1

ΧΡ. ΚΑΤΡΟΥΤΣΟΣ: Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΜΑΣ ~ Ο ΧΡΟΝΟΣ ΣΤΗ ΜΕΤΑΝΕΩΤΕΡΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ

Η ζωή μας κινείται στην αέναη ταλάντωση ενός εκκρεμούς με ακραίες θέσεις το πριν και το μετά. Ένα πριν που έχει απολέσει την ιστορική μνήμη ή την εκθέτει περιστασιακά ως απολίθωμα, ένα μετά μην έχοντας πού να σταθεί, απεκδυόμενο το όραμα. Σε αυτές τις συνθήκες, ανάμεσα στις κενές νοήματος ακραίες θέσεις, άφευκτα, διαγράφεται το τόξο της ρηχότητος του παρόντος. Ρηχό καθώς, ο χρόνος, ρυθμιστής των πάντων στον μετανεωτερικό πολιτισμό, τελμάτωσε σε ενεστωτικές απαιτήσεις την ατομική ικανοποίηση με επίπλαστες καταναλωτικές ανάγκες αφαιρώντας τον ηδύ φόρτο ερωτημάτων για τις απαρχές του είδους, την ιστορική του διαδρομή και το επέκεινα. 


Ο χρόνος, για όσους τον παρατηρούν κριτικά, απώλεσε το ρίγος της υπαρκτικής ενατένισης σε πριν και μετά εξαντλούμενος σε χρήμα κατά τις επιταγές του Βενιαμίν Φραγκλίνου, στυλοβάτη της μετανεωρικότητος. Δεν ανασκάλευε πια τη μνήμη, δεν αποκάλυπτε το όραμα αλλά υπόσχονταν, στα πλαίσια του παρόντος κοσμοειδώλου, ενθαδική πληρότητα. Υποσχόταν σε όσους ακολουθούσαν το νέο πολιτισμικό παράδειγμα, να πηγαίνουν «όλα ρολόι» και κατατετμημένος σε ενεστωτική εμπειρία, σε νεκρωμένο παρελθόν και άνευρο μέλλον, δεν μπορούσε παρά να ανταποκρίνεται στις ανάγκες κατατετμημένων οντοτήτων, ατόμων δίχως την ενάργεια της προσωπικής ετερότητας.

Η υποβάθμιση ενός προσώπου που διαφυλάσσει την ετερότητα σε άτομο, χωρίς γνήσιες κριτικές απαιτήσεις, άτομο αγόγγυστα ποδηγετούμενο, προϋποθέτει  τη σκεπτική ραστώνη μέσω της συνήθειας, την επίπλευση στην αποδοχή των δεδομένων δίχως κριτική βυθοσκόπηση. Η Γλώσσα και φαινόμενες φυσικές διεργασίες συνεργούν σε αυτό. Και η συνήθεια έρχεται μέσα από την επαναληπτικότητα και τη φαινομενική διαχρονία. Ό, τι επαναλαμβάνεται προσφέρει την ασφάλεια ότι μπορεί να προβλεφθεί ελεγχόμενα, να καταστεί απαράβατος νόμος. Και στη φύση, ήδη, ποικίλα φαινόμενα όπως η διαδοχή μέρας και νύχτας, η διαδοχή των εποχών, συνιστούν για μας, ένα «ρολόι». Αυτή η ενδιάθετη τάση για έλεγχο προκαλεί τον αφελή οπτιμισμό της αβίαστης γενίκευσης των επαγωγών. Ξεκινούμε από το μέρος για να κατακτηθεί το όλο. Και για να κατακτηθεί το όλο, γνωρίζοντας πόσο επιρρεπείς σε σφάλματα είναι οι επαγωγικοί συλλογισμοί, ασφαλέστερος οδηγός στην εκπόνηση και επίτευξη όποιου σκοπού μοιάζει η ακρίβεια. Ο χρόνος, ο ακριβής χρόνος, φαίνεται να είναι το ασφαλέστερο κριτήριο για την πιστοποίηση του αληθούς. Μπορεί η σύγχρονη Επιστήμη να ανέτρεψε αντιλήψεις για την υφή και τη φύση του χρόνου, αν είναι μέγεθος συνεχές ή κβαντισμένο, κυλώντας γραμμικά σε μια κατεύθυνση ή να ΄χει ακόμη και φράκταλ μορφες (1), αν είναι σχετικός για κάθε παρατηρητή, αν ακόμη και το μέλλον είναι ποικίλες εκδοχές ενός παρελθόντος (2). Επιπλέον, και το ταξίδι στο παρελθόν δύναται να μην είναι κάποιο απατηλό όνειρο όπως πιθανολογείται πειραματικά έστω, για στοιχειώδη ως στιγμής, σωματίδια της ύλης (3). Ο παγκόσμιος χρόνος πάντως, ως μετρήσιμο μέγεθος, ρυθμίζεται από το συντονισμό ενός ατόμου, του καισίου. Δεν παίζουμε λεκτικά με το άτομο ως στοιχείο μιας ανθρώπινης κοινότητας και το άτομο ως σωματίδιο της ύλης. Το πρόβλημα έγκειται στην αβίαστη αναγωγή διεργασιών από το μικρόκοσμο στο μακρόκοσμο και γενικά, στη σύγχυση σημαινόντων- σημαινομένων να ορθώνουν μιαν απρόσβλητη εξωτερικά Βαβέλ μα τόσο κούφια μέσα της. Πρώτη φορά ίσως, τουλάχιστον ιστορικά, φαίνεται να κατανοούμε τα σημαίνοντα μιας παγκοσμιοποιημένης αντίληψης νιώθοντας λίγο-πολύ καθένας ακατάληπτος. 

