ΖΩΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ, ΖΩΗ ΙΔΕΕΣ

ΑΠΟ ΤΗ ΦΥΣΙΚΗ ΣΤΗ ΜΕΤΑ-ΦΥΣΙΚΗ (του Αργύρη Νικολαΐδη)

Quantum Reality tree - Σόλων ΜΚΟ
image_pdfimage_print

Quantum Reality tree - Σόλων ΜΚΟΣας ευχαριστώ θερμά για την ευγενική πρόσκληση να συμμετάσχω στο συνέδριο με θέμα “Θεολογία και Σύγχρονη Φυσική”. Ο διάλογος ανάμεσα στην Επιστήμη και την Θεολογία συμπιέζεται ανάμεσα σε δύο οριακές αντιλήψεις

– Σύμφωνα με την πρώτη οριακή αντίληψη, οι μεν επιστήμονες διεκδικούν την καθαρότητα της επιστήμης, αποκλείοντας κάθε αναφορά στην μεταφυσική, ενώ οι θεολόγοι είναι στραμμένοι προς το “επέκεινα”, χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον “κόσμο τούτο”, το “ενθάδε”.


Κάτω απ’αυτούς τους όρους, ο διάλογος ανάμεσα στην Επιστήμη και την Θεολογία δεν έχει νόημα.

– Στη δεύτερη οριακή αντίληψη, ο διάλογος προσεγγίζεται ως έκφραση καλής θέλησης και προσέγγισης της άλλης πλευράς, οιονεί ως ανταλλαγή φιλοφρονήσεων.

Αυτό όμως που χρειαζόμαστε είναι να ανιχνεύσουμε τα θεμέλια του διαλόγου, να προχωρήσουμε στον διάλογο αναγνωρίζοντας την αυτονομία και την ετερότητα της κάθε μιας γνώσης. Από την μία πλευρά η Επιστήμη χρησιμοποιεί μία αναλυτική γλώσσα και η οιαδήποτε θεωρία πρέπει να επαληθευθεί από το πείραμα. Η επιστημονική γνώση είναι μία “αντικειμενικοποιημένη” γνώση, εννοώντας ότι μία επιστημονική θεωρία, πχ η θεωρία της βαρύτητας του Einstein, είναι αποδεκτή απ’όλους τους φυσικούς, σ’όλα τα πλάτη της γης. Από την άλλη πλευρά,η Θρησκεία και το θρησκευτικό συναίσθημα είναι βαθύτατα προσωπικά. Ακόμα και αν συμφωνήσουμε όλοι εδώ μέσα στην ύπαρξη του Θεού, είναι βέβαιο ότι υπάρχει μία πληθώρα διαφορετικών προσεγγίσεων του θείου. Η θεολογική γλώσσα είναι μία γλώσσα ποιητική, μεταφορική, και χρησιμοποιεί σημεία η σύμβολα που επιδέχονται πολλαπλές ερμηνείες. Η θρησκευτική εμπειρία, ας πάρουμε για παράδειγμα την προσευχή, είναι μία εμπειρία που δεν ποσοτικοποείται, δεν υπόκειται στην ανάλυση. Η Θεολογία ακόμη θέτει θέματα όπως η ηθική, ο σκοπός – τέλος, η ελεύθερη βούληση του ανθρώπου, θέματα που η επιστήμη δεν μπορεί να τα αναφέρει.

Υπάρχουν όμως θέματα που ενώ προέρχονται από την Επιστήμη, ξεπερνούν τα όρια της Επιστήμης, και μπορούν να αποτελέσουν τόπο συνάντησης ανάμεσα στην Επιστήμη, την Φιλοσοφία και την Θεολογία.

Για παράδειγμα, αν θεωρήσουμε την Επιστήμη ως ένα σημείον, ποια είναι η ερμηνεία του σημείου αυτού;

Ποια είναι η εικόνα του σύμπαντος, όπως αναδύεται από την σύγχρονη Κοσμολογία;

Η ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας, είναι κάτι που κατευθύνουμε, η μάλλον έχει ξεφύγει από τον έλεγχο μας;

Ποια είναι η σχέση του ανθρώπου με την φύση; Είμαστε κομμάτι, τμήμα της Φύσης, η μάλλον είμαστε απόμακροι της Φύσης;

