1

Η ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΑΤΟΜΩΝ, ΕΘΝΩΝ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ

(Συνέχεια του 4ου μέρους του δοκιμίου «Έθνη και Παγκοσμιοποίηση»)

H  εναρμόνιση για την οποία μιλήσαμε στα προηγούμενα μέρη του δοκιμίου έχει ως βάση διεργασιών τη συνείδηση. Αλλά δεν υπάρχει ορισμός για τη συνείδηση και, φυσικά, με τον όρο αυτό στο παρόν κείμενο δεν αναφερόμαστε στις εγκεφαλικές λειτουργίες. Πέραν αυτού, η συνείδηση όχι μόνον πρέπει να συμπεριλαμβάνει την αυτοσυνείδηση, τη νόηση, το συναίσθημα και τα ψυχολογικά φαινόμενα, αλλά είναι δυναμικά εξελισσόμενη και περιλαμβάνει και παραμέτρους άγνωστες καθώς και τις μελλοντικές δυνατότητές της.

Επιπλέον, οι διάφορες διακρίσεις της έκφρασης του ανθρώπινου ψυχισμού δεν αναιρούν το ότι αποτελούν σε κάθε περίπτωση μέρος της συνείδησης. Παρά την έλλειψη ορισμού, δεν είναι κάτι ολοκληρωτικά ανέγγιχτο και άγνωστο και ταυτόχρονα είναι προφανές ότι αποτελεί την πηγή του κοινωνικού και πολιτικού γίγνεσθαι όντας παντού παρούσα και ενεργή, έστω και αν η επιστήμη δεν την γνωρίζει.

Θα πρέπει να λάβουμε υπόψη πόσο η συνείδηση, ακόμη και όταν λειτουργεί ως δύναμη αδράνειας, είναι συνεχώς παρούσα και ρυθμίζει τις συνθήκες κοινωνίας και περιβάλλοντος. Αυτοί που θέλουν να εξουσιάζουν απευθύνονται στις συνειδήσεις αν και παραπλανητικά μέσω προπαγάνδας, απειλής και υποσχέσεων, οι επιθυμίες των ανθρώπων χρωματίζουν την εποχή τους και αποτελούν και οι ίδιες παραπλανητικούς παράγοντες, οι φόβοι με κυρίαρχο τον φόβο του θανάτου είναι από τα μέγιστα συνειδησιακά προβλήματα που ωθούν τον πολιτισμό προς ορισμένες κατευθύνσεις. Πλήθος άλλων εκφράσεών της λειτουργεί, αλλά αναφέραμε τα πιο ισχυρά από αυτά στην παρούσα φάση, που τυχαίνει να είναι τα αρνητικά. Ωστόσο, για παράδειγμα, το ανικανοποίητο και η οραματικότητα είναι πανίσχυρες τάσεις που υπόκεινται της ανθρώπινης δράσης, ακόμη και όταν υφίστανται στρεβλώσεις κατεύθυνσης. Γι’ αυτό είναι μεγάλη παράλειψη ο άνθρωπος να μην ασχολείται με τη δική του συνείδηση και να είναι πάντοτε τόσο εξωστρεφής αναζητώντας τα αίτια των φαινομένων μόνον στο περιβάλλον και τα γεγονότα.

Τη στιγμή, μάλιστα, που η γνώση της ψυχολογίας τόσο του ατόμου όσο και της κοινωνίας (πλήθους, όχλου κ.τ.λ.) χρησιμοποιείται αποτελεσματικά από τους πολιτικούς μέχρι και τους διαφημιστές για επηρεασμό ατόμων και κοινωνίας, το να αρνείται κάποιος τη διαδικασία αυτογνωσίας με τη δικαιολογία ότι είναι ανόητη ή επιζήμια αποτελεί εθελοτύφλωση και ταυτόχρονα μια ανεπίτρεπτη πολυτέλεια τη στιγμή της κρίσης, στηριζόμενη απλώς στη φαντασίωσή του ότι είναι ελεύθερος στις επιλογές του. Η διαδικασία της αυτογνωσίας αποτελεί μία διαδικασία κοινωνικότητας τόσο προς τον εαυτό όσο και πρός τον κόσμο – και αυτό το τελευταίο είναι θεμελιώδες, γιατί θα μπορούσε κάποιος αφελώς να υποθέσει ότι η αυτογνωσία αποτελεί έναν ναρκισσισμό ή μία ομφαλοσκόπηση, πράγμα όμως που θα ήταν αντίθετο προς αυτήν.

