1

Η ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΥΠΟΚΡΙΣΙΑΣ (του Βασίλη Βιλιάρδου)

Μπορεί να αλλάξει η φυσική ροή των πραγμάτων, με βάση την οποία οι αιτίες καθορίζουν τα αποτελέσματα, απλά και μόνο αντικαθιστώντας τις πραγματικές αιτίες με φανταστικές, οι οποίες να ταιριάζουν στα αποτελέσματα που εμείς επιθυμούμε; 
Με δεδομένο τον αποφασιστικό ρόλο που παίζει το διεθνές χρηματιστικό (κερδοσκοπικό) κεφάλαιο στην τύχη των μεμονωμένων χωρών, δεν είναι λάθος να αναφερόμαστε σε ένα παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα – εντός του οποίου τα κράτη ανταγωνίζονται μεταξύ τους, για να προσελκύσουν και να διατηρήσουν τα κεφάλαια, δημιουργώντας ελκυστικές συνθήκες, οι οποίες έχουν προτεραιότητα σε σχέση με άλλους κοινωνικούς σκοπούς.

Το σύστημα βέβαια είναι βαθιά ελαττωματικό, αφού η ανάπτυξη μίας παγκόσμιας οικονομίας δεν συνδέθηκε με την ανάπτυξη μίας παγκόσμιας κοινωνίας. Η σχέση μεταξύ της ελίτ και των υπολοίπων είναι άνιση, όπως επίσης η σχέση μεταξύ κέντρου και περιφέρειας. Εάν και όταν λοιπόν κλονισθεί σοβαρά η παγκόσμια οικονομία, η οποία μπορεί να συγκριθεί με μία παγκόσμια αυτοκρατορία, θεωρώντας, μεταξύ άλλων, όλους όσους ευρίσκονται «εκτός των τειχών» βαρβάρους, υπάρχει κίνδυνος να καταστραφεί ολόκληρος ο πλανήτης” (G. Soros με παρεμβάσεις).

Άρθρο
Βιώνουμε μία εποχή που τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται – ενώ όλα όσα φαίνονται, δεν έχουν απολύτως καμία σχέση με αυτά που πραγματικά συμβαίνουν. Αυτό δεν αφορά μόνο την οικονομία, αλλά και την πολιτική – την κοινωνία ευρύτερα, σε παγκόσμιο επίπεδο.

Για παράδειγμα, η Δύση προσποιείται ότι το πολιτικό της σύστημα είναι δημοκρατικό, όταν τίποτα δεν τεκμηριώνει έναν τέτοιο ισχυρισμό – αφού σε όποια χώρα και αν ανατρέξει κανείς, θα διαπιστώσει πως κυβερνούν οι αγορές. Μία ελίτ των λίγων εκλεκτών καλύτερα, η οποία έχει προ πολλού επιβάλλει τη δική της «νέα τάξη πραγμάτων», τη δική της δικτατορία – αναδιανέμοντας τα εισοδήματα προς όφελος της, μεταξύ άλλων με τη βοήθεια των σκόπιμων οικονομικών κρίσεων.

Για να παραμείνουμε «εντός των τειχών», είναι αδύνατον να χαρακτηρισθούν ως δημοκρατικά εκείνα τα κόμματα, ανεξαρτήτως θεωρητικών πολιτικών πεποιθήσεων, τα οποία απαιτούν την υποταγή των βουλευτών τους στις αποφάσεις τους, παρά το ότι το σύνταγμα επιτάσσει την ψήφο κατά συνείδηση – γεγονός που δεν αφορά φυσικά την κυβέρνηση, αλλά ολόκληρο το πολιτικό «φάσμα».

Κάτι ανάλογο ισχύει σε όλες τις άλλες χώρες, περισσότερο ή λιγότερο, καθώς επίσης σε όλες τις εκφάνσεις της πολιτικής ζωής – ανεξάρτητα από τις ιδιόχειρες και αυθαίρετες «ταμπέλες», με τις οποίες αυτοκαθορίζοντα οι πολιτικές παρατάξεις προς τα έξω.

