1

Η αιτία της ποιητικής ασάφειας και το λυκόφως των ποιητών και των ποιημάτων (του Γιάννη Ζήση)

Σε πολλά ποιήματα ακόμη και διάσημων ποιητών που έχουν τιμηθεί με ανώτατες διακρίσεις και είναι παγκόσμια αναγνωρισμένοι καθώς και στο επίπεδο της ποιητικής καθημερινότητας πολλών, πιο άσημων, ποιητών συναντάμε στίχους που αποτελούν μια πλήρη αναίρεση κάθε λογικής όπως αναφορές που συνδέονται με ουράνια σώματα υποκείμενα στην φαντασία μας. Συναντάμε συναισθηματικές υπερβολές ή φράσεις που μέσω της συναισθηματικής υπερβολής υπονοούν το μεγαλειώδες της σκέψης, ένα μεγαλειώδες όχι μόνον αναληθές αλλά και αστόχαστο. Δηλαδή, υπονοείται το μεγάλο νόημα μέσα από τη συναισθηματική υπερβολή, που ξέρουμε επίσης πως δεν έχει ίχνος βιωματικού αντικρύσματος. Αδυνατεί να μοχλεύσει στοιχειωδώς το υποκείμενο και δεν έχει μέσα της ίχνος ουσιαστικότητας. Συναντάμε επίσης τη μεγαλοποίηση του καθημερινού και μια χύδην συνδυαστική λέξεων.

Ενώπιον, λοιπόν, ενός τέτοιου εγχειρήματος από πολλούς ποιητές, που τείνει να δημιουργήσει ένα κυρίαρχο ρεύμα τίθεται το ζήτημα πώς τοποθετούμεθα απέναντί του.

Στην αρχή το σπάσιμο της φόρμας, περιλαμβανομένης και της νοητικής φόρμας ή της νοηματικής συνοχής, φαινόταν να απελευθερώνει νέες δυνάμεις, έναν ανιμισμό, έναν ψυχισμό.

Σήμερα το εγχείρημα αυτό είναι πληθωριστικό και μοιάζει σαν να έχει χαθεί ένα μυστικό, το οποίο όλοι το ξέρουνε εκτός των ποιητών. Σε πολλούς στίχους η ποίηση μοιάζει να έχει χαθεί σε ένα δρόμο ανοησίας και όλη η νοηματικότητά της να εξαντλείται σε έναν ανιμιστικό ναρκισσισμό τον οποίο προκαλεί στον αναγνώστη μέσα από την υπερβολή, απ’ την ασυμμετρία του λόγου, της μορφής, μέσα από την εκκεντρικότητα που επικαλείται την ιδιοτέλεια του υποκειμένου ως ενός βιρτουόζου συμπαντικού δημιουργού.

Αυτός ο φαντασιακός βιρτουοζισμός αναπτύσσεται σαν απωθημένο και σαν άμυνα απέναντι στον πεζό ετεροκαθορισμό της καθημερινότητας απέναντι στις ρουτίνες, ο οποίος αφορά και τους ίδιους τους ποιητές. Αλλά οι ρουτίνες και ο ακατάσχετος αυτός φαντασιακός βιρτουοζισμός δεν αλληλοαναιρούνται, αλλά αντιθέτως αλληλοτροφοδοτούνται, όπως το Χόλλυγουντ της πεζότητας των ηθοποιών και των σεναριογράφων των δισεκατομμυρίων. Το Χόλλυγουντ ως πελατειακή δυναμική της κοινωνίας του θεάματος δεν οδηγείται σε αυτο-υπέρβαση μέσα από τη σεναριακή εκκεντρικότητα των θεμάτων.

Είναι σαν τον Ιανό με τις δύο όψεις που είναι όμως ενιαία οντότητα. Στην ουσία η ποίηση ως επανάσταση απέναντι στην πεζότητα και τη ρουτίνα έχει ξεθωριάσει πια, όπως, για παράδειγμα, έχει ξεθωριάσει και οποιαδήποτε αναφορά στον Μάη του ’68 και στα παιδιά του. Και τίθεται το ερώτημα: γιατί συνέβη αυτό; Επειδή ακόμη και οι μεγαλόσχημοι ποιητές δεν μπόρεσαν να ποντίσουν βιωματικά μια αξονική μόχλευση στον ανθρώπινο ψυχισμό, στην ανθρώπινη συνειδητότητα. Επειδή δημιουργήθηκε μια σύγχυση της επανάστασης ενάντια στη φόρμα με τη φυγή από το πραγματικό και την αλήθεια. Μια σύγχυση που ξεκινάει, βέβαια, και από τη σύγχυση μεταξύ αλήθειας και πραγματικού από το ένα μέρος και της ρουτίνας με τα κλισέ της από το άλλο.

