ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ, ΠΟΙΗΣΗ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Η εισαγωγή από “Το τραγούδι του Hiawatha”, του Henry W. Longfellow

Hiawatha 24grammata.com - Σόλων ΜΚΟ
image_pdfimage_print

Hiawatha 24grammata.com - Σόλων ΜΚΟΜια, ακόμη,   αξιόλογη μεταφραστική δοκιμή μας έστειλε  ο ποιητής Γιώργος Πρίμπας. Τούτη τη φορά καταπιάνεται με την ποίηση του Λονγκφελόου (Henry W. Longfellow, 1807-1882), ενός από τους σημαντικότερους αμερικανούς ποιητές του 19ου αιώννα. Συγκεκριμένα, επιχειρεί να αποδώσει στην ελληνική “Το τραγούδι του Χιαγουάθα” (The Song of Hiawatha) στηριζόμενος περισσότερο στην ποιητική του διαίσθηση και όχι στη λεξιλογική πιστότητα. Σε αυτή τη ποιητική συλλογή, 644 σελίδων, ο Λονγκφελόου καταπιάνεται με τη λογοτεχνική παρουσίαση της καθημερινής ζωής των Ινδιανικών φυλών και αν και γράφτηκε στα 1855 καταδικάζει με προφητικό τρόπο τη σχιζοφρένεια του σημερινού Δυτικού ανθρώπου με τις πολλαπλές ηθικές του -στη δουλειά, στο σπίτι, στους φίλους του, στην ιδιωτική ζωή- σε αντίθεση με τους ινδιάνους της Αμερικής ή των ιθαγενών της Ταϊτή, οι οποίοι είχαν μόνο ένα ηθικό κώδικα.  απόλυτα ταιριαστό με το φυσικό τους περιβάλλον.

Στα ελληνικά πρωτοπαρουσιάστηκε το 1888 σε μετάφραση του Ιωάννη Περβάνογλου με τίτλο  “Το άσμα του Χιαβάθα”. Το 2007 μεταφράστηκε και από τη Γεωργία Παπαγεωργίου με τίτλο “Το τραγούδι του Χιαγουάθα”, εκδ. Ηριδανός. Η μετάφραση του Γ. Πρίμπα βρίσκεται εν προόδω και προδημοσιεύεται  από το 24grammata.com. Όταν ολοκληρωθεί θα παρουσιαστεί με τη μορφή ebook από τις ηλ εκδόσεις του 24grammata.com (εντελώς δωρεάν)

The Song of Hiawatha. Το ποίημα στο πρωτότυπο Free ebook- 24grammata.com [κατέβασέτο]
by Henry W. Longfellow, Χένρι Ουάντσγουερθ Λονγκφέλοου

απόδοση στα ελληνικά: Γιώργος Πρίμπας

Διαβάστε όλη την εργογραφία (άρθρα, επιφυλλίδες, επιμέλεια ebook) του Γιώργου Πρίμπα στο 24grammata.com κλικ εδώ.

Η εισαγωγή από “Το τραγούδι του Hiawatha” του Henry W. Longfellow

Να με ρωτήσεις θα ‘πρεπε: οι ιστορίες από πού αυτές;
Οι θρύλοι από πού αυτοί κι οι παραδόσεις,
Με του δάσους τις μυρωδιές
Με των λιβαδιών τη δροσιά και την υγρασία,
Με των καλυβιών των ερυθρόδερμων το στροβιλιζόμενο καπνό,
Με των μεγάλων ποταμών τη βιάση,
Με τη συχνότητα των από μνήμης απαγγελιών τους,
Και τις άγριες τους τις αντηχήσεις
Όπως οι βροντές στα βουνά;

Ν’ απαντήσω θα πρέπει, να σου πω θα πρέπει:
“Απ’ τα δάση και τους λειμώνες,
Απ’ τις μεγάλες λίμνες του βορρά,
Απ’ των Ojibways τη χώρα,
Απ’ των Dacotahs τη χώρα,
Απ’ τα βουνά, τους τυρφώνες και τους βάλτους
Όπου ο Shuh-shuh-gah ο ερωδιός
Ανάμεσα στα καλάμια τρέφεται και τα βούρλα.
Όπως τους άκουσα τους επαναλαμβάνω
Απ’ του Nawadaha τα χείλη,
Του μουσικού και γλυκόφωνου τραγουδιστή.”