Όσον αφορά δε τον τρόπο, με τον οποίο επιβάλλονται οι κυβερνώντες, αγγίζει πλέον τα όρια του «ωμού εκβιασμού» – αφού προτάσσεται η πολιτική σταθερότητα για τη διατήρηση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών, προϋπόθεση της οποίας είναι η συμφωνία των αγορών, με τον εκάστοτε «κυβερνητικό διαχειριστή» του κράτους.

Ίσως οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ προβλέποντας το μέλλον ότι, η μεγαλύτερη δυνατή πολιτική σταθερότητα εξασφαλίζεται από δικτατορικά καθεστώτα – όπως στο παράδειγμα της Σιγκαπούρης, η οποία ακριβώς λόγω της συγκεκριμένης «ιδιομορφίας» της, αποτελεί πλέον τον ιδανικό προορισμό των κεφαλαίων.   

Χωρίς να επεκταθούμε περισσότερο σε πολιτικά θέματα, τα οποία δεν ανήκουν στο δικό μας γνωστικό πεδίο, διαπιστώνουμε εύκολα πως η «προσποίηση», καθώς επίσης η υποκρισία βασιλεύουν και στην οικονομία – η οποία χειραγωγείται όσο ποτέ άλλοτε στην ιστορία.  

Για παράδειγμα, η Ευρώπη ισχυρίζεται πως η Ελλάδα μπορεί να βγει στις αγορές, με δημόσιο χρέος ύψους 170% του ΑΕΠ – όταν με λιγότερο από 120% οδηγήθηκε στο ΔΝΤ και στη διαγραφή οφειλών της (PSI, χρεοκοπία). Αρκεί φυσικά να είναι λογικοί οι πολίτες της και να δεχθούν την εξαθλίωση, καθώς επίσης τη λεηλασία τους – θυσιαζόμενοι στο βωμό της πολιτικής σταθερότητας, η οποία είναι η βασικότερη προϋπόθεση του δανεισμού της. Φυσικά υπάρχει κάποια «βάση» στην όλη διαδικασία, αφού τα 240 δις € από τα 330 δις € οφείλονται στα άλλα κράτη – οπότε μπορούν να θεωρηθούν σχετικά ασφαλή και, κατά κάποιον τρόπο, «παγωμένα».

Η ίδια περίπου «λογική της υποκρισίας» χρησιμοποιήθηκε και για την Ιρλανδία η οποία, κατά την Ευρωζώνη,  ξέφυγε από την κρίση – χωρίς κανείς να δίνει σημασία στο συνολικό χρέος της, το οποίο υπερβαίνει το 1.000% του ΑΕΠ της, έναντι 250% περίπου της Ελλάδας. Διαθέτει βέβαια πολιτική σταθερότητα και «πειθήνιους» πολίτες – οι οποίοι ανέλαβαν ανόητα να πληρώσουν τα τεράστια χρέη των ιδιωτικών τραπεζών, για να μην δημιουργηθούν προβλήματα στο σύστημα.

Περαιτέρω, η ΕΕ ξεπέρασε την τραπεζική κρίση «κατά δική της δήλωση» – παρά το ότι ο χρηματοπιστωτικός της κλάδος είναι κάτι περισσότερο από υπερδιογκωμένος, στα όρια της έκρηξης (ανάλυση). Η Μ. Βρετανία το ίδιο, ανεξάρτητα από τα τεράστια τραπεζικά της προβλήματα (άρθρο), η Ισπανία, η Ιταλία, η Αυστρία, το Βέλγιο, η Ολλανδία, η Δανία κοκ. επίσης – παρά το ότι τα νούμερα και τα στοιχεία τεκμηριώνουν ακριβώς το αντίθετο.