Καθημερινά, προκαλείται ανεπαίσθητα συμφυρμός σαν αναφερόμαστε σε ποικίλα στοιχεία με νοητικά περιεχόμενα ληφθέντα από ετερόκλητα γνωστικά πεδία. Το συνονθύλευμα, ακόμη και στις πλέον αυστηρές μεθοδολογικά προσεγγίσεις, επιδεινώνεται από μεγέθη που μπορεί να αναφέρονται σε κλίμακες άσχετες με την καθημερινότητα, σε λέξεις που πασχίζουν να «διαγκωνίζονται» στον παραδειγματικό άξονα ανάμεσα στις επιμέρους σημασίες και στην τυποποιημένη χρήση τους σ΄ ένα περιβάλλον αφ΄ ενός ομόγλωσσων αφετέρου παγκοσμιοποιημένο.  Η γλώσσα υφίσταται και πριν τη βιολογική ύπαρξη καθενός στον κόσμο. Η γλώσσα σημαίνει, συγκροτεί τη σκέψη και λειτουργεί ως γνωστικό εργαλείο. Με σημαίνοντα, λέξεις που αναγνωρίζονται από μια γλωσσική κοινότητα συντονίζονται οι επιμέρους νοηματοδοτήσεις σε κοινό τόπο σκέψης. Όμως, και πάλι, η επαναληπτικότητα στη χρήση του σημαίνοντος, η κοινή αναφορά, δεν εξαντλεί το σημαινόμενο, το περιεχόμενο που συμβατικά «ενδύεται» ένα σημαίνον. Μπορεί άπαντες, στην ελληνική γλώσσα π.χ. να αναγνωρίζουν τι σημαίνεται με τις λέξεις «κένταυρος», «γοργόνα». «Η ίδια η κατανόηση των λέξεων αναφέρεται σε πλάσματα της φαντασίας, δεν σηματοδοτεί σχέσεις με την αντι- κείμενη πραγματικότητα» (4) .Το ίδιο ισχύει και για μεγέθη όπως ο χρόνος, καθώς η κατανόηση μια λέξης δεν πιστοποιεί και τη γνώση του περιεχόμενού της, πολλώ δε μάλλον, να το εξαντλεί σε μονομερή ερμηνεία με προβολή απαράβατης αρχής. 

