1

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΕΣΩΤΕΡΙΣΜΟΣ ΣΤΟΝ BARUCH DE SPINOZA

Ο Μπαρούχ ντε Σπινόζα γεννήθηκε το 1632 στην εβραϊκή συνοικία του Άμστερναμ, από μία οικογένεια ευκατάστατων εμπόρων, ισπανικής ή πορτογαλικής καταγωγής. Στο σχολείο κάνει τις σπουδές του, θεολογικές και εμπορικές. Χωρίς να τις διακόψει εργάζεται στον εμπορικό οίκο του πατέρα του. Παρ’ότι στο χώρο όπου μεγάλωσε υπήρχε ένα έντονο ρεύμα σκεπτικισμού και φιλοσοφικών τάσεων, οι ομόθρησκοι του τον αφόρισαν λόγω της υποτιθέμενης αιρετικής διδασκαλίας του. Λίγοι είναι οι φιλόσοφοι της νεότερης εποχής που έχουν καταδιωχτεί και κυνηγηθεί όσο ο Σπινόζα. Και όλα αυτά επειδή είχε την τόλμη να ασκήσει κριτική στην επίσημη θρησκεία.

Ο Σπινόζα έλεγε ότι ο Χριστιανισμός και ο Ιουδαϊσμός επιβιώνουν μόνο χάρη σε απολιθωμένα δόγματα και κενές τελετουργίες, προτείνωντας πρώτος την “ιστορική-κριτική” ανάγνωση της Βίβλου. Αρνήθηκε να δεχτεί ότι η Βίβλος είναι βιβλίο εμπνευσμένο ή υπαγορευμένο από το Θεό. Θεωρούσε ότι η “κριτική ανάγνωση” θα μας επιτρέψει να διακρίνουμε μια σειρά αντιφάσεων μεταξύ των διαφόρων βιβλίων και Ευαγγελίων. Κάποια στιγμή ο Σπινόζα εγκαταλείφθηκε και από την ίδια την οικογένειά του. Και το παράδοξο είναι πως λίγοι άνθρωποι στον κόσμο υπερασπίστηκαν με τόσο σθένος την ελευθερία της γνώμης και αγωνίστηκαν με τόσο μεγάλο ζήλο για την ανεξιθρησκεία.

Ο Σπινόζα αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει τόσα εμπόδια, να ξεπεράσει πολλές αντιδράσεις όπου τελικά αποτραβήχτηκε κι αφιέρωσε τη ζωή του στη φιλοσοφία. Κέρδιζε το ψωμί του κατασκευάζοντας κάτοπτρα. Το επάγγελμα που ασκούσε για τις βιοποριστικές του ανάγκες έχει κάτι το συμβολικό. Όπως πράττουν οι φιλόσοφοι που οφείλουν να βοηθούν τους ανθρώπους να δουν τη ζωή και τον κόσμο κάτω από μια νέα προοπτική. Και το θεμέλιο της φιλοσοφίας του Σπινόζα είναι η επιθυμία του να θεωρήσει τα πάντα “από την άποψη της αιωνιότητας”.

Διότι ο Σπινόζα πιστεύει πως οι αποδείξεις είναι “τα μάτια της Ψυχής”. Πρόκειται για το τρίτο μάτι, εκείνο που μας επιτρέπει να δούμε τη ζωή πέρα απ’ όλες τις ψευδαισθήσεις, τα πάθη και τους θανάτους. Για μια τέτοια παρατήρηση χρειάζονται η ανάπτυξη των αρετών όπως η ταπεινότητα, αγνότητα , λιτότητα, όχι ως αρετές που ακρωτηριάζουν τη ζωή, αλλά ως δυνάμεις που ενώνονται μαζί της και δεισδύουν μέσα της.

Ο Σπινόζα πίστευε στη χαρά και στη θέαση. Ήθελε μονάχα να εμπνεύσει , να αφυπνίσει, να ανοίξει τα μάτια. Η απόδειξη ως τρίτο μάτι δεν έχει στόχο να υπαγορεύσει ή να πείσει, αλλά απλώς να αποτελέσει το φακό ή να λειάνει το γυαλί για αυτή την εμπνευσμένη ελεύθερη θέαση.

Από τα πιο σημαντικά έργα του είναι η Ηθική που διαιρείται σε πέντε μέρη:

α) Περί Θεού,

β) Για τη φύση και την προέλευση του πνεύματος,

γ) Για την προέλευση και τη φύση των παθημάτων,

δ) Για την ανθρώπινη δουλεία,

ε) Για τη δύναμη της νόησης.

Η “Ηθική” είναι ένα βιβλίο που γράφτηκε δυο φορές συγχρόνως: μια φορά στη συνεχή ροή των ορισμών, των θεωρημάτων, των αποδείξεων και των πορισμάτων, που αναπτύσσουν τα μεγάλα θεωρητικά θέματα και μια δεύτερη στην τεθλασμένη αλυσίδα των σχολίων που εκφράζει την πολύμορφη οργή της καρδιάς του Σπινόζα και διατυπώνει τις πρακτικές θέσεις της καταγγελίας και της απελευθέρωσης.

Σκόπευε να δείξει ότι όχι μόνο η ελευθερία του φιλοσοφείν εναρμονίζεται με την ένθερμη ευσέβεια και με την ειρήνη της πολιτείας, αλλά και ότι η στέρηση της ελευθερίας αυτής καταστρέφει τη δημόσια ειρήνη και την ίδια αυτή την ευσέβεια.

Όταν η Ηθική συμπληρώθηκε το 1675, ο Σπινόζα αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την ιδέα να την εκδόσει, αν και χειρόγραφά της κυκλοφορούσαν μεταξύ των στενών του φίλων .

Επίσης έγραψε τη Θεολογικοπολιτική Πραγματεία και πληθώρα άλλων έργων όπως η “Σύνοψη” , “Υπολογισμός των πιθανοτήτων”, πολλές επιστολές καθώς και έργα τα οποία ποτέ δεν δημοσίευσε για πολλούς και διάφορους λόγους.