Τώρα έχει πέσει σε μια πολλαπλή ανυποληψία η ποίηση:
Την ανυποληψία εκ μέρους των εκδοτών, για τους οποίους βέβαια δεν λειτουργεί η ανυποληψία, γιατί είναι χειριστές της νομενκλατούρας της συγγραφικής δημιουργίας.

Την ανυποληψία του κοινού παρά το γεγονός ότι πλείστοι όσοι πληρωμένοι ή μη δημοσιογράφοι ή άλλοι στην δουλειά που κάνουν μιλούν μεγαλόσχημα για την ποίηση, ενώ στο βάθος διακατέχονται από μια τάση απομυθοποιητικής απλούστευσης του λόγου και ταυτόχρονα από μια αντιπάθεια για το επιτηδευμένο δυσνόητο, για αυτή τη ναρκισσιστική εικαστικότητα.

Την ανυποληψία των κριτικών της ποίησης, οι οποίοι λειτουργούν σαν παράγοντες στιγματισμού πολύ εύκολα, αν και σχεδόν ποτέ δεν μπόρεσαν να διαγνώσουν ένα κλασικό όνομα πριν αυτό αναδειχθεί στην ιστορία –  κι αυτό δεν αφορά μόνον τους κριτικούς της ποίησης αλλά γενικότερα τους κριτικούς.

Ταυτόχρονα, έχει πέσει στην ανυποληψία και της ίδιας της κοινωνίας των ποιητών, όπου ο ανταγωνισμός για μια θέση στον ήλιο των ονομάτων και της αναγνώρισης αναδεικνύει πόσο αυθεντικά δημιουργοί είναι. Μπορεί να πει κανείς ότι στην τέχνη και κυρίως στη μεταβατική διαδικασία προς τη σύγχρονη κατάσταση σε μορφές τέχνης όπως η ζωγραφική ή η μουσική, υπήρχε η αυθεντικότητα του δημιουργού, έστω και αν αυτή κάλυπτε μια έλλειψη τεχνικής ποιότητας. Υπήρχε η αυθεντικότητα και αυτό εκδηλωνόταν στον καθημερινό βίο του και στην αυτοπαραγνώρισή του σε σχέση με την τέχνη.

Αυτό όλο και πιο πολύ χάθηκε και έδωσε τη θέση του σε έναν αγώνα, σχεδόν επαγγελματικό, δημοσίων σχέσεων και άλλων. Με χαμένη, λοιπόν, και τη συλλογικότητά τους οι ποιητές δείχνουν να είναι έκθετοι ακόμη περισσότερο σε μια κοινωνία του θεάματος που εκτοπίζει ή υποκαθιστά την ανάγκη του ανθρώπου να βιώσει φαντασιακά ρόλους ως αναγνώστης μέσα από την υποβλητικότητα του θεάματος.

Τι λοιπόν μένει να κάνουν οι ποιητές; Τι μένει να γίνει στην ποίηση; Ποια είναι η μοίρα αυτών των εκφράσεων της ανθρώπινης φύσης και του ανθρώπινου λόγου;

Καταρχήν δεν πρέπει να υποτιμήσουμε την αιτία που η ποίηση τοποθετείται με αυτή την απόκλιση ως ασάφεια, ως αχλύς, ως νεφελωματική φαντασμαγορία στον λόγο. Η ποίηση εκφράζει μια αυθεντική ανάγκη σε κάθε περίπτωση, ακόμη και στην περίπτωση που στιγματίζεται καθολικά από αυτές τις αρνητικές εκφάνσεις που αναφέραμε προηγουμένως.  Και ο λόγος είναι ότι εκφράζει την τάση του ανθρώπου να απελευθερωθεί από τις δεσμεύσεις. Το θέμα είναι πόσο βιώσιμη είναι αυτή η τάση με αυτούς τους συγκεκριμένους τρόπους και κατευθύνσεις. Η ανάγκη του ανθρώπου να απελευθερώσει τη συνείδηση και να βιώσει τον λόγο ως παράγοντα μόχλευσης ανιμιστικής του κόσμου είναι τεράστια – όσο ακριβώς τεράστια είναι αυτή η «ρασιοναλιστική τυραννία». Παρά τη συστημική υποταγή του, ο άνθρωπος θεμελιωδώς αναζητάει μία διαφορετική διέξοδο από αυτή την υποταγή και έτσι παραμένει η ανάγκη του να απελευθερώσει το βασικό εργαλείο αυτοαναφοράς της συνείδησης, τον λόγο, σε αυτοαναφορική πράξη και πρακτική αντί σε παράγοντα ετεροκαθορισμένης ρουτινοποίησης. 