Ο χρόνος, κυρίαρχο τυπολογικό κριτήριο του σύγχρονου κοσμοειδώλου, υπόσχεται σωρευτική πρόοδο. Πρόοδο όμως σε σχέση προς τι; Μόνον οι καθημερινές βιοτικές ανάγκες φαίνεται να βελτιώνονται εμμένοντας όμως, στα πλαίσια ενός μονοπαγούς κοσμοειδώλου που δεν αναπνέει, μη αμφισβητούμενο από τους φορείς του. Ο καταμερισμός της ενθαδικής ευδαιμονίας στους πολλούς όλο και συρρικνώνεται σε λιγότερους.  Άλλωστε, διαχρονικά συνάγεται ότι όταν κατισχύει ένα πολιτισμικό παράδειγμα με τάσεις απαρασάλευτης υποταγής, δίχως έσωθεν και έξωθεν στοιχεία να το μπολιάζουν, φαίνεται ή και βεβαιώνεται η νομή της εξουσίας οποιουδήποτε τύπου να απολήγει στους  λίγους. Σε πολιτική έκφραση το παραπάνω μορφοποιείται σε ολιγαρχικά και ολοκληρωτικά καθεστώτα με την εκούσια ή ακούσια αποδοχή των περισσοτέρων. Για τούτο ο Κορνήλιος Καστοριάδης ανέφερε για την συντριπτική πλειονότητα των εξεγέρσεων (5)ότι «ο στόχος των ξεσηκωμένων δούλων ήταν η αλλαγή των θέσεων και των ρόλων στο ίδιο κοινωνικό σύστημα».

Επανάσταση, αλλαγή, λέξεις να εκφέρονται από ανθρώπους ως κύμβαλα αλαλάζοντα, σημαίνοντα δίχως επιβεβαιωμένο σημαινόμενο.  Πώς να συγκροτηθεί επαναστατική πράξη όταν με τη συνέργεια της γλωσσικής αγκύλωσης και των αδιάβλητων στον κοινό νου επιστημονικών μεθόδων και οργάνων, ο χρόνος περιεβλήθη το χιτώνα της ακρίβειας, όντας  απόλυτος καθημερινός ρυθμιστής, αγνοούντες εκούσια ή μη ότι ακόμη και στις πλέον αυστηρές μεθοδολογικά επιστήμες αμφισβητείται ως υπαρκτό μέγεθος; Μας ενδιαφέρει όμως, εν πάση περιπτώσει, πως διαχειριζόμαστε το «χρόνο» μας όπως έστω, τον προσλαμβάνουμε και το σύγχρονο πολιτιστικό παράδειγμα διέπεται από την ακρίβεια του χρόνου. Χρειάζεται ο συντονισμός επιμέρους πράξεων εμπορικού χαρακτήρα, διάφορων συναλλαγών, ανταλλαγής ιδεών σε ένα διαδραστικό και παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Όμως, ακόμη και στις αυστηρότερες ανταλλακτικές σχέσεις διαπιστώνουμε πάντα ακρίβεια; Πολύ περισσότερο, στο σχηματισμό ιδεών, στη συνέπεια των φορέων τους ως προς μια θεωρητική πρόταση και την πρακτική εφαρμογή της; Και η μόνη λύση είναι η βελτίωση όποιων οργάνων, μεθόδων, στην προοπτική διαιώνισης του παρόντος κοσμοειδώλου;  Καθημερινά, οράματα, προτάσεις για τη βελτίωση της κοινωνικής συνοχής αποκλίνουν από τις αρχικές εξαγγελίες. Γινόμαστε αποδέκτες και φορείς προτάσεων με απόλυτο χαρακτήρα παραθεωρώντας παραμέτρους ενδεχόμενης απόκλισης ακόμη και διάψευσης. Και μάλιστα, σε ένα μωσαϊκό όπου η προσωπική ετερότητα αποχρωματίζεται, εμπιστευόμαστε την εφαρμογή όποιων ιδεών σε αρχές που προβάλλονται ευσχήμως με κύρος, σε τεχνοκράτες. Συνεπές ενδοσυστημικά μια απόλυτη αρχή να διαχειρίζεται το απόλυτο. Και για την αποτελεσματικότερη διαχείριση του απόλυτου χρειάζεται το πρόσωπο να υποβιβαστεί σε άτομο, ο άνθρωπος σε αριθμούς. Έτσι, παρουσιάζεται αδιάλειπτα η αναφορά για ατομικά δικαιώματα για τα οποία αποφασίζουν απρόσωπες αρχές (με κύρος ειδικού). Πως όμως, σε μια καθολική υποταγή, θεληματική εν πολλοίς, εντοπίζεται ο ενεργός πολίτης και πως οι ιδέες του θα συγκροτήσουν μια ενοειδή πρόταση με πυρήνα την αμφισβήτηση όποιων στρεβλώσεων όταν εκπηγάζουν από την ατομοκεντρική  διασφάλιση ακόμη και με σχήματα συλλογικότητας;  Όταν όποια «ρηξικέλευθη» πρόταση διέπεται από παγιωμένες αντιλήψεις όπως η τήρηση της ακρίβειας, η μονοδιάστατη σημαντική μεγεθών όπως ο χρόνος,  θεμελιώδεις κρίκοι για τη συνοχή του παρόντος κοσμοειδώλου; 