Στο βάθος, το σημαντικό θέμα, είναι: Ποια είναι η σχέση του ανθρώπου με τη φύση και με αυτό που είναι πέραν της φύσης, με το μεταφυσικό, με το θείο;

Από την ιστορία γνωρίζουμε δύο σημαντικές προτάσεις

Η πρώτη πρόταση είναι η αρχαιοελληνική πρόταση, την οφείλουμε στους Ιωνες του 6ου αιώνα πΧ. Για τους Ιωνες, στη φύση συναντάμε τον λόγο, και μπορούμε να κατανοήσουμε τον κόσμο χάρις στον λόγο. Πίσω από την διαφορετικότητα και την πολυπλοκότητα, τις αέναες μεταβολές, οι Ιωνες φιλόσοφοι αναζήτησαν την ενότητα του κόσμου, το σταθερό και αμετάβλητο στοιχείο που συνέχει τον κόσμο. Για πρώτη φορά εμφανίστηκαν οι δύο πόλοι που διαμόρφωσαν την ανθρώπινη σκέψη, το γίγνεσθαι και το είναι, και οι Ιωνες προσπάθησαν να διακρίνουν πίσω από το γίγνεσθαι το είναι, την οντολογική αρχή όλων των πραγμάτων. Η ελληνική πρόταση για τη φύση και τη σχέση μας με τη φύση, αποτέλεσε το θεμέλιο για την ανάπτυξη της επιστήμης. Μπορούμε όμως σήμερα να σταθούμε και στις αδυναμίες της ελληνικής προσέγγισης. Στην ελληνική σκέψη συναντάμε την ιεροποίηση της φύσης. Η φύση η ίδια έχει μία ιερή διάσταση, είναι η πηγή της τελειότητας, της αρμονίας, του λόγου, και ο άνθρωπος, σε σχετικά υποδεέστερη θέση σε σύγκριση με τη φύση, οφείλει να εμπνέεται απ” αυτή την τελειότητα. Αυτή η ιεροποίηση της Φύσης, επιτρέπει στον άνθρωπο την θέαση και την θεώρηση της φύσης, τον αποτρέπει όμως να διεξάγει πείραμα με αντικείμενο την φύση.

Η δεύτερη προσέγγιση αναπτύχθηκε στην Ευρώπη τον 17ο αιώνα και αποτελεί το θεμέλιο της αυτονομίας της επιστημονικής σκέψης. Στηρίζεται πάνω στις καρτεσιανές προτάσεις, όπου η φύση και η ύλη εμφανίζεται ως αδρανής και με μόνη ιδιότητα την έκταση (resextensa). Από την άλλη μεριά το υποκείμενο, ο άνθρωπος, ορίζεται μέσα από τη γνωστική του δράση, το cogito, αποτελεί το rescogitans, και εγείρεται ως κυρίαρχος απέναντι στο αντικείμενο, την ύλη. Μέσα απ’αυτήν την μήτρα γεννήθηκε η νεώτερη Επιστήμη, η οποία, σύμφωνα με τον Γαλιλαίο, έχει το δικαίωμα να «πετσοκόψει την φύση και να της αποσπάσει τα μυστικά της» (είναι μία έντονη φράση που δεν θα μπορούσε να προφέρει ένας Ελληνας). Σε παραπλήσιο πνεύμα ο Kant θεωρεί ότι θα πρέπει να απευθύνουμε ερωτήσεις προς την φύση, με τον τρόπο που ένας δικαστής διεξάγει μία ανάκριση. (Η φύση στα πλαίσια της νεωτερικότητας ευρίσκεται σε μία εξαιρετικά δυσχερή θέση.)

Η σχέση φύσης-ανθρώπου, στα πλαίσια της δυτικής σκέψης και της δυτικής πρακτικής, πήρε μία άλλη διάσταση τους δύο τελευταίους αιώνες, μέσα από την ανάπτυξη της τεχνικής και της τεχνολογίας. Μέσα από την τεχνολογία επεβλήθη η πλήρης κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στη φύση, έχοντας σαν άμεση συνέπεια το γνωστό μας οικολογικό πρόβλημα. Ο Heidegger επισήμανε μάλιστα τον κίνδυνο, λόγω της ανάπτυξης της τεχνικής, της εργαλειοποίησης της φύσης και του ανθρώπου.

