ΝΕΡΟ, ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

Η ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ ΑΡΑΛΗΣ & Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΔΟΥΛΕΙΑ (της Ιριάννας Λιανάκη-Δεδούλη)

arali limni - Σόλων ΜΚΟ
image_pdfimage_print

arali limni - Σόλων ΜΚΟYπάρχουν κάποια µέρη στη γη που είναι «ξεχασµένα από τον Θεό». Ένα από αυτά θα µπορούσε να είναι και η Αράλη Θάλασσα. Εγκλωβισµένη στην Κεντρική Ασία, µεταξύ Ουζµπεκιστάν και Καζακστάν, χάριζε επί αιώνες µε το νερό της πνοή ζωής στην περιοχή. Σήµερα στην άλλοτε µία από τις τέσσερις µεγαλύτερες λίµνες του κόσµου, έχει συντελεστεί µία από τις σοβαρότερες περιβαλλοντικές καταστροφές στον πλανήτη.

Όλοι πλέον µιλούν για την εξαφάνιση της Αράλης Θάλασσας, δεδοµένου ότι η επιφάνειά της έχει συρρικνωθεί σε ποσοστό 90% από το 1960, όταν η τότε Σοβιετική Ένωση ξεκίνησε τα εντατικά προγράµµατα άρδευσης του Ουζµπεκιστάν, του Καζακστάν και του Τουρκµενιστάν. Με την εκτροπή των δύο κύριων ποταµών που τροφοδοτούσαν τη λίµνη, η άρδευση αποσκοπούσε να µετατρέψει την έρηµο σε καλλιεργήσιµες εκτάσεις κατάλληλες κατά κύριο λόγο για βαµβακοφυτείες.

Το βαµβάκι – ο επονοµαζόµενος και λευκός χρυσός – έµελλε να γίνει το κύριο αγροτικό προϊόν των περιοχών.

Ήδη από το 1989 το βόρειο και το νότιο κοµµάτι της λίµνης διαχωρίστηκαν, όπως είναι εµφανές και από τις δορυφορικές φωτογραφίες της εποχής.
Η σταδιακή ξήρανση του νότιου κοµµατιού της λίµνης άφησε πίσω της ένα ιδιαίτερα αλµυρό έδαφος – που ήταν προηγουµένως ο βυθός της. Καθώς οι ανεµοθύελλες αυξήθηκαν, γρήγορα οι καλλιεργήσιµες εκτάσεις που βρίσκονταν ακόµα και σε µεγάλη απόσταση από την Αράλη «µολύνθηκαν» από το άλας της λίµνης.

Οι αγρότες προσπάθησαν να «ξεπλύνουν» τα χωράφια τους εκτρέποντας τεράστιες ποσότητες νερού, επιτείνοντας τελικώς το πρόβληµα.
Παράλληλα, το νερό που τελικά έφθανε στη λίµνη ήταν ολοένα και πιο αλµυρό, µολυσµένο από φυτοφάρµακα και λιπάσµατα.

Όπως είναι φυσικό, η ταχεία υποχώρηση της λίµνης επέφερε σοβαρές αλλαγές στο µικροκλίµα της περιοχής, ενώ εξάλειψε την αλιεία, µε την οποία παραδοσιακά ασχολούνταν οι κάτοικοι των παραλίµνιων περιοχών.
Εκεί που κάποτε υπήρχαν νερά γεµάτα ζωή, σήµερα χάσκουν τα κουφάρια των πλοίων που έµειναν καθηλωµένα στη µέση της ερήµου µε την υποχώρηση της λίµνης.

Νεκροταφεία βαποριών και κοχύλια στη µέση της ερήµου συνθέτουν ένα παράδοξο και συνάµα θλιβερό σκηνικό στο άλλοτε ψαροχώρι Muynak, που βρισκόταν στη Νότια Αράλη, στην περιφέρεια του Καρακαλπακστάν, στο βορειοδυτικό τµήµα του Ουζµπεκιστάν.

Μέχρι το 2003 η λίµνη είχε συρρικνωθεί στο 25% της επιφάνειάς της, ενώ τα επίπεδα άλατος στα εναποµείναντα ύδατα είχαν πενταπλασιαστεί καταστρέφοντας τα περισσότερα είδη χλωρίδας και πανίδας. Η θάλασσα της Αράλης είχε πλέον κατακερματιστεί σε τέσσερις μικρές λίμνες – τη Βόρεια Αράλη Θάλασσα, την ανατολική και δυτική λεκάνη, που άλλοτε αποτελούσαν τη Νότια Αράλη, και μία μικρότερη λίμνη μεταξύ της Βόρειας και Νότιας Αράλης. Παράλληλα, λόγω των σοβαρών επιμολύνσεων από φυτοφάρμακα και χημικά, οι γηγενείς πληθυσμοί παρουσίασαν σοβαρές ασθένειες, οι οποίες σε συνδυασμό με την ανέχεια, λόγω της εξάλειψης της αλιείας, δημιούργησαν ένα θνησιγενές περιβάλλον.

