ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ - ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΣΜΟΣ, ΣΥΝΘΕΣΗ & ΣΧΕΔΙΟ ΙΔΕΩΝ

ΕΡΕΘΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΟΙΝΗ ΓΝΩΜΗ (του Γιάννη Παρασκευουλάκου)

- Σόλων ΜΚΟ
image_pdfimage_print

- Σόλων ΜΚΟΓια να εξηγήσω σε τι αναφέρεται ο τίτλος θα παραθέσω δυο παραδείγματα. 
Πρώτο παράδειγμα
Σε ένα  κείμενο του επικεφαλής του κόμματος «Δημιουργία Ξανά» Θ. Τζήμερου, που δημοσιεύθηκε πριν λίγες ημέρες στο Facebook με τίτλο «Μαρξιστική Θεωρία», μεταξύ άλλων διαβάζουμε τα εξής: 
«Υ.Γ. …… Ο τρόπος που επιχειρεί ο Μαρξ στο Κεφάλαιο να ορίσει την έννοια της αξίας είναι παιδαριώδης. Δεν στέκει σε καμία κριτική …. Είναι απίστευτο ότι σ’ ολόκληρο τον 20ο αιώνα, η ανθρωπότητα ταλανίστηκε και έφτασε στα όρια της αυτοεξολόθρευσης για μια νεύρωση ενός εξαθλιωμένου τεμπελχανά.

Ο Μαρξ δεν εργάστηκε ποτέ, κι όταν πολύ γρήγορα έφαγε τα λεφτά της βαρώνης γυναίκας του, οδήγησε όλη την οικογένειά του στην απόλυτη μιζέρια: ζούσε με δανεικά και του είχαν κατασχέσει μέχρι και τα έπιπλα του σπιτιού  του. Τέσσερα παιδιά του πέθαναν πριν από αυτόν και δύο κόρες που έζησαν μετά αυτοκτόνησαν».
Με την παραπάνω κριτική ο Θ. Τζήμερος, δεν εκμηδενίζει με μια μονοκοντυλιά μόνο τον Μαρξ και τους οπαδούς του αλλά και όλους τους αντιπάλους του, που επί 150 χρόνια πασχίζουν με εκτεταμένες μελέτες και επιχειρήματα επί επιχειρημάτων να τον αποδομήσουν. Αλλά το σημείο που κυρίως θέλω να εστιάσω στις γραμμές που ακολουθούν δεν είναι η ιδιαίτερη μεταχείριση του Μαρξ, αλλά ο τραχύς και ερεθιστικός τρόπος παρουσίασης της άποψης.  

Ας πάρουμε λ.χ. το σημείο που αναφέρει: «…για μια νεύρωση ενός εξαθλιωμένου τεμπελχανά. Ο Μαρξ δεν εργάστηκε ποτέ…».
 
Είναι στο χώρο των διανοούμενων ασυνήθιστη η απουσία συστηματικής ή γενικά εργασίας, (ασχέτως του κατά πόσο αυτό αληθεύει για τον Μαρξ);

Ο Δημόκριτος, μας διηγείται ο Διογένης Λαέρτιος, ξόδεψε όλο το μερίδιό του της πατρικής περιουσίας που ανερχόταν σε 100 τάλαντα, σημερινά τρία εκατομμύρια ευρώ κατά μια εκτίμηση, σε ταξίδια σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο, έρευνες κοκ. Όταν μετά από οκτώ χρόνια περιπλανήσεων επέστρεψε στην πατρίδα του τα Άβδηρα, είχε ξοδέψει μέχρι δεκάρας το μερίδιό του και έκτοτε τον συντηρούσε ο αδελφός του. Μάλιστα ορισμένοι συμπατριώτες του θέλησαν να εφαρμόσουν έναν παλιό νόμο που προέβλεπε κυρώσεις (απαγόρευση ταφής στον τόπο του) εναντίον όποιου είχε σπαταλήσει την πατρική περιουσία. Ο Δημόκριτος τους μάζεψε στο στάδιο της πόλης και τους διάβασε το βιβλίο του – «Ο μεγάλος διάκοσμος». Οι Αβδηρίτες όχι μόνο δεν τον τιμώρησαν, αλλά και του έδωσαν ένα ποσό πενταπλάσιο από αυτό που είχε ξοδέψει. Σε 500 τάλαντα εκτίμησαν την αξία του βιβλίου του.

Έξω από τα δικά μας σύνορα συναντάμε ανάλογα περιστατικά σε άλλους διάσημους της ιστορίας.