Και τα δύο παραδείγματα, και το παγανιστικό παράδειγμα και το παράδειγμα της νεωτερικής εποχής είναι παραδείγματα κυριαρχίας . Στο παγανιστικό παράδειγμα έχουμε την κυριαρχία της φύσης πάνω στον άνθρωπο, ενώ στο νεωτερικό παράδειγμα έχουμε την κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στη φύση. Με τους δύο πόλους καθορισμένους με σαφήνεια, η φύση απέναντι στον άνθρωπο, η αντίστροφα, μπορούμε να διερευνήσουμε μία τρίτη επιλογή, ένα μοντέλο όπου η φύση και ο άνθρωπος αλληλεπιδρούν και επηρεάζουν ο ένας τον άλλο. Σ” αυτή την προσέγγιση η έμφαση δεν είναι στο υποκείμενο, προσπαθούμε να αποφύγουμε αυτό που αποκαλείται «μονισμός του υποκειμένου», αλλά στη σχέση, στη σχέση που φέρνει κοντά σε επι-κοινωνία και κοινωνία τις διαφορετικές οντότητες. Η σχέση αυτή είναι τόσο ισχυρή, ώστε είναι αδιανόητο να θεωρήσουμε τις διάφορες οντότητες ως απομονωμένα υποκείμενα. Μάλλον ακριβώς ανάποδα, η σχέση η ίδια και η αλληλεπίδραση, καθορίζουν την ύπαρξη του υποκειμένου.

Προσεγγίζοντας μία Οντολογία της σχέσης, οφείλουμε να σταθούμε στο πολύ σημαντικό έργο του Μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα «Το Είναι ως Κοινωνία» (το βιβλίο υπάρχει στα αγγλικά με τον τίτλο «Being as Communion»). Στο βιβλίο αυτό η ίδια η αρχή της σχέσης θεμελιώνεται στον Θεό, και η σχέση αποτελεί το πρωτεύον οντολογικό κατηγόρημα του Θεού. Διαβάζω από το βιβλίο, σε δική μου μετάφραση:

Τίποτε που υπάρχει δεν νοείται ως εαυτό, ως ατομική οντότητα, σαν το τόδε τι του Αριστοτέλη, αφού και ο Θεός ο ίδιος υπάρχει χάρις σ” ένα γεγονός κοινωνίας ….. είναι η κοινωνία η οποία δίνει την δυνατότητα στα όντα να υπάρχουν

Και σ΄ ένα άλλο σημείο

Η φράση «Ο Θεός αγάπη εστί», σημαίνει ότι ο Θεός υπάρχει ως Τριάδα, δηλαδή ως πρόσωπον. Η αγάπη δεν είναι μία «ιδιότητα» του Θεού, αλλά συστήνει την ίδια την ουσία Του, είναι αυτό που καθιστά τον Θεό αυτό που είναι, τον ένα Θεό.

Η ερώτηση τότε είναι αναπόφευκτη και πιεστική:

Πως η σχεσιακότητα του Θεού (το γεγονός ότι ο Θεός υπάρχει ως σχέση) και Δημιουργού του Σύμπαντος, αντανακλάται και ενσωματώνεται στη Δημιουργία;

Προφανώς δεν θα μπορέσουμε να δώσουμε σαφή και μονοσήμαντη απάντηση. Μπορούμε όμως να διερευνήσουμε το θέμα, εστιάζοντας την προσοχή μας στην σύγχρονη Επιστήμη. Λόγω έλλειψης χρόνου θα σταθώ στην Κβαντική Μηχανική, που αποτελεί την μεγάλη επανάσταση του 20ου αιώνα, και στο θεώρημα του Godel.

Η Κβαντική Μηχανική έρχεται σε πλήρη ρήξη με τους κανόνες της Κλασσικής Μηχανικής. Στη Κλασσική Μηχανική το σωματίδιο εντοπίζεται στο χώρο (το «resextensa» του Descartes), ενώ το κβαντικό σωματίδιο είναι παντού στον χώρο. Η παρατήρηση του σωματιδίου επηρεάζει το σωματίδιο, η γνωστή αρχή της αβεβαιότητας του Heisenberg.

Ακόμα πιο έντονα, η κβαντική εμπλοκή φέρνει σε άμεση συνάφεια σωματίδια, που βρίσκονται σε μεγάλες χωρικές αποστάσεις.

