ΖΩΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ, ΖΩΗ ΙΔΕΕΣ

Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΛΛΗΓΕΓΓΥΗ ΩΣ ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΤΑΓΗ (του Σπύρου Μανουσέλη)

solidarity efsyn manouselis - Σόλων ΜΚΟ
image_pdfimage_print

solidarity efsyn manouselis - Σόλων ΜΚΟΤι ακριβώς συμβαίνει μέσα μας, όταν π.χ. βλέπουμε ένα αγαπημένο μας πρόσωπο να σφαδάζει από τον πόνο ή ένα παιδάκι να κλαίει απαρηγόρητο; 

Αν το καλοσκεφτούμε, διαπιστώνουμε ότι όχι απλώς «αντιλαμβανόμαστε», δηλαδή επεξεργαζόμαστε συνειδητά τον πόνο τους, αλλά, ώς έναν βαθμό, «βιώνουμε» προσωπικά και σχεδόν σωματικά τον πόνο τους. Πώς όμως είναι δυνατόν να βιώνουμε ή να μοιραζόμαστε τα συναισθήματα ενός τρίτου προσώπου;


Αυτή η μυστηριώδης και, μέχρι πρόσφατα, υποτιμημένη ικανότητά μας, η οποία περιγράφεται από τους ειδικούς ως «ενσυναίσθηση» (empathy), αποτελεί πλέον αντικείμενο συστηματικής μελέτης των επιστημών του εγκεφάλου.

Ετσι, αρχίσαμε σταδιακά να συνειδητοποιούμε ότι το νευροβιολογικό ρίζωμα και κυρίως οι βιοψυχολογικές λειτουργίες της ενσυναίσθησης ίσως αποτελούν τις αναγκαίες (αν και συστηματικά παραγνωρισμένες) προϋποθέσεις της κοινωνικότητάς μας. Διότι βέβαια η κοινωνική μας ζωή, αντίθετα με ό,τι ισχυρίζονται κάποια νεοφιλελεύθερα ιδεολογήματα του συρμού, δεν μπορεί να στηρίζεται αποκλειστικά στην τυφλή ιδιοτέλεια και στον αιμοσταγή ανταγωνισμό.

Τα πιο ευγενή μας συναισθήματα -η συμπόνια, ο αλτρουισμός, η φιλαλληλία, ακόμη και η αγάπη- εξαρτώνται από την ιδιαίτερα αναπτυγμένη ικανότητα του είδους μας για «ενσυναίσθηση». Αυτή η μη συνειδητή ικανότητα, προϊόν μιας μακράς εξελικτικής πορείας, αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση όχι μόνο μιας ισορροπημένης κοινωνικά ζωής αλλά και της επιβίωσής μας ως είδους.

manouselis spyros-172x230Γράφει ο Σπύρος Μανουσέλης

Το ότι οι άνθρωποι -αλλά και τα περισσότερα θηλαστικά- μπορούν να αντιλαμβάνονται, να συναισθάνονται και να εσωτερικεύουν βιωματικά τα αισθήματα της χαράς, της λύπης ή του πόνου που αισθάνεται ένας άλλος οργανισμός, αποτελεί ίσως μια κοινότοπη διαπίστωση που, ωστόσο, επιβεβαιώνεται από την καθημερινή μας εμπειρία.

Πολύ λιγότερο κοινότοπη αποδεικνύεται η εξήγηση των βιοψυχολογικών μηχανισμών πάνω στις οποίες βασίζεται αυτή η σχεδόν μαγική ικανότητά μας να αναγνωρίζουμε, και κυρίως να βιώνουμε σε πρώτο πρόσωπο τις «αλλότριες» εμπειρίες ενός τρίτου προσώπου.

Στο προηγούμενο άρθρο μας (βλ. «Εφ.Συν.», 10.05.2014) παρουσιάσαμε τις πρώτες έρευνες πάνω στους «νευρώνες-κάτοπτρα», οι οποίες μας αποκαλύπτουν πώς η θέα και μόνο του πόνου των άλλων ενεργοποιεί στον εγκέφαλό μας συγκεκριμένα νευρωνικά κυκλώματα, τα οποία μας επιτρέπουν να βιώνουμε προσωπικά το συναίσθημα πόνου των άλλων, μολονότι στο σώμα μας δεν ασκούνται τα «πραγματικά» αίτια του πόνου. Αραγε, οι νευρώνες-κάτοπτρα επαρκούν, από μόνοι τους, για να εξηγήσουν τα περίπλοκα φαινόμενα της ενσυναίσθησης και της κοινωνικής αλληλεγγύης;

