ΣΥΝΘΕΣΗ & ΣΧΕΔΙΟ ΙΔΕΩΝ, ΠΑΙΔΕΙΑ & ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

ΕΤΕΡΟΙ ΕΑΥΤΟΙ (1/2): Η ΦΙΛΙΑ, ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΣΤΑ SITCOMS ‘FRIENDS’ KAI ‘SEX AND THE CITY’ (του Τίτου Χριστοδούλου)

friends - Σόλων ΜΚΟ
image_pdfimage_print

friends - Σόλων ΜΚΟ«Αναγκαιότατον εις τον βίον», αφορίζει ο Αριστοτέλης για την φιλία, ανοίγοντας την εμβριθή του για την φιλία πραγμάτευση, στα κεντρικά βιβλία των Ηθικών Νικομαχείων: το Θ, το Ι και το Κ. ‘Οικείον άπας άνθρωπος ανθρώπω και φίλον’, συνεχίζει, ενώ αποδίδει στην φιλία τον κύριο δεσμό που συνέχει τις πόλεις, περισσότερο κι από την ίδια την δικαιοσύνη: «έοικεν και τας πόλεις συνέχειν η φιλία και οι νομοθέται περί αυτήν σπουδάζειν ή την δικαιοσύνην». Βρίσκει, μάλιστα, ότι η φιλία αναδεικνύει την κύρια ηθική ποιότητα της δικαιοσύνης, εξασφαλίζοντας την καίρια της εκπλήρωση ως αρετή. Κι είναι βέβαια, η δικαιοσύνη, η πληρέστερη αρετή, ως η μόνη «προς άλλον αρετή», εκφράζοντας το ίδιον της κοινωνικής φύσης κι ουσίας του ανθρώπου, που αναζητείται στην φιλία ως δια του άλλου, της σύζευξης προς τον έτερον ως «ετέρου εαυτού», ηθική εκπλήρωση.


Καίριες λοιπόν, ευριστικά καθοδηγητικές απορίες στην αριστοτελική συζήτηση είναι η αναγόρευση του φίλου ως «ετέρου εαυτού», όπως και, παράλληλα προς την συζήτηση της φιλίας, και σε συνάφεια προς αυτήν ως ‘αρετή’, η έμφαση που δίδεται στην ‘φιλαυτία’. Αλλά, πώς, ετοίμως απορεί κανείς, συμβιβάζονται ο «αλτρουϊσμός» της ανάδειξης του φίλου ως «ετέρου εαυτού» με την «φιλαυτία», την πρώτιστη αρετή της αγάπης εαυτού, που ο Φιλόσοφος εξαίρει ως άδυτον της ανθρώπινης αξιοπρέπειας; Είναι προφανές ότι, επειδή κυριαρχεί στις απόψεις του για τις ανθρώπινες σχέσεις και την φιλία το ποιοτικό ηθικό κριτήριο, τις προσεγγίζει αξιολογικά με αναφορά στα ενδιαφέρονται και τα είδη προθέσεων πίσω από την αναζήτηση της φιλίας. Κριτήριο διαφοροποιήσεων, γρήγορα παρατηρεί, το «φιλητόν», αυτό που αγαπάται: η διάκριση ανάμεσα στα είδη της φιλίας, με αξιολογικές συνεπαγωγές για την ποιότητα και διάρκεια της φιλίας, είναι αν αυτό που αφορά το «φιλείσθαι», το «φιλητόν», είναι το «ηδύ, το χρήσιμον ή το αγαθόν». Η χρησιμότης αφορά τις επιχειρηματικές συνεργασίες ή εταιρικότητες, το ηδύ τις πιο ελευθεριάζουσες, ξένιαστες παρέες ενώ το αγαθόν δηλοί κι υπαγορεύει την κοινή επιζήτηση ιδεατών ενδιαφερόντων.