Συμπλήρωσε ακόμη το μεγαλύτερο μέρος της γεωμετρικής απόδοσης των Αρχών της Φιλοσοφίας του Καρτεσίου, όπου οι απόψεις του Σπινόζα έδειχναν μια απομάκρυνση από τον Καρτεσιανισμό.

Ο Σπινόζα ήταν ένας αναζητητής της αλήθειας, διότι θεωρούσε ότι η αλήθεια οδηγεί στην ελευθερία, μας απαλλάσει από τις γνώμες, τους τρόπους, τις τυρρανίες και τα πάθη που προκαλεί ο φόβος της άγνοιας.

Όταν ο Σπινόζα μιλά για ηθική, εννοεί δύο πράγματα που εμείς σήμερα αποδίδουμε με δύο διαφορετικές λέξεις: ηθική και ευτυχία. Με την Ηθική του ήθελε να δείξει πως η ζωή του ανθρώπου ορίζεται και διέπεται από τους νόμους της φύσης. Πρέπει να μπορούμε να ελέγξουμε τα συναισθήματα και τις εντυπώσεις μας, για να μπορούμε να φτάσουμε στη γαλήνη και στην ευτυχία.

Κατά τον Σπινόζα δεν υπάρχει παρά μία και μόνη “ουσία” αφού όλα όσα υπάρχουν αποτελούνται από την ίδια ουσία και στηρίζονται στην ίδια βάση. Σε άλλα σημεία την ονομάζει “Θεό” η “Φύση”.(Ηθική, Περί Θεού Θεώρημα 20).

ΠΕΡΙ ΘΕΟΥ

(Θεώρημα 20: Η ύπαρξη του Θεού και η ουσία του είναι ένα και το αυτό πράγμα).

Η φιλοσοφία του ονομάζεται μονιστική εφόσον η Φύση και η Ύπαρξη στο σύνολό τους στηρίζονται στην ίδια αρχή. Χρησιμοποιώντας τη λέξη “Φύση” δεν εννοεί μόνο τον φυσικό κόσμο γύρω μας. Όταν αναφέρει τις λέξεις Ουσία, Φύση, Θεός, εννοεί όλα όσα υπάρχουν, ακόμα κι αυτά που είναι από πνεύμα κι όχι από ύλη.

Όλα όσα υπάρχουν μέσα στη φύση είναι “Σκέψη” ή “Έκταση”. Με τον όρο “modus”, ο Σπινόζα εννοεί τον συγκεκριμένο τρόπο που ο Θεός ή η Ουσία διαλέγει κάθε φορά για να εκδηλωθεί. Ένα λουλούδι είναι ένα modus του κατηγορήματος Έκταση, ενώ το ποίημα που μιλάει γι’ αυτό το λουλούδι είναι ένα modus του κατηγορήματος Σκέψη. Κατά βάση και τα δύο είναι εκδηλώσεις ενός και του ίδιου πράγματος: της Ουσίας που αλλιώς λέγεται Θεός ή Φύση.

Μπορούμε έτσι να πούμε ότι όλες οι σκέψεις των ανθρώπων είναι σκέψεις του Θεού ή της Φύσης. Θεωρούσε επίσης πως ο Θεός ή οι φυσικοί νόμοι είναι η εσωτερική αιτία όλων όσων συμβαίνουν διότι ο Θεός εκφράζεται αποκλειστικά μέσα από τους φυσικούς νόμους. Ένα από τα θεμελιώδη σημεία της Ηθικής συνίσταται στην άρνηση κάθε εξουσίας

Ο Σπινόζα έλεγε ότι τα ανθρώπινα πάθη, όπως π.χ η φιλοδοξία ή ο πόθος μας εμποδίζουν να φτάσουμε στην αληθινή ευτυχία και αρμονία. Αν όμως αναγνωρίσουμε ότι όλα συμβαίνουν κατ’ ανάγκη τότε μπορούμε να αντιληφθούμε έστω και διαισθητικά ότι η Φύση είναι ένα σύνολο, ότι όλα συνδέονται μεταξύ τους, να συλλάβουμε όλα όσα υπάρχουν ταυτόχρονα σε μια στιγμή μέσα και αυτό το ονομάζει αντίληψη του κόσμου:

(Sub specie aeternitatis : Να βλέπεις τα πάντα από την οπτική γωνία της αιωνιότητας). Η αιωνιότητα είναι χαρακτήρας της ύπαρξης καθόσον αυτή εντυλίσσεται στην ουσία (Ηθική Ι, 8).

ΠΕΡΙ ΘΕΟΥ

(Θεώρημα 8: Κάθε υπόσταση είναι αναγκαία άπειρη).

Η ύπαρξη επομένως είναι “αιώνια αλήθεια”, όπως ακριβώς είναι αιώνια και η ίδια η ουσία, διακρίνεται δε από αυτή μέσω μιας διάκρισης λόγου και μόνο. Η αιωνιότητα έτσι αντιτίθεται στη διάρκεια , ακόμη και την απροσδιόριστη, που χαρακτηρίζει την ύπαρξη του τρόπου δεν εντυλίσσεται στην ουσία.

Η ουσία του τρόπου είναι ωστόσο μια μορφή αιωνιότητας (species aeternitatis).

Και τούτο επειδή η ουσία ενός τρόπου έχει μια αναγκαία ύπαρξη που της προσιδιάζει, έστω κι αν δεν υπάρχει από την ίδια αλλά εκ του Θεού ως αιτίας. Άρα αιώνιος δεν είναι μόνο ο άμεσος άπειρος τρόπος, είναι και κάθε ενική ουσία που αποτελεί ένα του μέρος το οποίο συμφωνεί με όλα τα άλλα επ’ άπειρον. Όσο για τον έμμεσο άπειρο τρόπο, που ρυθμίζει τις υπάρξεις στη διάρκεια, είναι και ο ίδιος αιώνιος, στο μέτρο που το σύνολο των κανόνων σύνθεσης και αποσύνθεσης είναι σύστημα αιώνιων αληθειών και κάθε μία από τις σχέσεις που αντιστοιχούν στους κανόνες αυτούς είναι αιώνια αλήθεια. Γι’ αυτό και ο Σπινόζα λέει πως το πνεύμα είναι αιώνιο: το πνεύμα συλλαμβάνει την ενική ουσία του σώματος υπό κάποια μορφή αιωνιότητας, αλλά επίσης συλλαμβάνει τα υπαρκτά πράγματα μέσω κοινών εννοιών, δηλαδή υπό το πρίσμα των αιώνιων σχέσεων που καθορίζουν τη σύνθεση και την αποσύνθεσή τους μέσα στην ύπαρξη.

