1

Η ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΡΟΥΣΣΩ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ (της Ιωάννας Μουτσοπούλου)

Οι μεγάλοι στοχαστές έχουν διαχρονικότητα και, αντί να προκαλούν τον ανταγωνισμό στο πεδίο της διανόησης, θα έπρεπε να αποτελούν πηγή τροφής για σκέψη και για καλλιέργεια της αίσθησης αναλογίας και προσαρμογής της σκέψης τους στις συνθήκες του παρόντος, εάν και εφ’ όσον αυτό, βέβαια, είναι δυνατόν. Ποιοί ανταγωνίζονται τους μεγάλους στοχαστές; Πρώτον, όσοι έχουν θεμελιωδώς αντίθετες απόψεις με τους οποίους δεν ασχολούμαστε στο παρόν άρθρο (π.χ. Ρουσσώ – Νίτσε) και, δεύτερον, όσοι είναι ανερχόμενοι αστέρες της διανόησης που ξέρουν ότι ο καλύτερος τρόπος για ν’ αποκτήσεις διασημότητα είναι το να αποκαθηλώσεις μερικώς κάποιον μεγάλο στοχαστή που προηγήθηκε. Η ζωή όμως δεν προχωράει με άλματα πάνω από κενό και οι μεγάλοι στοχαστές πάντοτε αναγνώριζαν την αλυσίδα που συνέδεε παρελθόν, παρόν και μέλλον. Μια τέτοιου είδους ταπεινότητα ή πραγματισμό (που εδώ είναι συνώνυμα) μπορεί να καθαρίσει το πεδίο της σκέψης από ποταπότητες, προκαταλήψεις και αβαθείς αναλύσεις.

Η αίσθηση αναλογίας θα μας απελευθέρωνε από την ανάγκη να εφαρμόζουμε κατά γράμμα σκέψεις που προσαρμοζόντουσαν στην εποχή τους, αλλά και θα μας επέτρεπε να διακρίνουμε τη διαχρονική χρησιμότητά τους μέσα από τις ομοιότητες οποιουδήποτε βαθμού που ενίοτε θα μπορούσαν να είναι και απόλυτες. Βεβαίως, η κριτική είναι απολύτως αναγκαία, αλλά πρέπει να είναι καλοπροαίρετη, στοχαστική και όχι πρόχειρη.

Ο Ρουσσώ ήταν πολυπράγμων, εμβριθής μελετητής, γνώστης διαφόρων κλάδων αλλά κυρίως ενδιαφερόταν ειλικρινά για το μέλλον του κόσμου και του ανθρώπου. Στο βιβλίο του “Πολιτική Οικονομία” περιγράφει την οικονομική και κοινωνική κατάσταση της εποχής του, δηλαδή πριν από τη Γαλλική Επανάσταση του 1789, που είναι εξαιρετικά και αιφνιδιαστικά όμοια σε βασικά της σημεία με τη σημερινή. Το είδος της εξουσίας έχει έκτοτε αλλάξει, η βασιλεία έχασε τη δύναμή της, οι αυτοκρατορίες κατέρρευσαν και η καθημερινότητα των ανθρώπων έχει απελευθερωθεί δραματικά καθώς και η γνωστική τους ικανότητα, όμως ορισμένα πράγματα λειτουργούν με τρόπο πανομοιότυπο. Να παραθέσουμε μερικές σύντομες αναφορές από το παραπάνω δοκίμιό του:

1)”Ας αναδειχθεί λοιπόν η πατρίδα κοινή μητέρα των πολιτών, τα πλεονεκτήματα που απολαμβάνουν στη χώρα τους ας την κάνουν μονάκριβη γι’ αυτούς, η κυβέρνηση ας αφήσει αρκετό μερίδιο της δημόσιας διοίκησης σε αυτούς για να αισθάνονται οικεία και οι νόμοι ας είναι γι’ αυτούς εγγυητές της κοινής ελευθερίας. Τα δικαιώματα αυτά, τα τόσο σπουδαία, ανήκουν σε όλους τους ανθρώπους. Όμως, η φαύλη βούληση των ηγετών χωρίς να φαίνεται ότι τα προσβάλλει άμεσα, εκμηδενίζει εύκολα το αποτέλεσμά τους. Ο νόμος τον οποίο καταχρώνται είναι για τον ισχυρό όπλο επιθετικό και ταυτόχρονα ασπίδα ενάντια στον αδύναμο, ενώ το πρόσχημα του δημόσιου αγαθού είναι πάντοτε το πιο επικίνδυνο μαστίγιο για το λαό. Το πιο αναγκαίο και ίσως το δυσκολότερο πράγμα κατά τη διακυβέρνηση είναι η αυστηρή  ακεραιότητα στην απονομή δικαιοσύνης σε όλους και, κυρίως, στην προστασία των φτωχών ενάντια στην τυραννία των πλουσίων. Το μεγαλύτερο κακό έχει ήδη ενσκήψει, όταν υπάρχουν φτωχοί για να υπερασπιστούμε και πλούσιοι για να περιορίσουμεΤότε όλη η δύναμη των νόμων ασκείται μόνον πάνω στα μεσαία εισοδήματα και είναι εξίσου αδύναμοι τόσο έναντι των θησαυρών των πλουσίων όσο και έναντι της ένδειας των φτωχών· οι πρώτοι τους καταστρατηγούν και οι δεύτεροι τους διαφεύγουν· οι μεν σπάνε τα δίχτυα, οι δε περνούν ανάμεσά τους.

