάσης π.χ. του ατομισμού, της καταναλωτικότητας.

2.- Η φιλοσοφική σκέψη κατά μείζονα λόγο, επειδή έχει μεγαλύτερο βάθος και εύρος επιρροής ασχολούμενη με το βάθος του ανθρώπου και των όντων, πρέπει να μην αγνοεί τα παραπάνω προβλήματα, ώστε με μέτρο και σύνεση να αντιλαμβάνεται ότι υπάρχει ανάγκη για ποικίλες διεργασίες μέσω των οποίων εκτυλίσσεται η ανθρώπινη εξέλιξη, δηλαδή πρέπει να μη διεκδικεί αποκλειστικότητα ορθότητας και μάλιστα στο διηνεκές. Η όποια απόρριψη διαφορετικών απόψεων πρέπει να στηρίζεται σε ζητήματα ηθικής συγκρότησης των εννοιών που προβάλλονται και όχι σε ολοκληρωτισμό σκέψης. Για παράδειγμα: οι υλιστές πολέμησαν τον ολοκληρωτισμό της εκκλησιαστικής αυθεντίας για να επιβάλουν στο τέλος τον δικό τους προφανή ολοκληρωτισμό σκέψης.

3.- Η άμεση υπαγωγή μιας φιλοσοφικής τοποθέτησης στην πράξη, ακόμη και αν αυτή είναι ορθή ως σύλληψη, δεν μπορεί παρά να την διαστρεβλώσει προσαρμόζοντάς την στις παρούσες συνθήκες. Γι’ αυτό οι πολιτικοί διαχειριστές δεν έχουν το δικαίωμα να δημιουργούν σχολές σκέψης σαν να πρόκειται αυτές να είναι κατάλληλες για πάντα, γιατί οι πρακτικές συνθήκες δεν παρέχουν ένα αναλλοίωτο πεδίο που θα διαρκέσει στο διηνεκές.

4.-Πρέπει να προσέχουμε αν αυτά που αποδίδονται  στους ιδρυτές ιδεολογικών ρευμάτων είναι πραγματικά αυτά, γιατί συνήθως τα λόγια τους διαστρεβλώνονται από τους επιγόνους της σκέψης τους. Ένα παράδειγμα αποτέλεσε ο Δαρβίνος που του αποδόθηκαν πράγματα που ούτε είπε ούτε εννόησε. Και πολλοί άλλοι βρέθηκαν σε όμοια θέση.

5.- Πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι οι έννοιες με τις οποίες ασχολείται η φιλοσοφία είναι τόσο ευρείες και βαθιές που τίποτε από όσα σκεπτόμαστε ή φανταζόμαστε δεν μπορεί να τις συμπεριλάβει στην ολότητά τους σαν ποιότητα, είτε χωριστά την καθεμιά είτε σαν ομάδα. Και ταυτόχρονα πρέπει να αποδεχθούμε ότι ο νους μας δεν είναι το κέντρο του κόσμου, είναι κέντρο μόνον για εμάς, και ότι δεν μπορεί να κατανοήσει τα πάντα. Επιπλέον, δεν μπορεί να κατανοήσει τα πράγματα ούτε στο ίδιο βάθος ούτε με τον ίδιο τρόπο που τα κατανοεί ένας άλλος. Κάποιοι απαιτούν ζηλόφθονα αλλά και με φόβο μια ισότητα αντίληψης εδώ και τώρα που όμως, για να υπάρξει,  πρέπει να καλλιεργηθεί προηγουμένως με μεγάλη προσπάθεια, η οποία προσπάθεια δεν έχει σχέση απλώς με γνώσεις αλλά με επιλογές ζωής. Αλλά λίγοι θέλουν να πληρώσουν το τίμημα της επιλογής. Απότοκο αυτής της αρνητικής στάσης είναι η προβολή της μετριότητας παντού, ώστε κανείς να μην αισθάνεται λίγος στη σύγκριση με τους άλλους. Άλλοι πάλι χαίρονται με την ανισότητα στην ικανότητα σκέψης, η δική τους νοητική υπεροχή λειτουργεί υπέρ αυτών και των συμφερόντων τους, σκεπτόμενοι ότι ο “καλύτερος” δικαιούται να τα πάρει όλα – και αυτά τα “όλα” δεν είναι μόνον τα χρήματα αλλά και η πνευματική υπεραξία. Έχουμε, λοιπόν, ένα σοβαρό πρόβλημα να αντιμετωπίσουμε και είναι σαφέστατα ηθικής φύσης και για τις δύο πλευρές. Και βρίσκεται στο ότι η γνώση και η νοητική ικανότητα γίνεται αντιληπτή ως μέσον για απόκτηση δύναμης και αίγλης την οποία όλοι επιθυμούν. Σε αυτό ακριβώς το σημείο θα πρέπει να επιστρατεύσουμε τις μεγάλες ιδέες που υιοθετήσαμε στην ιστορική μας πορεία και την ευθύνη που απορρέει από αυτές. Αλλοιώς, η κοινωνική αλληλεπίδραση θα διακόπτεται, δεν θα είναι ομαλή και θα εξοβελίζεται στην πραγματικότητα αυτό που είναι αναγκαίο για την πολύπλευρη καλυτέρευση της ανθρώπινης ζωής.

Μάλλον, έχει φθάσει η εποχή που θα πρέπει η φιλοσοφία να γεφυρώσει σε κάποιον βαθμό το χάσμα ανάμεσα στην αφαιρετικότητα της σκέψης και την πράξη με ευθύνη και κατανόηση των προβλημάτων. Η ερχόμενη εποχή με τις τεράστιες ανάγκες της θα πρέπει να έχει τα σπέρματα μιας μεγαλύτερης αρμονίας, αν πρόκειται να υπάρξει ένας κάπως καλύτερος κόσμος. Και ο κόσμος της σκέψης έχει μεγάλη ευθύνη γι’ αυτό, αν και δεν φαίνεται να την αναγνωρίζει, γιατί και η σκέψη έχει ξεπέσει σε μία απόλυτη ιδιωτικότητα που εξυπηρετεί τα ατομιστικά συμφέροντα και την ατομική άνεση και αρέσκεια.

Ιωάννα Μουτσοπούλου

Μέλος της ΜΚΟ ΣΟΛΩΝ

2/10/2018

ΦΩΤΟ  : commons.wikimedia.org