ΣΥΝΘΕΣΗ & ΣΧΕΔΙΟ ΙΔΕΩΝ, ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ

Ο ΔΥΤΙΚΟΣ ΜΑΞΙΜΑΛΙΣΜΟΣ (του Βασίλη Βιλιάρδου)

ditikos - Σόλων ΜΚΟ
image_pdfimage_print

Δυτικός μαξιμαλισμόςΗ υπερβολική απληστία, οι τράπεζες, τα συνταξιοδοτικά ταμεία, τα κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνων, η σκόπιμη δημιουργία κρίσεων, η απορρύθμιση της οικονομίας, οι κίνδυνοι παγκόσμιας ύφεσης και η αναγκαιότητα της πολιτικής ένωσης
Αν και αρκετοί «προέτρεπαν» τον πλανήτη να μην οδηγηθεί στην παγκοσμιοποίηση, πριν ακόμη η Κίνα επιτύχει ετήσιο κατά κεφαλήν εισόδημα ύψους 7.000 $, όπως επίσης όχι στην οικονομική ένωση της Ευρώπης, πριν από την πολιτική, κανένας δεν έδωσε σημασία στις «συμβουλές» τους“.


Ανάλυση
Αναμφίβολα βιώνουμε μία εποχή, στην οποία επικρατεί η απόλυτη αστάθεια – μία κατάσταση που, αν και φαινομενικά δεν επιθυμούμε, ουσιαστικά επιδιώκουμε αφού, μέσα από αυτήν, επιτυγχάνεται η «άμετρη» υπερβολή (μαξιμαλισμός) σε όλες τις επί μέρους «περιοχές» της ζωής μας.

Ανατρέποντας τις αξίες του παρελθόντος, σύμφωνα με τις οποίες η ποιότητα της ζωής, καθώς επίσης η συνετή «διαχείριση» της, οδηγούσε στην ανθρώπινη ευτυχία, στην ευδαιμονία καλύτερα, δημιουργήσαμε απεριόριστες ανάγκες, η λογική συνέπεια των οποίων δεν είναι άλλη από την απληστία – η οποία «μετουσιώνεται» κυρίως μέσα από τις χρηματοπιστωτικές αγορές.

Ο Αριστοτέλης αντιμετώπιζε τα χρήματα σαν μέσον, για την επίτευξη στόχων – θεωρώντας πως οτιδήποτε αγοράζει κανείς, θα πρέπει να έχει μεγαλύτερη αξία από το ποσόν που ξοδεύει, αφού διαφορετικά δεν θα το επιζητούσε. Δηλαδή, το προϊόν που αγοράζουμε, μας «υπόσχεται» ένα συναίσθημα, το οποίο ουσιαστικά εκτιμούμε περισσότερο από το ίδιο το προϊόν.

Επειδή δε στην ανώτατη βαθμίδα της ιεραρχίας των αξιών ευρίσκεται η ευτυχία, η οποία «ορίζεται» ευρύτερα ως η επιτυχία της ζωής συνολικά, η «εκπλήρωση» καλύτερα, όλα όσα επιδιώκουμε αποσκοπούν στην υψηλότερη δυνατή ποιότητα της ζωής μας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο Αριστοτέλης προσδίδει στα χρήματα εκείνη τη λειτουργία, η οποία επιτρέπει την απόκτηση των μέσων που καθιστούν δυνατή την επίτευξη μίας ποιοτικά καλής ζωής – η οποία αποτελεί προϋπόθεση της ευτυχίας.

Ο ίδιος όμως φιλόσοφος αναφέρεται σε ένα άλλο σενάριο, σύμφωνα με το οποίο, όταν (εάν) η ποιότητα της ζωής πάψει να αποτελεί το μέτρο της ευτυχίας, τότε δεν υπάρχουν πλέον όρια στην επιθυμία απόκτησης χρημάτων. Η αιτία είναι το ότι, οι «αριθμοί» είναι εκ φύσεως «ατελείωτοι» οπότε, αναγόμενοι στην ανώτατη βαθμίδα της ιεραρχίας των αξιών, μεταλλασσόμενοι δηλαδή από μέσον σε αυτοσκοπό, δεν επιτρέπουν ποτέ την «εκπλήρωση» του στόχου.