Με τα κριτήρια αυτά ως λειτουργικούς οδηγούς στις αναζητήσεις του προσεγγίζει την φιλία από τόσες διαφορετικές πλευρές που να μην είναι εύκολη μια απλή σύνοψη. Μελετά καθαρούς τύπους φιλίας στις οποίες εμπλέκεται μονάχα ένα από τα τρία κριτήρια όπως και μικτούς τύπους στους οποίους, για παράδειγμα, το ένα μέλος της φιλίας βρίσκει ευχαρίστηση στην φιλία του άλλου ενώ ο δεύτερος επιδιώκει μόνη την χρησιμότητα. Ερευνά ερωτήματα για την μονιμότητα κι επιβίωση ή μεταβολή της φιλίας καθώς και τις υποχρεώσεις ή καθήκοντα που μπορεί να μεταβληθούν καθώς εξαλείφονται οι βάσεις για την σύσταση του φιλικού δεσμού. Στοχάζεται για την δυνατότητα της φιλίας σε διάφορες ηλικίες, ή την δυνατότητα και την έκταση για διάλυση της φιλίας. Ζητεί τα είδη της φιλίας και σε κάθε τύπο ανθρώπινης σχέσης, κυρίου και αρχομένου, αφέντη- δούλου, γονέως – παιδιού, συζύγου προς την σύζυγο, ομόφυλων συμπατριωτών, συμπολιτών, συντρόφων («φυλέται και δημόται…και εταίροις και πολίταις»).

Ζυγίζοντας τους βαθμούς καθήκοντος και φιλαυτίας όπως και της οφειλής ή κυριότητος (ποιος κυριαρχεί στον άλλο) στα είδη της φιλίας κρίνει ότι, ειδικότερα στα χαμηλότερα ή ευτελέστερα είδη φιλίας, υπάρχει μια διαβάθμιση φιλαυτίας ή εγωϊσμού που ποικίλλει ανάλογα με την κλίμακα ποιότητας της φιλίας («τοις μεν πλείω τοις δε ελάττω»). Σε σχέσεις χρησιμότητος οι άνθρωποι είναι πιο μακράν ο ένας από τον άλλο, ενώ είναι πιο ενωμένοι σε σχέσεις κοινής αναζήτησης του αγαθού. Τέλειες φιλίες σφυρηλατούνται ανάμεσα σε αγαθούς άνδρες, «ομοίους» ως προς την αρετή. Τέτοιες φιλίες είναι μόνιμες («η δε των ηθών καθ’ αυτήν ούσα μένει») και, ως διατείνεται ο Φιλόσοφος, στην καλύτερη μορφή τους ανάμεσα σε άνδρες. Είναι πιο σπάνιες, αφού οι αγαθοί άνδρες σπανίζουν, αλλά το βασικό χαρακτηριστικό τους είναι ότι ο καθένας «φιλεί», αγαπά το αγαθό στον «έτερον», αφού και οι δύο αγαπούν το αγαθό.

Το φαινόμενο είναι οικείο σε σύγχρονες συ-ζητήσεις ή «ομιλίες» για ιδανικά ή ιδεατές αναζητήσεις. Το ιδανικό κατακλύζει τον καθένα από τα δυο μέλη της φιλίας, ο εαυτός ταυτίζεται με το αγαθό που ζητείται, κι η διάκριση ανάμεσα στους ετέρους υποχωρεί από το προσκήνιο. Η ποιοτική κατανόηση τέτοιων σχέσεων, με προεξάρχουσα την ορίζουσα έννοια του ζητούμενου αγαθού, επιτρέπει στον Αριστοτέλη να παραμερίσει συνοπτικώς το ερώτημα αν ο άνθρωπος θα έπρεπε και σε ποιο βαθμό ή με ποιον τρόπο να αγαπά τον εαυτό του, ρώτημα που κυριαρχεί στις σημερινές συζητήσεις για τις πολωτικές έννοιες του αλτρουϊσμού και του εγωϊσμού.

