1

Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΚΤΗΝΙΑΤΡΟΥ ΣΤΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ ΕΚΒΡΑΣΜΟΥ ΘΑΛΑΣΣΙΩΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΩΝ (του Γ.Ι.Ρόζου)

1.ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ως περιστατικό εκβρασμού ορίζεται η κάθε περίπτωση κατά την οποία ένα μεγαλόσωμο, ζωντανό ή νεκρό θαλάσσιο θηλαστικό ζώο, εκβράζεται στην ακτή ή κολυμπάει στα ρηχά και πολύ κοντά σε αυτήν. Τα θαλάσσια ζώα στα οποία εστιάζεται κυρίως το επιστημονικό ενδιαφέρον είναι οι φώκιες, τα δελφίνια και οι φάλαινες. Πέρα από τις ανθρωπογενείς δραστηριότητες που περιορίζουν και υποβαθμίζουν τα οικοσυστήματα των ζώων αυτών, σημαντικός παράγοντας επικινδυνότητας είναι και οι διάφορες ασθένειες. Στο πεδίο της παθολογίας και της περίθαλψης των ζώων αυτών η συμβολή του κτηνίατρου είναι κάτι παραπάνω από αναγκαία.


2. Ο ΕΚΒΡΑΣΜΟΣ ΩΣ ΣΥΜΒΑΝ
Η εμπειρία δείχνει ότι ένα θαλάσσιο ζώο το οποίο έχει εκβραστεί στην ακτή ή κολυμπάει στα ρηχά γίνεται αντιληπτό από ψαράδες, περίοικους ή λουόμενους οι οποίοι ειδοποιούν το λιμεναρχείο της περιοχής, το οποίο με τη σειρά του απευθύνεται στον κτηνίατρο της περιοχής. Ένα νεκρό ζώο προφανώς παρασύρεται από θαλάσσια ρεύματα και τον κυματισμό και εκβράζεται. Το ζωντανό όμως ζώο για να πλησιάσει στα αβαθή σημαίνει πως είναι σοβαρά άρρωστο και εξαντλημένο σε σημείο που αφήνεται να παρασυρθεί. Στην τελευταία περίπτωση απαιτείται ετοιμότητα από όλους εκείνους που θα συμβάλλουν στην προσπάθεια περίθαλψης και διάσωσης του ζώου. Συγκεκριμένα:

— Η Λιμενική Αρχή θα πρέπει να αποκλείσει την περιοχή τόσο από την ξηρά, όσο και από την θάλασσα εάν αυτό είναι εφικτό. Τα υπό συζήτηση ζωικά είδη είναι δυνατόν να αποτελέσουν κίνδυνο τόσο για ανθρώπους που επιχειρούν να τα πλησιάσουν, όσο και για μικρά παραπλέοντα σκάφη (ψαρόβαρκες, φουσκωτά κλπ). Επιπλέον οι εθελοντές θα πρέπει να δουλέψουν απερίσπαστοι από περίεργους οι οποίοι κατά περίπτωση μπορεί να είναι από ενοχλητικοί έως και να δυσχεράνουν το έργο τους. πέραν αυτού, η παρουσία μεγάλου πλήθους ανθρώπων και ο θόρυβος αγχώνουν τα ζώα και αυτό έχει δυσμενείς επιπτώσεις στην εξέλιξη της ασθένειάς τους.

— Οι εθελοντές θα πρέπει να είναι διαθέσιμοι σε σύντομο χρονικό διάστημα και να ειδοποιηθούν άμεσα όλοι. Δεν είναι απαραίτητη η ταυτόχρονη παρουσία όλων στο σημείο του εκβρασμού. Θα πρέπει όμως να ειδοποιηθούν όλοι και να διευθετηθούν τα πρακτικά θέματα όπως πχ βάρδιες, εξοπλισμός, μεταφορά τους από και προς το σημείο εκβρασμού κλπ. Για να είναι επιτυχές και λειτουργικό το εγχείρημα αυτό θα πρέπει ήδη να προϋπάρχει μια στοιχειώδης οργάνωση και εκπαίδευση των εθελοντών. Καταλυτικής σημασίας είναι το ζήτημα της ασφάλειας. Το ζήτημα αυτό έχει δύο πτυχές. Η πρώτη αφορά τον τραυματισμό κάποιου εθελοντή από το εκβρασθέν ζώο. Για να αποφευχθεί μια τέτοια περίπτωση πρέπει μόνο εκπαιδευμένα άτομα να προσεγγίσουν το ασθενές ζώο τηρώντας όλους τους κανόνες ασφάλειας. Η δεύτερη πτυχή αφορά την μετάδοση ασθενειών από το ασθενές ζώο στους εθελοντές. Στη διεθνή βιβλιογραφία αναφέρονται τέτοιες ασθένειες (πχ βρουκέλλωση από δελφίνια σε ανθρώπους) και αυτό πρέπει πάντοτε να λαμβάνεται υπόψη.