Να με ρωτήσεις θα ‘πρεπε: ο Nawadaha
Αυτά βρήκε πού τα τραγούδια, τα τόσο άγρια και δύστροπα τόσο;
Αυτούς βρήκε πού τους θρύλους και τις παραδόσεις;
Ν’ απαντήσω θα πρέπει, να σου πω θα πρέπει:
“Στων πουλιών τις φωλιές του δάσους,
Στου κάστορα τα ξυλόσπιτα
Στου βίσωνα τ’ αχνάρια
Στην αετοφωλιά!

“Όλα τ’ άγρια, μέσω αυτού τραγουδήθηκαν, τα πτηνά,
Στις άγονες εκτάσεις και τους βάλτους,
Στις ελώδεις εκτάσεις τις μελαγχολικές˙
Τραγούδησε: το Chetowaik το βροχοπούλι,
Το Mahng το παγοβούτι, το Wawa την άγρια χήνα,
Το Shuh-shuh-gah το μπλε ερωδιό
Και το Mushkodasa τον αγριόγαλο!”

Αν ακόμη περαιτέρω: θα πρέπει να με ρωτήσεις,
Λέγοντας: “Ποιος ήταν ο Nawadaha;
Πες μας γι’ αυτόν τον Nawadaha,”
Θα πρέπει στις ερωτήσεις σου ν’ απαντήσω
Ευθέως με τέτοιες λέξεις, ως εξής:

“Στην κοιλάδα Tawasentha*,
Στην πράσινη και σιωπηλή κοιλάδα,
Με τις ευχάριστες των νερών τις ροές,
Ο τραγουδιστής Nawadaha έζησε.
Γύρω απ’ το ινδιάνικο χωριό
Απλωνόντουσαν λιβάδια και καλαμποκιών χωράφια,
Και πέρα από αυτά στεκότανε το δάσος,
Τ’ άλση στεκόντουσαν των πολυτραγουδισμένων πεύκων,
Το καλοκαίρι καταπράσινα, ολόλευκα το χειμώνα,
Πάντ’ αναστενάζοντας μα πάντα τραγουδώντας.

“Και  τις ευχάριστες των νερών τις ροές
Να τις ιχνηλατήσεις μες στην κοιλάδα μπορείς
Υπό τη βιάση την Άνοιξης
Υπό τα σκλήθρα το καλοκαίρι,
Υπό τη λευκή ομίχλη το Φθινόπωρο,
Υπό τη μαύρη γραμμή το Χειμώνα˙
Και δίπλα τους ο τραγουδιστής έζησε
Στην κοιλάδα Tawasentha
Στην πράσινη και σιωπηλή κοιλάδα.

“Εκεί αυτός τον Hiawatha τραγούδησε,
Το τραγούδι τραγούδησε του Hiawatha,
Τις θαυμαστές του τραγούδησε: τη γέννηση και την ύπαρξη,
Πώς αυτός προσευχόταν και πώς νήστευε,
Πώς αυτός έζησε, και μόχθησε, και υπέφερε,
Ώστε των ανθρώπων οι φυλές να ευημερήσουν,
Ώστε να μπορέσει αυτός να προοδεύσει το λαό του!”

Εσείς που τα στέκια της Φύσης αγαπάτε,
Την ηλιοφάνεια των λιβαδιών αγαπάτε,
Τη σκιά του δάσους αγαπάτε,
Τον άνεμο, ανάμεσα να περνάει στα κλαδιά, αγαπάτε
Και της βροχής τη μπόρα και τη χιονοθύελλα,
Και των μεγάλων ποταμών τη βιάση
Απ’ τις κρημνώδεις μέσα τις όχθες τις πευκοστόλιστες,
Και τη βροντή στα βουνά,
Οι αμέτρητες ηχώ της οποίας
Ως αν των αετών το φτερούγισμα στις αετοφωλιές˙
Ω! τις άγριες αυτές παραδόσεις ακούστε
Στο τραγούδι αυτό για το Hiawatha!

Εσείς πού ενός λαού τους θρύλους αγαπάτε,
Τις μπαλάντες αγαπήστε για ένα λαό,
Ότι σαν τις φωνές τις τόσο απόμακρες
Να παύσουμε, μας καλούνε, για ν’ ακούσουμε,
Σε τόνους, μιλάνε, τόσο απλούς: ως αν παιδικούς,
Μετά βίας μπορεί τ’ αφτί να διακρίνει
Πότε αυτοί τραγουδούσαν ή μιλούσαν˙
Ω! Τους ινδιάνικους αυτούς θρύλους ακούστε,
Στο τραγούδι αυτό για το Hiawatha!