Ήδη από το 1936 o von Neumann και ο Birkhoff υπέδειξαν ότι η Κβαντική Μηχανική δεν είναι συμβατή με την άλγεβρα του Boole. Αν σκεφτούμε ότι η άλγεβρα του Boole είναι η μαθηματική διατύπωση της Αριστοτελικής λογικής, αυτό σημαίνει ότι η Κβαντική Μηχανική απορρίπτει την λογική του Αριστοτέλη. Πρόσφατα, το 2009, δείξαμε ότι η λογική των σχέσεων, μία λογική που διατύπωσε ο C. S. Peirceτο 1880, μπορεί να αποτελέσει το θεμέλιο της Κβαντικής Μηχανικής. Στα πλαίσια αυτής της λογικής, η σχέση αποτελεί την θεμελιώδη, πρωτογενή έννοια και τα πάντα εκφράζονται μέσω σχέσεων. Δείξαμε ακόμη ότι η λογική των σχέσεων μας οδηγεί στην θεωρία των χορδών και συνακόλουθα εντοπίσαμε μία κρυφή συγγένεια ανάμεσα στην Κβαντική Μηχανική και την θεωρία των χορδών.

Το αναλυτικό μοντέλο πλήγηκε ακόμα καίρια από τις εξελίξεις στον χώρο των Μαθηματικών. Το όνειρο του Hilbert ήταν να αποκαθάρη τα μαθηματικά από κάθε εσωτερική αντίφαση η αντινομία, να διαχωρίσει τα μαθηματικά από τα μεταμαθηματικά. Ο Godel, στο ομώνυμο θεώρημα, που θεωρείται μία από τις πιο λαμπρές σελίδες των μαθηματικών του 20ου αιώνα, απέδειξε το άτοπο του εγχειρήματος. Συναντάμε πλέον στα μαθηματικά μη αποκρίσιμες προτάσεις, προτάσεις δηλαδή που δεν μπορούμε να καταχωρήσουμε ως ψευδείς η αληθείς. Η διχοτομία ανάμεσα σε αληθείς η ψευδείς προτάσεις δεν υπάρχει, και για πρώτη φορά εισάγεται στα μαθηματικά μία ιδιάζουσα αποφατικότητα. Οι αληθείς προτάσεις υπερβαίνουν σε αριθμό τις αποδεδειγμένες προτάσεις και η ήπειρος της αλήθειας δεν μπορεί να χαρτογραφηθεί μόνο με την αναλυτική, αξιωματική μέθοδο. Ένα τυποποιημένο σύστημα αν είναι συνεπές, δεν θα είναι πλήρες, και αν είναι πλήρες δεν θα είναι συνεπές.

Η επιστήμη του 20ου αιώνα μας παραπέμπει σ” ένα παράδειγμα τελείως διαφορετικό από το μηχανιστικό μοντέλο της Κλασικής Φυσικής. Στο καινούργιο παράδειγμα η φύση αναδεικνύεται ως σχέση, και η καινούργια προσέγγιση συνδιαλέγεται με την παλαιά σοφία της πατερικής παράδοσης.

Σύμφωνα με τον Διονύσιο Αεροπαγίτη, οι δημιουργικές ενέργειες του Θεού μπορούν να γίνουν αντιληπτές από τον άνθρωπο μελετώντας την «πάντων των όντων διάταξις». Η αλήθεια συνεπώς δεν έγκειται μέσα στα όντα, αλλά στη διάταξη τους, τον τρόπο που τα όντα υπάρχουν και σχετίζονται μεταξύ τους. Αυτή η διάταξις είναι η «εικόνα» του «θείου παραδείγματος». Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, δίνοντας έμφαση στον «τρόπο υπάρξεως», υπογράμμισε την σπουδαιότητα της σχέσης, για γνωσεολογικούς και οντολογικούς λόγους. Ο εγγενής και συνάμα υπερβατικός χαρακτήρας της φύσης παρουσιάζεται έντονα στον Αγιο Μάξιμο: ο άνθρωπος, εισερχόμενος στον κόσμο του νοητού, διερευνά τους λόγους των όντων, και στη συνέχεια ενοποιεί όλους τους λόγους στον ένα Λόγο. Η φύση εμφανίζεται ως ο «άλογος λόγος» (είναι ο ορισμός του Ωριγένη, ο λόγος που δεν μπορεί να μιλήσει), η ως ο «άσαρκος λόγος», σε ευθεία σύγκριση με το «σαρκωμένο Λόγο» (που αποτελεί το κέντρο, την ουσία, και το θεμέλιο της χριστιανικής πίστης).