Ο Σοπενάουερ είχε κι αυτός μεγάλη περιουσία από τον πατέρα του – χάρη στην οποία δεν χρειάστηκε να δουλέψει ποτέ – από την αξιοποίηση της οποίας ζούσε σε όλη του τη ζωή. Είχε αναπτύξει μάλιστα και σχετική θεωρία, αφού διακήρυττε ότι για τους μεγάλους στοχαστές είναι απαραίτητοι οι πόροι, ώστε να μη δουλεύουν και να αφιερώνουν όλη τους τη ζωή στη σκέψη και το γράψιμο. 

Μα και ο Καρτέσιος με ίδιο τρόπο εξασφάλισε τα προς το ζην. Σε νεαρή ηλικία πούλησε την πατρική του περιουσία και τοποθέτησε τα χρήματα σε ομόλογα από τα οποία ζούσε. 

Σύμφωνα με την οπτική γωνία του κ. Τζήμερου, ο κόσμος μας βρίθει από «τεμπελχανάδες». Όλοι οι άλλοι τεμπελχανάδες όμως δεν είχαν την επιρροή που έχει (ή ο Τζήμερος φαντάζεται ότι έχει) ο Μαρξ στις μέρες μας και κατά συνέπεια δεν αποτελούν μέρος της κριτικής του. 

Αν και υποθέτω πως, όταν συνειδητοποιήσει ότι μπορεί εύκολα να αποκαλέσει «τεμπελχανά» τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τον Σενέκα, τον Γρηγόριο Παλαμά, τον Φραγκίσκο της Ασίζης και τόσους άλλους, ων ουκ έστι αριθμός, και αντιλαμβανόμενος τον πάταγο που θα ακολουθούσε, δεν θα δίσταζε να το κάνει.

Δεύτερο παράδειγμα
Στο βιβλίο του «Mν – Γυναικείο αντιμυθιστόρημα», ο Μίμης Ανδρουλάκης παρουσιάζει τον Χριστό να κάνει αχαλίνωτο σεξ επί μία εβδομάδα με τη Μαρία Μαγδαληνή και τη Μάρθα, τη Μαγδαληνή να του κάνει στοματικό έρωτα, να κάνει παιδί μαζί του, ο Ιούδας να είναι «ο πιο γενναίος και αποτελεσματικός μαθητής του Χριστού» και άλλα παρόμοια. Μετά ακολουθεί και η θεολογία: ο Θεός είναι ένα ραμολιμέντο στην κυριολεξία, «κουρασμένος … αδιάφορος για όλα … έχει τελειώσει αλλά αδυνατεί να φύγει…. Η θέση του είναι απελπιστική». 

Κάτω από αυτά τα δεδομένα δεν είναι ν’ απορεί κανείς για το σάλο που δημιουργήθηκε και την αγανάκτηση των χριστιανών. 

Κατά την προσωπική μου γνώμη, επρόκειτο για ένα βιβλίο με φτωχή λογοτεχνική γραφή και χιλιοειπωμένη κριτική κατά της εκκλησίας (στο συγκεκριμένο κεφάλαιο). Απέβλεπε όμως, όπως και ο Τζήμερος πιο πάνω, στο να ερεθίσει την κοινή γνώμη ή τουλάχιστον ένα συγκεκριμένο κομμάτι της. 

Ο Ανδρουλάκης στο βιβλίο αυτό, κατά τη γνώμη μου πάντα, δεν γράφει για να μας κοινοποιήσει έναν προβληματισμό του ή γιατί επιδιώκει να ρίξει ένα νέο φως επάνω σε παλιά ή νέα προβλήματα.  Γράφει αποκλειστικά για να ερεθίσει και να προκαλέσει μια συγκεκριμένη πληθυσμιακή ομάδα.

Ποιο το κέρδος; Είναι αυτονόητο: ο συγγραφέας, και στις δύο περιπτώσεις που προανέφερα, πασχίζει να ξεφύγει από την ανωνυμία, την οποία, μέσα σε ένα στρεβλό σύστημα αξιών που έχει ήδη αποδεχτεί, θεωρεί ως το μεγαλύτερο κακό, κάτι ισοδύναμο με κοινωνικό και ψυχικό θάνατο. Αισθάνεται την ανωνυμία σαν το βούλιαγμα στα σκοτεινά νερά του ωκεανού, σαν έναν επώδυνο και φρικτό εκμηδενισμό.

Οι τέτοιοι άνθρωποι συνήθως βιάζονται, βιάζονται πολύ. Δεν διαθέτουν χρόνο για μια νηφάλια προσέγγιση των πραγμάτων που παρουσιάζεται ομοίως νηφάλια στους συνανθρώπους τους. Γιατί κάτι τέτοιο μπορεί να είναι ωφέλιμο για τους άλλους και να τους αφήνει ελεύθερους να σκεφτούν και να αποφασίσουν για λογαριασμό τους, προϋποθέτει όμως σωστή χρήση του χρόνου και επί πλέον μια στοιχειώδη ισορροπία και αλτρουισμό από τη μεριά του συγγραφέα. 