Εσείς που οι καρδιές σας φρέσκες είναι και απλές,
Που πίστη έχετε σε Θεό και Φύση,
Που πιστεύετε ότι σ’ όλες τις γενιές
Κάθε καρδιά ανθρώπινη, ανθρώπινη είναι,
Ότι και στα βάρβαρα ακόμα στήθη
Επιθυμίες υπάρχουν, λαχτάρες και πόθοι
Για το καλό που δεν κατανοούν λογικά,
Πώς τα ταλαιπωρημένα και αβοήθητα χέρια,
Ψαχουλεύοντας στο σκοτάδι τυφλά,
Το δεξί αγγίξανε το χέρι του Θεού
Και ανυψώθηκαν και δύναμη πήρανε˙
Ω! Την απλή αυτή ακούστε την ιστορία,
Στο τραγούδι αυτό για το Hiawatha!

Εσείς, των οποίων κάπου-κάπου οι περίπατοί σας
Κατά μήκος των πρασίνων μονοπατιών της χώρας,
Όταν οι μπλεγμένοι θάμνοι των βερβερίδων
Κρεμούν τις με τα βυσσινί μούρα τούφες τους
Απ’ τους τείχους με τις γκρι πέτρες με τα βρύα,
Διακόπτονται από κάποιο παραμελημένο νεκροταφείο,
Ας για λίγο ρεμβάσετε και αναλογιστείτε
Στη μισοσβησμένη επιγραφή,
Τη με της λίγης επιδεξιότητας τη στιχουργική γραμμένη,
Φράσεις οικείες, αλλά κάθε γράμμα,
Ελπίδα γεμάτο και από σπαραγμό καρδιάς,
Πάθος γεμάτο από ευαισθησία
Του εδώ και του επέκεινα˙
Σταθείτε και αυτή την τραχιά επιγραφή διαβάστε
Το τραγούδι διαβάστε αυτό για το Hiawatha!

*κοιλάδα, σήμερα, της επαρχίας Albany στην πολιτεία της Νέας Υόρκης.


 

Introductory Note
Henry Wadsworth Longfellow photographed by Julia Margaret Cameron in 1868The Song of Hiawatha is based on the legends and stories of many North American Indian tribes, but especially those of the Ojibway Indians of northern Michigan, Wisconsin, and Minnesota. They were collected by Henry Rowe Schoolcraft, the reknowned historian, pioneer explorer, and geologist.  He was superintendent of Indian affairs for Michigan from 1836 to 1841.

Schoolcraft married Jane, O-bah-bahm-wawa-ge-zhe-go-qua (The Woman of the Sound Which the Stars Make Rushing Through the Sky), Johnston.  Jane was a daughter of John Johnston, an early Irish fur trader, and O-shau-gus-coday-way-qua (The Woman of the Green  Prairie), who was a daughter of Waub-o-jeeg (The White Fisher), who was Chief of the Ojibway tribe at La Pointe, Wisconsin.

Jane and her mother are credited with having researched, authenticated, and compiled much of the material Schoolcraft included in his Algic Researches (1839) and a revision published in 1856 as The Myth of Hiawatha.  It was this latter revision that Longfellow used as the basis for The Song of Hiawatha.

Longfellow began Hiawatha on June 25, 1854, he completed it on March 29, 1855, and it was published November 10, 1855.  As soon as the poem was  published its popularity was assured. However, it also was severely criticized as a plagiary of the Finnish epic poem Kalevala.  Longfellow made no secret of the fact that he had used the meter of the Kalevala; but as for the legends, he openly gave credit to Schoolcraft in his notes to the poem.

I would add a personal note here.  My father’s roots include Ojibway Indians: his mother, Margaret Caroline Davenport, was a daughter of Susan des Carreaux, O-gee-em-a-qua (The Chief Woman), Davenport whose mother was a daughter of Chief Waub-o-jeeg. Finally, my mother used to rock me to sleep reading portions of Hiawatha to me, especially:

“Wah-wah-taysee, little fire-fly,
Little, flitting, white-fire insect
Little, dancing, white-fire creature,
Light me with your little candle,
Ere upon my bed I lay me,
Ere in sleep I close my eyelids!”