Από τη φυσική ιστορία στη νευροβιολογία της ενσυναίσθησης
Ο άνθρωπος δεν είναι το μοναδικό ζωικό είδος που έχει την ικανότητα να συναισθάνεται τους άλλους και να κοινοποιεί τα αισθήματά του. Τα περισσότερα κοινωνικά ζώα, και κυρίως τα θηλαστικά, διαθέτουν τις αναγκαίες νευρολογικές υποδομές για την εξυπηρέτηση των κοινωνικών τους αναγκών. Γεγονός που το είχε αναγνωρίσει και διερευνήσει ο Δαρβίνος ήδη από τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα στο περίφημο βιβλίο του «Η καταγωγή του ανθρώπου».

Σε αυτό το βιβλίο ο πατέρας της σύγχρονης εξελικτικής θεωρίας περιέγραψε με σχετική ακρίβεια την εντυπωσιακή ικανότητα πολλών θηλαστικών να αντιλαμβάνονται τις συγκινήσεις και τα συναισθήματα των άλλων ζώων. Ο Δαρβίνος, μάλιστα, αποκαλούσε την ικανότητα αυτή «αίσθημα συμπάθειας», ό,τι δηλαδή σήμερα οι ειδικοί αποκαλούν «ενσυναίσθηση»! Αυτή η φαινομενικά ασήμαντη αλλαγή ορολογίας, η μετατόπιση δηλαδή από τη συμπάθεια (sympathy) στην ενσυναίσθηση (empathy), αποτελεί στην πραγματικότητα ένα μεγάλο επιστημονικό άλμα.

Το σημαντικό, πάντως, είναι ότι ήδη από την εποχή του Δαρβίνου ήταν σαφές πως η σταδιακή εξέλιξη των κατάλληλων εγκεφαλικών δομών είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για την εμφάνιση των πιο σύνθετων συναισθηματικών ή νοητικών λειτουργιών. Ισχύει όμως και το αντίστροφο: καμία ουσιαστική πρόοδος στην κατανόηση της εξέλιξης των σύνθετων νοητικών-συναισθηματικών λειτουργιών δεν είναι εφικτή όσο θα αγνοούμε τις πραγματικές βιολογικές-κοινωνικές προϋποθέσεις τους.

Δυστυχώς, χρειάστηκε να περάσει πάνω από ένας αιώνας μέχρι οι ειδικοί να λύσουν αυτόν τον γνωσιολογικό γρίφο και να αρχίσουν να διερευνούν τις βιολογικές προϋποθέσεις αλλά και τις περιβαλλοντικές ή κοινωνικές αναγκαιότητες που οδήγησαν εξελικτικά στην ανάδυση αυτών των εγκεφαλικών ικανοτήτων.

Σε ό,τι αφορά ειδικότερα την ανάδυση της ενσυναίσθησης, χάρη στις νέες νευροαπεικονιστικές μεθόδους θεωρείται πλέον επαρκώς επιβεβαιωμένο ότι εμπλέκονται διάφορες εγκεφαλικές δομές: από τις υποφλοιώδεις δομές, όπως είναι η νήσος, η αμυγδαλή και η υπόφυση (μεταιχμιακό σύστημα), μέχρι τις ανώτερες λειτουργικά δομές του σωματοαισθητικού και του προμετωπιαίου φλοιού.

Και σαν να μην έφταναν αυτές οι δομές του κεντρικού νευρικού συστήματος, εμπλέκονται άμεσα και πολλές δομές του αυτόνομου και ειδικότερα του παρασυμπαθητικού νευρικού συστήματος. Μάλιστα, μια πιο πρόσφατη αλλά σημαντική έρευνα έδειξε ότι τα εγκεφαλικά κυκλώματα της ενσυναίσθησης κάθε ατόμου μετατοπίζονται ανάλογα με την ηλικία!