Η ίδια η παθητική και άνευ γνώσης προσδοκία των ανθρώπων για λήψη μέτρων εκ μέρους των πολιτικών  προς επίλυση των κοινωνικών προβλημάτων δείχνει ότι δεν αντιλαμβάνονται τον δικό τους ρόλο στο κοινωνικό γίγνεσθαι ούτε τον γενικότερο ρόλο της συνείδησης σε αυτό, δεν αντιλαμβάνονται ούτε την ευθύνη τους ούτε την σημαντικότητα της συμμετοχής τους.

Η συνείδηση διαθέτει διάφορα χαρακτηριστικά, μεταξύ των οποίων τον προσδιορισμό του εγώ και του περιβάλλοντος και μια αέναη τάση για κίνηση και για ανανεούμενη αυτοεπιβεβαίωση. Αυτή η συνεχής κίνηση και η ταυτοτική ανανέωση δείχνει και τη θεμελιώδη σχέση του ατόμου με την ολότητα, γιατί η κίνηση αυτή κατευθύνεται πάντοτε εκτατικά προς τα έξω και προς τα μέσα χωρίς απώλεια του εαυτού, ο οποίος αναπόφευκτα επαναπροσδιορίζεται και επιβεβαιώνεται υπό το φως των νέων δεδομένων.

Γι’ αυτό τον λόγο η εναρμόνιση ατόμων, εθνών και ανθρωπότητας σε καμμία περίπτωση δεν μπορεί να γίνει, αν δεν υπάρξουν οι ανάλογες συνειδησιακές διεργασίες των ατόμων και των εθνών.

Μπορούμε αρχικά να κάνουμε ορισμένες σκέψεις και να ανακαλύψουμε ορισμένα αδιέξοδα που υπάρχουν ή πρακτικές δυσκολίες, καθώς και πιθανές διεξόδους.

Εναρμόνιση λογικά δεν μπορεί να γίνει, αν υπάρχουν μεγάλες συγκεντρώσεις δυνάμεως, όποια μορφή και αν έχει αυτή η δύναμη. Σε αυτό είχε δίκιο ο Μπ. Ράσσελ στο βιβλίο του «Η Ισχύς» που, αν και υλιστής, θεωρούσε πως η αποκλειστική εστίαση του μαρξισμού στο χρήμα ως μορφή δυνάμεως ήταν λανθασμένη. Η δύναμη μπορεί να εκφράζεται μέσα από διάφορες μορφές όπως π.χ. την παιδεία ή την τεχνολογία μιας χώρας. Μια επίσης σημαντική μορφή δυνάμεως είναι το μέγεθος του πληθυσμού μιας χώρας, γιατί φυσικά μία μεγάλη χώρα είναι πολύ δυνατότερη από μία μικρή. Η μικρή θα χρειαζόταν μια άλλη μορφή δυνάμεως, για να αντισταθμίσει τη δυναμική του μεγάλου πληθυσμού, όπως π.χ. ισχυρή οικονομία ή τεχνολογία. Μέχρι σήμερα αντιλαμβανόμαστε την ισχύ μόνον υπό αρνητική εξουσιαστική έννοια, γιατί σπανίως αυτή χρησιμοποιείται με ορθό τρόπο, αλλά αυτή η αντίληψη δεν σημαίνει πως και στην πραγματικότητα είναι ταυτόσημη με την αρνητικότητα. Αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα.

Εδώ γεννάται λοιπόν το ερώτημα: πώς μπορεί να αποφύγει κανείς την αρνητική υπερσυγκέντρωση δυνάμεως;

Ο περιορισμός της οικονομικής δυνάμεως ή των παντός είδους προνομίων μπορεί να γίνει θεσμικά, αλλά δεν είναι δυνατόν να θεσμοθετηθεί ο αριθμητικός περιορισμός των πληθυσμών – αν φυσικά ενδιαφερόμαστε για τη δημοκρατία, τη συνύπαρξη και την ανθρωπότητα. Πέραν τούτου, οι ίδιοι οι θεσμοί δεν επαρκούν για τον περιορισμό των δυνάμεων εκείνων που παρεμποδίζουν την ασφάλεια, τη δημοκρατία και την ειρήνη. Οι άνθρωποι πάντοτε είχαν τη φαντασίωση ότι οι θεσμοί θα μπορούσαν να υποκαταστήσουν τη δική τους συνείδηση και ελλειμματική θέληση. Όμως οι θεσμοί, όσο ορθοί και αν είναι, δεν μπορούν να λειτουργήσουν πραγματικά και να διατηρηθούν, αν οι πολίτες αδιαφορούν γι’ αυτούς ή επιχειρούν να τους προσπεράσουν κατ’ ιδίαν ο καθένας για τα συμφέροντά του. Εδώ έγκειται η λεγόμενη αποτυχία θεσμών και ιδεών, ενώ ειλικρινέστερα θα έπρεπε να λεχθεί πως οι ίδιοι οι άνθρωποι απέτυχαν να ανταποκριθούν στο συλληφθέν όραμα.

