1

ΖΩΗ ΧΡΩΜΑΤΙΣΤΗ (του Γιώργου Κουτσαντώνη)

Κάπου ανάμεσα στα γερασμένα δέντρα ενός δάσους ζούσαν δυο λουλούδια… 
ο Ανάγερτος και η Ευθαλία. Ήταν μεγέθους πολύ μικρού και είχαν ένα κλωνί που το χρώμα του θύμιζε εκείνο της θάλασσας κοντά στα βράχια και τέσσερις φορές το χρόνο άλλαζε χροιά των φύλλων τους το κίτρινο. Το χειμώνα έπαιρνε ένα παράξενο διάφανο, το καλοκαίρι γινόταν σχεδόν πορτοκαλένιο, το φθινόπωρο ένα απαλό καφετί, ενώ την άνοιξη θα τύφλωνε και την πιο έμπειρη μέλισσα το τόσο φούντωμα του. Ζούσαν μόνα τους και ολημερίς καταριόντουσαν τα έντομα και τον άνεμο που έπαιρναν μακριά τα παιδιά τους κάθε άνοιξη. Γνώριζαν πως σε διάφορες γωνιές του δάσους είχαν παιδιά δικά τους όμως οι τους ρίζες δεν τους επέτρεπαν να πάνε να τα βρουν.


ΕΥΘΑΛΙΑ: Πλησιάζει πάλι η άνοιξη και φέτος δεν ξέρω αν θα τ’ αντέξω. Είναι και τούτα τα μυρμήγκια με την επιμονή τους να κουβαλάνε κάθε λογής πραμάτεια πάνω μου. 

ΑΝΑΓΕΡΤΟΣ: Αν είχα χέρια καλή μου θα σου έφτιαχνα ένα χωμάτινο σπιτάκι και κανείς μήτε μέλισσα, μήτε άνεμος, μήτε μέρμηγκας θα τα ‘βαζε μαζί σου.
Μόνο που έχω ριζώσει εδώ να υπομένω τις βολές του καθενός. 

ΕΥΘΑΛΙΑ: Όπου να ‘ναι θα φανούν και οι μέλισσες..έχεις κιτρινίσει τόσο…και αυτή τη φορά στο λεω θα κλείσω τα πέταλα μου και ας είναι να σκάσω. 

ΑΝΑΓΕΡΤΟΣ: Μη μιλάς έτσι καλή μου δεν είναι άδικος ο Θεός. Να δεις που τόσο καιρό μας έχει βάλει σε δοκιμή να δει αν τον πιστεύουμε. Και αυτά που σου ‘λεγε πέρσι εκείνη η ακρίδα θαρρώ δεν ήταν ψέματα. 

ΕΥΘΑΛΙΑ: Τι; πως είναι σπάνιο τα χρώμα μας και πως σαν εμάς άλλους φιόρους όλο το δάσος δεν έχει; Eγώ λεω πως είναι αυτή η ομορφιά μας που μας έφτιαξε τέτοια μοίρα. Κατάρα είναι αυτή η ομορφιά! 

ΑΝΑΓΕΡΤΟΣ: Γλυκιά μου το ξέρω πόσο πονά μα θέλει δύναμη και πίστη το είχε πει και η γριά η δάφνη λίγο πριν την πεθάνει εκείνο τ’ αγριοκάτσικο. Και η Δάφνη όμορφη πολύ δεν ήταν, μα γνώση σαν τη δική της μόνο ο πεύκος λενε πως έχει. 

ΕΥΘΑΛΙΑ: Αχ η καλή μας η Δάφνη θυμάμαι που μας μιλούσε με τις ώρες εκείνες τις καλοκαιρινές βραδιές. Πάντα καλοσυνάτη και με εκείνο το αχνό χαμόγελο. Πόσους μύθους και πόσα μαγικά γνώριζε. Πόσο μου έχει λείψει… 

Ήταν ακριβώς εκείνη τη στιγμή πού η Ευθαλία θυμήθηκε μια από τις ιστορίες την γριάς δάφνης.

ΕΥΘΑΛΙΑ: Μόλις τώρα μου ήρθε στο νου, εκείνη η ιστορία της δάφνης με την πεταλούδα. Την πεταλούδα που ‘χει χίλια χρώματα στο’να της φτερό και χίλια δύο στο άλλο. 

ΑΝΑΓΕΡΤΟΣ: Ναι την θυμάμαι, όχι πως μπορώ να το πιστέψω, αλλά και αλήθεια να είναι…αυτή η πεταλούδα θα είναι πολύ μακριά από εδώ. 

Η γριά δάφνη τους είχε μιλήσει για μια σπάνιας ομορφιάς και είδους πεταλούδα που έρχεται από μέρη πολύ μακρινά και περνά από το δάσος τους μια φορά στα δέκα χρόνια. Τους είχε πει πως όποιο λουλούδι διαλέξει για να ξαποστάσει αυτό γεννά χέρια και γίνεται άνθρωπος.

yellow flowers butterfly 800

ΕΥΘΑΛΙΑ: Εγώ καλέ μου τα υπολόγισα καταπώς είχε πει η Δάφνη φέτος πρέπει να περάσει από το δάσος μας. Αχ και να καθόταν πάνω μας Θεέ μου! 

ΑΝΑΓΕΡΤΟΣ: Θα πρέπει να την καλοπιάσουμε με τα χρώματά μας να μας διαλέξει, όμως δεν την έχουμε ποτέ δει και πως θα την γνωρίσουμε ανάμεσα σε τόσες; Μα πάλι δεν μπορώ να το πιστέψω. 