— Ο κτηνίατρος θα πρέπει να θεωρήσει το περιστατικό εκβρασμού ως απόλυτα επείγον και να δώσει απόλυτη προτεραιότητα. Η ταχεία άφιξή του στο σημείο εκβρασμού και η αμεσότητα των διαγνωστικών και θεραπευτικών χειρισμών που θα ακολουθήσουν είναι καθοριστικής σημασίας. Σημαντικό μέλημα του κτηνιάτρου είναι η άμεση επικοινωνία με τους ειδικούς και η διατήρηση «ανοιχτής γραμμής» με αυτούς για όσο διάστημα χρειασθεί.

Στην περίπτωση που το ζώο είναι νεκρό, δεν υπάρχει μεγάλη πίεση χρόνου, όμως και πάλι οι ενδεδειγμένες ενέργειες θα πρέπει να γίνουν σχετικά σύντομα για να περιοριστούν όσο είναι δυνατόν οι μεταθανάτιες αλλοιώσεις. Στο θαλάσσιο περιβάλλον οι αλλοιώσεις αυτές προχωρούν με σχετικά βραδύ ρυθμό. Μόλις όμως το νεκρό ζώο εκβραστεί στην ξηρά, οι αλλοιώσεις εξελίσσονται ταχύτατα, λόγω της παρουσίας του ατμοσφαιρικού οξυγόνου Για το λόγο αυτό το νεκρό ζώο πρέπει να ανασυρθεί στη ξηρά και να γίνει άμεσα η νεκροτομή και η λήψη δειγμάτων για διαγνωστικούς σκοπούς.

3. Η ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΟ ΖΩΝΤΑΝΟ ΖΩΟ
Πολλά περιστατικά εκβρασμού έχουν αιφνίδιο χαρακτήρα, όμως υπάρχουν και περιστατικά με ιστορικό. Αυτόπτες μάρτυρες (ψαράδες, ιστιοπλόοι, ψαροντουφεκάδες και άλλοι) ενδέχεται να έχουν δει το ζώο στα ανοιχτά ή και πιο κοντά στην ακτή τις προηγούμενες ημέρες. Μια συζήτηση μαζί τους μπορεί να αποκαλύψει χρήσιμα στοιχεία και σε κάθε περίπτωση μας παρέχει πληροφορίες για την εξέλιξη της νόσου.

Η κτηνιατρική εξέταση ξεκινάει από την παρατήρηση του ασθενούς ζώου. Πρώτα καθορίζεται το είδος, το φύλο του, το σωματικό του μέγεθος (μήκος από το ρύγχος μέχρι τη διχάλα της ουράς, περιφέρεια του σώματος στο ύψος του ραχιαίου πτερυγίου κλπ) και δι αυτού η ηλικία του. Οι σωματικές μετρήσεις είναι απαραίτητες, όχι μόνο για την ταξινόμηση του ζώου αλλά και για τον καθορισμό του βάρους του και της θρεπτικής του κατάστασης, ώστε να υπολογιστούν επακριβώς οι δόσεις των φαρμάκων που θα χορηγηθούν. Ακολουθεί η εξέταση του δέρματος με την οποία διαπιστώνεται αν ο χρωματισμός του δέρματος είναι ο φυσιολογικός και εντοπίζονται (αν υπάρχουν) εξωτερικές αλλοιώσεις όπως τραύματα, εκδορές και εξωπαράσιτα Η θέση, το μήκος και το βάθος των τραυμάτων είναι οι παράγοντες που καθορίζουν την θεραπευτική αγωγή. Μεγάλη διαγνωστική σημασία έχει η αιτία των τραυμάτων αν δηλαδή προέρχονται π.χ. από προπέλα σκάφους, οπότε συνήθως είναι επιμήκη και τα χείλη του τραύματος ομαλά και λεία σαν να έχουν κοπεί με μαχαίρι. Αν πάλι το τραύμα οφείλεται σε πρόσκρουση σε βράχους, τότε το σχήμα του είναι συνήθως ακανόνιστο.