Εκτός από αυτό, ακόμη και ανεπηρέαστοι να έμεναν οι θεσμοί, δεν θα είχαν νόημα, αν οι άνθρωποι επιχειρούσαν να μείνουν στατικοί, δηλαδή προσκολλημένοι σε ένα είδωλο ζωής. Σε αυτή την περίπτωση δεν θα είχε νόημα ούτε η ελευθερία ούτε καμμία μεγάλη ιδέα. Αυτό θα αποτελούσε μία ευθεία οπισθοδρόμηση.

Το έλλειμμα στην αναπτυγμένη Δύση δεν ήταν κυρίως θεσμικό ή και στον βαθμό που ήταν δεν αποτελούσε αυτό το κυρίαρχο πρόβλημα. Το πραγματικό πρόβλημα ήταν η συνειδησιακή ανεπάρκεια των δυτικών κοινωνιών, που είχαν προσηλωθεί μονοδιάστατα στην υλική ευημερία και την αποξένωση από το παγκόσμιο γίγνεσθαι. Κοινωνίες με τέτοια παγκόσμια εμβέλεια επιρροής δεν επιτρέπεται να αδιαφορούν για το παγκόσμιο, δηλαδή έχουν ευθύνη για όλες τις συνθήκες τις οποίες δημιουργούν ή επηρεάζουν άμεσα ή έμμεσα – και η ηθελημένη άγνοια δεν αποτελεί αθωότητα.

Όμως, αν ακούει κανείς τον όρο «συνείδηση» ως κάτι το νεφελώδες και παραπλανητικό, δεν μπορούμε να οδηγηθούμε κάποτε έξω από το αδιέξοδο, και μία ακόμη καταστροφή δεν θα μπορέσει ούτε αυτή τη φορά να αποτελέσει πεδίο μαθήματος. Αν και η συνείδηση είναι παντού παρούσα και λειτουργεί – και μάλιστα στην κυριολεξία χρησιμοποιείται όπου είναι δυνατόν – ωστόσο η παραδοχή της ύπαρξής της και της δύναμής της ως παράγοντα ρυθμιστικού των εξελίξεων απωθείται, είτε γιατί επιχειρείται ένας έλεγχός της με καθήλωση στα ένστικτα και τα μικροσκοπικά συμφέροντα, είτε γιατί αποσυντονίζει με τον αστάθμητο χαρακτήρα της τους διανοητικούς οργανωσιακούς σχεδιασμούς, θεωρίες και πεποιθήσεις που τείνουν να ρυθμίσουν τους τρόπους διεξόδου, κινούμενες και αυτές πάνω σε ένα πεδίο πλάνης.

Για να γίνει αντιληπτός ο χαρακτήρας της ανθρώπινης συνείδησης σε κάποιον βαθμό – μια και το απόλυτο είναι ανέφικτο – πρέπει πρώτα να απαλλάξουμε τη συνείδηση από την πλανημένη άποψη ότι είναι συνώνυμη με την αδυναμία και την παρακμή και έπειτα να κατανοήσουμε κάπως στοχαστικότερα τη φύση της δύναμης καθώς και τη συνάφειά της με τη συνείδηση, όσο και αν αυτό φαίνεται παράδοξο.

Για το πρώτο πρέπει να πούμε ότι η συνείδηση δεν ταυτίζεται με την αδυναμία και την παρακμή. Αυτή η αντίληψη αποτελεί μία πλάνη που στηρίζεται (α) στο ότι η συνείδηση ή μάλλον ακριβέστερα η ηθική συνείδηση μπαίνει εμπόδιο στην κακή χρήση της δύναμης και (β) στο ότι υπό την επίδραση του χριστιανισμού επιχειρήθηκε ένας αφοπλισμός της εγωιστικής συνείδησης, ο οποίος όμως ήταν ούτως ή άλλως αναγκαίος. Στη συνέχεια όμως επιβλήθηκε μία υπερβολική ενοχικότητα και περιορισμός στους ανθρώπους και μία τέτοια ερμηνεία της ηθικής που διευκόλυνε την υποταγή τους.

