1

ΤΣΕΡΝΟΜΠΙΛ ΚΑΙ ΦΟΥΚΟΥΣΙΜΑ ΚΑΘΕ 15 ΧΡΟΝΙΑ;

Η πιθανότητα ενός καταστροφικού πυρηνικού ατυχήματος ανάλογου με της Φουκουσίμα ή του Τσέρνομπιλ, είναι πολύ μεγαλύτερη από όσο είχε υπολογιστεί στο παρελθόν, με βάση την πυκνότητα των πυρηνικών αντιδραστήρων που βρίσκονται σε λειτουργία αλλά και τη συχνότητα των ατυχημάτων.

Επιστήμονες του Ινστιτούτου Χημείας Max Planck στη Γερμανία εκτίμησαν την πιθανότητα πυρηνικού ατυχήματος σε παγκόσμια κλίμακα, διαιρώντας τις συνολικές ώρες λειτουργίας των πυρηνικών αντιδραστήρων με τα ατυχήματα που έχουν συμβεί.

Όπως σημειώνει το ίδιο το Ινστιτούτο στο δελτίο τύπου του για την έρευνα, το ποσοστό πιθανότητας ατυχήματος είναι 200 φορές μεγαλύτερο από αυτό που είχε εκτιμήσει η Ρυθμιστική Αρχή Πυρηνικής Ενέργειας των Η.Π.Α το 1990.

Από τις αρχές της δεκαετίας του ’50 το Ινστιτούτο υπολογίζει ότι έχουν συμβεί 20 μεγάλης κλίμακας ατυχήματα σε πυρηνικούς αντιδραστήρες που λειτουργούσαν για την παραγωγή ενέργειας ή για στρατιωτικούς σκοπούς. Έξι στην Σοβιετική Ένωση, πέντε στις Η.Π.Α,  από δύο στην Ιαπωνία και την Βρετανία, και από ένα στη Γαλλία, στον Καναδά, την Ελβετία, την Τσεχοσλοβακία, και την Αργεντινή. [1]

Με δεδομένο ότι αυτή τη στιγμή λειτουργούν 440 πυρηνικοί αντιδραστήρες για την παραγωγή ενέργειας, η έρευνα εκτιμά ότι ένα καταστροφικό πυρηνικό ατύχημα θα συμβαίνει ανά μία ή δύο δεκαετίες, διάστημα πολύ μικρότερο από τις μέχρι τώρα προβλέψεις, τις οποίες η πραγματικότητα βέβαια καθιστούσε ανακριβείς.

Με βάση ότι τα συνολικά χρόνια λειτουργίας των εν λειτουργία αντιδραστήρων ξεπερνούν τα 14.500, ένα καταστροφικό ατύχημα συμβαίνει ανά 3.625 χρόνια λειτουργίας, που σε απλό χρόνο μεταφράζεται σε διάστημα περίπου 15 ετών. Για να θεωρηθεί ένα ατύχημα «καταστροφικό» σύμφωνα με την Διεθνή Υπηρεσία Ατομικής Ενέργειας (IAEA), θα πρέπει η συνολική διαρροή καισίου-137 [2] να ξεπερνά τα 40 κιλομπεκερέλ ανά τ/μ. Το όριο αυτό είναι πολύ υψηλό αν σκεφτεί κανείς ότι το όριο επικινδυνότητας είναι τα 5 κιλομπεκερέλ.

Χρησιμοποιώντας εξομοιωτές της γήινης ατμόσφαιρας οι επιστήμονες που συμμετείχαν στην έρευνα προσπάθησαν να εκτιμήσουν την γεωγραφική διαρροή ραδιενεργών υλικών και ειδικότερα του καισίου-137, τι ποσοστό του δηλαδή θα εξαπλωθεί από το σημείο του ατυχήματος και πόσο μακριά θα φτάσει.

Με βάση τα δεδομένα του εξομοιωτή και την εμπειρία των προηγούμενων ατυχημάτων φαίνεται πως ένα πυρηνικό ατύχημα έχει συνέπειες σε περιοχές χιλιάδων χιλιομέτρων μακριά από τον τόπο που έλαβε χώρα.  Οι άνεμοι και οι χημικές αντιδράσεις της ατμόσφαιρας έχουν ως αποτέλεσμα το 50% των συνολικά εκπεμπόμενων σωματιδίων καισίου-137 να εξαπλωθεί σε μία απόσταση 1000 χλμ. από το ατύχημα, ενώ ένα 25% ακόμα θα εξαπλωθεί ακόμα μακρύτερα, σε αποστάσεις μεγαλύτερες των 2000 χλμ. Μόλις το 8% των σωματιδίων παραμένει σε περίμετρο 50 χλμ.από το ατύχημα.