Από τον παραλογισμό της λιτότητας λοιπόν στην ουτοπία – στην υποκρισία, με βάση την οποία εάν παραποιήσουμε την αλήθεια, ισχυριζόμενοι πως «όλα βαίνουν καλώς», τότε τα προβλήματα θα εξαφανισθούν μόνα τους και ως δια μαγείας.      

Όσον αφορά τις Η.Π.Α. τώρα, οι οποίες έχουν το μεγαλύτερο χρέος στην παγκόσμια ιστορία, με δυσθεώρητα δίδυμα ελλείμματα, θα τα καταφέρουν τελικά, με τη βοήθεια των εξαγωγών ενέργειας από σχιστόλιθο! – παρά το ότι χρωστούν απίστευτα ποσά στην καταρρέουσα Κίνα, καθώς επίσης στην υπερχρεωμένη και υπό χρεοκοπία Ιαπωνία, ενώ αδυνατούν να χρηματοδοτήσουν ακόμη και το ΔΝΤ (πόσο μάλλον έναν πόλεμο με τη Ρωσία).

Στο γράφημα που ακολουθεί φαίνεται το συνολικό χρέος (δημόσιο και ιδιωτικό) των Η.Π.Α., το οποίο, από το 2000, αυξήθηκε κατά 25% γρηγορότερα από την οικονομία, ενώ διπλασιάσθηκε σε σχέση με το 1982 – έχοντας έκτοτε (2008) συνεχίσει να αυξάνεται ραγδαία, με σαφώς υψηλότερο ρυθμό. Ειδικά το δημόσιο χρέος έχει εκτοξευθεί πάνω από τα 17 τρις $ – από 14 τρις $ προηγουμένως.

Στα διεθνή χρηματιστήρια τώρα της Δύσης, ειδικά στη Wall Street, η υποκρισία έχει ξεπεράσει κάθε όριο – αφού τόσο οι μετοχές, όσο και τα ομόλογα παραμένουν ασταθή, εμφανίζουν μεγάλες διακυμάνσεις δηλαδή, με τις τιμές τους όμως σε επίπεδα ρεκόρ.

Οι αγορές φαίνεται πως αδιαφορούν για τη συνεχιζόμενη στασιμότητα (εάν όχι υποχώρηση) στην πραγματική οικονομία, επικεντρώνοντας την προσοχή τους στις «ενέσεις ρευστότητας» της αμερικανικής κυβέρνησης (QE) – οι οποίες αυξάνουν αναλογικά τους δείκτες (γράφημα).

Η κοινή λογική δε, σύμφωνα με την οποία για να επενδύσει κανείς στις συγκεκριμένες αγορές, θα πρέπει να προβλέπει οικονομική ανάπτυξη και εταιρική κερδοφορία ανάλογη με την αύξηση των τιμών των μετοχών, έχει αντικατασταθεί πλήρως από τη λογική του καζίνο – με βάση την οποία αρκεί η πρόβλεψη μίας κερδοσκοπικής αύξησης των τιμών, παρά το ότι κάτι τέτοιο θα διεύρυνε ακόμη περισσότερο το τεράστιο χάσμα μεταξύ της χρηματιστηριακής τους αποτίμησης, καθώς επίσης των θεμελιωδών τους μεγεθών.

Έτσι, παρά το ότι δεν προβλέπεται πουθενά ανάπτυξη, ενώ οι τιμές των μετοχών έχουν αυξηθεί κατά 30% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του προηγούμενου έτους, χωρίς να ακολουθήσει μία ανάλογη αύξηση των κερδών των επιχειρήσεων, οι χρηματιστηριακοί δείκτες καταγράφουν συνεχώς νέα ρεκόρ – ενώ θα συνεχίζουν μάλλον να το κάνουν, «μέχρι τελικής πτώσης» (όπου τότε θα επικρατήσει ξαφνικά η λογική του «ο σώζων εαυτόν σωθήτω»).  