 Ένα πολύ κρίσιμο κλινικό σημείο που λαμβάνεται με την επισκόπηση είναι ο τρόπος που κολυμπάει το ζώο. Σε ορισμένες νευρολογικές νόσους η πλεύση του ζώου δεν είναι φυσιολογική. Παρατηρείται πλεύση με το πλάι του σώματος (απόκλιση από την κατακόρυφο), αναγκαστική πλεύση σε κυκλοτερείς κινήσεις και πρόσκρουση σε επιφάνειες (προκυμαία, βράχια, σκάφη). Η εξέταση των οφθαλμών (αλλοιώσεις, συντονισμός των κινήσεων, μέγεθος κόρης κ.λπ) παρέχει χρήσιμα στοιχεία.

 Η όρεξη του ζώου είναι ένα ακόμα κλινικό σημείο που πρέπει να ελέγχεται. Η λήψη τροφής είναι ένα σημείο θετικής πρόγνωσης. Αντίθετα, η αδιαφορία απέναντι στην προσφερόμενη τροφή και η αδυναμία κατάποσης είναι σημεία κακής πρόγνωσης. Εκτός αυτού η άρνηση λήψης τροφής αναγκαστικά τροποποιεί και το θεραπευτικό πρωτόκολλο.

 Άλλο σημαντικό κλινικό εύρημα είναι οι αναπνοές του ζώου (αριθμός αναπνοών ανά λεπτό ή ανά 5 λεπτά). Με τη βοήθεια των εθελοντών, πρέπει να καταρτίζεται ένα διάγραμμα με τον αναπνευστικό ρυθμό, ο οποίος καλό είναι να ελέγχεται ανά μισή ή μία ώρα. Ταυτόχρονα με την μέτρηση των αναπνοών πρέπει να γίνεται και η μέτρηση των καρδιακών παλμών (εφόσον είναι εφικτό) και να καταρτίζεται διάγραμμα ακριβώς όπως και στην περίπτωση των αναπνοών. Οι όποιες διακυμάνσεις παρατηρηθούν με τη βοήθεια των διαγραμμάτων, αξιολογούνται διαγνωστικά.

Τέλος, η κλινική εξέταση πρέπει να περιλαμβάνει και τον έλεγχο των κοπράνων σε ότι αφορά την υφή και το χρώμα τους αλλά και την συχνότητα των κενώσεων.

Εκ των ων ουκ άνευ κρίνονται οι εργαστηριακές εξετάσεις. Η συνεννόηση με κάποιον ιατρό-μικροβιολόγο ή με το Κέντρο Υγείας της περιοχής μπορεί να εξασφαλίσει αυτή τη δυνατότητα. Οι αιμοληψίες γίνονται σε ειδικά φιαλίδια ανάλογα με την ζητούμενη εξέταση (γενική αιματολογική, βιοχημική, μικροβιολογική). Τα αποτελέσματα αξιολογούνται πάντα σε συνδυασμό με την κλινική εικόνα.

4. Η ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΟ ΖΩΝΤΑΝΟ ΖΩΟ
Εφόσον πρόκειται για κάποιο τραυματισμό τότε τα πράγματα μπορεί και να είναι «απλά» με την έννοια ότι η αντιμετώπιση του τραύματος (χειρουργικά ή συντηρητικά) ίσως να αρκεί

Συχνά όμως η κλινική εικόνα είναι ασαφής και σύνθετη. Από τα κλινικά στοιχεία που προαναφέρθηκαν είναι εφικτό να γίνει μια πρώτη προσέγγιση του περιστατικού σε επίπεδο διαφορικής διάγνωσης. Αυτό σημαίνει ότι μπορούμε να προσανατολιστούμε διαγνωστικά στο πάσχον σύστημα (π.χ. νευρικό ή αναπνευστικό) και ίσως σε μια κατηγορία ασθενειών (π.χ. ιογενείς ασθένειες ή τοξικώσεις κ.λπ).