Πολύ συνοπτικά, διαπίστωσαν ότι στα παιδιά και τους εφήβους η ενσυναίσθηση προκύπτει κυρίως από την ενεργοποίηση της αμυγδαλής, της νήσου, και του κογχο-μετωπιαίου φλοιού, εγκεφαλικές δομές που διαμορφώνουν ταχύτατα μια αυτόματη και μάλλον συναισθηματική εσωτερίκευση των εξωτερικών ερεθισμάτων. Αντίθετα, στους ενήλικες παρατηρείται η ενεργοποίηση κυρίως ευρύτερων και περισσότερων δομών του προμετωπιαίου φλοιού, που είναι η έδρα της έλλογης σκέψης, και άρα μια μετατόπιση προς τη μεγαλύτερη γνωστική και μνημονική επεξεργασία των απαντήσεων ενσυναίσθησης.

Οσο για τον ρόλο των νευρώνων-κατόπτρων, αυτός θεωρείται βέβαια απαραίτητος και αποφασιστικός για την πυροδότηση των πολύπλοκων διεργασιών της ενσυναίσθησης αλλά όχι και επαρκής για την ολοκλήρωσή τους. Η προσπάθεια να εντοπισθεί η ενσυναίσθηση σε ορισμένες μόνο δομές ή νευρωνικά μικροκυκλώματα, ενώ είναι απολύτως θεμιτή από μεθοδολογικής απόψεως, φαίνεται σήμερα μάλλον περιοριστική ως εξήγηση για ένα τόσο σύνθετο φαινόμενο.

Τα εγωιστικά γονίδια και οι αλτρουιστικοί εγκέφαλοι
Τα κοινά ανατομικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά όλων των οργανισμών που ανήκουν στο είδος μας (Homo sapiens) βασίζονται προφανώς στην κοινή γονιδιακή κληρονομιά που όλοι μοιραζόμαστε ως ανθρώπινα όντα. Και αυτή η κοινή γενετική κληρονομιά μας οφείλεται προφανώς στην κοινή καταγωγή και εξέλιξη όλων των τυπικά ανθρώπινων γονιδιωμάτων.

Αν, λοιπόν, σε τελευταία ανάλυση, τα γονίδια ευθύνονται για τη βιολογική ταυτότητα των ανθρώπων, και οι άνθρωποι συλλογικά συγκροτούν τις κοινωνίες, τότε στα γονίδια (και μόνο σε αυτά!) πρέπει να αναζητήσουμε την εξήγηση κάθε ανθρώπινης κοινωνικής συμπεριφοράς, όσο περίπλοκη κι αν μας φαίνεται.

Σε αυτόν τον φαινομενικά άψογο αναγωγιστικό συλλογισμό στηρίχθηκε από τα μέσα του εικοστού αιώνα το ερευνητικό πρόγραμμα της μοριακής βιολογίας, το οποίο χάρη στις μεγάλες επιτυχίες του αποτέλεσε επί πολλές δεκαετίες το κυρίαρχο παράδειγμα και επηρέασε αποφασιστικά -και εξακολουθεί να επηρεάζει!- τις εξελίξεις σε όλες σχεδόν τις επιστήμες της ζωής.

Ωστόσο, όπως διαπιστώθηκε εμπειρικά, αυτός ο αναγωγιστικός συλλογισμός υποκρύπτει επιμελώς ορισμένα λογικά άλματα. Για παράδειγμα, αν πράγματι η γενετική ενότητα αλλά και η ισότητα όλων των ανθρώπινων όντων εξαρτάται αποκλειστικά από τα κοινά τους γονίδια, τότε πώς εξηγείται η μεγάλη ποικιλομορφία του είδους μας, αλλά και η βιοψυχολογική μοναδικότητα κάθε ανθρώπινου όντος;

Η απάντηση σε αυτό το αποφασιστικό ερώτημα εξαρτάται από το ποια οπτική γωνία υιοθετεί κανείς, την αναγωγιστική ή την ολιστική. Η πρώτη προσέγγιση διατείνεται ότι ο «γονότυπος», δηλαδή το σύνολο των γονιδίων ενός οργανισμού, καθορίζει τον «φαινότυπο», δηλαδή το σύνολο των ανατομικών και των συμπεριφορικών χαρακτηριστικών του οργανισμού. Η ολιστική προσέγγιση, αντίθετα, υποστηρίζει ότι ο γονότυπος συνδιαμορφώνει μαζί με το περιβάλλον τον φαινότυπο. Πάντως, η δυσκολία να απαντήσουμε μας προϊδεάζει για το πόσο περίπλοκες είναι οι σχέσεις που υπάρχουν ανάμεσα στα γονίδια και τη συμπεριφορά.

