1

ΦΟΝΤΑΜΕΝΤΑΛΙΣΜΟΣ

Αν εξαιρέσουμε την καθοριστικότητα της οικονομίας, το καθοριστικότερο δίδυμο σχέσεων για τον 21ο αιώνα πέρα από την πίεση που ασκεί η περιβαλλοντική κρίση είναι η σχέση πολιτικής και θρησκείας συνεπικουρούμενη από τον πολιτισμό και την κοινωνία. Η σχέση πολιτικής και θρησκείας είναι καθοριστική γιατί συμπεριλαμβάνει τόσο το διαχειριστικό πεδίο της ζωής μέσα από την πολιτική, όσο και το συνειδησιακό και το πολιτισμικό μέσα από την θρησκεία. Συμπεριλαμβάνει δηλαδή την υποκειμενική και εσωτερική προσέγγιση όπως και την εξωτερική και αντικειμενική.
Τα βήματα του Διαφωτισμού σε σχέση με την θρησκεία βασίστηκαν σε τρεις κατευθύνσεις:
• Η πρώτη κατεύθυνση ήταν στην προσπάθεια του «ιδρυτικού αναστοχασμού» γύρω από το θέμα της θρησκείας, με την κριτική ανάδειξη των αποστάσεων της «υπαρκτής» θρησκείας από το ιδρυτικό της όραμα και αυτό ήταν ιδιαίτερα πρόδηλο στην περίπτωση του Χριστιανισμού όπου το ιδρυτικό όραμα είναι υπερβατολογικό ανθρωπολογικά ενώ στην περίπτωση για παράδειγμα του Ιουδαϊσμού και του Μουσουλμανισμού δεν αναδεικνύεται μια τέτοια σημαντική απόκλιση.
Αντίστοιχα θα μπορούσε να πει κανείς ότι το ιδρυτικό όραμα έχει σοβαρές αποκλίσεις και στην περίπτωση του Ινδουισμού ή του Βουδισμού, αν και η θρησκεία ιδιαίτερα του Βουδισμού δεν είχε αυτό που θα λέγαμε το πρόσταγμα της κοινωνικής της εξάπλωσης. Δεν ήταν επιθετική δηλαδή ως θρησκεία.
Αν λοιπόν προσεγγίσουμε το ζήτημα των θρησκειών στο πλαίσιο του ιδρυτικού αναστοχασμού, προκύπτει αφενός μεν η απόσταση που υπάρχει και αφετέρου ένα λογικό κενό, το οποίο έρχονται να το καλύψουν οι νεωτερικοί στοχασμοί και επινοήσεις όπως η εορτή του Υπέρτατου Όντος στην Γαλλική Επανάσταση ή η Θετική θρησκεία του Κοντ.
• Το δεύτερο βήμα στοχασμού που προήλθε μέσα από τον Διαφωτισμό και το φιλελεύθερο ρεύμα σκέψης είναι ο στοχασμός για την ανεξιθρησκία και για την ανοχή της διαφορετικότητας όπως και ο στοχασμός της αποσύνδεσης εκκλησίας και κράτους έτσι ώστε να περιοριστούν οι αρνητικές συνέργειες από την ενσωμάτωση της «πίστης» με την εξουσία και το συμφέρον. Στο πεδίο αυτό η «πίστη» είχε ένα κενό λόγου.
• Το τρίτο πεδίο ανάπτυξης του Διαφωτισμού ήταν στην μορφή της καθαρής επιστημονικής αμφισβήτησης που και αυτή βέβαια ήταν ένοπλη σε πολλές περιπτώσεις και εμπεριείχε όχι μόνο μια εσωτερική διανοητική βία αλλά και εξωτερική.
Παράλληλα βέβαια η λογική ενός μέτρου και μιας αμοιβαιότητας ήταν ένας δημιουργικός τόνος που αποτέλεσε μια κληρονομιά από τους θρησκευτικούς διωγμούς, τους θρησκευτικούς πολέμους και τις δογματικές ή άλλες ακρότητες που τις είδαμε στην δίκη του Γαλιλαίου, στην δίκη του Τζορντάνο Μπρούνο, στην Ιερά Εξέταση και σε μια απέραντη γκάμα γεγονότων σε όλα τα γεωγραφικά και ιστορικά μήκη και πλάτη.