Με βάση αυτήν την πρώτη προσέγγιση αναλαμβάνεται η θεραπευτική αγωγή με τα κατάλληλα φάρμακα αφού πρώτα υπολογιστούν οι δόσεις.Η φαρμακευτικη αγωγή χορηγείται είτε ενέσιμη ή μέσα στην τροφή. Το σημείο αυτό απαιτεί μεγάλη προσοχή και καλή γνώση της ανατομίας του ζώου ώστε να αποφευχθεί ο ιατρογενής τραυματισμός ή η έγχυση των φαρμάκων σε λάθος σημείο. Αν για παράδειγμα η έγχυση γίνει υποδορίως και όχι ενδομυϊκώς, τότε επηρεάζεται δυσμενώς η βιοδιαθεσιμότητα τους (=απορρόφηση από το σημείο της έγχυσης). Οι δόσεις των φαρμάκων εξατομικεύονται. Αυτό σημαίνει πως τροποποιούνται ανάλογα με την ανταπόκριση του ζώου στην θεραπευτική αγωγή και αυτός είναι ο κύριος λόγος για τον οποίο η κλινική και η εργαστηριακή εικόνα πρέπει να ελέγχονται σε τακτά χρονικά διαστήματα. Η θεραπευτική αντιμετώπιση ενός θαλάσσιου θηλαστικού έχει πολλά κοινά στοιχεία με την εντατική νοσηλεία ενός χερσαίου θηλαστικού.

Ταυτόχρονα με την θεραπευτική αγωγή πρέπει να γίνει και προσπάθεια σίτισης και ενυδάτωσης του ζώου. Οι υποστηρικτικές αυτές ενέργειες γίνονται με γαστροοισοφαγικό καθετηριασμό. Συνήθως χρησιμοποιούνται αυτοσχέδιοι καθετήρες διαφόρων διαστάσεων ανάλογα με το είδος και το μέγεθος του ζώου. Η επάλειψη του καθετήρα με γέλη και ο προσεκτικός χειρισμός του ζώου κατά τον καθετηριασμό αποτρέπουν τραυματισμούς. Η σίτιση και η ενυδάτωση δεν γίνονται ταυτόχρονα, αλλά εναλλάσσονται. Συνήθως και ανάλογα με την βαρύτητα της κλινικής εικόνας, η σίτιση και η ενυδάτωση γίνονται κάθε 4-6 ώρες. Π.χ. δύο ώρες μετά την σίτιση ακολουθεί η ενυδάτωση, μετά από δύο ώρες πάλι σίτιση, μετά από δύο ώρες πάλι ενυδάτωση κ.ο.κ. Η ενυδάτωση περιλαμβάνει τη χορήγηση εμφιαλωμένου κατά προτίμηση νερού (το νερό της βρύσης περιέχει χλώριο) στο οποίο έχουν διαλυθεί ηλεκτρολύτες. Η διατήρηση της ηλεκτρολυτικής ισορροπίας είναι κεφαλαιώδους σημασίας για την διατήρηση της ομοιοστασίας του ζώου. Για τις ανάγκες της σίτισης χρησιμοποιούνται φρέσκα ψάρια ή καλαμάρια τα οποία αλέθονται σε μπλέντερ. Μπορεί να προστεθεί και τόνος σε κονσέρβα με νερό (όχι σε κονσέρβα με λάδι ελιάς ή με σπορέλαιο). Στο μίγμα προστίθεται μια μικρή ποσότητα νερού ώστε να «χυλώσει» και να αυξηθεί η ρευστότητά του για να περνάει εύκολα από τον καθετήρα. Ανάλογα πάντα με την διαφορική διάγνωση, στο μίγμα της σίτισης μπορούν να προστεθούν και βιταμινούχα σιρόπια ή άλλα πρόσθετα.