Στην έκφραση species aeternitatis, το species παραπέμπει πάντα σε μια έννοια ή σε μια γνώση. Είναι πάντα μια ιδέα που εκφράζει την ουσία ενός συγκεκριμένου σώματος ή την αλήθεια των πραγμάτων, (Sub specie aeternitatis). Αυτό δε σημαίνει πως οι ουσίες ή οι αλήθειες δεν είναι από μόνες τους αιώνιες. Όντας όμως αιώνιες εκ της αιτίας τους και όχι αφ’ εαυτών, διαθέτουν αυτή την αιωνιότητα που προκύπτει από την αιτία μέσω της οποίας πρέπει αναγκαία να νοούνται. Species επομένως σημαίνει αδιαχώριστα μορφή και ιδέα, μορφή και νοητική σύλληψη.

Όταν η ψευδαίσθηση των αξιών μας εμποδίζει να μην καταλάβουμε τους νόμους της Φύσης μάς εμφανίζονται με τον ηθικό χαρακτήρα ενός πρέπει. Η συγκεχυμένη μορφή ενός ηθικού νόμου έχει πλήξει τόσο πολύ τον φυσικό νόμο, ώστε ο φιλόσοφος δεν πρέπει να μιλά για φυσικό νόμο αλλά μόνο για αιώνιες αλήθειες.

Όμως είναι εύκολο να μπορούμε να διαχωρίσουμε τις αιώνιες αλήθειες της Φύσης από τους θεσμοθετημένους ηθικούς νόμους.

Ένας ηθικός ή κοινωνικός νόμος δεν μας δίνει γνώση, δεν μας κάνει να γνωρίσουμε τίποτα που στην χειρότερη περίπτωση παρεμποδίζει το σχηματισμό της γνώσης

(π.χ ο νόμος ενός τυράννου).

Ο νόμος είναι πάντα η υπερβατική θεσμική βαθμίδα που καθορίζει την αντίθεση των αξιών (Καλό-Κακό), η γνώση όμως είναι πάντα η εμμενής δύναμη που καθορίζει την ποιοτική διαφορά των τρόπων ύπαρξης (Καλός-Κακός).

Στα έργα του ο Σπινόζα δεν παύει να καταγγέλει τριών ειδών πρόσωπα:

τον άνθρωπο με τα λυπημένα πάθη, τον ανθρωπο που εκμεταλλεύεται αυτά τα λυπημένα πάθη, που τα έχει ανάγκη προκειμένου να εδραιώσει την εξουσία του και για τον άνθρωπο που λυπάται για την ανθρώπινη κατάσταση και για τα πάθη του ανθρώπου εν γένει. Ο σκλάβος, ο τύραννος και ο ιερέας. Το μεγάλο μυστικό του μοναχικού πολιτεύματος κι αυτό κυρίως που το ενδιαφέρει είναι η εξαπάτηση των ανθρώπων , μεταμφιέζοντας με το όνομα της θρησκείας το φόβο με τον οποίο επιδιώκει να τους χαλιναγωγήσει, ώστε να μάχονται για τη σκλαβιά τους, σαν να επρόκειτο για τη σωτηρία τους. (Πρόλογος Θεολογικοπολιτικής Πραγματείας).

Υπάρχει σαφώς στον Σπινόζα μια φιλοσοφία της “ζωής” και συνίσταται ακριβώς στην καταγγελία όλων αυτών που μας χωρίζουν από τη ζωή.

Η ζωή είναι δηλητηριασμένη από τις κατηγορίες του Καλού και του Κακού, του παραπτώματος και της αξίας, της αμαρτίας και της άφεσης (Ηθική Ι, παράρτημα)

Αυτό που δηλητηριάζει τη ζωή είναι το μίσος, ο φόβος, η απελπισία, ο φθόνος, η οργή, η εκδίκηση, η σκληρότητα.(Ηθική ΙΙΙ). Δεν θεωρεί πως ένα λυπημένο πάθος έχει κάτι καλό μέσα του. “Δεν ζούμε, δεν διάγουμε παρά ένα ομοίωμα ζωής, δεν συλλογιζόμαστε παρά πως να αποφύγουμε το θάνατο και όλη μας η ζωή είναι μια λατρεία του θανάτου”.

Ένα επίσης από τα θεμελιώδη σημεία της Ηθικής συνίσταται στην άρνηση κάθε εξουσίας στο Θεό, εξουσίας ανάλογης με εκείνη ενός τυράννου ή και ενός φωτισμένου ηγεμόνα. Και τούτο διότι ο Θεός δεν είναι βούληση, έστω και βούληση φωτισμένη από κάποια νομοθετική νόηση. Ο Θεός δεν συλλαμβάνει στη νόησή του δυνατότητες, τις οποίες θα πραγματοποιούσε μέσω της βούλησής του. Η θεία νόηση είναι απλώς ένας τρόπος μέσω του οποίου ο Θεός δεν εννοεί τίποτε άλλο πέρα από την προσίδια ουσία του και όσα προκύπτουν από αυτήν, η βούλησή του είναι απλώς ένας τρόπος υπό τον οποίο όλες οι συνέπειες απορρέουν από την ουσία του ή απ’ όσα αυτός εννοεί. Δεν έχει επομένως εξουσία, έχει μόνο μια δύναμη ταυτόσημη με την ουσία του. Μέσω της δύναμης αυτής, ο Θεός είναι αιτία όλων των πραγμάτων που προκύπτουν από την ουσία του καθώς και αιτία αυτού, δηλαδή αιτία της ύπαρξής του, όπως αυτή εντυλίσσεται στην ουσία. (Ηθική, Ι,34)

ΠΕΡΙ ΘΕΟΥ

(Θεώρημα 34: Η δύναμη του Θεού είναι αυτή η ίδια του η ουσία.)