Έτσι λοιπόν η θρησκεία δέχτηκε από τον Διαφωτισμό ένα ερέθισμα να ξαναβρεί μια αρχική γνησιότητα (δεν θα πούμε καθαρότητα υπό την έννοια του τύπου και του γράμματος γιατί αυτό ακριβώς είναι το κυρίαρχο του Μεσαιωνικού σκοταδισμού και η αφετηρία του διωκτικού πνεύματος), να ξαναβρεί αυτό το ηθικό και κοινωνικό βήμα για τον άνθρωπο και την ζωή και απ’ την άλλη να βρει, μέσα από την αποσύνδεση της από την εξουσία και την ισχύ, τον δρόμο μέσα από την βιωματικότητα.
Δυστυχώς βέβαια στην πράξη ο διαχωρισμός αυτός αλλά και η ανεξιθρησκία δεν ολοκληρώθηκαν ως βήματα και αποδείχθηκαν εξαιρετικά δυσχερή βιωματικά πεδία. Ωστόσο υπήρξε αμοιβαίο όφελος απ’ αυτό τον διαχωρισμό πολιτικής και θρησκείας. Έναν διαχωρισμό που επιτάθηκε κατά την διάρκεια του 20ου αιώνα με διαφορετικές μορφές εγχειρημάτων ξεκινώντας από την Γαλλία με την μεταρρυθμιστική πολιτική του Αριστείδη Μπριάν στην συνέχεια με τις σοσιαλιστικές επαναστάσεις και ταυτόχρονα την πολιτισμική και θεσμική καινοτομία στην Μουσουλμανική επικράτεια από τον Κεμάλ Αττατούρκ. Τα εγχειρήματα αυτά ανεξιθρησκίας είχανε τις ρίζες τους από την εποχή των Πατέρων των Αμερικάνικων Πολιτειών πριν από την Ανεξαρτησία τους με τον Ρότζερ Ουίλιαμς. Είχαν τους υποστηρικτές τους με τα διατάγματα της Νάντης και στην συνέχεια με την πολιτική της Ελισάβετ και του Κρόμβελ στη Μεγάλη Βρετανία αρχίζοντας από τον Ερρίκο τον 8ο που με έναν θηριώδη αυταρχισμό οδηγήθηκε σε ρήξη με το Βατικανό μεταγενέστερα με το τέλος της δυναστείας των Στιούαρτ.
Μεταγενέστερα υπήρξε η πολιτική Ντίρινγκ διαρκούντως του πρώτου Ράιχ την οποία την επέκρινε, και αυτό ήταν ένα παράδοξο, ο ίδιος ο Έγκελς υποδηλώνοντας ότι μια τέτοια πολιτική επαναπολώνει τον κόσμο στην θρησκεία και ότι αναζωογονούσε τον καθολικισμό στην Γερμανία.
Εδώ λοιπόν πρέπει να δούμε τον ρόλο της θρησκείας μετά από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης. Η θρησκεία αποτελεί πλέον ένα νέο πεδίο και για την πολιτική, ένα πεδίο στο οποίο λειτουργούν τεράστια γεωπολιτικά και γεωοικονομικά συμφέροντα. Η θεωρία του Samuel Huntington για την σύγκρουση των πολιτισμών βρίσκει ιδιαίτερο έδαφος μέσα από την θρησκευτική γεωγραφία και παράλληλα οι ασύμμετρες απειλές και η σύγκρουση που δρομολογήθηκε στην Μέση Ανατολή με την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ που αποτελεί και αυτό ένα θρησκευτικό κράτος και η θεσμική της Μουσουλμανικής πολιτικής διακυβέρνησης, πολιτικής και δικαιϊκής διακυβέρνησης διαμορφώνουν νέους ορίζοντες για την σχέση πολιτικής και θρησκείας.
Σ’ αυτούς τους νέους ορίζοντες πρέπει να προσθέσουμε την κρίση, τόσο από την κατάρρευση των κύριων πολιτικών ιδεολογιών, την ηθική τους απογύμνωση και ταυτόχρονα βέβαια την μεγάλη σύγχυση της ανθρωπότητας και των κοινωνιών γύρω από τα ζητήματα της δικαιϊκής πολιτικής εξέλιξης.