Μία ειδική περίπτωση είναι η τεχνητή γαλουχία των νεαρών ορφανών ή εγκαταλελειμμένων ζώων. Στις περιπτώσεις αυτές υπάρχουν ειδικά πρωτόκολλα θηλασμού και ειδικές φόρμουλες γάλακτος.

Σε περίπτωση θετικής έκβασης της θεραπείας η κατάσταση του ζώου σύντομα παρουσιάζει θεαματική βελτίωση και τότε αυτό προσπαθεί να αποδράσει προς το φυσικό του περιβάλλον. Το σημείο αυτό είναι κρίσιμο διότι ενώ ενδέχεται να μην έχει ολοκληρωθεί η αγωγή, το στρες του ζώου αυξάνεται. Εφόσον δεν υπάρχει τρόπος περιορισμού του (π.χ. πισίνα) μέχρι να ολοκληρωθεί η αγωγή και εφόσον η κλινική εκτίμηση το επιτρέπει, το ζώο πρέπει να απελευθερωθεί αλλά καλό είναι να ειδοποιηθούν οι εθελοντές και οι κτηνίατροι του δικτύου καθώς οι λιμενικές αρχές των γειτονικών περιοχών, διότι ενδέχεται η νόσος να υποτροπιάσει και το ζώο να εκβραστεί εκ νέου στην ίδια ή σε γειτονική περιοχή. Αν είναι γνωστό ότι στην περιοχή έχει εμφανιστεί κοπάδι ή έστω μεμονωμένα άτομα του ίδιου είδους, καλύτερα να καθυστερήσει η απελευθέρωση ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος μετάδοσης κάποιου λοιμώδους νοσήματος.

Σε πολλά περιστατικά στον ελληνικό χώρο, όπου την νοσηλεία των ασθενών ζώων είχαν αναλάβει άνθρωποι χωρίς κτηνιατρική εκπαίδευση, ακόμα και αν έγιναν οι σωστές ενέργειες, δεν αναφέρθηκαν κλινικά στοιχεία τα οποία θα ήταν χρήσιμα στην καλύτερη κατανόηση του περιστατικού. Επιπλέον δεν έγειναν οι ενδεδειγμένες εργαστηριακές εξετάσεις ώστε να επιβεβαιωθεί η αρχικώς τεθείσα διάγνωση. Η παθολογία δεν είναι μια «συνταγή» η οποία μπορεί να εκτελεστεί τυφλά από τον οποιοδήποτε, αλλά μια δυναμική και μεταβαλλόμενη διαδικασία λήψης πληροφοριών και αποφάσεων. Για το σκοπό αυτό απαιτείται ένα σοβαρό υπόβαθρο γνώσεων κτηνιατρικής.

5. ΝΕΚΡΟΨΙΑ – ΝΕΚΡΟΤΟΜΗ
Όταν αποτύχει η θεραπευτική προσπάθεια ή εφόσον εκβραστεί το ζώο νεκρό πρέπει να γίνει νεκροψία και νεκροτομή. Η νεκροψία περιλαμβάνει την εξωτερική εξέταση του νεκρού ζώου και έχει νόημα στις περιπτώσεις που αυτό έχει εκβραστεί νεκρό.

Η νεκροτομή πρέπει να γίνεται σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά από τον θάνατο ενός νοσηλευόμενου ζώου ή μετά τον εκβρασμό ενός νεκρού ζώου. Η προσυνεννόηση με τους ειδικούς (Κτηνιατρική Σχολή Α.Π.Θ.) είναι απαραίτητη για τον καθορισμό των δειγμάτων που θα ληφθούν (ιστός, ποσότητα, μέσο συντήρησης). Τα δείγματα αυτά θα τύχουν της σχετικής εξέτασης στα ειδικά εργαστήρια της Κτηνιατρικής Σχολής καθώς και άλλων σχετικών ιδρυμάτων για την διαπίστωση του αιτιολογικού παράγοντα της ασθένειας που οδήγησε το ζώο στο θάνατο. Επιπλέον, η Κλινική Αγρίων Ζώων της Κτηνιατρικής Σχολής του Α.Π.Θ. έχει ξεκινήσει την δημιουργία μιας Τράπεζας Ιστών και ο εμπλουτισμός της Τράπεζας αυτής είναι πολύ σημαντικός. Πρόκειται για ένα είδος «αρχείου» ιστών το οποίο μπορεί να αξιοποιηθεί ερευνητικά αλλά και διαγνωστικά (π.χ. σε αναδρομικές επιδημιολογικές έρευνες).