Έτσι λοιπόν, το άτομο παρασύρεται από τη δίνη του «μαξιμαλισμού», αφού τα χρήματα δεν είναι ποτέ αρκετά. Όσα και αν έχει δηλαδή, μπορεί πάντοτε να αποκτήσει περισσότερα – κάτι που δεν συμβαίνει φυσικά σε άλλους τομείς της ζωής, όπως για παράδειγμα στην υγεία, η οποία θεωρείται ως μια βασική προϋπόθεση της ευτυχίας (αν και για τον Αριστοτέλη ο σκοπός της ζωής είναι η ευδαιμονία).

Αυτό λοιπόν που βιώνουμε σήμερα, ο κόσμος στον οποίο κινούμαστε, είναι η κορυφή του «εναλλακτικού» σεναρίου του Αριστοτέλη – αφού η «ιδέα» του μαξιμαλισμού έχει επικρατήσει σε όλους τους τομείς της ζωής μας. Η «ιδέα» αυτή έχει «παγιωθεί» καταναγκαστικά, επειδή ο ανταγωνισμός έχει «παγκοσμιοποιηθεί», με αποτέλεσμα να γίνει πολύ πιο «ανελέητος».

Εάν λοιπόν δεν θέλει κανείς να ανήκει στους χαμένους του αύριο, οφείλει να συγκεντρώνει όσο πιο πολλά χρήματα μπορεί, έτσι ώστε να νοιώθει ασφαλής απέναντι στον συνεχώς αυξανόμενο παγκόσμιο ανταγωνισμό. Το γεγονός αυτό οδηγεί τόσο τον ίδιο, όσο και το σύστημα γενικά, σε αστάθεια – σε συνθήκες δηλαδή «μακράν» του σημείου ισορροπίας.  

Έχοντας τώρα την άποψη ότι, το κέντρο βάρους του σημερινού «γίγνεσθαι» είναι το χρηματοπιστωτικό σύστημα, το οποίο πλέον παρομοιάζεται από πολλούς σαν μία γιγαντιαία, τύπου Madoff «πυραμίδα», αφού οι λειτουργίες του είναι όλο και περισσότερο «εικονικές» (virtual), θεωρούμε ότι οδηγούμαστε με μαθηματική ακρίβεια σε ένα βίαιο τέλος – το οποίο δεν θα έχει καμία σχέση με την εκπλήρωση και την ευτυχία.

Δυστυχώς, αν και αρκετοί «προέτρεπαν» τον πλανήτη να μην οδηγηθεί στην παγκοσμιοποίηση, πριν ακόμη η Κίνα επιτύχει ετήσιο κατά κεφαλήν εισόδημα ύψους 7.000 $, όπως επίσης όχι στην οικονομική ένωση της Ευρώπης, πριν από την πολιτική, κανένας δεν έδωσε σημασία στις «συμβουλές» τους.

Ατυχώς, δεν δόθηκε έγκαιρα σημασία, ούτε στις συνεχείς «προτροπές» για μεγαλύτερο έλεγχο του χρηματοπιστωτικού κλάδου – τόσο όσον αφορά το κυκλοφοριακό του σύστημα (τράπεζες, επενδυτικές εταιρείες, hedge funds), όσο και τα καταστροφικά εργαλεία που έχει στη διάθεση του (CDO’s, CDS, ανοιχτές πωλήσεις κλπ).

Οι τράπεζες
Επιθυμώντας να τεκμηριώσουμε τη θέση μας, αναλύοντας κάποιους τομείς της γιγαντιαίας «χρηματοπιστωτικής πυραμίδας», σημειώνουμε ότι στο παρελθόν, όταν κάποιος κατέθετε στο λογαριασμό του 1.000 €, η τράπεζα είχε στη διάθεση της αυτό ακριβώς το ποσόν, για να το δανείσει – κερδίζοντας τη διαφορά, μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων και χορηγήσεων.

Αργότερα, από τα 1.000 € «δημιουργούνταν», με τη βοήθεια διαφόρων «τεχνασμάτων», 5.000 € – σήμερα πολύ περισσότερα. Επί πλέον, αρκετές φορές τα 1.000 αυτά Ευρώ εμφανίζονται στους επόμενους ισολογισμούς των τραπεζών, σαν καθαρό κέρδος – ενάντια σε κάθε οικονομική λογική.     