Αυτά τα ζητήματα αναδεικνύονται μέσα από την φτώχεια, μέσα από το πολιτικό περιβαλλοντικό έλλειμμα, μέσα από την έλλειψη παιδείας, την έλλειψη εκπαίδευσης, γνώσης και επικοινωνίας. Έτσι διαμορφώνουν μια δυναμική φαύλου κύκλου. Σ’ αυτόν λοιπόν τον φαύλο κύκλο, μ’ αυτή την «στεγνότητα» της νεωτερικότητας που καλλιέργησε και υποδαύλισε την «οντολογική ανασφάλεια» ακόμη και στην καταναλωτική κοινωνία, μ’ αυτό το λεγόμενο και καταστροφικά διογκούμενο «κενό ψυχής» εμφανίζεται πλέον η θρησκεία τόσο σαν μια δυναμική αναβίωσης πατερναλιστικής σε σχέση με την εξουσία, όσο και σε μια σύγκρουση μεταξύ των θρησκειών και πολιτισμική αντιπαράθεση και επίσης και σε μια σύγκρουση απέναντι στις νέο-θρησκευτικές και νέο-φιλοσοφικές κινήσεις.
Αυτή η δυναμική πλέον ανοίγει «τους ασκούς του Αιόλου» την ίδια ώρα που δεν έχουν ολοκληρωθεί τα εσωτερικά βήματα λογικής, ηθικής και ελευθερίας τόσο στο θρησκευτικό κοινό και την οργάνωση των εκκλησιών, όσο επίσης και στον διαθρησκευτικό διάλογο αλλά ακόμη και στην ίδια την πολιτική στην συνάφεια της με την εκκλησία και θρησκεία.
Το ιδεολογικό κενό λοιπόν αποτέλεσε έναν καθοριστικό παράγοντα για την επιδείνωση της δυναμικής των θρησκειών παράλληλα με το γεγονός της δικής τους εσωτερικής καθήλωσης. Και οι ίδιες οι θρησκείες μέσα από την υπερβολική συντηρητική και αντιδραστική τους καθήλωση σε ζητήματα που έχουν λυθεί σε επίπεδο κοινωνίας εκτίθενται σε μια απαξίωση, σ’ έναν νέο κύκλο απαξίωσης και των θρησκειών.
Σημειωτέον βέβαια ότι και τα διαχειριστικά ιδεολογικά ρεύματα της πολιτικής όπως του φιλελευθερισμού και της σοσιαλδημοκρατίας έχουν απογυμνωθεί πλέον ολοκληρωτικά από έναν ιδεολογικό πολιτικό ρόλο. Έτσι λοιπόν εμφανίζεται ένα ρίσκο και μια αβεβαιότητα γύρω από την εξέλιξη του ιδεολογικού, διαχειριστικού και πατερναλιστικού ρόλου των θρησκειών με τελείως διαφοροποιημένες τις δυναμικές του αναστοχασμού στο εσωτερικό τους. Είναι φανερό ότι οι πιο περιθωριοποιημένες πολιτικά θρησκευτικές ομάδες, τα πιο περιθωριοποιημένα πολιτικά θρησκευτικά σύνολα, έχουν περιορισμένο πλαίσιο αναστοχασμού και αναθεωρητικού νεωτερισμού. Παράλληλα είδαμε όμως και ένα ισχυρό lobbing θρησκευτικό με έδρα κυρίως τις Ηνωμένες Πολιτείες (αλλά θα έλεγε κανείς ότι και στο πεδίο της Ευρώπης υπάρχουν τέτοιες δυναμικές) όπου οι θρησκευτικές συνωθήσεις διασυνδέονται με την μιλιταριστική, την ιμπεριαλιστική και την νέο-αποικιακή Λογική, διασυνδέονται με τις ιστορικές απλουστεύσεις και παραλληλίες πχ με περίοδο της Αθηναϊκής ηγεμονίας σε μια τελείως αποπροσανατολισμένη και δήθεν ρεαλιστική ανάγνωση του Θουκυδίδη.