Η νόηση ακόμη και η άπειρη δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας τρόπος του κατηγορήματος σκέψης (Ηθική, Ι,31). Υπό αυτή την έννοια, δεν συνιστά την ουσία του Θεού περισσότερο απ’ ότι η βούληση. Όποιοι εντάσσουν τη νόηση και τη βούληση στην ουσία του Θεού, αντιλαμβάνονται τον Θεό ανθρωπολογικά ή και με ανθρωπομορφικά κατηγορικά γνωρίσματα: επόμενο είναι να μην μπορούν πλέον να περισώσουν τη διάκριση των ουσιών παρά επικαλούμενοι μια θεία νόηση που ξεπερνά τη δική μας, που έχει έναντι της δικής μας καταστατική θέση υπεροχής και απλώς σχέση αναλογίας. Περιπίπτουμε έτσι σε όλες τις συγχύσεις μιας αμφίσημης γλώσσας (όπως με τη λέξη κύων που δηλώνει και έναν ουράνιο αστερισμό και το ζώο που γαβγίζει, Ι,17,).

Η λέξη ψυχή δεν χρησιμοποιείται στην Ηθική, παρά μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις και ο Σπινόζα την αντικαθιστά με τη λέξη mens – πνεύμα, διότι η ψυχή είναι ιδιαίτερα βεβαρημένη με θεολογικές προκαταλήψεις και δεν εξηγεί:

α) Την αληθινή φύση του πνεύματος, δηλαδή ότι το πνεύμα είναι μια ιδέα και η ιδέα κάποιου πράγματος.

β) Την αληθινή σχέση με το σώμα, που είναι ακριβώς το αντικείμενο αυτής της ιδέας.

γ) Την πραγματική αιωνιότητα στο βαθμό που έχει διαφορά φύσεως με την ψευδοαθανασία.

δ) Την πολυαρχική (πλουραλιστική) σύνθεση του πνεύματος, ως σύνθεση ιδέας που όσα μέρη διαθέτει τόσες διαθέτει και ιδιότητες.

Το σώμα είναι τρόπος της έκτασης, το πνεύμα, τρόπος της σκέψης. Δεδομένου ότι το άτομο έχει μια ουσία, το πνεύμα του συνίσταται κατ’ αρχάς από αυτό που είναι πρώτο στους τρόπους της σκέψης, δηλαδή από μια ιδέα (Ηθική, ΙΙ, αξ.3& θεώρ.11).

Το πνεύμα επομένως είναι η ιδέα του αντίστοιχου σώματος. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η ιδέα ορίζεται από την παραστασιακή της ικανότητα, αλλά η ιδέα που είμαστε είναι για τη σκέψη και για τις άλλες ιδέες ότι το σώμα που είμαστε είναι για την έκταση και για τα άλλα σώματα. Υπάρχει ένας αυτοματισμός της σκέψης (Πραγματεία για τη διόρθωση ^ 85), όπως υπάρχει και ένας μηχανισμός του σώματος άξιος να μας εκπλήξει (Ηθική, ΙΙΙ, 2, σχ.).

Επίσης ο Σιπνόζα τονίζει ότι μόνο ένα ον έχει τη δυνατότητα να “αποτελέσει την αιτία του εαυτού του” και να ενεργήσει με απόλυτη ελευθερία. Μόνο ο Θεός ή η Φύση μπορούν να ακολουθήσουν αυτή την ελεύθερη και “όχι τυχαία” εξέλιξη. Ο άνθρωπος λαχταρά την ελευθερία που θα του επιτρέψει να ζήσει χωρίς εξωτερικούς περιορισμούς. Ποτέ όμως δεν θα αποκτήσει “ελεύθερη βούληση”. Δεν ορίζουμε όλα όσα συμβαίνουν στο σώμα μας, αφού το σώμα μας είναι ένας modus του κατηγορήματος Έκταση. Ούτε “διαλέγουμε” τις σκέψεις μας. Ο άνθρωπος, επομένως, δεν έχει μια ελεύθερη ψυχή που βρέθηκε φυλακισμένη μέσα σ’ ένα σώμα-μηχανή.

Ο Σπινόζα έχει συγκεκριμένες προθέσεις όταν αρχίζει την Ηθική του με τον ορισμό της αιτίας εαυτού. Κατά παράδοση η έννοια της αιτίας εαυτού χρησιμοποιήθηκε με μεγάλη επιφύλαξη και κατά αναλογία προς το ποιητικό αίτιο (αιτία ενός διακεκριμένου αποτελέσματος), δηλαδή με παράγωγη και μόνο σημασία: αιτία εαυτού σήμαινε πάντα “σαν από μια αιτία”. Ο Σπινόζα ανατρέπει την παράδοση αυτή αναγορεύοντας την αιτία εαυτού σε αρχέτυπο πάσης φύσεως αιτιότητας, στην πρωταρχική και αποκλειστική σημασία της αιτιότητας.

Δεν παύει ωστόσο να ισχύει η ποιητική αιτιότητα: είναι όταν το αποτέλεσμα είναι διακριμένο από την αιτία, είτε στην περίπτωση που η ουσία και η ύπαρξη του αποτελέσματος διακρίνονται από την ουσία και την ύπαρξη της αιτίας είτε στην περίπτωση που το αποτέλεσμα, έχοντας και το ίδιο μια ύπαρξη διακεκριμένη από την προσίδια την ουσία του, παραπέμπει σε κάτι άλλο ως αιτία ύπαρξης. Έτσι ο Θεός είναι αιτία όλων των πραγμάτων και κάθε υπαρκτό πεπερασμένο πράγμα παραπέμπει σ’ ένα άλλο πεπερασμένο πράγμα σαν την αιτία που το κάνει να υπάρχει και να ενεργεί. Εφόσον η αιτία και το αποτέλεσμα διαφέρουν από άποψη ουσίας και ύπαρξης, μπορούμε να πούμε πως δεν υπάρχει τίποτα κοινό μεταξύ τους. (Ι, 17)

Ώστε λοιπόν, το γεγονός ότι ο Θεός παράγει μέσα σ’ αυτά τα ίδια κατηγορήματα που συνιστούν την ουσία του, έχει τη συνέπεια ο Θεός να είναι αιτία όλων των πραγμάτων με την ίδια έννοια με την οποία είναι και αιτία εαυτού (Ι, 25)

ΠΕΡΙ ΘΕΟΥ

(Θεώρημα 25: Ο Θεός δεν είναι μόνο το ποιητικό αίτιο της ύπαρξης, αλλά επίσης και της ουσίας των πραγμάτων).