Η ανακάλυψη των περίπλοκων εξελικτικών μηχανισμών, και ειδικότερα των βρόχων ανάδρασης που συνδέουν την έκφραση συγκεκριμένων γονιδίων με την κοινωνική συμπεριφορά κάθε οργανισμού, αποτέλεσε τον στόχο ενός νέου, εξαιρετικά φιλόδοξου ερευνητικού προγράμματος που, μάλλον πρόωρα και προκλητικά, βαφτίστηκε «Κοινωνιοβιολογία», και ο οποίος πιο πρόσφατα μετεξελίχθηκε σε Εξελικτική Ψυχολογία.

Οι κοινωνιοβιολόγοι, βασιζόμενοι στις μέχρι τότε κατακτήσεις της γενετικής των πληθυσμών και κυρίως στις καλά εδραιωμένες εξελικτικές θεωρίες της νέας εξελικτικής σύνθεσης (νεοδαρβινισμός), πίστεψαν ότι διέθεταν επαρκή θεωρητικά και ερευνητικά εργαλεία για να πραγματοποιήσουν ένα νέο και αποφασιστικό βήμα: να εξηγήσουν με αυστηρά βιολογικούς όρους την πολύπλοκη κοινωνική συμπεριφορά σχεδόν όλων των έμβιων οργανισμών, από τα μυρμήγκια και τις μέλισσες μέχρι τους ανθρώπους!

Ειδικότερα σε ό,τι αφορά την κοινωνική αλληλεγγύη, τον αλτρουισμό και τη συνεργασία, δύο βιολόγοι, ο Αμερικανός Τζορτζ Γουίλιαμς (George Williams) και ο Βρετανός Γουίλιαμ Χάμιλτον (William Hamilton) πρότειναν κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1960 μια περίεργη γονιδιοκεντρική θεωρία: αυτές οι φαινομενικά ανιδιοτελείς κοινωνικές εκδηλώσεις είναι στην πραγματικότητα η «σατανική» στρατηγική που υιοθετούν τα ιδιοτελή γονίδια των οργανισμών προκειμένου να αναπαραχθούν.

Από τη σκοπιά, λοιπόν, των γονιδίων, τόσο ο συγκινητικός αλτρουισμός όσο και η φαινομενικά ανιδιοτελής αλληλεγγύη που εκδηλώνουν τα μέλη μιας κοινωνικής ομάδας (ζωικής ή ανθρώπινης, αδιάφορο) δεν είναι τίποτα άλλο από συγκαλυμμένη αναπαραγωγική ιδιοτέλεια και γονιδιακός εγωισμός! Η νέα επιστημονικοφανής «εξήγηση» συνοψίστηκε θαυμάσια στον τίτλο-σύνθημα του βιβλίου «Το εγωιστικό γονίδιο» του Ρίτσαρντ Ντόκινς (Richard Dawkins), ο οποίος έμελλε να αποδειχτεί ο μεγαλύτερος εκλαϊκευτής και προπαγανδιστής αυτών των ιδεών.

Εχουν διατυπωθεί πολλές τόσο επιστημονικές όσο και κοινωνικοπολιτικές αντιρρήσεις σε αυτήν την αναγωγιστική προσέγγιση. Και είναι αξιοσημείωτο το ότι σε αυτήν την επιστημονική θεωρία συνοψίζονται και εκφράζονται υπόρρητα οι νεοφιλελεύθερες αξίες και οι ιδιοτελείς οικονομικές επιταγές της εποχής μας.

Αν η βιολογική εξέλιξη μέσω της φυσικής επιλογής δεν είναι τελεολογική, δηλαδή δεν αποτελεί προϊόν ενός σκόπιμου σχεδιασμού από τον Θεό ή τη φύση, τότε και ο ανθρώπινος εγκέφαλος δεν είναι προϊόν σχεδιασμού. Τόσο οι κοινωνιοβιολόγοι όσο και οι εξελικτικοί ψυχολόγοι αντιστρέφουν αυτές τις επιβεβαιωμένες επιστημονικές προκείμενες όταν αποδίδουν στα γονίδια ή στη φυσική επιλογή σχεδιαστικές προθέσεις.