Φθάνουμε στο συμπέρασμα ότι στη πράξη αναπτύσσεται ένας συνεχής διάλογος ανάμεσα στον ανθρώπινο λόγο και τον Θείο Λόγο. Δίπλα στη δημιουργία, ο άνθρωπος αναπτύσσει ένα ολόκληρο σύμπαν αποτελούμενο από σημεία, και κατ” αυτόν τον τρόπο γίνεται συν-δημιουργός του κόσμου. Η με τα λόγια του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης: Ο άνθρωπος που είναι η εικόνα του Θεού, πρέπει να προσπαθήσει ώστε η φύση να γίνει «η εικόνα της εικόνας», δηλ. να εξανθρωπίσει την φύση. Την βαθύτατη σχέση και συγγένεια ανάμεσα στον κόσμο και τον άνθρωπο υπογραμμίζει με τον καλύτερο τρόπο ο Άγιος Μάξιμος: ο άνθρωπος είναι ένας μικρό-κοσμος και ο κόσμος είναι ένας μακρο-άνθρωπος. Βλέπουμε πόσο η πατερική σκέψη, για την φύση και την σχέση μας με την φύση, απέχει από το είδωλο της κυριαρχίας που μας προσφέρεται στις δύο εκδοχές, την παγανιστική και την νεωτερική. Και ανακαλύπτουμε ότι ο άνθρωπος, όντας κομμάτι της φύσης, την υπερβαίνει, όχι για να ασκήσει την ηγεμονία του απέναντι στη φύση, αλλά για να πεί το νόημα της και να αποτελέσει την συνείδηση της.

Και ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης δίνει όλη την εμβέλεια του εγχειρήματος: η μίξη του αισθητού με το νοητό, ως να συνεπαίρνεται το γήινον με το θείον.

«Η κατά θείαν σοφίαν μίξις τε και ανάκρασις του αισθητού προς το νοητόν ………… ως αν συνεπαρθείη τω θείω το γήϊνον»

Μία βασική πλευρά της Ορθόδοξης Θεολογίας είναι η διάκριση ανάμεσα στη Θεία ουσία και τις Θείες ενέργειες, όπως προτάθηκε από τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά. Η διάκριση αυτή επιτρέπει το σύμπαν να είναι η εκδήλωση της Θείας ενέργειας, διατηρώντας συνάμα το οντολογικό χάσμα ανάμεσα στο σύμπαν και τον Θεό. Η παλαμική πρόταση μπορεί να αποτελέσει το θεμέλιο για μια καινούργια επιστημολογία, όπου η γνώση θα εδράζεται στις εν-έργειες, στις δράσεις, στις αλληλεπιδράσεις και όχι στην αναζήτηση της ουσίας. Μια τέτοια επιστημολογία θα είχε ως υπόβαθρο μία οντολογία σχέσης και όχι την οντολογία της ουσίας που συναντάμε κατά κόρον στην δυτική-ευρωπαϊκή σκέψη. (Σας θυμίζω ότι το 2007 είχε γίνει ένα διπλό συνέδριο στη Βενετία και Θεσσαλονίκη, με αντικείμενο τη θεολογία του Παλαμά σαν ένα καινούργιο τρόπο προσέγγισης της ετερότητας, της ηθικής και της κβαντικής μηχανικής, και είμαστε στο τελευταίο στάδιο για να βγάλουμε τα πρακτικά του συνεδρίου).

* Ο Αργύρης Νικολαΐδης είναι Καθηγητής Τμήματος Φυσικής στο ΑΠΘ). Το κείμενο είναι εισήγηση στο διεθνές συνέδριο: “Θεολογία και Σύγχρονη Φυσική: Ο άνθρωπος ανάμεσα στο μυστήριο του Θεού και το μυστήριο του Σύμπαντος”.  Πρώτη ανάρτηση Θεολογικά Δρώμενα, blogs.auth.gr/moschosg


Πηγή
Ιδεότοπος, ideotopos.gr

Φωτογραφία: commons.wikimedia.org, Julian Voss-Andreae

Σχετικά άρθρα