ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ, ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ & ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ, ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ & ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ

Η ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΕΦΗΒΟΙ (της Ιφιγένειας Μαστρογιάννη)

board - Σόλων ΜΚΟ
image_pdfimage_print

board - Σόλων ΜΚΟ

Η Ποίηση για τον αρχαίο κόσμο δεν ήταν μόνο καλλιτεχνική δημιουργία, αλλά δημιουργία ζωής, όπως την κηρύσσει ο Πλάτων στο Συμπόσιο. Οι αρχαίοι ποιητές δεν ήταν απλώς συνθέτες στίχων ωραίων, αλλά δημιουργοί, που ρύθμιζαν τη ζωή των συγχρόνων τους σύμφωνα με το ιδανικό στο οποίο αναφέρονταν. Ο λυτρωτικός της ρόλος και η παντοδυναμία της γλώσσας, όταν γίνεται λόγος ποιητικός, αναγνωρίζεται στον περίφημο ορισμό της τραγωδίας.


Για τους νέους η Ποίηση είχε παιδαγωγικό χαρακτήρα. Άγγιζε τις δημιουργικές δυνάμεις τους, τη φαντασία, το όνειρο και το συναίσθημά τους. Για τους εφήβους ιδιαίτερα, οι ποιητές ήταν δάσκαλοι.Τοις γαρ παιδαρίοισιν έστι διδάσκαλος όστις φράζει, τοις ηβώσιν δε ποιηταί (Αριστοφάνης). Με την εσωτερική τους αλήθεια μιλούσαν στην ψυχή τους κι έβαζαν μέτρο στην εκ φύσεως υπερβολή τους.

Η τεχνοκρατούμενη εποχή μας έχει παγώσει την ποιητική θέαση του κόσμου. Ο ποιητικός λόγος βρίσκεται σε κρίση και ο χώρος που διατίθεται για τα ποιητικά βιβλία είναι ελάχιστος. Κάποιοι ισχυρίζονται πως λιγότερο από όλους η ποίηση ενδιαφέρει τους εφήβους.

Κι όμως, πριν από δυο μήνες περίπου, σε μια συνάντηση δασκάλων, μια νεαρή φιλόλογος, διορισμένη σε λύκειο της δυτικής Αθήνας, είχε διαφορετική άποψη για τη στάση των εφήβων απέναντι στην Ποίηση: «Έπαψα να πιστεύω ότι οι έφηβοί μας είναι άμουσοι, ότι δεν ενδιαφέρονται για τη λογοτεχνία και την ποίηση».

Ο λόγος της είχε αφετηρία βιωματική. Αρχή της σχολικής χρονιάς και ανέλαβε να διδάξει Νέα Ελληνικά σε ένα τμήμα της Β’ τάξης. Η αναστάτωση όμως και η φασαρία που επικρατούσαν στην αίθουσα της διδασκαλίας ήταν τόση, ώστε η νεαρή δασκάλα ένιωσε ότι δεν είχε τη δύναμη ούτε τη δυνατότητα να αποκαταστήσει τη χαμένη αρμονία, και το προκαθορισμένο κύρος των δασκάλων δεν φαινόταν υπολογίσιμο στη συγκεκριμένη περίπτωση. Στεκόταν μπροστά στην έδρα ακίνητη. Δεν μιλούσε. Πάλευε να συγκρατήσει την ταραχή που την κυρίευε. Κάποια στιγμή, άνοιξε την τσάντα κι έβγαλε το βιβλίο. Το άνοιξε τυχαία στον «Τελευταίο σταθμό» του Σεφέρη. Άρχισε να διαβάζει. Το βούισμα του μελισσιού από κάτω έφτανε στ’ αυτιά της δυνατό, αλλά σιγά σιγά και όσο προχωρούσε η ανάγνωση γινόταν ολοένα και πιο μακρινό.

Ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας.

Στην τάξη είχε απλωθεί μια σιωπή που ήταν απόλυτη και ολοκληρωτική.

Σιωπές αγαπημένες της σελήνης…

Να μιλήσω για ήρωες, να μιλήσω για ήρωες: Ο Μιχάλης

που έφυγε μ’ ανοιχτές πληγές απ’ το νοσοκομείο

ίσως μιλούσε για ήρωες όταν, τη νύχτα εκείνη

που έσερνε το ποδάρι του μες στη συσκοτισμένη πολιτεία

ούρλιαζε ψηλαφώντας τον πόνο μας: «Στα σκοτεινά

πηγαίνουμε στα σκοτεινά προχωρούμε…»

Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.

 

Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσουν.

Η δασκάλα σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε τους μαθητές της. Η συγκίνηση που έβλεπε στο πρόσωπό τους ήταν ζωντανή, μπορούσε να την ψηλαφίσει. Τι είχε συμβεί; Τι ήταν εκείνο που επέδρασε στη φρενιασμένη εφηβική ορμή και τη μετέτρεψε σε προσήλωση; Τι είχε απηρεμήσει την ψυχή ακόμη και των πιο ζωηρών στην τάξη;

Η ποιητική υψηγορία του Σεφέρη τούς είχε κυριεύσει.