Η απάντησή του γίνεται λιγότερον παράδοξη, σε αυτό το φως των αρχών της ποιοτικής βελτίωσης του εαυτού μέσα από την φιλία, ότι δηλαδή (1169a11 ff) ο αγαθός θα έπρεπε να αγαπά τον εαυτό του αλλά ο κακός όχι! «΄Ώστε τον μεν αγαθόν δει φίλαυτον είναι – και γαρ αυτός ονήσεται τα καλά πράττιν και τους άλλους ωφελήσει… τον δε μοχθηρόν ου δεί». Η φιλαυτία ονειδίζεται, είναι ψεκτή, όταν, συνηθέστερον, βλέπεται στους «αυτούς απονέμοντας τον πλείον εν χρήμασι και τιμαίς και ηδοναίς ταις σωματικαίς…διο και η προσηγορία γεγένηται από του πολλού φαύλου όντος». Το συνηθέστερο φαινόμενο της φιλαυτίας των φαύλων, δηλαδή, είναι αυτό που έδωσε το κακό όνομα στην «φιλαυτία». Αλλά, ο «σπουδαίος» απονέμει στον εαυτό του περισσότερον από το καλό, βελτιώνοντας ΗΘΙΚΆ τον εαυτό του «εαυτώ του καλού πλέον νέμων», καθιστάμενος καλύτερος και για τον φίλο («τω φίλω ένεκα πολλά πράττειν και της πατρίδος»): «ούτω μεν ουν φίλαυτον είναι δει, ως δ’ οι πολλοί, ου χρη».

friends

Έτεροι Εαυτοί (2/2): ο Αριστοτέλης για την φιλία, ως κοινή, με τον φίλο, ζήτηση του «κοινώς φιλητού» αγαθού που τελειοποιεί τον εαυτό

«Ομοίωσις» ορίζεται η φιλία (1156b8) αναγορεύοντας αυτήν ως διαλογική σχέση διαδραστικής ανταλλαγής (1155b34) με τον έτερον, ως άλλον εαυτόν. Αλλά, ομοίωσις ως προς τι; Στα σχόλιά του στα Ηθικά Νικομάχεια, ο Θωμάς ο Ακυϊνάτης κρίνει ότι η φιλία υπερβαίνει την αρετή, διότι, απαιτώντας απόκριση, συνεπάγεται την υπέρβαση, τον διπλασιασμό της αρετής. Ως ομοιότης κι ως ανταλλαγή, τότε, η φιλία μπορεί να θεωρηθεί ως «φιλαυτία», όπως άλλωστε ήδη προτυπώνει στην Πολιτεία ο Πλάτων, ορίζοντας την φιλία με όρους αρμονίας, «φίλος προς εαυτόν» (443c-e).

Είναι σημαντικό να εννοηθεί πως, ό,τι εμπλέκεται στην ομοιότητα κι ανταλλαγή αυτή δεν είναι ένα συμβεβηκός, μια προδιάθεση προς το καλό, αλλά η ίδια η ύπαρξη, όχι μια ψυχολογική επιβεβαίωση, αλλά η ίδια καθ’ εαυτή η αρετή με την οποία κάποιος είναι αγαθός και προς το αγαθό. Η τέλεια φιλία αφορά ανθρώπους που είναι «όμοιοι λοιπόν κατά το αγαθόν» και σαν τέτοιοι ομοίως βούλονται τα αγαθά για τον φίλο και σαν τέτοιοι είναι αγαθοί καθ’ εαυτούς» (1156B7-10). Στο κέντρο της αριστοτελικής ερμηνείας είναι μια φιλία που εννοείται κυρίως ως κοινότης, συμμετοχή στην αρετή. Κι είναι αυτή η κίνηση προς το αγαθό, καθώς συνεπάγεται ενάρετη ψυχική σύσταση, ό,τι «φιλείται», ότι αγαπάται στον φίλο.