Έτσι λοιπόν, ένα από τα σπουδαιότερα έργα της κυβέρνησης δεν είναι να αποτρέψει την ακραία ανισότητα του πλούτου, αφαιρώντας τον από τους κατόχους τους, αλλά στερώντας από όλους τα μέσα συσσώρευσής του· ούτε ιδρύοντας νοσοκομεία για τους φτωχούς, αλλά προφυλάσσοντας τους πολίτες από το να φτωχύνουν. Οι άνθρωποι που είναι άνισα κατανεμημένοι στα εδάφη και σωρευμένοι σε ένα μέρος ενώ άλλα μέρη ερημώνουν, οι τέχνες των πολυτελών και των βιομηχανικών αγαθών που ευνοούνται εις βάρος των χρήσιμων και φιλόπονων επιτηδευμάτων, η γεωργία που θυσιάζεται προς όφελος του εμπορίου, ο φορομισθωτής που γίνεται αναγκαίος εξαιτίας της κακοδιοίκησης των κρατικών πόρων και, τέλος, οι δωροδοκίες που έχουν εξωθηθεί σε τέτοια άκρα ώστε η υπόληψη να υπολογίζεται με δεκάφραγκα, ακόμη και οι αρετές να αγοράζονται: αυτές είναι οι προφανέστερες αιτίες του πλούτου και της ένδειας, του επιμέρους συμφέροντος που υποκαθιστά το δημόσιο, του αμοιβαίου μίσους των πολιτών, της αδιαφορίας τους για τον κοινό σκοπό, της διαφθοράς του λαού και της εξασθένησης όλων των ελατηρίων της κυβέρνησης. Τέτοιες είναι κατά συνέπεια οι φαυλότητες που δύσκολα θεραπεύονται όταν γίνονται εμφανείς αλλά που μια σώφρων διοίκηση πρέπει να αποτρέψει για να διατηρήσει μαζί με τα  αγαθά ήθη το σεβασμό προς τους νόμους, τη φιλοπατρία και το σφρίγος της γενικής βούλησης.

Όμως όλα αυτά τα προληπτικά μέτρα θα ήταν ανεπαρκή εάν δεν προχωρούσε κανείς ακόμη περισσότερο. Ολοκληρώνω αυτό το μέρος της δημόσιας οικονομίας από εκεί όπου θα έπρεπε να το είχα αρχίσει. Η πατρίδα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς ελευθερία, ούτε η ελευθερία χωρίς αρετή, ούτε η αρετή χωρίς πολίτες. Θα τα έχετε όλα αυτά εάν διαμορφώσετε πολίτες. Χωρίς αυτά δεν θα έχετε παρά άχρηστους δούλους, ξεκινώντας από τους ηγέτες του κράτους…” (σελ. 97).

2) “…Προσθέστε ότι όλος ο πλούτος αποκτάται σε ένα μέρος και καταναλώνεται σε ένα άλλο, κάτι που καταστρέφει την ισορροπία παραγωγής και κατανάλωσης και καθιστά φτωχότερη μια ολόκληρη χώρα  για να γίνει πλουσιότερη μία και μόνο πόλη” (σελ.117).

3) “…Μια άλλη επισήμανση εξίσου σημαντική είναι ότι οι απώλειες των φτωχών επανορθώνονται πολύ πιο δύσκολα από εκείνες των πλουσίων και ότι η δυσκολία απόκτησης  ενός πράγματος αυξάνεται πάντα κατ’ αναλογίαν προς την ανάγκη. Από το τίποτε δεν γίνεται τίποτε. Αυτό είναι αλήθεια τόσο στις επιχειρήσεις όσο και στη φυσική επιστήμη. Το χρήμα είναι ο σπόρος του χρήματος και το πρώτο δεκάφραγκο μερικές φορές αποκτάται δυσκολότερα από το δεύτερο εκατομμύριο. Και επιπλέον: ό,τι πληρώνει ο φτωχός χάνεται γι’ αυτόν για πάντα και παραμένει ή επιστρέφει στα χέρια του πλουσίου και καθώς οι πλούσιοι είναι οι μοναδικοί άνθρωποι που συμμετέχουν στην κυβέρνηση ή που βρίσκονται εγγύτερα σε αυτήν και στους οποίους αργά ή γρήγορα τα έσοδα των φόρων θα καταλήξουν, έχουν σαφές συμφέρον αύξησης των φόρων ακόμη και όταν πληρώνουν το ποσοστό τους” [σελ.127]. 