Στον προνεωτερικό κόσμο, στον κόσμο του περίπου, ακόμη και στο ύψιστο πολιτισμικό παράδειγμα από το οποίο επαίρονται πως εμφορούνται οι σύγχρονες δυτικές κοινωνίες, το αρχαίο ελληνικό, ο τόπος της ακρίβειας ανήκε στους ουρανούς. Η ελληνική σκέψη, με ισόρροπους ερμηνευτικούς πόλους την κριτική- επιστημονική αμφισβήτηση αλλά και τη θρησκευτική- μυθολογική συναντίληψη, δεν δεχόταν την καθημερινότητα ως μαθηματική ακόμη και μαθηματικοποιήσιμη. Ο έλεγχος όποιας ενέργειας και ενεργήματος στην καθημερινότητα γινόταν στο δημόσιο χώρο, πεδίο συνυφασμένο οργανικά με το χρόνο (6),(7) καθιστώντας τον πολίτη ενεργό στα κοινά  όχι ως τυπολατρική υποχρέωση αλλά ως στάση υπαρκτικής πληρότητας. Η αναζήτηση της αλήθειας ήταν εμπύρετη αγωνία πραγματούμενη κατά το δυνατόν «όταν πάντες ομοδοξούσι και έκαστος επιμαρτυρεί».  Η αλήθεια δεν κερματιζόταν σε ατομοκεντρικές προβολές με την βεβαιότητα που διέπει τον σύγχρονο άνθρωπο για έλεγχο και εξάντληση του αληθούς σε ατομικές πεποιθήσεις, σε ιδιωτικούς και διαδικτυακούς χώρους δίχως να συγκροτείται μια κοινότητα γνήσιας αμφισβήτησης. Η ακρίβεια στον ελληνικό και προνεωτερικό κόσμο εν γένει, εντοπίζονταν στο άλλο, στο πέραν των φυσικών και βιολογικών φραγμών «γνωρίζον υποκείμενο», στους ουρανούς  «και γι΄ αυτόν το λόγο η μαθηματική αστρονομία είναι δυνατή αλλά η μαθηματική φυσική όχι»(8). Στον υποσελήνιο κόσμο του περίπου, το φως της ακρίβειας προέρχεται εξ αντανακλάσεως δημιουργώντας την αχλύ του μυστηρίου. Υπάρχουν μεν διακριτά είδη δίχως ακριβή μεγέθη. Ναι μεν, κάποιο είδος αναγνωρίζεται ανάμεσα σε άλλα, πως αλλιώς θα οριζόταν ως είδος όμως, έκαστο μέρος του παραμένει ανεπανάληπτο, κρατά τον πυρήνα της ετερότητας ανάμεσα στα ομοειδή. Δεν παύει ένα τριαντάφυλλο να είναι τριαντάφυλλο αλλά λεπτομέρειες που το καθιστούν μοναδικό όπως η ωρίμανσή του, η διάταξη των πετάλων, η σήψη που μπορεί να υπάρχει σε κάποιο από αυτά, είναι δηλωτικές του ανακριβούς. Η εναγώνια προσπάθεια για την απόδοση της ακρίβειας εντοπιζόταν σε λατρευτικούς χώρους και στην τέχνη όταν απέβλεπε στην ανάταση και την κριτική καλλιέργεια των ενεργών πολιτών. Για τούτο η τέχνη, τουλάχιστον, στις υψηλότερες εκφάνσεις της, είχε δημόσιο χαρακτήρα και όχι ιδιωτικό. Εν αντιθέσει, σήμερα, η εμπορευματοποίηση της τέχνης συνδέεται άρρηκτα με ατομοκεντρικές προβολές ως πειστήριο ανωτερότητας. 