Αν και έχουμε περιγράψει ένα μέρος αυτής της λειτουργίας στο παρελθόν (άρθρο μαςείναι ίσως σκόπιμο να αναφέρουμε τη σημερινή εξέλιξη της, η οποία έχει ως εξής:

Η τράπεζα χρησιμοποιεί τα 1.000 € σαν εγγύηση, με στόχο να δανείσει 5.000 € (ουσιαστικά οι ευρωπαϊκές τράπεζες χρειάζονται μόλις το 1% των 5.000 €). Όταν παρέχει στη συνέχεια ένα δάνειο των 5.000 €, «κλείνει» μία ασφάλεια τυχόν απώλειας του (Credit Default Swap, CDS) – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν εμπιστεύεται τον πελάτη της. Ο σκοπός για το οποίο ασφαλίζει το δάνειο της, παρά το ότι κοστίζει (ασφάλιστρα), είναι η «ωραιοποίηση» του Ισολογισμού της αφού, τη στιγμή που κλείνει το συμβόλαιο, «απομακρύνει» το ποσόν από τα λογιστικά της βιβλία. Ακριβώς για το λόγο αυτό, οι τράπεζες σήμερα είναι σε συνεχή αναζήτηση «collaterals» – όπως λέγονται οι εγγυήσεις στη γλώσσα τους.

Η ενέργεια της τράπεζας είναι όχι μόνο νόμιμη, αλλά και απολύτως «συμβατή» με τη λογική επειδή, στην περίπτωση που ο οφειλέτης της δεν επιστρέψει το δάνειο του, θα το πληρώσει στη θέση του η ασφάλεια (εάν οι ασφαλιστικές εταιρείες παγκοσμίως, είναι σε θέση να πληρώσουν τα ποσά που ασφαλίζουν, αποτελεί ένα αναπάντητο ερώτημα).

Επομένως, είναι σαν να το έχει ήδη εισπράξει – οπότε δεν απαιτείται να «επιβαρύνει» πλέον με το ποσόν του δανείου τα λογιστικά της βιβλία. «Τυπικά» λοιπόν, έχει τη δυνατότητα να δανείσει ξανά τα 1.000 € – επαναλαμβάνοντας την ίδια διαδικασία από την αρχή, ανάλογα με τις διαθέσεις της. Σε τελική ανάλυση, η τράπεζα έχει τη δυνατότητα να «τυπώνει» χρήματα «κατά το δοκούν» – αφού μπορεί να παρέχει πολλαπλά δάνεια, ασφαλίζοντας τα κάθε φορά.

Γνωρίζοντας λοιπόν αυτήν τη διαδικασία, αλλά και πολλές άλλες «μεθόδους» που έχουν σήμερα στη διάθεση τους οι τράπεζες (τιτλοποιήσεις δανείων κλπ), είναι πολύ δύσκολο να αξιολογήσει κανείς μία τέτοια επιχείρηση, αναλύοντας τα διάφορα στοιχεία του Ισολογισμού της. Είναι επίσης αδύνατον να συγκεκριμενοποιήσει το ύψος των χρημάτων που διακινούνται (εικονική πραγματικότητα), όπως και τις συνέπειες αυτής της διαδικασίας αφού, όπως ακριβώς συμβαίνει στις τύπου Madoff «πυραμίδες», τα αποτελέσματα εμφανίζονται, όλα μαζί, τη στιγμή που κάποιος «κρίκος» παύει να ενώνει την αλυσίδα.

Συμπερασματικά λοιπόν, στις «απειλές» του παρελθόντος, σημαντικότερη των οποίων ήταν η μαζική απόσυρση χρημάτων από τους καταθέτες (bank run), έχουν προστεθεί τόσες πολλές άλλες, που καθιστούν εξαιρετικά επικίνδυνη, μάλλον ανεξέλεγκτη και εντελώς ασταθή την όλη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Εάν βέβαια κανείς συμπεριλάβει τα διάφορα νέα «εργαλεία» που έχει στη διάθεση του το σύστημα, όπως για παράδειγμα τα δομημένα προϊόντα «νέας εποχής», είναι μάλλον αδύνατον να προβλέψει τις εξελίξεις.

Φυσικά, όταν η παραπάνω «πιστωτική επέκταση» σταματήσει, πόσο μάλλον όταν ακολουθήσει η «πιστωτική συρρίκνωση», γεγονός που συνήθως συνοδεύει τις έντονες υφέσεις ή τις αργοπορημένες προσπάθειες χρηματοπιστωτικού ελέγχου (σήμερα συμβαίνουν πιθανότατα και τα δύο), η διαδικασία αντιστρέφεται – με ανυπολόγιστες συνέπειες για το «σύστημα». Στο γράφημα που ακολουθεί φαίνονται τα περιουσιακά στοιχεία των 25 μεγαλύτερων τραπεζών του πλανήτη.