Οι έφηβοι έχουν τον δικό τους τρόπο να βλέπουν τον κόσμο και τη ζωή, να σκέφτονται, να αισθάνονται και να ενεργούν. Όσο πιο αληθινός είναι ο ποιητής, τόσο πιο πολύ τους πλησιάζει, γιατί οι νέοι αναζητούν στη ροή του χρόνου τον άνθρωπο και τον λόγο που είναι πρότυπο και έμβλημα, για να τον κάνουν σύμβολο των αναζητήσεών τους, της ελπίδας και των ονείρων τους. Αναζητούν το ερέθισμα που θα κεντρίσει το έμφυτο καλαισθητικό τους συναίσθημα, που υπαγορεύει τη λαχτάρα για το νόημα και την αρμονία του κόσμου. Η ψυχή τους είναι ένα με την αρμονία του κόσμου και αποβάλλουν σαν ξένο σώμα ό,τι δε συνταυτίζεται με αυτή. Το διάβασμα της Ποίησης στην εφηβεία είναι κανόνας.

Κι αν σήμερα η στάση του εφήβου στο σχολείο είναι παθητική, αρνητική ή και επιθετική ακόμη, αν το ενδιαφέρον του για τον ποιητικό λόγο φαίνεται περιορισμένο έως ανύπαρκτο, είναι γιατί το σχολείο, και ιδιαίτερα το λύκειο, έχει παραδώσει τον εαυτό του ολοκαύτωμα στο εξεταστικό σύστημα, θυσιάζοντας στον βωμό της στείρας νοησιαρχίας τη δημιουργική φαντασία του εφήβου, το συναίσθημα και τα όνειρά του. Είναι γιατί ο υλικός ευδαιμονισμός και η χρησιμοθηρία που έχει επιβάλει ακόμη και στο εκπαιδευτικό σύστημα ο πολιτισμός της εποχής δεν ευνοεί την επαφή του παιδιού με την τέχνη. Είναι γιατί οι δάσκαλοι, βασιζόμενοι σε έναν εμπειρισμό ανεπαρκή, παλεύουν να συσχηματίσουν την Τέχνη με την Επιστήμη. Η Τέχνη όμως δεν είναι Επιστήμη, ή μάλλον έχει ελάχιστη σχέση με αυτή. Είναι η τροφός της αρμονίας του κόσμου και, χωρίς αυτή, η ανθρωπότητα θα αγνοούσε το βαθύτερο νόημά της.

Οι έφηβοι ποθούν να απορροφήσουν τον γύρω κόσμο και να τον κάνουν δικό τους, να ενώσουν στην τέχνη το περιορισμένο «εγώ» με μια ύπαρξη κοινοτική, να κάνουν κοινωνική την ατομικότητά τους. Οτιδήποτε τους στερεί αυτή τη δυνατότητα καταδικάζει το πνεύμα τους στην αιχμαλωσία της τύφλωσης.

Οι αληθινοί δημιουργοί, έστω και σε πείσμα αυτών των αλλόκοτων καιρών, εξακολουθούν να γράφουν ποιήματα κι ας είναι «αντιεμπορικά», ας μένουν τις περισσότερες φορές στα αζήτητα. Αγαπούν με πάθος το Έργο τους, που είναι και η μόνη ανταμοιβή τους.

Χωρίς αυτούς καμιά γενιά δεν θα έβρισκε τον δρόμο της. Δίνοντας με τον ποιητικό τους λόγο ένα αίσθημα του κόσμου πιο καθολικό και πιο βαθύ, συγκινούν τους εφήβους που ξεχωρίζουν από τους παλιούς, γιατί τα αισθήματά τους είναι διαφοροποιημένα και γέρνουν κάτω από το βάρος μιας γνώσης που δεν είχαν ποτέ οι προγενέστεροί τους. Οι ποιητές προσπαθούν να διαλύσουν τη σύγχυση των άμεσων χρονικών εντυπώσεων και να αναγάγουν τη νεανική ψυχή στην αλήθεια, να τη μυήσουν στη συγκίνηση της ζωής, στην ακεραίωση του αισθήματος, στη μαγεία της παρουσίας του Άλλου δίπλα της.

«Δεν άργησα να αντιληφθώ ότι και για τους ποιητές ισχύει αυτό εδώ, ότι δεν δημιουργούν με τη σοφία, αλλά με κάποιο φυσικό χάρισμα, με κάποια έμπνευση ανάλογη μ’ εκείνη των μάντεων και των χρησμωδών… Με τα μάτια των στίχων μάς λυτρώνουν από τα δεσμά της ματαιότητας, αφτοί δίνουν αιωνιότητα σ’ ό,τι αγγίσουνε με την πνοή τους. Χάρη σ’ αφτούς ο κόσμος γίνεται καλύτερος και βασιλεύουνε στη γης η ψυχή και ο Θεός». (Κ. Βάρναλης, «Η αληθινή απολογία του Σωκράτη»)

Όταν οι ποιητές δουλεύουν στον πηλό της Ποίησης το πρόπλασμα του μέλλοντος, όταν μεταβάλλουν σε θαυμαστή ποιητική ύλη τον πόνο, τη μοναξιά ή την παρηγορία και την ελπίδα των ανθρώπων, οι έφηβοι ανταποκρίνονται, μιλούν και μάλιστα ουσιαστικά. Η αισθητική συν-κίνηση, που τους οδηγεί να ψάξουν στην αλληλουχία των ιδεών τα ζωοποιά στοιχεία του ποιήματος, γίνεται το ιδανικό αντίβαρο του φόβου που δημιουργεί η αντικατάσταση της φυσικής ζωής, του φυσικού τοπίου από το ηλεκτρονικό. Γνώμονας και υπογραμμός ο ποιητικός λόγος. Υπάρχει εδώ ένας τρόπος μυστικός που σαγηνεύει την ψυχή των εφήβων. Είναι εκείνος που ικανοποιεί, κατά τον Σαχτούρη, «τη λανθάνουσα κοινή ανθρώπινη ανάγκη για ουρανό».


Πηγή/φωτό: diastixo.gr