Ο προνεωτερικός άνθρωπος ακουμπούσε την αγωνία του με μεταφυσικό και υπαρξιακό αντίκρισμα στην τέχνη, ενέργημα ακρίβειας και διασφάλισης πέρα απ΄ το εφήμερο και ενθαδικό. Ο συγκαιρινός αναζητά την εγκλωβισμένη δικαίωσή του σε έργα τέχνης απαλλασσόμενα από την έκφραση του ακριβούς ή και της απόπειρας αναδιάταξης όρων κριτικής αντίληψης και τούτο δεν είναι ένδειξη «βάθους» αφαιρετικής σκέψης όταν η απαλλαγή αυτή γίνεται αποσπασματικά, μη συγκροτώντας ένα ρεύμα, έναν κοινό άξονα αναφοράς. Δεν υπαγορεύω την καλλιτεχνική έκφραση στον περιορισμό απόδοσης του ακριβούς, αντιπαραβάλλω πολιτισμικά σχήματα. Η μετανεωτερική τέχνη συνήθως, «προδίδει ένα νόημα ή μια αίσθηση ταυτότητας σε κάτι είναι άνευ νοήματος, δεν έχει ταυτότητα». (9) Η τέχνη, εφόσον εκλαμβάνεται ως αίσθηση καθήκοντος απέναντι στον άλλο δεν αποχωρίζεται το ιερό. Ιερό σημαίνουμε τη διάνοιξη της σχέσης και εμπιστοσύνη στις δυνατότητες κάθε μέλους στην προοπτική συγκρότησης σχέσεων αλλά και κριτικής επαλήθευσης πέρα από το εφήμερο. Είναι ιερή η τέχνη στην άνοιξη του πάντοτε όπως και ο χρόνος. Σήμερα, έρμαια στο ατομικό και εφήμερο, ως επαληθεύεται, κέρδος, λατρεύουμε τεχνολογικά επιτεύγματα. Η αρχαιοελληνική τεχνολογία αντίθετα, δεν άφησε, δεν θέλησε να αφήσει ισχυρότερο το τεχνολογικό της αποτύπωμα από αυτό της τέχνης. Σήμερα, τα δάκτυλά μας ψηλαφούν συχνότερα οθόνες αφής παρά σώματα. Ανθρώπινες σχέσεις ακόμη και οι πλέον απροσμέτρητες όπως οι ερωτικές, χειραγωγούνται από τεχνολογικά εργαλεία. Ιστότοποι που υπόσχονται, με τυπικά κριτήρια, την εύρεση του επιθυμητού συντρόφου σε μια εποχή όπου το άτομο νιώθει πιο μόνο από ποτέ, απολαμβάνουν ιδιαίτερη δημοφιλία. Τα μέσα δικτύωσης που εκπηγάζουν από τεχνολογικά εργαλεία, σε ένα κερματισμένο περιβάλλον σχέσεων δια ζώσης, έχουν ως συνισταμένη τον έλεγχο, την ακρίβεια που διέπει το γραμμικό μοντέλο. «Στο μέλλον θα ξέρουμε καλύτερα να προετοιμάσουμε τους ανθρώπους για το δύσκολο δρόμο της προσωπικής ευτυχίας, του έρωτα και του γάμου (…) Σ΄ αυτήν την πρόοδο το αυτόματο (ρομπότ- τεχνολογικό εργαλείο, σ.σ.) θα παίξει όχι ασήμαντο ρόλο» ανέφερε ο Φραντς Λέζερ το 1975 (10). Είναι κοινός τόπος ο αφελής οπτιμισμός από τη γραμμική θεώρηση του χρόνου ακόμη και σε ένα διαφορετικό πολιτισμικό παράδειγμα από το μετανεωτερικό- κυρίαρχα καπιταλιστικό που εξετάζουμε, το Σοσιαλιστικό όταν εφαρμόστηκε με αυτήν την αντίληψη κι όπως το υπερασπίζεται ο αναφερόμενος συγγραφέας. Η γραμμική αντίληψη χρόνου με συνέπεια την ατομοκεντρική θεώρηση, την εξάλειψη του προσώπου χαρακτηρίζει και φαινομενικά αντιστρατευμένα κοσμοσυστήματα όπως το Δυτικό και το ακραίο Μουσουλμανικό. Η διαφοροποίηση έγκειται στο μεν πρώτο στην ενθαδική απόλαυση ατομικών δικαιωμάτων στο δε δεύτερο, στη μεταφυσική δικαίωση του ατόμου. Η γραμμική αντίληψη του χρόνου σχετίζεται άρρηκτα με τη στρέβλωσή του ως απόλυτο μέγεθος και τη φετιχιστική «λατρεία» τεχνολογικών επιτευγμάτων εν είδει ειδώλων. Άλλοτε, ξύλινα τα είδωλα και τώρα, καμωμένα από τεχνολογικά υλικά δεν παύουν να παράγουν έναν ξύλινο λόγο.