Τα περιουσιακά στοιχεία των 25 μεγαλύτερων τραπεζών
Τα περιουσιακά στοιχεία των 25 μεγαλύτερων τραπεζών του πλανήτη, σε σύγκριση με το ΑΕΠ των χωρών τους (κόκκινη διακεκομμένη γραμμή)

Ολοκληρώνοντας, ας μην ξεχνάμε ότι, το πιθανότερο ενδεχόμενο στην περίπτωση της Ελλάδας το 2010, ήταν να βοηθήθηκαν ακόμη μία φορά οι τράπεζες από τα υπερχρεωμένα δυτικά κράτη, παρά η χώρα μας – αφού μία ενδεχόμενη στάση ή αναδιάρθρωση πληρωμών εκ μέρους της Ελλάδας, θα είχε καταστροφικές συνέπειες για το σύνολο σχεδόν του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Τα συνταξιοδοτικά ταμεία
Τα ταμεία αυτά είναι οι κυριότεροι «συντελεστές» των χρηματαγορών, αφού διαθέτουν κεφάλαια υψηλότερα των 100-200 δις $ το κάθε ένα, τα οποία επενδύουν σε σταθερή βάση. Η συνολική τους δυναμικότητα, τα κεφάλαια καλύτερα που επενδύουν διεθνώς, υπολογίζονται στα 32 τρις $ (πηγή) – ένα ποσόν δηλαδή που ξεπερνάει το σύνολο αυτού που διαθέτουν όλοι οι υπόλοιποι επενδυτές μαζί, όπως οι ασφαλιστικές εταιρείες, οι συναλλαγματικές ρεζέρβες των κρατών και τα Hedge Funds. Στο γράφημα που ακολουθεί φαίνονται τα περιουσιακά στοιχεία των συνταξιοδοτικών ταμείων το 2011 (αριστερά), καθώς επίσης των κρατικών επενδυτικών ταμείων (δεξιά).

Τα περιουσιακά στοιχεία των συνταξιοδοτικών ταμείων
Τα περιουσιακά στοιχεία των συνταξιοδοτικών ταμείων το 2011 (αριστερά), καθώς επίσης των κρατικών επενδυτικών ταμείων (δεξιά)

Ίσως το ύψος αυτού και μόνο του ποσού που διαθέτουν τα ταμεία, το οποίο πλησιάζει το 50% του παγκόσμιου ΑΕΠ (περίπου 74,1 τρις $ το 2013), να δίνει απάντηση σε αυτούς που αναρωτούνται, ποιοι είναι οι δανειστές όλων αυτών των υπερχρεωμένων κρατών.

Περαιτέρω, τα ταμεία είναι κυρίως κρατικές ή ημικρατικές οργανώσεις, οι οποίες διαχειρίζονται τα χρήματα των συντάξεων των εργαζομένων (ουσιαστικά δηλαδή οι εργαζόμενοι, οι οποίοι κατηγορούν συνεχώς το Κεφάλαιο, απειλούνται από τα ίδια τους τα χρήματα, τα οποία το «συνθέτουν»). Η περιουσία των ταμείων μπορεί να είναι στην ιδιοκτησία του εργοδότη, ή να έχει δική της νομική υπόσταση. Στην περίπτωση που το συνταξιοδοτικό ταμείο έχει δική του νομική υπόσταση, μπορεί να «χρησιμοποιείται» από πολλούς εργοδότες μαζί.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, τα ταμεία ευρίσκονται δυστυχώς σε ανταγωνισμό μεταξύ τους, όπως ακριβώς συμβαίνει και με άλλες επενδυτικές εταιρείες. Έτσι, παρατηρείται συχνά το γεγονός να αποσύρει ένας εργοδότης την περιουσία των εργαζομένων του από ένα συνταξιοδοτικό ταμείο, τοποθετώντας την σε κάποιο άλλο – από το οποίο αναμένει υψηλότερες αποδόσεις. Κάποιες φορές βέβαια χάνονται χρήματα – όπως διαπιστώσαμε στο παρελθόν και  στην Ελλάδα, με τις γνωστές μας «επενδύσεις» των συνταξιοδοτικών ταμείων, σε δομημένα προϊόντα.