Σε μια εποχή γενικευμένης κοινωνικής κατάρρευσης και συστηματικής απαξίωσης των διαφωτιστικών ιδεών της κοινωνικής δημοκρατίας και της ελευθερίας, μόνο η ενσυναίσθηση και η κοινωνική αλληλεγγύη, προϊόντα των φύσει αλτρουιστικών εγκεφάλων μας, μπορούν να εγγυηθούν ένα βιώσιμο μέλλον για το είδος μας.

……………………………………………………………………………………

Η ενσυναίσθηση στον κόσμο των ζώων

solidarity efsyn manouselis 2Ο άνθρωπος, όπως είπαμε, δεν είναι το μοναδικό ζωικό είδος που έχει την ικανότητα να συναισθάνεται τους άλλους και να κοινοποιεί τα αισθήματά του. Πλήθος ηθολογικών ερευνών (η ηθολογία μελετά τις βιολογικές προϋποθέσεις και τα αίτια της συμπεριφοράς των ζωών) επιβεβαιώνουν ότι μια πιο απλή μορφή ενσυναίσθησης υπάρχει σε όλα τα θηλαστικά. Κάτι που, όπως είπαμε, το είχε διαπιστώσει και ο Δαρβίνος. Εξάλλου, την ύπαρξη των νευρώνων-κατόπτρων, οι οποίοι επιτρέπουν την ανάδυση πολύπλοκων συμπεριφορών όπως η ενσυναίσθηση και η κοινωνική αλληλεγγύη, την είχαν ανακαλύψει πρώτα στους πιθήκους και κατόπιν στους ανθρώπους. Σήμερα θεωρείται βέβαιο ότι όλα τα πρωτεύοντα θηλαστικά διαθέτουν τους απαραίτητους εγκεφαλικούς μηχανισμούς για την εκδήλωση αλτρουιστικών συμπεριφορών όπως η ενσυναίσθηση, η συμπόνια και η συμπάθεια για τους άλλους. Συμπεριφορές που ενώ σχετίζονται στενά μεταξύ τους, δεν προκύπτουν από τα ίδια νευρωνικά κυκλώματα.

Κάποια πειράματα μάλιστα υποδεικνύουν την παρουσία ενσυναίσθησης όχι μόνο στα ανώτερα θηλαστικά αλλά και στα κατώτερα. Σε διάφορα εργαστήρια ανά τον κόσμο εκπαίδευσαν ποντίκια να κερδίζουν την τροφή τους πιέζοντας έναν μοχλό. Οταν, όμως, η πίεση αυτού του μοχλού προκαλούσε οδύνη σε ένα δεύτερο ποντίκι, τότε τα συμπαθή τρωκτικά αρνούνταν να τον πατήσουν μολονότι κινδύνευαν να πεθάνουν από ασιτία.

Επιπλέον, με άλλα πειράματα διαπίστωσαν ότι σε όλα τα θηλαστικά οι συμπεριφορές ενσυναίσθησης και κοινωνικής αλληλεγγύης είναι ευθέως ανάλογες με την οικειότητα και τη συγγένεια που υπάρχει ανάμεσα στα άτομα που αλληλεπιδρούν ενσυναισθητικά!

Με άλλα λόγια, όσο μεγαλύτερη είναι η συναισθηματική προσέγγιση και οικειότητα τόσο μεγαλύτερη θα είναι και η ενσυναισθητική απόκριση. Ομως, αυτή η ικανότητα εξοικείωσης και συνταύτισης με τους άλλους εξαρτάται, με τη σειρά της, σε μεγάλο βαθμό από την ενσυναισθητική ευαισθησία.

Για πολλές δεκαετίες οι όποιες μελέτες για την ύπαρξη ενσυναίσθησης στο ζωικό βασίλειο είχαν συστηματικά υποβαθμιστεί ή και απαξιωθεί από τους συμπεριφοριστές ψυχολόγους. Σταδιακά, όμως, η μελέτη της ζωικής ενσυναίσθησης αποδείχθηκε η «βασιλική οδός» για την κατανόηση και της ανθρώπινης. Τελικά, η εγωκεντρική και μικρόψυχη αντίσταση απέναντι στην εξελικτική αναγκαιότητα να μοιραζόμαστε την ενσυναίσθηση με τα άλλα «κατώτερα» ζώα αποτελεί η ίδια τυπικό δείγμα χαμηλής ενσυναίσθησης.


Πηγή/φωτό: Η Εφημερίδα των Συντακτών, efsyn.gr