Έτσι, η ομοιότης αυτή δεν βασίζεται σε μια ιδιότητα που κατέχουν από κοινού, με την στενή έννοια του «έχειν» (που ορίζεται άλλωστε στις Κατηγορίες): μια ιδιότητα ή ποιότητα, κάτι που μπορεί να αποτελέσει βάση μιας σύγκρισης ή συγκριτικής αξιολόγησης. Η ομοιότης που «χαρακτηρίζει» και συνδέει τους φίλους ως κοινό «φιλητόν» είναι το γεγονός ότι είναι όμοια προσανατολισμένοι προς το αγαθό. Ως «φιλητόν» είναι κάτι που επιθυμείται, που επιδιώκεται, ένα «ούπω», όχι ακόμη του ανθρώπου, ένα δυνάμει, μια δυνατότητα. Όπως εξηγεί ο Αριστοτέλης στα Ηθικά Ευδήμεια, «για μας, τους ανθρώπους, το «ευ» είναι «καθ’ έτερον» (1254b18) και «ο καθένας θέλει να ζει με τους φίλους ως προς το τέλος για το οποίο είναι ικανοί» (1245b8) κι ειδικά ως προς το καλύτερο αγαθό («βελτίονι αγαθώ», 1245b2) απολαμβάνοντας «θείες ηδονές» (1245a39-b1).

Το «έχειν» λοιπόν που εμπλέκεται στην ομοιότητα που ορίζει την φιλία δεν είναι το στενά εννοούμενο «έχειν» αλλά εκείνο της «έξεως» της αρετής, στα Ηθικά Νικομάχεια, της ικανής προδιάθεσης και γυμνασίας της ψυχής προς το αγαθό. Από μια έννοια, μπορεί σαν προδιάθεση που χαρακτηρίζει (και μάλιστα θετικά, ως ενάρετο, κάποιον να θεωρηθεί ως κάτι που «έχει». Αλλά όχι ως μια συγκεκριμένη, στατική ιδιότητα αλλά ως μια σταθερή προδιάθεση του χαρακτήρος, μια επαινετή γυμνασία της ψυχής ως σταθεροποίηση εναρέτων ψυχολογικών δομών που μπορεί να γίνει αντιληπτή ως ιδιότης του ανθρώπου, όχι ως κάτι που κατέχεται, αλλά ως μια ιδιότυπη ιδιότητα που τον στρέφει και καθιστά ικανό προς αυτό που τον υπερβαίνει. Όχι ως «έχειν» που ορίζει αλλά ως «επέχειν», που διαφορίζει, που εμπλουτίζει, επανορίζοντας επί τω «βελτίονι αγαθώ», τον άνθρωπο.

Έτσι, στην ανώτερη ηθικά τελείωσή του, προς την φιλία και δια της φιλίας, ο άνθρωπος αποκαλύπτεται κι εκδηλώνεται όχι με τους όρους της αυτονομίας ή αυτοτέλειας, πληρότητας εν εαυτώ και δι’ αυτού, πόσον μάλλον του (νεωτερικού) ατομισμού προς τον οποίο εμμόνως αντιδιαστέλλουμε την αριστοτελική έννοια της φιλίας. Στην ανώτερη καταξίωσή του ο άνθρωπος, δια της φιλίας και αγαπητικού προσεταιρισμού των άλλων διακρίνεται για μια «συστατική διαπερατότητα», ένα ετερονομικό καθορισμό συστατικό του εαυτού στην κοινή, με τον φίλο, ζήτηση του «κοινώς φιλητού» αγαθού που συμπληρώνει τον εαυτό και τον τελειώνει, τελειοποιεί. Έτσι, μέσα από αυτή την ομοίωση ως διάνοιξη προς το έτερο, το βέλτιον που υπερβαίνει ως «ούπω του τελείου εαυτού», αγαπώμενος ως «έτερος εαυτός» ο φίλος εμπλουτίζει και καθιστά δυνατή, επιστημικά και οντολογικά την «φιλαυτία», σε ό,τι συνιστά την ηθική, πρακτική ζωή ως τελείωση θεωρίας και πράξης.

Μέσα από τον φίλο ως «έτερο», την προς φίλον αγάπη, ο άνθρωπος διαβλέπει τον «έτερο εαυτό» του. Πρόκειται για μια μεταφυσική, ριζική «ετερότητα», που σε μια κοινή κίνηση προς το αγαθό, που συνιστά την ενέργεια της φιλίας, θα καταστήσουν δυνατή την καλή ζωή, δηλαδή την «ευδαιμονία» ως συστατική εκπλήρωση του εαυτού, όταν κάποιος καθίσταται ο εαυτός του σε μια αναχωρητική κίνηση πέραν του εαυτού προς τον «έτερο», μια «εκστατική» κίνηση που δεν επιτρέπει επιστροφή χωρίς κάποια μορφή διάχυσης, στην αντίληψη δια του φίλου, δια του ετέρου, της άπειρης διανοικτότητας προς την ριζική αυτή, ωστόσο συστατική, ετερότητα που συνιστά, που είναι συστατική του «τελείου», εντελεχούς εαυτού.