Τα συνταξιοδοτικά ταμεία αποτελούν τους μεγαλύτερους επενδυτές παγκοσμίως, λόγω του μεγέθους τους, αλλά και της μακροπρόθεσμης συσσώρευσης κεφαλαίου εκ μέρους τους. Ο υφιστάμενος μεταξύ τους ανταγωνισμός τα υποχρεώνει στην αναζήτηση βραχυπρόθεσμης κερδοφορίας – ενώ μέσω αυτών οδηγούνται όλο και περισσότερες αποταμιεύσεις των εργαζομένων, στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Ουσιαστικά λοιπόν συνιστούν τους κυριότερους «αιμοδότες» του «κτήνους», όπως συνηθίζεται να αποκαλείται πλέον το διεθνές κερδοσκοπικό κεφάλαιο – ενώ η Ιαπωνία, ο Καναδάς και η Καλιφόρνια, διαθέτουν τα μεγαλύτερα συνταξιοδοτικά ταμεία παγκοσμίως.

Ολοκληρώνοντας το θέμα των «ταμείων», θεωρούμε ότι η μεγαλύτερη «πληγή» του χρηματοπιστωτικού συστήματος, είναι η αναζήτηση διαρκώς μεγαλύτερης, καθώς επίσης βραχυπρόθεσμης κερδοφορίας. Μέσα από αυτήν την «αντίληψη», τα χρήματα δεν επενδύονται, όπως οφείλουν, στην πραγματική οικονομία – οπότε όχι μόνο δεν δημιουργείται «θεμελιώδης» ανάπτυξη, ταυτόχρονα με νέες θέσεις εργασίας, αλλά αποσταθεροποιείται εντελώς το σύστημα.

Τα κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνων
Τα hedge funds αποτελούν ένα ιδιαίτερο είδος επενδυτικών κεφαλαίων, τα οποία διακρίνονται από έντονα κερδοσκοπικές τοποθετήσεις – προσφέροντας μεγάλες ευκαιρίες, σε συνδυασμό με εξ ίσου μεγάλους κινδύνους.

Το τυπικό χαρακτηριστικό ενός hedge fund είναι η χρήση παραγώγων προϊόντων, καθώς επίσης ανοιχτών πωλήσεων. Ακριβώς εδώ οφείλεται η «παραπλανητική» ονομασία τους, αφού η ύπαρξη των συγκεκριμένων χρηματοπιστωτικών προϊόντων, επιτρέπει την ασφάλιση (hedging) των επενδύσεων σε μετοχές ή σε άλλα αξιόγραφα. Για παράδειγμα, εάν αγοράσει κάποιος μετοχές, ευελπιστώντας στην άνοδο της τιμής τους, έχει τη δυνατότητα να ασφαλισθεί απέναντι σε ενδεχόμενη πτώση τους – εάν ταυτόχρονα συνάψει ένα «πτωτικό» συμβόλαιο παραγώγων ή πουλήσει κάποιες άλλες, αφού προηγουμένως τις δανειστεί από τον ιδιοκτήτη τους.

Το πρώτο επενδυτικό κεφάλαιο αυτού του είδους ιδρύθηκε το 1949 από τον κ. W. Jones, ο οποίος πούλησε «ανοιχτά» μετοχές που δανείσθηκε από τους ιδιοκτήτες τους (επιβαρυνόμενος με τόκους), για να τις αγοράσει αργότερα σε χαμηλότερη τιμή (προφανώς, περίμενε πτώση της τιμής τους) και να τις επιστρέψει – κερδίζοντας τη διαφορά.

Ο Jones, με τα χρήματα που εισέπραξε από τις μετοχές που πούλησε, αγόρασε άλλες, για τις οποίες ανέμενε άνοδο της τιμής τους. Έτσι «εφευρέθηκε» η πρώτη στρατηγική των επενδυτικών κεφαλαίων (Long-Short), για την οποία δεν απαιτούνταν ουσιαστικά κεφάλαια, αλλά «εμπορική πίστη». Εάν δηλαδή ο ιδιοκτήτης των μετοχών τις δάνειζε στον αγοραστή, εμπιστευόμενος ότι θα του τις επέστρεφε αργότερα, οι κεφαλαιακές ανάγκες του αγοραστή θα ήταν μηδενικές.

Για την «εκπλήρωση» αυτής της στρατηγικής απαιτείται η εύρεση μετοχών, η τιμή των οποίων θα μειωθεί εντός ενός ορισμένου χρονικού διαστήματος – καθώς επίσης άλλων αξιών (εμπορευμάτων, μετοχών κλπ), η τιμή των οποίων θα αυξηθεί εντός του ιδίου χρονικού διαστήματος. Η διπλή αυτή δυνατότητα επίτευξης κέρδους, η οποία δεν απαιτεί ουσιαστικά κεφάλαια, εφόσον επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις, είχε σαν αποτέλεσμα το να αναπτυχθεί ο συγκεκριμένος τομέας, ο οποίος τα τελευταία χρόνια άνθισε σε μεγάλο βαθμό.