Παράγει όπως υπάρχει. Άρα η μονοσημία των κατηγορημάτων, καθόσον αυτά λέγονται με μία και την ίδια έννοια, την έννοια της υπόστασης την ουσία της οποίας συγκροτούν καθώς και των παραγώγων που τα περιβάλλουν στην ουσία τους, προεκτείνεται στη μονοσημία της αιτίας , καθόσον το “ποιητκό αίτιο” ταυτίζεται εννοιολογικά με την “αιτία εαυτού”. Ακριβώς με αυτή την εννοιολογική ταύτιση ποιητικού αιτίου και αιτίας εαυτού ο Σπινόζα ανατρέπει διπλά την παράδοση: τώρα πλέον το ποιητικό αίτιο ούτε η πρωταρχική σημασία της αιτίας είναι ούτε και διαφέρει εννοιολογικά από την αιτία εαυτού.

Ένα υπαρκτό πεπερασμένο πράγμα παραπέμπει σ’ ένα άλλο πεπερασμένο πράγμα ως αιτία. Δεν θα πούμε όμως ότι ένα πεπερασμένο πράγμα υπόκειται σε διπλή αιτιότητα, τη μια οριζόντια που συγκροτείται από την απροσδιόριστη σειρά των άλλων πραγμάτων, την άλλη κάθετη που συγκροτείται από τον Θεό.

Και τούτο διότι κάθε όρος της σειράς μας γυρίζει πίσω στον Θεό σαν σ’ εκείνο που καθορίζει την αιτία να έχει το αποτέλεσμά της. (Ηθική Ι, 26)

Έτσι ο Θεός δεν είναι ποτέ απώτερη αιτία, αλλά τον προσεγγίζουμε ήδη από τον πρώτο όρο της σειράς.

Και αιτία είναι μόνον ο Θεός, ενώ επίσης μία μονάχα έννοια και μία μονάχα τροπικότητα ισχύουν για όλα τα σχήματα της αιτιότητας, παρ’ όλη την ποικιλία των σχημάτων αυτών (αιτία εαυτού, ποιητικό αίτιο των άπειρων πραγμάτων, ποιητικό αίτιο των πεπερασμένων πραγμάτων των μεν σε σχέση με τα δε) .

Εννοούμενη στη μοναδική της έννοια και στη μοναδική της τροπικότητα, η αιτία είναι κατ’ ουσία εμμενής, δηλαδή παραμένει στον εαυτό της προκειμένου να παράγει (σε αντιδαστολή προς τη μεταβατική αιτία), ενώ το αποτέλεσμα επίσης δεν εξέρχεται από αυτή (σε αντιδιαστολη προς την απορροϊκή αιτία).

Η όλη προσπάθεια της Ηθικής είναι να σπάσει τον παραδοσιακό δεσμό μεταξύ ελευθερίας και βούλησης – είτε η ελευθερία νοηθεί ως η ικανότητα μιας βούλησης να επιλέξει ή και να δημιουργήσει (ελευθερία της αδιαφορίας) είτε ως η ικανότητα μιας βούλησης να ρυθμιστεί σύμφωνα με ένα πρότυπο και να το πραγματώσει (πεφωτισμένη ελευθερία). Από τη στιγμή που νοούμε έτσι την ελευθερία του Θεού, δηλαδή σαν την ελευθερία ενός τυράννου ή ενός νομοθέτη, τη συνδέουμε με τη φυσικής τάξεως τυχαιότητα ή ακόμη με τη λογικής τάξεως δυνατότητα. Έτσι όμως εισάγουμε την αστάθεια στη δύναμη του Θεού, εφόσον θα μπορούσε να είχε δημιουργήσει κάτι άλλο, ή ακόμη χειρότερα την αδυναμία , εφόσον η δύναμή του περιορίζεται από πρότυπα δυνατότητας. Και επιπλέον δύνουμε ύπαρξη σε αφαιρέσεις, όπως το μηδέν στη δημιουργία ex nihilo ή το Καλό και το Καλύτερο στη πεφωτισμένη ελευθερία. ( Ηθική, Ι, 17, σχ.33, 2).

Η αρχή του Σπινόζα είναι ότι ουδέποτε η ελευθερία είναι ιδιότητα της βούλησης, “η βούληση δεν μπορεί να αποκληθεί ελεύθερη αιτία”: η βούληση πεπερασμένη ή άπειρη, είναι πάντα ένας τρόπος που καθορίζεται από μιαν άλλη αιτία και αυτή η αιτία είναι η φύση του θεού υπό το κατηγόρημα σκέψης(Ι, 32).

Αφ’ ενός, οι ιδέες είναι οι ίδιες τρόποι και η ιδέα του Θεού δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας άπειρος τρόπος υπό τον οποίο ο Θεός εννοεί την προσίδια φύση του και όλα όσα έπονται από αυτήν, χωρίς ποτέ να συλλαμβάνει στη νόησή του δυνατότητες, αφ’ ετέρου οι βουλές είναι τρόποι που εντυλίσσονται στις ιδέες και συγχέονται με την κατάφαση ή την άρνηση που έπονται από την ίδια την ιδέα, χωρίς να υπάρχει ποτέ τίποτα τυχαίο σ’ αυτές τις πράξεις (ΙΙ, 49).