Ανακεφαλαιώνοντας, η περιγραφή της φιλίας από τον Αριστοτέλη, εστιαζόμενη στην σχέση αγάπης ανάμεσα σε αγαθούς, επιτρέπει στον Φιλόσοφο να ορίσει την φιγούρα του ανθρώπου ως – παράδοξα – τείνοντος εκτός ορίων, σε μια αγωνιστική κίνηση υπέρβασης του εαυτού του. Ειδικά ως άνθρωπος, «ή άνθρωπος», το ανθρώπινο όν συνιστά μια δομή διάνοιξης προς την υπερβολή εαυτού, διανοίγεται στο άλλο που τον υπερβαίνει αλλά και τον ολοκληρώνει καθ’ υπέρβασίν του. Είναι ακριβώς μια δεκτικότητα του άλλου, μια ‘φιλόξενη’ πρόσκληση προς τον άλλο, τον έτερο εαυτό. Με αυτή την έννοια, το ανθρώπινο όν τελειούται ως εαυτός, ως το τί ήν είναι του σε μια αξιακή πάντα διάσταση αναζήτησης του αγαθού του, της τελείωσής του καθώς κινείται προς το έτερόν του, τον «άλλο εαυτό» του για να ανασυνθέσει τον εαυτό του με ένα διεθλασμένο τρόπο, μέσα από τον άλλο.

Ορίζοντας πιο σωστά την τεθλασμένη αυτή, στον καθρέφτη του άλλου (εαυτού) ο άνθρωπος αναγνωρίζει τα σημεία μιας ανοικτότητας που δεν υπόσχεται μια αυτοτελή ταυτότητα – πρόκειται για έναν άλλο εαυτό που υπαινίσσεται αλλά και εμπερικλείει την κοινή διάνοιξη προς το «έτερο» που δεν είναι κάποιος άλλος ή όποιος άλλος ως συγκεκριμένη ταυτότητα.

Γι’ αυτό, με τους ορισμούς του διάφορου και του ετέρου του Ι των Μετά τα Φυσικά, όπου το «διάφορο» προϋποθέτει μια ταυτότητα, ο Αριστοτέλης αποφεύγει τον όρο «διάφορος», προτιμώντας αυτόν του «έτερος». Στον έτερο (εαυτό) που είναι ο φίλος αναγνωρίζεται μια μαρμαρυγή υπόσχεσης της κοινής ανοικτότητας ή αγάπης προς το αγαθό, που προϋποτίθεται ως φιλητόν στην διαρκή και τέλεια φιλία. Στην διάνοιξη αυτή προς το «έτερον» που υπερβαίνει τον εαυτό και διεθλασμένη μέσα από τον «έτερον» αποκαλύπτεται κανείς ως μια άπειρη δεκτικότητα.

Αγαπώντας τον φίλο, διανοίγεται κάποιος και εμπλέκεται σε μια κοινή κίνηση προς το αγαθό, στην κίνηση προς την ευδαιμονία ως πληρότητα, μια πληρότητα που ταυτίζεται προς την επιθυμία, την διάνοιξη προς αυτήν, το «φιλητόν» που είναι η φιλία. Η κίνηση προς τον φίλο είναι ταυτόχρονα και κίνηση πέραν του φίλου. Μια κίνηση «πέραν», μια συστατική του εαυτού «υπέρβαση» που βρίσκεται στην αρχή της φιλίας και σαν «αρχή» της, principium, ορίζει την ουσιαστική της φιλίας ενέργεια κι εκπλήρωση.

Του Τίτου Χριστοδούλου


(solon.org.gr)

Σχετικά άρθρα