Έτσι, στα τέλη του 2006, ο συνολικός αριθμός των hedge funds ανήλθε στα 9.000 – με ίδια κεφάλαια ύψους περί το 1,5 τρις $ (σήμερα τα περιουσιακά τους στοιχεία υπολογίζονται πάνω από 2,5 τρις $ – γράφημα). Γνωρίζοντας βέβαια πως αυτά τα κεφάλαια είναι ουσιαστικά εγγυήσεις για τις αγοραπωλησίες εκ μέρους τους, καθώς επίσης ότι οι επενδύσεις των hedge funds είναι πολλαπλάσιες των χρημάτων που διαθέτουν, καταλήγουμε πραγματικά σε ένα τεράστιο ποσόν, το οποίο κινείται σχεδόν καθημερινά, με απίστευτες ταχύτητες, αλλάζοντας συνεχώς την εικόνα ολόκληρου του πλανήτη (στις διεθνείς αγορές συναλλάγματος, διακινούνται σε καθημερινή βάση 4 τρις $ – κυρίως στις ισοτιμίες δολαρίου και ευρώ).      

growth-of-assets
Εξέλιξη των περιουσιακών στοιχείων των Hedge Funds


Τα Hedge funds έχουν συνήθως έδρα σε φορολογικούς παραδείσους (το 63% στις νήσους Cayman), πληρώνοντας (εάν) μηδαμινούς φόρους, ενώ οι διαχειριστές τους στεγάζονται κυρίως στη Νέα Υόρκη (το 36%) και στο Λονδίνο (το 21%). Η αμοιβή των διαχειριστών ακολουθεί τον κανόνα 2/20, ο οποίος σημαίνει ότι εισπράττουν 2% σταθερά επί των συνολικών κεφαλαίων που «εποπτεύουν», συν 20% μερίδιο επί των ετησίων κερδών.

Σήμερα τα κεφάλαια αυτά έχουν αναπτύξει τις στρατηγικές τους σε μεγάλο βαθμό, κυρίως με τη βοήθεια μαθηματικών προγραμμάτων και Η/Υ – ενώ θεωρείται ότι, το 95% των «συναλλαγών» διευθετείται αυτόματα, από τους Η/Υ. Επίσης, επενδύουν σε αξίες κάθε είδους, όπως στις αγορές συναλλάγματος, σε εμπορεύματα, σε επιτόκια, σε μετοχές, σε ομόλογα κλπ, τα οποία διαπραγματεύονται με απίστευτες μεθόδους.

Η δημιουργία κρίσεων
Μέχρι μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο, η οποία ουσιαστικά «οροθετείται» από την «επίθεση» του επενδυτικού κεφαλαίου του Soros στη βρετανική στερλίνα (1992), τα hedge funds προσπαθούσαν να προβλέψουν την αγορά, επενδύοντας στις «τάσεις» της. Αφού λοιπόν προέβλεπαν κάποιες αδυναμίες της «αγοράς» (κρατών, επιχειρήσεων κλπ), ακολουθούσαν μία μέθοδο, η οποία ήταν απλή μεν στη σύλληψη, αλλά εξαιρετικά πολύπλοκη στην εκτέλεση της.

Για παράδειγμα, όταν η Μ. Βρετανία είχε ενταχθεί, το 1990, στον ευρωπαϊκό μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών, σε έναν ενδιάμεσο σταθμό δηλαδή της πορείας προς το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα, ο οποίος απαιτούσε σταθερές ισοτιμίες, διαπιστώθηκε βαθειά ύφεση στην οικονομία της (οφειλόμενη πιθανότατα στα υψηλά επιτόκια της Γερμανίας). Τότε ο G.Soros, προβλέποντας την έξοδο της από το μηχανισμό, σαν αποτέλεσμα αφενός μεν της ένταξης της με υψηλή ισοτιμία, αφετέρου της λαϊκής δυσαρέσκειας, εξασφάλισε μυστικά πιστωτικά όρια, τα οποία του επέτρεπαν να δανεισθεί 15 δις στερλίνες, μετατρέποντας τες σε δολάρια κατά βούληση.