Τόσες προσπάθειες διαχρονικές να απαλλαγούμε από φαντάσματα, ιδεοληψίες που στοίχειωναν άλλοτε, τη ζωή μας κι όμως, συνεχίζουμε να ‘’λατρεύουμε’’ είδωλα, νοητικά υποκατάστατα από ψυχολογικές προβολές προσδίδοντάς τους αυθεντία όταν οριοθετούμε άπαντα στην αυτοτέλεια της «προνομιακής» μας οπτικής. Παρελθόν και μέλλον είναι ζώσες εκφάνσεις του χρόνου όταν πιστοποιείται κριτική αντίληψη, όταν  δεν αποτελούν αυτοτελείς «οντότητες».  Η μεθοδολογική όμως, κατάτμηση εμπεριέχει μια σημαντική απώλεια: ο χρόνος αποκομμένος από τον χώρο συλλαμβάνεται μερικώς από τις ελεγχόμενες και υπό ενδεχόμενη διάψευση, αναφερόμενοι στον κόσμο του γίγνεσθαι, παρατηρήσεις μας. Είναι σκανδαλιστικό για τον κριτικό νου πως μεθοδολογικές προσεγγίσεις, όση ακρίβεια κι αν τους αποδίδεται, αξιώνουν και επιτυγχάνουν την αποδοχή απαράβατης αρχής εφόσον ως αφετηρία τους έχουν μια αξιολογική κρίση. Και η κριτική ραστώνη, αν μη τι άλλο, έχει απ΄ τον φορέα της ψυχολογικό υπόβαθρο. Η διασφάλιση του είδους όπως αναφέρθηκε, φαίνεται να χρειάζεται τον έλεγχο των υπαρχουσών συνθηκών. Και ο απόλυτος έλεγχος έχει ως συνακόλουθο την αδιαφορία εις όφελος της υποταγής και τη μηχανιστική αντίληψη. Αδιαφορώντας ο άνθρωπος για τις ανάγκες οποιουδήποτε άλλου είδους στον πλανήτη, με την αυτοβεβαίωση ότι μόνον αυτός κατέχει το προνόμιο πρόσβασης στο αληθές, παραθεωρεί ότι όποια σύλληψη ενεργείται βάσει των αισθήσεων που διέπουν μόνο το ανθρώπινο είδος. Με λίγα λόγια, μονοσήμαντη ερμηνευτική της σχέσης και υποταγή στο ένα της σκέλος είτε αφορά άτομα, είτε ατομοκεντρικές συλλογικότητες. Το απόλυτο χρειάζεται την ισοπέδωση, την πτώση αλλότριων προς αυτό εκδοχών για να αρθεί. Και η «ακρίβεια» των ουρανών εξέπεσε στη γη ραγίζοντας την εποπτεία. Η πτώση των «τέλειων σχημάτων» έφερε την παραμόρφωση. Όμως, ακόμη και ο ουράνιος θόλος για παράδειγμα, δεν συλλαμβάνεται ως ένα ημισφαίριο από άλλα είδη όπως έχει αποδειχθεί και από νεότευκτες Επιστήμες, με όποιο επιστημολογικό κύρος έχει μια απόδειξη που εκκινεί, επαναλαμβάνω, από μια αξιολογική κρίση και ελέγχεται από όργανα κατασκευασμένα από και για τον άνθρωπο. Τα ζώα, εγκαταλείποντας παλιές μας αγκυλώσεις σε σύγχρονες παρατηρήσεις, συμπεριφέρονται με τρόπους που εκπλήσσουν υπερβαίνοντας συχνά, ορμέμφυτες αναγκαιότητες, δεν ενεργούν μηχανικά. Εν αντιθέσει, λίγο πολύ διαπιστώνονται συναισθηματικές αποχρώσεις παραπλήσιες με αυτές του ανθρώπου λειτουργώντας συνάμα, αποτελεσματικά στο περιβάλλον τους. Προφανώς, και η αντίληψη του χρόνου στα ζώα είναι διαφορετική (ας μη χρησιμοποιήσουμε έστω και σφάλλοντας, το ορθότερο σημαίνον χωροχρόνος). Ας μην ξεχνάμε και τον προσωπικό χρόνο που διέπεται από τη θέση μας σε κάποιο σύστημα αναφοράς με ποικίλους παράγοντες από τους οποίους επηρεάζεται όπως η ψυχολογική μας φόρτιση. Πόσες φορές αισθανόμενοι όμορφα στον χρόνο μας δεν έχουμε αναλογιστεί πόσο γρήγορα «πέρασε» και λογικό εφόσον, τα αισθητηριακά δεδομένα επεξεργάζονται κι απ΄ τον εγκέφαλο με ταχύτερο ρυθμό. Ο χρόνος λοιπόν, «πέρασε», το σημαίνον συλλαμβάνεται ανθρωπομορφικά και ο ανθρωπομορφισμός πέρα από επιστημολογικό εμπόδιο, για όσους βλέπουν «αυστηρά» τις επιστήμες», συνδηλώνει προβολές οι οποίες δεν έχουν απαραίτητα αληθές και επαληθεύσιμο περιεχόμενο. 