Η χαριστική βολή
Το 2003, το Καζακστάν ξεκίνησε ένα μεγαλόπνοο έργο διάσωσης της Βόρειας Αράλης με χρηματοδότηση από την Παγκόσμια Τράπεζα, εις βάρος όμως της Νότιας Αράλης. Πιο συγκεκριμένα, το Καζακστάν προχώρησε στην κατασκευή ενός φράγματος που ολοκληρώθηκε το 2005, μεταξύ του βόρειου και του νότιου τμήματος της λίμνης.

Η δημιουργία αυτού του φράγματος ήταν και η χαριστική βολή για τη Νότιοανατολική Αράλη, η οποία θυσιάστηκε – τρόπον τινά – για τη διάσωση της κατά πολύ μικρότερης αλλά και λιγότερο μολυσμένης Βόρειας Αράλης. Πράγματι τα επίπεδα του νερού στη Βόρεια Αράλη ανέκαμψαν σημαντικά μεταξύ του 2005 και του 2006, έκτοτε όμως έχει επέλθει μια σχετική σταθεροποίηση δεδομένου ότι τα ποσοστά αύξησης των υδάτων είναι πολύ μικρά.

Το 2009 η Νοτιοανατολική Αράλη είχε πλέον εξαφανιστεί, λόγω της διακοπής της ροής των υδάτων εξαιτίας του φράγματος και της παρατεταμένης ξηρασίας. Αν και τα επίπεδα της στάθμης των υδάτων ανέκαμψαν πρόσκαιρα το 2010, όταν σταμάτησε η ανομβρία, από τις αρχές του 2011 καταγράφεται για μία ακόμα φορά φθίνουσα πορεία στα υδάτινα αποθέματα.

Οι εκκλήσεις του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ Μπαν Κι Μουν, τον Απρίλιο του 2010, για παραμερισμό των ανταγωνισμών μεταξύ των αυταρχικών καθεστώτων και σύμπραξη για τη διάσωση της Αράλης, έπεσαν στο κενό. Οι έντονες διαφωνίες για το ποιος έχει δικαίωμα στα πολύτιμα νερά και στη διαχείρισή τους, καθιστούν καταδικασμένο το όποιο εγχείρημα συνεργασίας για τη διάσωση της Αράλης Θάλασσας.

∆ουλεία και «λευκός χρυσός»
Η απολυταρχική ηγεσία του Ουζµπεκιστάν – στο οποίο βρίσκεται η υπό εξαφάνιση Νότια Αράλη – επιµένει δογµατικά στην µονοκαλλιέργεια βάµβακος, παρότι αυτή συνετέλεσε καθοριστικά στην περιβαλλοντική καταστροφή, και απαγορεύει στους Ουζµπέκους γεωργούς τη µετατροπή των καλλιεργειών τους.

Το µόνο που έχει σηµασία για τον επί είκοσι χρόνια στην εξουσία πρόεδρο Καµίροφ είναι ο «λευκός χρυσός». Άλλωστε το Ουζµπεκιστάν κατέχει την τρίτη θέση στις εξαγωγές βάµβακος παγκοσµίως µε 440 χιλιάδες τόνους κατά µέσο όρο ανά έτος.

Σε µία αστυνοµοκρατούµενη χώρα, που τα ανθρώπινα δικαιώµατα καταπατούνται συστηµατικά και ο πληθυσµός ζει µε κατά κεφαλήν µηνιαίο εισόδηµα της τάξης των 167 δολαρίων, η αξίωση περιβαλλοντικών πολιτικών µοιάζει µε ανέκδοτο.

Από την παραγωγή βάµβακος το καθεστώς αποκοµίζει υπερκέρδη εις βάρος των φτωχών αγροτών, δεδοµένου ότι καθορίζει την τιµή πώλησης και διαχειρίζεται αποκλειστικά τις εξαγωγές.

Οι αγρότες εξαναγκάζονται να πουλάνε σε εξευτελιστικά χαµηλές τιµές το βαµβάκι που παράγουν, µε αποτέλεσµα να αδυνατούν να αντεπεξέλθουν τόσο στα κόστη εκσυγχρονισµού της γεωργίας –µέχρι σήµερα στην επαρχία του Ουζµπεκιστάν βλέπει κανείς να οργώνουν τα χωράφια τους µε άροτρα που τα υποζύγιά τους είναι µουλάρια – όσο και στα εργατικά κόστη για τη συγκοµιδή του.