Το πρόβλημα είναι ότι αυτό το εγχείρημα μετουσίωσης του τοπίου του αισθητού, του επιστητού, η μετουσίωση αυτής της σχέσης μας διέπεται και αυτή από κανόνες για τη βιωσιμότητά της. Όπως έλεγε ο Μπρακ «όχι μόνο συγκίνηση αλλά και κανόνας». Και πέραν του κανόνα και της συγκίνησης υπάρχει μια αφαιρετική βιωματική στην οποία πρέπει να αναδειχθεί η φιλοσοφικότητα του ποιείν, του ποιήματος και του ποιητή.

Το εγχείρημα αυτό της μόχλευσης και της μετουσίωσης δεν είναι εγχείρημα μονήρες που η ποίηση ελεύθερη από κάθε σύμβαση και δέσμευση μπορεί να το επιχειρήσει. Χρειάζεται μια εναργής συνέργεια όλων των όψεων αναζήτησης της ελευθερίας του πνεύματος και της ψυχής απέναντι στον μηχανικισμό, απέναντι στον ετεροκαθοριστικό εργαλειακό αναγωγισμό. Η ποίηση κατ’ ουσίαν επιχειρεί να αποτελέσει μια μεταφυσική του λόγου, αλλά δεν μπορεί να ολοκληρώσει μόνη της αυτό το εγχείρημα – πρέπει να έχει σε αυτό μια βαθιά ψυχολογική εγκυρότητα, όπως αντίστοιχα και οι ιδεολογικές εκρήξεις και διεγέρσεις του ανθρώπου πρέπει  να έχουν μια διάρκεια στον χρόνο. Το πρόβλημα είναι πώς θα απελευθερωθούμε τελικά από το «δήθεν» αξιοποιώντας όμως ακόμα και το εγχείρημα του «δήθεν», γιατί και αυτό υπακούει σε κανόνα και ανάγκη.

Πιστεύουμε ότι είμαστε στην αρχή για μια νέα αυγή της ποίησης, για ένα νέο χάραμα, αλλά για την ώρα βασιλεύει το λυκόφως, η αχλύς των παραισθήσεων και των φαντασμαγοριών. Ο άνθρωπος χρειάζεται μια νέα συμπληρωματική αυτοπραγμάτωση στη σύγχρονη καταναλωτική, κοινωνιοθεαματική και τεχνολογική ταυτότητά του. Χρειάζεται κάτι που να τον εμπνεύσει σε μια ανθρωπολογική αλλαγή, για να απελευθερωθεί από τα τυραννικά όρια, τις τυραννικές ρουτίνες της  ομηρίας του, της αυτοδέσμευσής του τελικά,  γιατί και εδώ έχουμε μια αυτοδέσμευση στο πολιτικό, το οικονομικό και το εργαλειακό σύστημα.

Η ποίηση δεν είναι ο μόνος δρόμος για αυτή την αλλαγή και όλοι οι δρόμοι συγκλίνουν, όσοι δρόμοι δηλαδή ενεργούν προς αυτή την αλλαγή. Το πρώτο, λοιπόν, μέλημα της ποίησης και των ποιητών είναι να ξαναδούν αυτούς τους δρόμους. Όταν ξεκίναγαν οι σουρεαλιστές, οι ντανταϊστές και άλλοι, είχανε σαφείς προσανατολισμούς και στίγμα σε σχέση με δρώμενα επίκαιρα. Ακόμη και το αρνητικό ρεύμα του φουτουρισμού υπό την έννοια μιας μοντέρνας αισιοδοξίας με όλη τη φασίζουσα δυναμική της είχε ένα στίγμα.

Σήμερα πριν από κάθε τι άλλο χρειάζεται μια νέα κοσμοθεώρηση και σε αυτή την κοινωνία του κοσμοθεωρητικού αναστοχασμού πρέπει να εμπλακούν ξανά οι ποιητές.      

Γιάννης Ζήσης, συγγραφέας

Πρώτη δημοσίευση: 21 Μαΐου 2015
Φωτογραφία: Γιάννης Ζήσης

(solon.org.gr)