Το κυριότερο συμπέρασμα που θα μπορούσε κάποιος να βγάλει από τα λεγόμενα του Ρουσσώ σε αυτό το δοκίμιο είναι ότι, αφ’ ενός μεν η θεμελιώδης λειτουργία της ιδιοτέλειας είναι διαχρονικά ίδια, δηλαδή με χιούμορ μπορούμε να πούμε ότι είναι κλασσική στο είδος της!, και επιφέρει όμοια αποτελέσματα διαφοροποιημένα μόνον στον βαθμό που επηρεάζονται από την τεχνολογική πρόοδο και αφ’ ετέρου ότι η ανθρωπότητα, παρά τους πολέμους, τις επαναστάσεις και τις σφαγές στις οποίες έχει με ζήλο επιδοθεί ανά τους αιώνες, δεν έχει κατορθώσει να υπερβεί αυτό το κακό απόθεμα της συνείδησής της (όπως το αποκαλεί ο Καντ), ώστε όλα αυτά να χαθούν για πάντα στο παρελθόν σαν ένα κακό όνειρο. Η επανάκαμψή τους, λοιπόν, δεν πρέπει να αιφνιδιάζει κανέναν. Συμφωνούμε με την άποψη του Ρουσσώ ότι ο άνθρωπος είναι θεμελιωδώς καλός (και όχι κακός όπως τον έκρινε ο Χομπς), αλλά μέχρι την εμπέδωση του καλού μεσολαβεί ένα χάσμα που χρειάζεται χρόνο για να γεφυρωθεί. Αυτό δεν είναι αντίφαση, γιατί ο άνθρωπος βρίσκεται σε έναν εσωτερικό διχασμό και σύγκρουση, και το ότι είναι βασικά καλός και ότι προς τα εκεί πορεύεται μας δημιουργεί ευθύνη για προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση, ενώ η αντίθετη άποψη απαλλάσσει της ευθύνης όσους θέλουν να ασκήσουν εξουσία βρίσκοντας δικαιολογίες. Οι διάφορες σχολές σκέψης άλλο δεν κάνουν πια από το να σπέρνουν προκαταλήψεις, απωθήσεις και κυρίως μονομέρειες, ενώ θα έπρεπε να συνδυαστούν ώστε να προβάλουν την περιεκτικότητα της αλήθειας.

Θα συνεχίσουμε με αποσπάσματα του Ζαν Ζακ Ρουσσώ σε επόμενα άρθρα, επειδή κρίνουμε ότι είναι επίκαιρος. Το λεγόμενο από ορισμένους ότι ήταν τόσο υπερευαίσθητος ώστε φαντασιωνόταν ότι η συνωμοσία εναντίον του ήταν “παγκόσμια” (προφανώς δεν συμπεριελάμβανε την Κίνα και την Ινδία!) στοχεύει στο να πλήξει (ίσως αφελώς) το κύρος των απόψεών του, ενώ η αλήθεια είναι ότι οι απόψεις του στρεφόντουσαν εναντίον του εκκλησιαστικού κατεστημένου, του πολιτικού κατεστημένου, της οικονομικής ισχύος και της αριστοκρατίας (δηλαδή όλων!), χωρίς να έχει τελικά την υποστήριξη καμμίας δομής εξουσίας. Την ίδια εποχή στην Αγγλία ο Ντέιβιντ Χιουμ αποκλειόταν από την καθηγητική έδρα λόγω της εκκλησιαστικής αντίδρασης. Τα πράγματα όντως συνδεόντουσαν στην Ευρώπη όπως και οι ευρωπαίοι στοχαστές μεταξύ τους. Η παραπάνω άποψη μοιάζει περισσότερο αφελής παρά ρεαλιστική, αν λάβουμε υπόψη τον ζέοντα θρησκευτικο-εκκλησιαστικό φανατισμό  της εποχής του, την αυθαιρεσία των αριστοκρατών και των ισχυρών και τη βασιλική και αυτοκρατορική αυθεντία και μάλιστα ως ισχύουσα γενικά στην Ευρώπη. Αν μας φαίνεται αυτό απίστευτο, ας αναλογιστούμε τότε και ένα άλλο απίστευτο: ότι τρεις αιώνες νωρίτερα ήταν το Πανεπιστήμιο του Παρισιού – και όχι ένας ή ελάχιστοι καθηγητές του ως πρόσωπα! – που πρωτοστάτησε με ζήλο στην καταδίκη και εκτέλεση της Ζαν ντ’ Άρκ, πράγμα που γενικά αγνοείται (Ζακ Λε Γκοφ, Οι Διανοούμενοι στον Μεσαίωνα, σελ.221-226, εκδ. Κέδρος, 2002). Το Πανεπιστήμιο του Παρισιού ήταν ένα κέντρο διανόησης της εποχής του αλλά ταυτόχρονα και συλλογικός συνεργάτης των άγγλων κατακτητών. Επομένως, η εύκολη κριτική δεν είναι χρήσιμη για την αλήθεια, συχνά η αλήθεια φαίνεται απίστευτη και η κοινή λογική είναι αυτή που δίνει τις πρέπουσες απαντήσεις.

Ιωάννα Μουτσοπούλου
Μέλος της ΜΚΟ Σόλων

Φωτογραφίες: it.wikipedia.org

Δημοσίευση κειμένου: 9 Σεπτεμβρίου 2016

(solon.org.gr)