Γι’ αυτό ούτε η νόηση ούτε η βούληση εντάσσονται στη φύση ή στην ουσία του Θεού και δεν είναι ελεύθερες αιτίες ούτε η μία ούτε η άλλη. Δεδομένου ότι το αναγκαίο είναι η μοναδική τροπικότητα των όντων, πρέπει να ειπωθεί ελεύθερη αποκλειστικά η αιτία “που υπάρχει μόνον από την αναγκαιόητα της φύσης της και που καθορίζεται να ενεργήσει μόνον από τον εαυτό της”: όπως ο Θεός, που συγκροτείται από απειρία κατηγορημάτων και είναι αιτία όλων των πραγμάτων με την ίδια έννοια με την οποία είναι και αιτία εαυτού.

Ο Θεός είναι ελεύθερος επειδή όλα απορρέουν κατά αναγκαιότητα από τηνπροσίδια ουσία του, χωρίς να συλλαμβάνει δυνατότητες και χωρίς να δημιουργεί τυχαιότητες. Αυτό που ορίζει την ελευθερία είναι ένα “εσωτερικό” και ένας “εαυτός” της αναγκαιότητας. Ποτέ δεν είναι κανείς ελεύθερος μέσω της βούλησής του και του προτύπου σύμφωνα με το οποίο η βούλησή του ρυθμίζεται, αλλά μέσω της ουσίας του και όλων όσα απορρέουν από την ουσία του.

Υπό αυτή την έννοια και δεδομένου ότι ένας τρόπος παραπέμπει πάντα σε κάτι άλλο, μπορούμε άραγε να πούμε ποτέ πως είναι ελεύθερος;

Η ελευθερία είναι θεμελιώδης ψευδαίσθηση της συνείδησης, στο μέτρο που η συνείδηση αγνοεί τις αιτίες, φαντάζεται δυνατότητες ή τυχαιότητες και πιστεύει στην εθελούσια επενέργεια της ψυχής στο σώμα. (Ι,παράρτημα ΙΙ. 35 σχ. ΙΙΙ,2 σχ.V ).

Είναι αδύνατο να συνδέσουμε την ελευθερία με τη βούληση και αυτό όχι μόνον όσο αφορά την υπόσταση αλλά κατά μείζονα λόγο όσον αφορά τον τρόπο. Αντί αυτού, ο τρόπος έχει μια ουσία, δηλαδή ένα βαθμό δύναμης. Όταν κατορθώνει να σχηματίσει εντελείς ιδέες, οι ιδέες αυτές είτε είναι κοινές έννοιες που εκφράζουν την εσωτερική συμφωνία του με άλλους υπαρκτούς τρόπους (δεύτερο είδος γνώσης) είτε είναι η ιδέα της προσίδιας ουσίας που συμφωνεί κατ’ αναγκαιότητα με την ουσία του Θεού και όλες τις άλλες ουσίες (τρίτο είδος).

Ενεργητικά παθήματα ή αισθήματα απορρέουν κατά αναγκαιότητα από τις εντελείς αυτές ιδέες, ούτως ώστε να εξηγούνται μέσω της προσίδιας δύναμης του τρόπου.

(ΙΙΙ, ορ. 1 & 2)

ΠΕΡΙ ΠΑΘΩΝ

(Ορισμός 1: Ονομάζω αυτοτελή αιτία εκείνη που μπορούμε να αντιληφθούμε καθαρά και συγκεκριμένα το αποτέλεσμά της απ’ αυτήν και μόνο , ατελή δε ή μερική αιτία ονομάζω εκείνη που δεν μπορούμε να γνωρίσουμε το αποτέλεσμα μόνο απ’ αυτήν.

Ορισμός 2: Λέγω ότι ενεργούμε, όταν, μέσα μας ή έξω από μας, γίνεται κάτι που εμείς είμαστε η αυτοτελής αιτία του, δηλαδή όταν, από μέσα μας ή έξω από εμάς, απορρέει από την φύση μας – αντίθετα, λέγω πως πάσχουμε όταν συμβαίνει μέσα μας κάτι, ή απορρέει κάτι από την φύση μας που μόνο εν μέρει είμαστε εμείς η αιτία του).

Τότε ο υπαρκτός τρόπος λέγεται ελεύθερος: έτσι , ο άνθρωπος δεν γεννιέται ελεύθερος, αλλά γίνεται ελεύθερος ή ελευθερώνεται και το τέταρτο μέρος της Ηθικής φτιάχνει το πορτραίτο αυτού του ελεύθερου ή ισχυρού ανθρώπου (IV, 54 κ.ά).

ΠΕΡΙ ΔΟΥΛΕΙΑΣ

(Θεώρημα 54: Η μετάνοια δεν είναι αρετή, δηλαδή δεν προέρχεται από τον Λόγο, εκείνος όμως που μετανοεί για ότι κάνει είναι δυο φορές άθλιος και ανίσχυρος).

(Θεώρημα 56: Ο μεγαλύτερος βαθμός Αλαζονείας ή Αθυμίας φανερώνει τη μεγαλύτερη εσωτερική αδυναμία).

Ο άνθρωπος , ο πιο δυνατός από τους πεπερασμένους τρόπους, είναι ελεύθερος όταν πάρει στην κατοχή του τη δύναμή του να ενεργεί, όταν δηλαδή το conatus του καθοριστεί από εντελείς ιδέες απ’ όπου απορρέουν ενεργητικά παθήματα, τα οποία εξηγούνται μέσω της προσίδιας ουσίας του. Πάντα η ελευθερία συνδέεται με την ουσία και ότι απορρέει από αυτήν, όχι με τη βούληση και ότι τη ρυθμίζει.

Ακόμη μεγάλη ήταν η έμφαση που δώθηκε σχετικά με το θέμα της γνώσης και τα είδη της τόσο στη Σύντομη Πραγματεία όσο και στην Ηθική.

Όταν τα αντικείμενα μάς παρουσιάζονται μέσω των αισθήσεων με τρόπο διαστρεβλωμένο, συγκεχυμένο και με δίχως τάξη για τη νόηση, έχουμε να κάνουμε με μια ασαφή εμπειρία των πραγμάτων. Το ίδιο συγκεχυμένη καθίσταται η γνώση όταν, μέσω συμβόλων, ακούγοντας ή διαβάζοντας κάποιες λέξεις, σχηματίζουμε ιδέες παρόμοιες με αυτές που έχουμε όταν φανταζόμαστε τα πράγματα.