Και αν –σου λένε – ο αναγνώστης δεν ενδιαφερθεί;  Ή αν ενδιαφερθεί πολύ αργά για εμένα, στα γεράματά μου ή και μετά θάνατον; Ή αν σε τελική ανάλυση δεν έχω κάτι σημαντικό να προσθέσω στην εποχή και στα προβλήματά της; Τι θα έχω κερδίσει; Και στα παραδείγματά μας αυτό που προέχει είναι η επιβίωση και ο δοξασμός του «ονόματος», η επωνυμία, εδώ και τώρα. Το αν από τη διαδικασία αυτή ωφελούνται ή βλάπτονται οι άλλοι είναι γι’ αυτούς άνευ σημασίας.

Τι σημαίνει όμως για εμάς τους υπόλοιπους αυτή η μανιώδης επιδίωξη επωνυμίας από ορισμένους;
Σημαίνει απλούστατα περιορισμό της ελευθερίας μας.

«Ερεθίζοντας» την κοινή γνώμη σημαίνει: παρακάμπτω τον νου και απευθύνομαι κατευθείαν στο θυμικό. Εκεί χάνεται η ικανότητα κρίσης και νηφαλιότητας και γίνεσαι ή οπαδός ή εχθρός. Και στις δύο περιπτώσεις σημειώνεται μια προσκόλληση στον άνθρωπο που θέλει να προκαλέσει, κι αυτή η προσκόλληση, αυτός ο ντόρος που προκαλείται, του προσφέρει ένα βίωμα δύναμης και διασημότητας. 
Το κατά πόσο αυτό το βίωμα είναι ουσιαστικό ή όχι, αξιόλογο ή όχι, δεν θα μας απασχολήσει εδώ. 

Αυτό που πρέπει να μας απασχολήσει είναι ότι έτσι ο «ερεθιστής» γίνεται πλουσιότερος και ο οπαδός ή εχθρός, φτωχότερος. Η φράση του Καντ στο άρθρο του «Τι είναι Διαφωτισμός», που τα μέλη του Σόλωνα έχουμε αναφέρει και σε άλλες ευκαιρίες, είναι όντως «διαφωτιστική» εν προκειμένω: 
«Διαφωτισμός είναι η έξοδος του ανθρώπου από την ανωριμότητά του, για την οποία ο ίδιος είναι υπεύθυνος. Ανωριμότητα είναι η αδυναμία να μεταχειρίζεσαι το νου σου χωρίς την καθοδήγηση ενός άλλου. Είμαστε υπεύθυνοι γι’ αυτή την ανωριμότητα, όταν η αιτία της βρίσκεται όχι στην ανεπάρκεια του νου, αλλά στην έλλειψη αποφασιστικότητας και θάρρους να τον μεταχειριζόμαστε χωρίς την καθοδήγηση ενός άλλου… ».

Σύμφωνα με την παραπάνω αντίληψη, που την ασπάζομαι πλήρως, είναι αδύνατο να κατοχυρώσουμε τις ελευθερίες μας και να επιτύχουμε νέα, διευρυμένη αντίληψη της ελευθερίας, χωρίς υγιή και αυτοδύναμη χρήση του νου.
Ποιος και τι ζωογονεί την ελευθερία μας και ποιος και τι την υπονομεύει;
Να το θεμελιώδες κριτήριο, «το ξυράφι του Όκαμ», πάνω στο οποίο μπορούμε να μετρήσουμε ανθρώπους και ιδέες. 

Ο ερεθιστικός λόγος, ακόμα κι αν προς στιγμήν μας φαίνεται ελκυστικός ή χρήσιμος, γιατί ενδεχόμενα ταιριάζει με τις απόψεις μας και μας ενισχύει απέναντι σε κάποιους αληθινούς ή φανταστικούς εχθρούς, ωστόσο μακροπρόθεσμα μας καθιστά παθητικούς και φτωχότερους. Κι αν για κακή μας τύχη εθιστούμε σ’ αυτό το ισχυρό ναρκωτικό, τότε για πάντα θα καταδυναστεύει τη μοίρα μας και, αντί για αυτεξούσιοι άνθρωποι και δρώντα υποκείμενα της ιστορίας, θα καταντάμε άβουλοι και αδρανείς.


Γιάννης Παρασκευουλάκος

Μέλος της ΜΚΟ Σολων

Φώτο: wikipedia

Ημερομηνία δημοσίευσης: 13 Φεβρουαρίου 2014

Σχετικά άρθρα