Δύσκολο να συντονίσεις τις απαιτήσεις που παρατηρήθηκαν στα προηγούμενα. Ακόμη όμως πιο δύσκολο, ο εντοπισμός τους να γίνει εφαλτήριο για μια κριτική αμφισβήτηση του παρόντος κοσμοειδώλου, ενός πολιτισμού που έχει θεοποιήσει τα μεθοδολογικά του κριτήρια, απονεκρώνοντας τη γλώσσα, όπως γινόταν και άλλοτε, σε μονοσήμαντη ερμηνευτική αξιώνοντας τα πάντα να λειτουργούν μηχανικά. Πώς να προσεγγίσεις το άφατο της αλήθειας όταν ο αποφθεγματικός λόγος κυριαρχεί;  Όταν η ατάκα, συνεπικουρούμενη από τα μέσα διάχυσής της όπως τα κοινωνικά δίκτυα, είναι ο κυρίαρχος τρόπος έκφρασης υποδαυλίζοντας συχνά, την κριτική ραστώνη για το στιγμιαίο εντυπωσιασμό και για να «κερδηθεί» χρόνος; Όταν τα εκπαιδευτικά ιδρύματα συγκροτούν έναν αρραγή κρίκο με τα αιτήματα του ισχύοντος κοσμοειδώλου; Στην καθολική εφαρμογή καθεμιάς από τις παραπάνω κριτικές παρατηρήσεις, ελλοχεύουν επαγωγές, αβίαστες γενικεύσεις και διαγράφοντας έναν φαύλο κύκλο πάλι, θα ολισθαίναμε στο σφάλμα της μιας και μόνης αρχής. Κι όσο βλέπουμε μη αντισταθμιστικά, μην έχοντας τη σύλληψη ενός, το πολύ, εντεκάχρονου τα φαινόμενα όπως πιστοποιεί η αναπτυξιακή ψυχολογία, μωραίνουμε νοητικά εξοβελίζοντας συνάμα το όνειρο που συνέχει την παιδική σκέψη. 