Στα πλαίσια αυτά, οι προειδοποιήσεις ενός επερχόμενου κραχ, με κριτήριο την ιστορία (γράφημα), πέφτουν στο κενό – αφού το καζίνο έχει άλλη λογική. Πόσο μάλλον όταν οι «παίκτες» γνωρίζουν πολύ καλά ότι, η μεγαλύτερη άνοδος σημειώνεται μερικές εβδομάδες πριν από το χρονικό σημείο κατάρρευσης.

Βασιλεύει και εδώ λοιπόν η υποκρισία, όπως και σε όλα τα υπόλοιπα – αφού οι τιμές αιτιολογούνται από τα συνεχή πακέτα ρευστότητας της Fed, τα οποία δεν πρόκειται να σταματήσουν. Γιατί να σταματήσουν άλλωστε, αφού εξυπηρετούν τα μέγιστα την αναδιανομή των εισοδημάτων, προς το πλουσιότερο 1% του πληθυσμού; Αυτό το 1% δεν δίνει οδηγίες στη Fed, στην ΕΚΤ, στην Τράπεζα της Ιαπωνίας κοκ.; Γιατί να δώσει οδηγίες αντίθετες με τα συμφέροντα του; 

Περαιτέρω, η λέξη «Recovery» (ανάκτηση) χρησιμοποιείται πιο συχνά από ποτέ, συνδεόμενη με την ανάπτυξη. Όμως το ότι μία χώρα έχει ξεφύγει από την ύφεση, παύει δηλαδή να μειώνεται το ΑΕΠ της, δεν σημαίνει υποχρεωτικά ότι εισέρχεται σε πορεία ανάπτυξης. Βέβαια, θεωρείται από πολλούς πως η αισιοδοξία, έστω και αν δεν στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα, είναι το μυστικό της επιτυχίας στην οικονομία.

Όσο αισιόδοξος και αν είναι όμως κανείς, πως είναι δυνατόν να πιστέψει ότι η ΕΕ, για παράδειγμα, έχει εισέλθει σε πορεία ανάπτυξης, με 26 εκ. ανέργους, με χώρες που έχουν ξεπεράσει προ πολλού τα ανώτατα όρια της υπερχρέωσης, με ιδιωτικές επενδύσεις που συνεχώς μειώνονται, με τραπεζικές επισφάλειες διαρκώς αυξανόμενες κοκ;

Αντίστοιχα, πως είναι δυνατόν να ονειρεύεται ανάπτυξη η Ελλάδα, όταν όλοι οι συντελεστές της εξίσωσης (κατανάλωση, ιδιωτικές επενδύσεις, δημόσιες δαπάνες, εξαγωγές πλην τις εισαγωγές) κινούνται ακριβώς αντίθετα; Όταν η ανεργία συνεχίζει να είναι στο 27%, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις κλείνουν, οι φόροι κλιμακώνονται, η ρευστότητα ακολουθεί καθοδική πορεία, οι μισθοί επίσης, οι κατασχέσεις περιουσιακών στοιχείων αυξάνονται κοκ.;

Μπορούμε αλήθεια απλά προσποιούμενοι, υποκρινόμενοι ίσως και με κενή περιεχομένου αισιοδοξία, να ξεπεράσουμε τα οικονομικά προβλήματα που έχουν συσσωρευτεί τόσο στη χώρα μας, όσο και στον υπόλοιπο πλανήτη; Μπορεί να αλλάξει δηλαδή η φυσική ροή των πραγμάτων, με βάση την οποία  οι αιτίες καθορίζουν τις αποφάσεις και τα αποτελέσματα, απλά και μόνο αντικαθιστώντας τις πραγματικές αιτίες με φανταστικές, οι οποίες να ταιριάζουν στις αποφάσεις και στα αποτελέσματα που εμείς επιθυμούμε;


Βασίλης Βιλιάρδος
, για το Analyst.gr
Επισκεφθείτε το Blog του συγγραφέα. Πατήστε εδώ.

Πηγή/φωτό: Analyst.gr