ΕΥΘΑΛΙΑ: Θέλει πίστη Θεέ μου, θέλει πίστη… 

Ενώ οι μέρες περνούσαν η πίστη της Ευθαλίας δυνάμωνε και του Ανάγερτου ίσχνευε. Η άνοιξη είχε φτάσει στο τέλος της και τα χρώματα τους είχαν αρχίσει ήδη να θυμίζουν πορτοκαλι. Και αυτή η πεταλούδα χαρίζει την ζωή λίγο πριν στις αρχές του καλοκαιριού… λίγο πριν πεθάνει.

ΑΝΑΓΕΡΤΟΣ: Έχω στα αλήθεια χρόνια έτσι να σε αντικρίσω με τα πέταλα σου τόσο δοσμένα στον αέρα και το κορμάκι σου τεντωμένο, θαρρώ πως ψήλωσες τούτες τις μέρες. Να ‘ξερες πόσο σ’ αγαπώ… 

ΕΥΘΑΛΙΑ: Κι εγώ σ’ αγαπώ καλέ μου και σου το λεω πως θα περάσει και θα μας δει, έχουμε χρώμα θαμπωτικό και τα φύλλα μας είναι πολύ απαλά θα είναι βολικό για κείνη να καθίσει πάνω μας. 

Ήταν τόσο δυνατή η επιθυμία της Ευθαλίας που είχε ξεχάσει τα παιδιά που ο άνεμος και του δάσους τα έντομα τα ‘περναν μακριά της.

Ίσαμε ένα πρωινό όπου η Ευθαλία, κουρασμένη από την έκθεση της προηγούμενης μέρας, κοιμόταν απαλά ακουμπισμένη στα φύλλα του Ανάγερτου- Ενώ εκείνος, καθώς χαιρόταν την πρωινή δροσιά που κυλούσε πάνω του, την κοιτούσε…και σκεφτόταν πως είναι τόσο όμορφη αυτό τον καιρό. Δεν άντεχε να την δει και πάλι να πικραίνεται σαν το όνειρο θα περνούσε

Τη στιγμή που οι πρώτες αχτίδες του ήλιου τρύπωναν μέσα απ’ το κενό της φυλλωσιάς του απέναντι κέδρου και θα ξυπνούσαν την Ευθαλία ο Ανάγερτος ένοιωσε στα πέταλα του ένα φτερούγισμα. Και τρομαγμένος…

ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ: Από τότε που ξεκίνησα το ταξίδι μου τόσο όμορφο λουλούδι άλλο δεν έχω δει και είπα να καθίσω πάνω σου να ξεκουραστώ. Είμαι πολύ γριά και το καλοκαίρι σχεδόν έφτασε. 

Ο Ανάγερτος δεν πρόλαβε να καλημερίσει τον επισκέπτη του όταν … 

ΕΥΘΑΛΙΑ: Μα είναι πάνω σου…! είναι η πεταλούδα με τα χίλια δυο χρώματα στο ένα της φτερό…αυτή είναι . Πόσα χρώματα ! 

Και καθώς αυτά που γίνονται αμελλητί είναι συχνά και μαγικά η αναπάντεχη μεταμόρφωση έφερε νέα ζωή και θάνατο μαζί…. Η μόλις νεκρή πεταλούδα που δεν είχε προλάβει να ξεκουραστεί, μάλλον γιατί έτσι είναι πιο γλυκύς ο θάνατος, έπεσε του ζευγαριού καταμεσής και ο Ανάγερτος, εφόσον με δέρμα και δάχτυλα πια μπορούσε τα γύρω του να αντιληφθεί, ένοιωσε για πρώτη φορά ανθρώπινο άγγιγμα τι παει να πει…

ΑΝΑΓΕΡΤΟΣ: Θεέ μου πόσο άλλαξα, πόσο μεγάλωσα. Πόσο ζεστός είμαι! 

Στα γυμνά του γόνατα έβαλε λοιπόν να καθαρίσει την Ευθαλία του από τα μυρμήγκια και τα αλλα μικρά ζωντανά που σκαρφάλωναν στο κορμάκι της. Ηταν όμορφη, της το έλεγε, μα εκεινη που να ακούσει, ζώα και φυτά μιλάνε μεταξύ τους μάλλον γιατί ξερει καλα να τα κρατά τα μυστικά του ο Θεός απο τον άνθρωπο. Ηταν μόνος και τωρα τον ενοχλούσαν στων ποδιών τα δάκτυλα τα άγρια χόρτα που παλιά με τις ώρες τα συμβούλευε να “ημερέψουν”. 

Έβαλε, έτσι να ψάξει τα παιδιά του μα ούτε από κείνα μιλιά δεν πήρε. Τα αντίκριζε για ώρες πολλές, τα κέρδισε στα μάτια του σαν ύστατη γλυκιά επιθυμία. Αργότερα κάθισε γαλήνια να πεθάνει κοντά Ευθαλία του και τα άγρια χόρτα, σαν τον πρώτο άνθρωπο που έμαθε την γλώσσα των επιθυμιών και των φυτών. 

Όμως θάνατο με τέτοιο γλυκό χαμόγελο κανείς μας δεν έχει ποτέ δει. Τόσο καλά κρυμμένο μάλλον είναι το μυστικό της απόλυτης ευτυχίας που χρειάζεται κανείς να διώξει την φύση του από πάνω του για να το γευθεί έστω για μια φορά…


Ο Γιώργος Κουτσαντώνης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1973. Έζησε 14 χρόνια στην Ιταλία όπου σπούδασε και εργάστηκε. Σήμερα ζει στην Αθήνα, ζωγραφίζει, μεταφράζει, γράφει και ελπίζει…


Πηγή: Art Version, artversion.eu