∆εδοµένων των συνθηκών, η παραγωγή βάµβακος θα είχε καταρρεύσει εάν το καθεστώς δεν εφάρµοζε, όπως κάνει κάθε φθινόπωρο, την υποχρεωτική – καταναγκαστική εργασία µαθητών, φοιτητών και δηµοσίων υπαλλήλων για τη συγκοµιδή.

Παρότι και στις γειτονικές χώρες, όπως το Καζακστάν, το Τατζικιστάν και το Τουρκµενιστάν, υπάρχει καταναγκαστική εργασία στην παραγωγή βάµβακος, η έκταση αυτής της πρακτικής και ο βίαιος ρόλος των αρχών στον καταναγκασµό πολιτών και παιδιών καθιστούν την κατάσταση στο Ουζµπεκιστάν δραµατική.

Οι πρακτικές αυτές έχουν προκαλέσει τη διεθνή καταδίκη, ενώ αρκετές δυτικές εταιρείες στα πλαίσια του fair-trade µποϊκοτάρουν το ουζµπεκικό βαµβάκι.

«Τα σχολεία κλείνουν κατά τη διάρκεια της συγκοµιδής του βαµβακιού και παιδιά, κάποια όχι µεγαλύτερα από 10 χρονών, στέλνονται στις φυτείες να µαζέψουν µε τα χέρια το βαµβάκι, µε ελάχιστη ή καθόλου αµοιβή. Οι µαθητές που δεν καταφέρνουν να πιάσουν τους στόχους συγκοµιδής ή αρνούνται να δουλέψουν, υπάρχουν αναφορές ότι τιµωρούνται µε φυλάκιση και ξυλοδαρµούς ή αντιµετωπίζουν τον κίνδυνο αποβολής από το σχολείο», ανέφερε µεταξύ άλλων ανακοίνωση της ∆ιεθνούς Αµνηστίας Λονδίνου το 2009.

Από την πλευρά της η κυβέρνηση αρνείται όλες τις κατηγορίες σχετικά µε την παιδική εργασία στις βαµβακοφυτείες και τελικά κατόπιν της διεθνούς κατακραυγής πέρασε νόµο το 2009 µε τον οποίο απαγορεύει την παιδική εργασία κάτω των 16 ετών. Εν τούτοις, σύµφωνα µε διεθνείς οργανώσεις, όπως το Anti-Slavery International, η εν λόγω πρακτική δεν περιορίστηκε καθόλου.

Αντιθέτως υπάρχουν αναφορές σε αντικαθεστωτικά µέσα, σύµφωνα µε τις οποίες το καθεστώς απείλησε ακόµα και µε φυλάκιση τους Αντιπροσώπους των Περιφερειών, εάν οι γεωργοί δεν επιτύχουν τους ιδιαίτερα φιλόδοξους στόχους της βαµβακοπαραγωγής για το 2011, δεδοµένου ότι η τιµή βάµβακος στις αγορές διεθνώς έχει αυξηθεί κατακόρυφα.

Τέτοιου είδους αναφορές µόνο αισιοδοξία για τον τερµατισµό της παιδικής καταναγκαστικής εργασίας δεν µπορούν να δηµιουργήσουν.

Καθώς οι ανάγκες για εργατικά χέρια πολλαπλασιάζονται οι Αντιπρόσωποι των Περιφερειών και συνεπακόλουθα οι φτωχοί γεωργοί θα αναγκαστούν άλλη µία φορά να καταφύγουν στην καταναγκαστική εργασία παιδιών προκειµένου να ανταποκριθούν στις πιέσεις της Τασκένδης.

Τα αποτελέσµατα πρόσφατης µελέτης του Κέντρου Σύγχρονων Σπουδών της Κεντρικής Ασίας και του Καύκασου του «School of Oriental and African Studies» (SOAS) του Πανεπιστηµίου του Λονδίνου δείχνουν ότι εξακολουθούν οι «συστηµικές και θεσµοθετηµένες µορφές καταναγκαστικής παιδικής εργασίας» και µάλιστα διευκρινίζουν ότι αυτές είναι δύσκολο να εξαλειφθούν δεδοµένου ότι οι µεταρρυθµίσεις που προωθούνται για µετάβαση στην ιδιωτική γεωργία είναι επιφανειακές. «Η κυβέρνηση εξακολουθεί να διατηρεί το µονοπώλιο στις άδειες εξαγωγής και στον καθορισµό των ποσοτήτων και τιµών του βάµβακος».

Aποστολή/Φωτό: Ιριάννα Λιανάκη-Δεδούλη
Πηγή: To Ποντίκι

Διαβάστε σχετικά: “Λίμνη Αράλη – Όταν τα πλοία βγήκαν στη στεριά”

Σχετικά άρθρα