Στη “Σύντομη Πραγματεία” υπάρχει η ίδια οριοθέτηση και σε ότι αφορά την επονομασία “γνώμη” για το πρώτο είδος της γνώσης, μαθαίνουμε πως χρησιμοποιήθηκε γιατί το είδος αυτό “είναι υποκείμενο στην πλάνη”.

Η γνώση δεν είναι η νοητική ενέργεια ενός υποκειμένου, αλλά η κατάφαση μιας ιδέας στην ψυχή:

( Σύντομη Πραγματεία ΙΙ, 16,5)

” Δεν είμαστε ποτέ εμείς που καταφάσκουμε ή αποφάσκουμε σε κάτι από ένα πράγμα, είναι το ίδιο πράγμα που μέσα μας καταφάσκει ή αποφάσκει σε κάτι από αυτό”.

Ο Σπινόζα απορρίπτει όλες τις αναλύσεις της γνώσης που θα έκαναν διάκριση μεταξύ δύο στοιχείων, νόησης και βούλησης. Η γνώση είναι αυτοκατάφαση της ιδέας, “εκπλοκή” ή εκτύλιξη της ιδέας, όπως ακριβώς μια ουσία εκπλέκεται στις ιδιότητές της ή μια αιτία εκπλέκεται στα αποτελέματά της. (Ηθική Ι, αξίωμα 4 Ι 17).

ΠΕΡΙ ΘΕΟΥ

(Αξίωμα 4: Η γνώση του αποτελέσματος εξαρτάται από τη γνώση του αίτιου και την περικλείνει).

(Θεώρημα 17: Ο Θεός δρα μόνο νε τους νόμους της φύσης του και δίχως να υπόκειται σε κανέναν εξαναγκασμό).

Νοούμενη έτσι, η γνώση ως κατάφαση της ιδέας διακρίνεται:

1) από τη συνείδηση ως αναδιπλασιασμό της ιδέας,

2) από τα παθήματα ως καθορισμούς του conatus από τις ιδέες.

Τα είδη γνώσης είναι ωστόσο τρόποι ύπαρξης, επειδή το γιγνώσκειν προεκτείνεται στους τύπους συνείδησης και παθημάτων που του αντιστοιχούν, ούτως ώστε όλη η ικανότητα ετεροπάθειας να πληρούται αναγκαία. Η έκθεση των ειδών γνώσης ποικίλλει σημαντικά στο έργο του Σπινόζα, κυρίως όμως επειδή η κεντρική καταστατική θέση των κοινών εννοιών πρωτοκαθιερώνεται στην Ηθική.

Στην οριστική διατύπωση (ΙΙ, 40, σχ.2), το πρώτο είδος ορίζεται πρώτα απ’ όλα μέσω των αμφίσημων σημείων – ενδεικτικών σημείων που εντυλίσσουν την ανεντελή γνώση των νόμων.

Το πρώτο αυτό είδος εκφράζει τις φυσικές συνθήκες της ύπαρξής μας καθόσον δεν έχουμε εντελείς ιδέες, συγκροτείται δε μέσω της αλυσιδωτής σύνδεσης των ανεντελών ιδεών και των παθημάτων – παθών που απορρέουν από αυτές.

Το δεύτερο είδος ορίζεται μέσω των κοινών εννοιών: περιλαμβάνει τη σύνθεση των σχέσεων, την προσπάθεια του Λόγου προκειμένου να οργανώσει τις συναντήσεις ανάμεσα σε υπαρκτούς τρόπους υπό σχέσεις οι οποίες να συντίθενται και είτε το προσπέρασμα είτε την αντικατάσταση των παθητικών παθημάτων από ενεργητικά παθήματα που απορρέουν από τις ίδιες τις κοινές έννοιες.

Οι κοινές έννοιες όμως, χωρίς να είναι αφηρημένα, δεν παύουν να είναι γενικές ιδέες που δεν εφαρμόζονται παρά μόνο στους υπαρκτούς τρόπους υπό την έννοια, δεν μας οδηγούν στη γνώση της ενικής ουσίας.

Του τρίτου είδους έργο είναι να μας οδηγήσει στη γνώση των ουσιών: τότε πλέον το κατηγόρημα δεν συλλαμβάνεται ως κοινή (δηλαδή μονόσημη) στην υπόσταση της οποίας την ουσία συνιστά και στις ουσίες του τρόπου τις οποίες περιέχει ως ενικές ουσίες (V, 36 σχ.). Το σχήμα του τρίτου είδους είναι ένα τρίγωνο που συνενώνει τις εντελείς ιδέες του εαυτού μας, του Θεού και των άλλων πραγμάτων.

Ανάμεσα στο πρώτο είδος και το δεύτερο υπάρχει ρήγμα, δεδομένου ότι οι εντελείς ιδέες και τα ενεργητικά παθήματα αρχίζουν με το δεύτερο (ΙΙ 41 & 42).

ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ

(Θεώρημα 41: Η γνώση του πρώτου είδους είναι η μόνη αιτία του ψεύδους, ενώ η γνώση του δεύτερου και του τρίτου είναι αναγκαία αληθινή).

(Θεώρημα 42: Η γνώση του δεύτερου και του τρίτου είδους και όχι του πρώτου, μας μαθαίνει να ξεχωρίζουμε το αληθινό από το ψευδές).

Από το δεύτερο στο τρίτο υπάρχει μεν διαφορά φύσεως, αλλά το τρίτο βρίσκει μέσα στο δεύτερο μια causa fiendi (αιτία του γίγνεσθαι) (V, 28).

ΠΕΡΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ

(Θεώρημα 28: Η προσπάθεια ή η επιθυμία να γνωρίσουμε τα πράγματα με το τρίτο είδος της γνώσης δεν μπορεί να γεννηθεί από το πρώτο είδος της γνώσης αλλά από το δεύτερο).