Με βάση την πυκνότητα των εν λειτουργία αντιδραστήρων, η δυτική Ευρώπη και πιο συγκεκριμένα τα σύνορα Γερμανίας, Γαλλίας και Βελγίου αποτελούν τα πλέον επίφοβα προς μόλυνση σημεία στον πλανήτη. Εξαιτίας των πολλών αντιδραστήρων στην περιοχή και των δυτικών ανέμων που την χαρακτηρίζουν, η πιθανότητα εξάπλωσης ραδιενέργειας από ένα ατύχημα είναι μεγαλύτερη από οπουδήποτε. Επιπλέον η περιοχή «γειτνιάζει» με πάμπολλους αντιδραστήρες που δεν θεωρείται ότι ανήκουν στην δυτική Ευρώπη, αυξάνοντας ακόμα περισσότερο τον κίνδυνο, όπως για παράδειγμα έγινε στην περίπτωση της μόλυνσης που προήλθε στην περιοχή από το Τσέρνομπιλ, χιλιάδες χλμ. ανατολικότερα.

Στην περίπτωση ενός ατυχήματος στις περιοχές αυτές, οι ερευνητές εκτιμούν ότι θα επηρεαστούν τουλάχιστον 28 εκατομμύρια άνθρωποι. Ο αριθμός αυτός είναι ακόμα μεγαλύτερος για πυκνοκατοικημένες περιοχές της νότιας Ασίας φτάνοντας τα 34 εκατομμύρια.

Εκτός της δυτικής Ευρώπης, τα πλέον επικίνδυνα και ταυτόχρονα ευάλωτα σημεία του πλανήτη είναι η ανατολική ακτή των Ηνωμένων Πολιτειών και τα ιαπωνικά νησιά.

Το Ινστιτούτο καλεί σε μία συνολική επανεκτίμηση των κινδύνων και μια συντονισμένη απεμπλοκή της ανθρωπότητας από την πυρηνική ενέργεια. Ο επικεφαλής της έρευνας Τζος Λέλιβελντ αναφέρει σχετικά ότι «χρειάζεται λεπτομερής και δημόσια ανάλυση των πραγματικών κινδύνων των πυρηνικών ατυχημάτων, αλλά και μία διεθνώς συντονισμένη προσπάθεια για σταδιακή εγκατάλειψη της πυρηνικής ενέργειας.»

Για τους υπάρχοντες αντιδραστήρες,  στα συμπεράσματά της η έρευνα συστήνει επαναξιολόγηση όλων των παραγόντων οι οποίοι μπορεί να προκαλέσουν πυρηνικό ατύχημα:
-τον τύπο και τις δυνατότητες των αντιδραστήρων,

-την συντήρησή τους, τις πρακτικές ασφαλείας που ακολουθούνται αλλά και άλλους ανθρώπινους παράγοντες που σχετίζονται με τη λειτουργία τους,

-τη βελτίωση της ασφάλειας με τη χρησιμοποίηση της εξελιγμένης τεχνολογίας,

-την σταδιακή υποβάθμιση στην οποία υπόκειται το σκυρόδεμα κελύφους των αντιδραστήρων με την πάροδο του χρόνου,

-την πιθανότητα φυσικών καταστροφών ή ατυχημάτων από εξωγενείς παράγοντες (π.χ. σύγκρουση με αεροσκάφη, τρομοκρατικές ενέργειες).


[1] 
Για πλήρη λίστα των σοβαρότερων ατυχημάτων βλ. “Global risk of radioactive fallout after major nuclear reactor accidents” J. Lelieveld, D. Kunkel, and M. G. Lawrence, Revised Paper (pdf) , σελ. 4247
[2] 
Το ραδιενεργό ισότοπο καίσιο-137 με χρόνο ημιζωής τα 30 χρόνια προκύπτει από την πυρηνική σχάση του ουρανίου, αποτελεί ιδιαίτερα επικίνδυνο για την χλωρίδα και την πανίδα τοξικό στοιχείο, και ήταν εκ των βασικών διαρρεόμενων ραδιενεργών υλικών τόσο στο Τσέρνομπιλ όσο και την Φουκουσίμα. Εξαπλώθηκε σε απόσταση χιλιάδων χιλιομέτρων, τόσο στην Ελλάδα (ιδίως στην κεντρική Μακεδονία), όσο και πολύ μακρύτερα από το Τσέρνομπιλ, στη Σουηδία και την Βόρεια Θάλασσα.

Πηγές: Max Planck Institut Fur Chemie“Global risk of radioactive fallout after major nuclear reactor accidents” J. Lelieveld, D. Kunkel, and M. G. Lawrence, Revised Paper (pdf)Clickgreen

Φωτό:wikipedia

Άρης Καπαράκης
Συνεργάτης της ΜΚΟ Σόλων
aris@solon.org.gr

24 Μαίου 2012