1

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΩΣ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣΗΣ (του Γιάννη Ζήση)

Το εγχείρημα της ανάπτυξης της θέλησης, σε καμία περίπτωση, δεν σημαίνει την ανάπτυξη της ανοησίας, όπως την ανέδειξε ο Νίτσε με την αναζήτηση της δύναμης ως αυτοσκοπό. Αντίθετα, αναδεικνύει μια Καρτεσιανή αναγκαιότητα ανάπτυξης –εξισορροπητικής της νόησης και του καθαρού λόγου– της συμπάθειας και της αγάπης. Αυτή η ανάγκη εξισορρόπησης  αποτελεί το εγχείρημα πλήθους άλλων στοχαστών –πολύ πιο γόνιμων στη σκέψη για την πραγματική ελευθερία και ζωτικότητα του ανθρώπου και για την  εκπλήρωση των αναγκών του– με όρους δημοκρατικούς. Το αίτημα αυτό της εξισορρόπησης είναι βιώσιμο στον βαθμό που προωθείται με όρους πνευματικής ιεραρχίας αντί της τιτανικής και εξουσιαστικής ολοκληρωτικής και ζωώδους ιεραρχίας και κυριαρχίας που επεδίωκε ο Νίτσε. 

Η θέληση ως πρόβλημα πληροφοριακής ανάδρασης των ανθρωπίνων συστημάτων

Το πεδίο της πνευματικής εξέλιξης και πολιτισμικής έκφρασης και λειτουργίας του ανθρώπινου παράγοντα πρέπει να είναι πάντα ανοικτό και να λειτουργεί με όρους ουσιαστικής αξιολόγησης.  Η ουσιαστική αξιολόγηση δεν μπορεί να δικαιολογήσει το όνομά της εάν λειτουργήσει ως ένας άλλος ολοκληρωτισμός, αλλά πρέπει να λειτουργεί ως ένας παράγοντας θεσμικής συνοχής και επικουρικότηταςστην ανθρώπινη ανάπτυξη.

Η υγιής ανάπτυξη της θέλησης προϋποθέτει καλή θέληση και είναι θεμελιώδης όρος για την αντιμετώπιση του ανθρωπολογικού προβλήματος των συστημάτων διακυβέρνησης και οργάνωσης, όπως αυτά αναπτύσσονται είτε με βάση την κοινοτική, είτε με βάση την συλλογική απόδοση και τη θεσμική ρύθμιση.

Όλα τα συστήματα, με όποια επικέντρωση και αν διαρθρώνονται, οδηγούνται σε μια φθίνουσα απόδοση και μια κυκλική κρίση και κατάρρευση ως αποτέλεσμα της ανθρωπολογικής εντροπίας Αυτό αφορά επίσης τους θεσμούς.

Το πρόβλημα, λοιπόν, της θέλησης είναι ένα πρόβλημα ενθαλπίας ή πληροφοριακής ανάδρασης των ανθρώπινων συστημάτων που χρήζει ατομικής, συλλογικής και θεσμικής ανάταξης.  Είναι ένα πρόβλημα που αναδεικνύει την ανάγκη για την αναγέννηση του ανθρώπινου παράγοντα μέσα στο ευρύτερο πεδίο της κοινωνικής εξέλιξης και της ανέλιξης της ανθρωπότητας σε εξελικτικό παράγοντα σε ό,τι αφορά τον πλανήτη. 

Η πολιτική ως πεδίο παιδείας της βούλησης

Η ανάδειξη του ανθρώπινου παράγοντα μέσα από τη λειτουργία της θέλησης στο πεδίο των ανθρώπινων σχέσεων και των συστημάτων είναι πρωταρχικά θέμα παιδείας. Υπό την έννοια αυτή, πρέπει να προσδιορίσουμε και τη δυναμική της. Η ίδια η πολιτική αγορά ως ένα ανοικτό σύστημα –και όχι ως κλειστό σύστημα όπως  λειτουργεί ο σύγχρονος κοινοβουλευτισμός– θα αποκαλύψει αυτή τη δυναμική σε όλες τις κλίμακες – τόσο στη μικρή και στη διαμεσολαβητική όσο και στη μεγάλη κλίμακα.