Στο λυκαυγές του 21ου αιώνα ζούμε σ΄ έναν πολιτισμό που με σπουδή ενθαρρύνει παιδιά να συμπεριφέρονται όσο πιο νωρίς ως ενήλικες χάνοντας τον πολύτιμο χρόνο της ψηλάφησης του ονείρου. Καταφύγιό μας πάλι, θα ΄ναι η άρση της αυθεντίας μια μονόπλευρης αντίληψης. Καταφύγιό μας θα ΄ναι ακόμη και ο ελεύθερος χρόνος να μην κερματίζεται σε θύλακες που μεν πιστεύουμε πως εκδιπλώνονται εσώτερες κλίσεις όμως, μηχανικά διαχειριζόμαστε. Χρειαζόμαστε πίσω το χρόνο μας, το χρόνο που δεν αποτιμάται σε χρηματικά κέρδη. Ας ξεφύγουμε από τα δεσμά όποιων κύκλων περισφίγγουν συρρικνώνοντάς μας σε σημεία. Δεν παύει το ψύχος στην αλλαγή κάθε χρόνου σε Νότο και Βορρά όταν σμικρύνεται σε ημερολογιακό γεγονός, σε στέρφα επανάληψη με φρούδες ελπίδες. Νότος και Βορράς εξομοιώνονται, εις βάρος του πρώτου στις συγκαιρινές συνθήκες, μιλώντας την ίδια γλώσσα, τη γλώσσα της ακρίβειας των αριθμών. Χρειαζόμαστε περισσότερη ουτοπία και ενατένιση προς την αιωνιότητα για να αρθούμε στο ύψος των καιρών αποδεσμευόμενοι απ΄ το σισύφειο μαρτύριο. Χρειάζεται εμπύρετη προσπάθεια να λιώσει ο παγετώνας της σκέψης, αντιλήψεων για μεγέθη όπως ο χρόνος. Η αναμέτρηση του ανθρώπου ήταν με τον χρόνο και πλέον υποσκελίστηκε από φαντάσματα που έφτιαξε ιδίοις χερσί. Αυτή η αναμέτρηση διαφύλασσε την ελπίδα όταν η θράκα της ταπεινής αβεβαιότητας σιγόκαιγε. Οι ώρες έγιναν για τον άνθρωπο και όχι ο άνθρωπος για τις ώρες έλεγε ο Ιστορικός L. Febvre . Όσο μπορούμε, ας πιστέψουμε πέρα από τα όρια του αφελούς ρεαλισμού, όσο μπορούμε ας κερδίσουμε πίσω το χρόνο μας αφήνοντάς τον να κυλάει και στα λιωμένα ρολόγια του Νταλί.  

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. F. David Peat-John Briggs, Μια αιρετική άποψη για το ΧΑΟΣ στην καθημερινή μας ζωή, μτφρ.: Ιωάννα Μουζακίτη, Εκδόσεις Τραυλός, Αθήνα, 2001, σελ. 187.
2. Το φάντασμα του ανθρώπινου χρόνου – Μάνος Δανέζης & Στράτος Θεοδοσίου, σειρά τηλεοπτικών εκπομπών «Το σύμπαν που αγάπησα». 
3. http://www.physicsmag.com/2015/11/taksidi-sto-xrono-apodeiksi.html
4. Χρήστος Γιανναράς, Το ρητό και το άρρητο, Τα γλωσσικά όρια ρεαλισμού της μεταφυσικής, εκδ Ίκαρος, 1 999, σελ. 46
5. Κορνήλιος Καστοριάδης, Η αρχαία ελληνική δημοκρατία και η σημασία της για μας σήμερα, β’ έκδοση, Μάιος 1999, εκδ. ύψιλον, σελ. 14
6. Χρ. Κατρούτσος: Η δόμηση του ανθρώπου (δομή στο χώρο και διάπλαση του ανθρώπινου χαρακτήρα στην προνεωτερική εποχή), Αντίφωνο, antifono.gr 
7. Xρ. Κατρούτσος: Όταν μέλλον και παρόν στην Αθήνα είναι παρελθόν (Η δόμηση της Αθήνας στη μετανεωτερικότητα), Αντίφωνο, antifono.gr 
8. Αλεξαντρ Κοϋρέ, δυτικός πολιτισμός, μτφρ: Βασίλης Κάλφας- Ζήσης Σαρίκας, εκδ. ύψιλον, Αθήνα 1991, σελ. 102.
9. Ζαν Μποντριγιάρ, Selected Interviews, Routledge, Λονδίνο 1993, σσ. 147, 165, 
10. Φραντς Λέζερ, ΠΟΣΟ ΜΕΓΑΛΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ,μτφρ: Βίκτωρ Κυτόπουλος, Εκδ. «ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ», ΑΘΗΝΑ 1982, σελ. 88

Χρήστος Κατρούτσος

Ο ζωγραφικός πίνακας (“Η μηχανή του χρόνου”) που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Στέφανου Καραμπάτη.


Πηγή: Aντίφωνο, antifono.gr