Αυτό όμως το τελευταίο δεν επιτρέπεται να αποτελέσει δικαιολογία για άρνηση της ηθικής συνείδησης, αν και πρέπει αυτή να επαναπροσδιοριστεί σε συνάφεια με την ελευθερία και την ευθύνη από κοινού και όχι χωριστά, ώστε να ξεφύγουμε από τις διαστρεβλώσεις όσο είναι δυνατόν. Η ελλειμματική ερμηνεία και η κακή χρήση των ιδεών και της πραγματικότητας δεν πρέπει να οδηγεί σε απόρριψη των ίδιων ούτε μπορούμε να ζητάμε δικαιοσύνη και ελευθερία και ταυτόχρονα να απορρίπτουμε το άλλο τους όνομα, την ηθική. Επομένως η συνείδηση πρέπει να πάρει τη θέση που της αρμόζει στην προσοχή μας.

Το επόμενο σημείο που πρέπει να προσέξουμε είναι η φύση της δύναμης και η συνάφειά της με τη συνείδηση. Η δύναμη χωρίς τη συνείδηση είναι μια πλάνη, εκτός κι αν μιλάμε για φυσικά φαινόμενα π.χ. σεισμούς. Τι εννοείται, λοιπόν, με την άρνηση της σχέσης δύναμης και συνείδησης; Απλώς, εννοείται ότι η συνείδηση πρέπει να αναπτύσσεται μονομερώς με έμφαση στα επιθετικά ένστικτα, επειδή στην πραγματικότητα υπάρχει μια προεπιλογή της δύναμης ως αυτοσκοπού, που επιχειρεί την απώθηση εκείνων των «φίλτρων» της συνείδησης που θα ανέκοπταν αυτή τη μονομερή ανάπτυξη για ικανοποίηση της επιθυμίας.

Τελικά όμως, αν δεν υπήρχε η συνείδηση με την πλάνη της, δεν θα υπήρχε κανένας απολύτως λόγος για επιδίωξη της δύναμης, αφού θα εξέλιπε αυτή η ψυχολογική ικανοποίηση και η φαντασιακή ανάγκη για κυριαρχία. Επομένως, απομένει ως κυρίαρχο πεδίο εξελίξεων η συνείδηση καθώς και ως κυρίαρχο πεδίο δοκιμασίας και δράσης.

Λογικό δε είναι οι πολλοί και οι πιο αδύναμοι να βρίσκονται σε συνθήκες περισσότερο ευνοϊκές για μια τέτοια κατανόηση παρά αυτοί που κατέχουν τη δύναμη.

Ξεκαθαρίζοντας ότι η δύναμη και η επιθυμία για δύναμη σχετίζονται με τη συνείδηση υπό την παραπάνω έννοια, συμπεραίνουμε ότι δεν μπορεί παρά να ενυπάρχουν και στην ίδια τη συνείδηση. Απομένει λοιπόν προς έρευνα και αυτοέλεγχο η συνείδηση με τις πολλές της όψεις.

Μια τέτοια διαδικασία ατομική και συλλογική φαίνεται εξαιρετικά πολύπλοκη ακόμη και για εκείνους που θα την ενέκριναν. Και αυτό είναι απόλυτα αληθινό. Αλλά είναι ακόμη περισσότερο αληθινό ότι χωρίς αυτή τη διαδικασία δεν πρόκειται να λυθεί κανένα αδιέξοδο.

Αυτή η ευθύνη βαραίνει τόσο αυτούς που ασκούν στο προσκήνιο ή παρασκηνιακά την πολιτική διαχείριση όσο και την κοινωνία και τα μέλη της, γιατί και ο απλός πολίτης πρέπει να αναλάβει τη δική του ευθύνη, μια και το σύνολο δεν είναι ξένο προς αυτόν.

Υπό αυτό το πρίσμα έχει μέγιστη σπουδαιότητα η άμεση και έμμεση παιδεία, όχι ως προπαγάνδα αλλά ως ελευθερία και ευθύνη – γιατί χωριστά το ένα από το άλλο αποτελούν παρερμηνεία και διαστρέβλωση εννοιακή. Την χωρίς ευθύνη ελευθερία την είδαμε στις πρόσφατες παγκόσμιες οικονομικές εξελίξεις και τη χωρίς ελευθερία ευθύνη στις οπισθοδρομικές και καταπιεστικές κοινωνίες. Επομένως, οι όποιοι θεσμοί πρέπει να αποσκοπούν σε αυτό και να μην αποτελούν τυπολογικό αυτοσκοπό και νεκρό γράμμα ή σύστημα οργανωμένης εξουσιαστικότητας.