Αφού λοιπόν έλαβε ανατιμητικές θέσεις στο δολάριο και υποτιμητικές στη στερλίνα, προέβαλλε επιδεικτικά, με συνεντεύξεις και άλλους τρόπους, το ότι είχε «στοιχηματίσει» στην πτώση του βρετανικού νομίσματος – συμπαρασύροντας σε αντίστοιχες ενέργειες πολλούς άλλους επενδυτές.

Τελικά, παρά το ότι η βρετανική κεντρική τράπεζα διέθεσε άμεσα 50 δις $ για τη στήριξη της ισοτιμίας του νομίσματος της, αυξάνοντας ταυτόχρονα τα επιτόκια δανεισμού, αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει το μηχανισμό και να αφήσει ελεύθερη τη διακύμανση της τιμής της στερλίνας – η οποία φυσικά υποτιμήθηκε, ενώ ο Soros κέρδισε περί το 1 δις $ (αργότερα, επαναλήφθηκε το ίδιο στην Ταϊλάνδη (μπατ), προκαλώντας την ασιατική κρίση και διευκολύνοντας την καταστροφική έλευση του ΔΝΤ στην ευρύτερη περιοχή – τόσο η «κρίση», όσο και το ΔΝΤ, «επεκτάθηκαν» στη Ρωσία και στη Ν. Αμερική).

Έκτοτε όμως, γεγονός που είναι πλέον ολοφάνερο σήμερα, έχουν πάψει να αρκούνται στις προβλέψεις, οι οποίες είναι συνδεδεμένες με μεγάλο ρίσκο. Κατά την άποψη πολλών ειδικών του χώρου, τα hedge funds, σε συνεργασία μεταξύ τους (καρτέλ), λειτουργούν άκρως επιθετικά, δημιουργώντας κρίσεις. Επειδή δε η κερδοφορία τους προέρχεται κυρίως από τις συνεχείς διακυμάνσεις (volatility) της αγοράς, είτε ανοδικές, είτε καθοδικές, επιδιώκουν με κάθε τρόπο την αστάθεια του συστήματος – σε όλο και περισσότερους τομείς. Έτσι, δεν αρκούνται πλέον μόνο στα χρηματιστήρια μετοχών και εμπορευμάτων, αλλά επεκτείνονται ραγδαία σε πολλές άλλες «περιοχές» – όπως στα ομόλογα των κρατών.

Στην προσπάθεια τους αυτή, φαίνεται ότι συμβάλλουν οι μεγάλες τράπεζες, αλλά και πολλοί άλλοι «οργανισμοί», είτε προκαταρκτικά με τη βοήθεια διαφόρων ΜΜΕ, οικονομολόγων διεθνούς κύρους, εταιρειών αξιολόγησης κλπ, είτε εκ των υστέρων.

Ειδικά σήμερα, όπου η πραγματική οικονομία στις δυτικές χώρες υποχωρεί ασταμάτητα, ενώ διευρύνονται οι οικονομικές συρράξεις μεταξύ των κρατών, οι οποίες συμβάλλουν τα μέγιστα στην προωθούμενη διαρκή αστάθεια του συστήματος, τα hedge funds, «συνεπικουρούμενα» πάντοτε από τις υπερτράπεζες και τα ταμεία, φαίνεται να διαδραματίζουν επιπροσθέτως έναν «εθνικό» ρόλο.

Μεταφορικά, θα τα παρομοίαζε κανείς με τα καταδιωκτικά αεροπλάνα του 2ου παγκοσμίου πολέμου, τα οποία συνοδεύουν τα βομβαρδιστικά (τράπεζες) στις επιθέσεις τους εναντίον του εχθρού, οι οποίες ξεκινούν από τα τεράστια αεροπλανοφόρα (συνταξιοδοτικά ταμεία) που είναι σταθμευμένα σε απόσταση ασφαλείας. Ακολουθούνται δε από τις δυνάμεις κατοχής (Παγκόσμια Τράπεζα, ΔΝΤ), οι οποίες εγκαθίστανται στα εδάφη των ηττημένων, εξαθλιώνοντας τους Πολίτες τους – «απορροφώντας» τόσο τη δημόσια, όσο και την ιδιωτική τους περιουσία. Τέλος, έχουν ιδρύσει το δικό τους δικαστήριο (άρθρο), για να διευκολύνουν την είσπραξη των απαιτήσεων τους.