Η καταγραφή της αδρής παθολογοανατομικής εικόνας του νεκρού ζώου είναι απαραίτητη διότι μπορεί να εντοπίσει αλλοιώσεις υψίστης διαγνωστικής σημασίας. Η νεκροτομή έχει ιδιαίτερη τεχνική και πρέπει να είναι κυριολεκτικά συστηματική με την έννοια ότι πρέπει να εξεταστούν όλα τα συστήματα και οι ιστοί του νεκρού ζώου. Είναι προφανές πως η καλή γνώση της ανατομίας και της φυσιολογικής εικόνας των εσωτερικών οργάνων επιτρέπει την διαπίστωση των παθολογικών αλλοιώσεων. Για παράδειγμα μια συνήθης αιτία θανάτου στα δελφίνια είναι ο παραλυτικός ειλεός που προκαλείται από κατάποση πλαστικής σακούλας. Συχνά ανευρίσκονται αρκετές τέτοιες σακούλες στον στόμαχο νεκρών δελφινιών και στα έντερά τους. Στο παρελθόν σε νεκροτομές που έγιναν σε τέτοια περιστατικά από ανθρώπους χωρίς γνώσεις κτηνιατρικής, διαπιστώθηκε μεν το πρωτογενές αίτιο, αλλά δεν αναφέρθηκαν άλλες αλλοιώσεις πχ έλκη ή απογυμνώσεις του εντερικού επιθηλίου, συμφόρηση του ορογόνου, κ.λπ. Δεν αναφέρθηκε καν η απουσία των αλλοιώσεων αυτών, (κάτι εξίσου σημαντικό με την παρουσία αλλοιώσεων) πράγμα που δείχνει άγνοια.

Τα μακροσκοπικά παθολογοανατομικά ευρήματα, η κλινική εικόνα και οι εργαστηριακές εξετάσεις όχι μόνο επιτρέπουν την βαθύτερη κατανόηση ενός συγκεκριμένου περιστατικού αλλά της φυσικής ιστορίας του νοσήματος που το προκάλεσε. Μόνο με μια τέτοια προσέγγιση μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα βελτιώσουμε τα θεραπευτικά μας πρωτόκολλα και συνεπώς ότι θα γίνουμε πιο αποτελεσματικοί στην συντήρηση και διάσωση των θαλάσσιων θηλαστικών.

6.Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΚΤΗΝΙΑΤΡΟΥ
Το κείμενο αυτό γράφτηκε χωρίς καμία διάθεση επιστημονικού σωβινισμού. Ο στόχος του γράφοντος είναι να αναδείξει τον πολύ συγκεκριμένο και διακριτό ρόλο του κτηνίατρου στα περιστατικά εκβρασμού. Αναμφισβήτητα υπάρχει χώρος και για επιστήμονες άλλων επιστημονικών κλάδων. Βιολόγοι, Ωκεανογράφοι, Χημικοί, Οικολόγοι, και άλλοι επιστήμονες επιβάλλεται να έχουν ενεργό ρόλο στη μελέτη της θαλάσσιας ζωής και των θαλάσσιων οικοσυστημάτων. Οι γνώσεις τους και οι δράσεις όλων αυτών δεν πρέπει να είναι ανταγωνιστικές αλλά συμπληρωματικές αυτών του κτηνιάτρου. Την υπόθεση της θαλάσσιας άγριας ζωής θα την υπηρετήσουμε πολύ καλύτερα αν ο καθένας μας επικεντρωθεί στο αντικείμενό του.


Γ. Ι. Ρόζος

Κτηνίατρος
Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου, Τμήμα Κτηνιατρικής Κυκλάδων
Αγροτικό Κτηνιατρείο Μυκόνου
Μέλος του δικτύου Κτηνιάτρων του Ερευνητικού Κέντρου Διάσωσης και Περίθαλψης Κητωδών-ΑΡΙΩΝ


Πηγή: arion.org.gr

Φωτό: Βικιπαίδεια