Woodrow W. Morris
April 1, 1991

Introduction of ‘The Song of Hiawatha’ by Henry W. Longfellow
Should you ask me, whence these stories?
Whence these legends and traditions,
With the odors of the forest
With the dew and damp of meadows,
With the curling smoke of wigwams,
With the rushing of great rivers,
With their frequent repetitions,
And their wild reverberations
As of thunder in the mountains?

The Song of Hiawatha
by Henry W. Longfellow, Χένρι Ουάντσγουερθ Λονγκφέλοου
απόδοση στα ελληνικάΓιώργος Πρίμπας

Free ebook- 24grammata.com [κατέβασέτο]

I should answer, I should tell you,
“From the forests and the prairies,
From the great lakes of the Northland,
From the land of the Ojibways,
From the land of the Dacotahs,
From the mountains, moors, and fen-lands
Where the heron, the Shuh-shuh-gah,
Feeds among the reeds and rushes.
I repeat them as I heard them
From the lips of Nawadaha,
The musician, the sweet singer.”

Should you ask where Nawadaha
Found these songs so wild and wayward,
Found these legends and traditions,
I should answer, I should tell you,
“In the bird’s-nests of the forest,
In the lodges of the beaver,
In the hoofprint of the bison,
In the eyry of the eagle!

“All the wild-fowl sang them to him,
In the moorlands and the fen-lands,
In the melancholy marshes;
Chetowaik, the plover, sang them,
Mahng, the loon, the wild-goose, Wawa,
The blue heron, the Shuh-shuh-gah,
And the grouse, the Mushkodasa!”

If still further you should ask me,
Saying, “Who was Nawadaha?
Tell us of this Nawadaha,”

I should answer your inquiries
Straightway in such words as follow.

“In the vale of Tawasentha,
In the green and silent valley,
By the pleasant water-courses,
Dwelt the singer Nawadaha.
Round about the Indian village
Spread the meadows and the corn-fields,
And beyond them stood the forest,
Stood the groves of singing pine-trees,
Green in Summer, white in Winter,
Ever sighing, ever singing.

“And the pleasant water-courses,
You could trace them through the valley,
By the rushing in the Spring-time,
By the alders in the Summer,
By the white fog in the Autumn,
By the black line in the Winter;
And beside them dwelt the singer,
In the vale of Tawasentha,
In the green and silent valley.

“There he sang of Hiawatha,
Sang the Song of Hiawatha,
Sang his wondrous birth and being,
How he prayed and how be fasted,
How he lived, and toiled, and suffered,
That the tribes of men might prosper,
That he might advance his people!”

Ye who love the haunts of Nature,
Love the sunshine of the meadow,
Love the shadow of the forest,
Love the wind among the branches,
And the rain-shower and the snow-storm,
And the rushing of great rivers
Through their palisades of pine-trees,
And the thunder in the mountains,
Whose innumerable echoes
Flap like eagles in their eyries;–
Listen to these wild traditions,
To this Song of Hiawatha!

Ye who love a nation’s legends,
Love the ballads of a people,
That like voices from afar off
Call to us to pause and listen,
Speak in tones so plain and childlike,
Scarcely can the ear distinguish
Whether they are sung or spoken;–
Listen to this Indian Legend,
To this Song of Hiawatha!

Ye whose hearts are fresh and simple,
Who have faith in God and Nature,
Who believe that in all ages
Every human heart is human,
That in even savage bosoms
There are longings, yearnings, strivings
For the good they comprehend not,
That the feeble hands and helpless,
Groping blindly in the darkness,
Touch God’s right hand in that darkness
And are lifted up and strengthened;–
Listen to this simple story,
To this Song of Hiawatha!

Ye, who sometimes, in your rambles
Through the green lanes of the country,
Where the tangled barberry-bushes
Hang their tufts of crimson berries
Over stone walls gray with mosses,
Pause by some neglected graveyard,
For a while to muse, and ponder
On a half-effaced inscription,
Written with little skill of song-craft,
Homely phrases, but each letter
Full of hope and yet of heart-break,
Full of all the tender pathos
Of the Here and the Hereafter;
Stay and read this rude inscription,
Read this Song of Hiawatha!

The Song of Hiawatha
by Henry W. Longfellow, Χένρι Ουάντσγουερθ Λονγκφέλοου
απόδοση στα ελληνικάΓιώργος Πρίμπας

Free ebook- 24grammata.com [κατέβασέτο]

Πηγή/φωτογραφίες: 24grammata.com