Επίλογος
Η απληστία, η οποία έχει κυριεύσει τουλάχιστον αυτούς που διαχειρίζονται «απολυταρχικά» το «δυτικό» κόσμο, κατακτώντας την πρώτη θέση στην πυραμίδα των ανθρωπίνων αξιών, «εξωτερικεύεται

(α)  είτε με την προσπάθεια ηγεμονίας ενός κράτους σε κάποια άλλα,

(β)  είτε με την υποδούλωση των Πολιτών, «δια της μεθόδου» του υπερδανεισμού, ο οποίος ισχυροποιεί τα μέγιστα το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα – έτσι όπως αυτό λειτουργεί σήμερα με τη βοήθεια των υπερμεγεθών τραπεζών, των συνταξιοδοτικών ταμείων, των ανεξέλεγκτων hedge funds κλπ.

Σήμερα, το παραγωγικό επίπεδο στην ΕΕ ευρίσκεται πολύ χαμηλότερα από αυτό πριν από την κρίση, η «κενή» παραγωγική δυναμικότητα είναι μεγάλη και η ανεργία παραμένει υψηλή – ενώ συνεχίζει την ανοδική της πορεία. Σε μία τέτοια κατάσταση, οι επιχειρήσεις δεν αυξάνουν τις τιμές τους, ενώ τα συνδικάτα δεν ζητούν άνοδο των μισθών.

Επομένως, ακόμη και αν δεν έχει απορροφηθεί η υπερβάλλουσα ρευστότητα από την ΕΚΤ, ενώ τα επιτόκια παραμένουν χαμηλά, το υφιστάμενο έδαφος μπορεί να «εκθρέψει» μόνο την ύφεση – πόσο μάλλον όταν ανακοινώνονται μέτρα μείωσης του δανεισμού των κρατών, καθώς επίσης αύξησης της άμεσης φορολογίας.

Περαιτέρω, ο οικονομικός πόλεμος που βιώνουμε δεν καταστρέφει βιομηχανικές εγκαταστάσεις και δεν μειώνει τον ενεργό πληθυσμό – γεγονότα που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε πληθωρισμό, όταν υπάρχει τόσο μεγάλη ρευστότητα στο σύστημα. Εκτός αυτού, η ρευστότητα δεν οδηγείται στις επενδύσεις ή στην κατανάλωση, αλλά παραμένει στις «αγορές», με κίνδυνο πρόκλησης διαδοχικών υπερβολών (φούσκες), εν μέσω μίας καταστροφικής ύφεσης.

«Κυοφορείται» όμως πάντοτε «υπερπληθωρισμός», εάν κάποια στιγμή αντιστραφεί απότομα η τάση και οδηγηθεί ξαφνικά η υπερβάλλουσα ρευστότητα «μαζικά» στην πραγματική αγορά – πριν ακόμη προλάβουν να αντιδράσουν οι κεντρικές τράπεζες.     

Κατά την άποψη μας οι μοναδικές δυνατότητες «αντίστασης» απέναντι στο «μοιραίο», είναι η σταδιακή, η «ελεγχόμενη» καλύτερα επιστροφή στις προηγούμενες αξίες (ήθος, ποιότητα ζωής, πολιτισμός κλπ), σε συνδυασμό με την  άμεση δημοκρατία και με την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, η οποία θα μπορούσε να μας οδηγήσει σε μία πολιτική ένωση – στις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης δηλαδή, ακόμη και χωρίς τη Γερμανία, η οποία συνεχώς εμποδίζει τις προσπάθειες ένωσης όλων των υπολοίπων Ευρωπαίων.

Εάν δεν βαδίσουμε άμεσα στο συγκεκριμένο δρόμο, τότε η κατάληξη της Ευρώπης θα είναι εξαιρετικά «βίαιη». Απλά και μόνο οι μεμονωμένες προσπάθειες ελέγχου των αγορών, καθώς επίσης τα «αδιαφανή», πρόχειρα μέτρα, δεν πρόκειται να φέρουν ποτέ το επιθυμητό αποτέλεσμα – ενώ θα αποδυναμώσουν εντελώς την ΕΕ, μηδενίζοντας τις υγιείς αντιστάσεις τόσο των κρατών, όσο της ίδιας της «Ένωσης» και των Πολιτών της, «καταβαραθρώνοντας» το κοινό νόμισμα.


Βασίλης Βιλιάρδος
, για το Analyst.gr
Επισκεφθείτε το Blog του συγγραφέα. Πατήστε εδώ.

Πηγή/φωτό: Analyst.gr