Και εκείνο που μας περνάειαπό το ένα είδος στο άλλο είναι η ιδέα του Θεού: η ιδέα του Θεού ανήκει κατά κάποιον τρόπο στο δεύτερο είδος, καθόσον συνδέεται με τις κοινές έννοιες αλλά, μη όντας αυτή κάθ’ αυτήν κοινή έννοια, εφόσον συμπεριλαμβάνει την ουσία του Θεού, μας αναγκάζει υπ’ αυτή τη νέα έκφανση να περάσουμε στο τρίτο είδος που αφορά την ουσία του Θεού, την ενική ουσία μας και όλες τις ενικές ουσίες των άλλων πραγμάτων.

Είναι αλήθεια ότι, όταν λέμε πως το δεύτερο είδος είναι causa fiendi του τρίτου, η έκφραση πρέπει να εννοείται με την έννοια του συντυχικού (occassionnel) αιτίου μάλλον παρά του τελεσιουργού ( effectif), επειδή το τρίτο είδος δεν επέρχεται στην κυριολεξία, αλλά είναι αιώνιο και βρίσκεται μόνον ως αιωνίως δεδομένο (V, 31&33).

ΠΕΡΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ

(Θεώρημα 31: Το τρίτο είδος της γνώσης εξαρτάται από την ψυχή, ως μορφικής του ουσίας και εφ’ όσον η ψυχή είναι καθεαυτή αιώνια)

(Θεώρημα 33: Η διανοητική αγάπη του Θεού, που γεννιέται από το τρίτο είδος της γνώσης είναι αιώνια).

Από το πρώτο στο δεύτερο είδος και παρά το ρήγμα, υπάρχει μια συντυχική σχέση που εξηγεί τη δυνατότητα του άλματος από το ένα στο άλλο. Αφ’ ενός, όταν συναντάμε σώματα που συμφωνούν με το δικό μας, δεν έχουμε ακόμη την εντελή ιδέα ούτε αυτών των άλλων σωμάτων ούτε του εαυτού μας, δοκιμάζουμε όμως χαρούμενα πάθη (αύξηση της δύναμής μας να ενεργούμε) που εξακολουθούν μεν να ανήκουν στο πρώτο είδος, ωστόσο μας ωθούν να σχηματίσουμε τηνεντελή ιδέα εκείνου που είναι κοινό στα σώματα και το δικό μας.

Αφ’ ετέρου η κοινή έννοια έχει από μόνη της πολύπλοκες αρμονίες με τις συγκεχυμένες εικόνες του πρώτου είδους, ενώ επίσης στηρίζεται σε ορισμένα χαρακτηριστικά της φαντασίας. Τα δύο αυτά σημεία στοιχειοθετούν ουσιώδεις θέσεις των κοινών εννοιών.

Ο Σπινόζα θέτει στο ίδιο επίπεδο έννοιες που αφορούν την ηθική, την αισθητική και την φυσική. Γιατί όλα όσα είναι ποιότητες έχουν ένα σχετικό χαρακτήρα και αυτή η σχετικότητα μπορεί να είναι υποκειμενική ή αντικειμενική. Ήδη από τη Σύντομη Πραγματεία υπογράμμιζε τον σχετικό και υποκειμενικό χαρακτήρα των αξιολογικών κρίσεων: “δεν έχουμε το δικαίωμα να ισχυριστούμε ότι υπάρχει αταξία στη φύση, γιατί κανείς δεν γνωρίζει όλες τις αιτίες ώστε να μπορέσει να κρίνει”.

Ο ίδιος δεν υπήρξε καθηγητής της Φιλοσοφίας , ούτε γοητευτικός συνομιλητής που παρέσυρε τα πλήθη. Η αγάπη του για την αναζήτηση της αλήθειας ήταν μοναδική. Παρ’ όλα αυτά πολλοί ήταν αυτοί που εναντιώθηκαν στο πνεύμα του Σπινόζα τον κατηγόρησαν ως αθεϊστή,ή χρησιμοποιήθηκε αρκετές φορές ως κάλυμμα για την απαρίθμηση αθεϊστικών ιδεών. Ανάμεσα στα άλλα αφορίστηκε από τις Εβραϊκές Συναγωγές και ο αφορισμός του αυτός κατείχε μια σημασία πέρα από τη θρησκευτική, πολιτική και οικονομική.

Όμως εξίσου πολλοί ήταν και εκείνοι που επηρεάστηκαν και θαύμασαν αυτόν τον άνθρωπο γιατί έβρισκαν μια αυστηρή γοητεία στα έργα του, στα οποία έβλεπαν μια έκφραση τελείως διαχωρισμένη από τον θρησκευτικό δογματισμό. Πολλοί σχολιαστές τον επικαλούσαν “Άνεμο” ή ως “άσπρος ήλιος της υπόστασης” όταν μιλούσαν για εκείνον.

Και όπως ο ίδιος έλεγε, “η διαδικασία της λογίκευσης κα της γνώσης είναι μια ενέργεια που οδηγεί στη διατήρηση της φυσικής και ψυχικής υγείας και που συνοψίζεται στη “γνώση του Θεού”. Η γνώση αυτή οδηγεί αναπότρεπτα στη μετατροπή των αρνητικών παθών, της Λύπης και του Μίσους, στα θετικά συναισθήματα της Χαράς και της Αγάπης, αυτά που συντηρούν τη Ζωή”.

Βιβλιογραφία – Αναφορές:
“Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΟΦΙΑΣ”, Jostein Gaarder, Εκδόσεις: ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ-ΛΙΒΑΝΗ
“Ο ΣΠΙΝΟΖΑ ΚΑΙ Η ΒΟΥΛΗΣΗ”, Ι. Χριστοδούλου, Εκδόσεις: ΖΗΤΡΟΣ
“ΣΠΙΝΟΖΑ – ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ”, Gilles Deleuze, Εκδόσεις: ΝΗΣΟΣ
“ΣΠΙΝΟΖΑ – ΗΘΙΚΗ”, Εκδόσεις: ΠΕΛΛΑ
ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ: ΠΑΠΥΡΟΣ-ΛΑΡΟΥΣ-ΜΠΡΙΤΑΝΝΙΚΑ – (ΣΠΙΝΟΖΑ)
INTERNET SITE: Books.mirror.org – Great Books Index – Spinosa

Πηγή: gerasimos-politis.blogspot.gr