Μια πραγματική δημοκρατία, δηλαδή μια δημοκρατία όχι στους τύπους αλλά στο κίνητρο και την πράξη, θα έπρεπε να αποσκοπεί στην ενδυνάμωση της βούλησης, της ελευθερίας και της πραγματικής κοινωνικότητας του ανθρώπου και, αντιστρόφως, στην αποδυνάμωση της υπό στενή έννοια εξουσίας – γιατί λέγοντας «εξουσία» στο παρόν δεν εννοούμε τις κυβερνήσεις ή τους θεσμούς αλλά την άδικη επιβολή και την κατάλυση ή παρεμπόδιση της δημοκρατίας και της ελεύθερης και ενεργού ανάμειξης των πολιτών στα κοινά.

Ο τομέας της παιδείας αποτελεί το σημαντικότερο πεδίο κοινωνικής εξέλιξης, αλλά παραδόξως δεν σχετίζεται μόνον με τη σχολική παιδεία – αυτό θα ήταν αφελές – η παιδεία λειτουργεί μέσα από όλους τους τομείς της ζωής και τα πρότυπα που υπερτερούν. Μια σχολική παιδεία στρεφόμενη π.χ. σε μια ομιχλώδη ή έστω αληθινή ηθική αλλά συνδυαζόμενη με μία κοινωνία και άλλους κοινωνικούς τομείς διαπνεόμενους από πρότυπα ανευθυνότητας και ισχύος δεν μπορούν να συμπορευθούν και τελικά θα υπερισχύσουν τα δεύτερα, γιατί είναι πιο πρακτικά και επίμονα, χωρίς να μπορούμε, βέβαια, να πούμε πως μια τέτοια σχολική παιδεία θα είναι άχρηστη. Η ίδια η άσκηση της πολιτικής αποτελεί ένα μέσο παιδείας, γιατί επηρεάζει πιεστικά τον ψυχισμό των ανθρώπων, ο αδιάφορος πολίτης κάνει σε μικρότερη κλίμακα το ίδιο, γιατί δημιουργεί ένα κοινωνικό περιβάλλον για τους άλλους, αλλά σε μαζική κλίμακα είναι εξίσου επιβλαβής λόγω της συσσωρευμένης δύναμης των πολλών. Το να περιμένει, επίσης, κανείς το όλο να κάνει το ορθό βήμα, για να συμπορευτεί μετά και αυτός είναι αφελές και αποτελεί υπεκφυγή.

Όσο, επίσης, πιο απομακρυσμένα φαίνονται τα αρμόδια θεσμικά όργανα από τέτοια πρότυπα, τόσο αυξάνει η ευθύνη και ο ρόλος των ατόμων ως ατόμων και ως συλλογικότητας. Ο επαναπροσδιορισμός των εννοιών και των προτύπων γίνεται αρχικά από τα άτομα και αποτελεί μία καθαρά συνειδησιακή λειτουργία, είναι μια κατανόηση και προσέγγιση σε αληθινότερες ανάγκες που παίρνουν σχήμα μέσα από έννοιες είτε νέες είτε αναβαθμισμένες παλιές. Βέβαια, και η δύναμη του πλήθους μπορεί να ανασύρει μέσα από τα άτομα μία ικανότητα οράματος, που όμως είναι συνήθως αόριστο και χρειάζεται για να στηριχθεί κατάλληλη ατομική ετοιμότητα.

Το πρόβλημα που συνήθως ανακύπτει σε μία τέτοια ατομική και συλλογική διεργασία είναι η επιβολή ερμηνειών υπό τύπον ιδεολογίας από όσους είναι πιο δραστήριοι και εξουσιαστικοί. Αλλά είναι και αυτό ένα πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί με την υπευθυνότητα και ενεργότητα του πολίτη.

Τελικά, το ζήτημα της συνείδησης υπόκειται όλων των προβλημάτων και πάντοτε αυτό συνέβαινε, πράγμα που την καθιστά αναπόφευκτο δρόμο που πρέπει να διανυθεί με τον ορθό τρόπο.  


Ιωάννα Μουτσοπούλου
Μέλος της ΜΚΟ Σόλων


Ημερομηνία δημοσίευσης κειμένου: 03 Απριλίου 2014
Φωτό: wikimedia

 


Μπορείτε εδώ να δείτε όλα τα μέρη του δοκιμίου «Έθνη και Παγκοσμιοποίηση».