Η βούληση φανερώνει και τονίζει τόσο την εσωτερικότητα όσο και την οικουμενικότητα του ανθρώπου, ως πολίτη του τόπου, της φύσης και του πνεύματος.

Το σημερινό στάδιο εξέλιξης και η παγκόσμια πολύπλευρη κρίση καταδεικνύουν την αναγκαιότητα της παιδείας ως πεδίο ανάπτυξης της υγιούς και ισχυρής βούλησης σε αντί-Νιτσεϊκή κατεύθυνση.  Η ανάπτυξη της βούλησης, για να είναι υγιής και πραγματικά ισχυρή, πρέπει να  στηρίζεται:

  • στην αρχή της πραγματικότητας·
  • στην αρχή της ηδονής·
  • στην αρχή της φαινομενολογικής ή υπαρξιακής υπερβατικότητας.

(Αντιπροσωπεύει μια βαθύτερη βαθμίδα της πραγματικότητας και της ηδονής στη λειτουργία, καθώς και μια συνεκτικότητα και μια ομαδικότητα αξιών.)

Σε αυτό τον ρόλο της βούλησης πρέπει να αναδείξουμε και τον φασματικό πλουραλισμό ως εξισορρόπηση αλλά και οργανικότητα της βούλησης, δηλαδή ως εξισορρόπηση των τομέων μεταξύ τους. Είναι προφανές, για παράδειγμα, ότι το οικονομικό σύστημα οδηγείται σε ένα πλανητικό και συστημικό, περιβαλλοντικό και ανθρωπολογικό αδιέξοδο, βασίζεται στη συνεχή ανάπτυξη, η οποία προϋποθέτει μια συνεχή διεύρυνση της κατανάλωσης, του μεγαλώματος της πίτας και της διατήρησης του βιώσιμου μεριδίου μέσα σε αυτήν. Αυτό, από μόνο του, είναι αδιέξοδο, τόσο λειτουργικά όσο και συστημικά, και αφορά και την πλανητική διάσταση, παρά την τεχνολογική επιστημονική καινοτομία και παρά το θεσμικό πλουραλισμό της ίδιας της οικονομίας.

Για να καταστήσουμε βιώσιμο το σύστημα χρειάζεται:

  • μια μετα-οικονομική ρύθμιση και αυτό προϋποθέτει
  • ένα νέο πολιτισμικό πρότυπο που, με τη σειρά του, προϋποθέτει
  • την πολιτική βούληση.

Το νέο πρότυπο διακυβέρνησης πρέπει να εξισορροπεί το σύστημα  με τον θεσμικό και συστημικό πλουραλισμό, έτσι ώστε να μην καταρρέει η οικονομία από τη σταθερότητα έλλειψη σταθερότητας ή την ελαχιστοποίηση της ζήτησης, αλλά και μέσω της εφαρμογής πολιτικών ελαχιστοποίησης της αποσύνδεσης, γενικότερα, που θα ασκούνται και για περιβαλλοντικούς,  κοινωνικούς,  πολιτισμικούς ή άλλους λόγους.

Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να επιτευχθεί η σταθεροποίηση, ο δίκαιος μερισμός και η δικαιοσύνη ευημερίας με τη σταθερότητα της ανάπτυξης, το οποίο σημαίνει πως, σε συνθήκες στάσιμης ή και αρνητικής ανάπτυξης,  μπορούμε να εξασφαλίσουμε καλή ποιότητα ζωής για όλους μέσω καλύτερης κατανομής.

Αυτό είναι εφικτό υπό την έννοια ότι δεν λειτουργούμε μονοτομεακά, μονοδιάστατα, δηλαδή αποκλειστικά οικονομικά. Πρέπει να λειτουργούμε με μια συστημική πολλαπλότητα. Έχουμε ανάγκη από έναν πλουραλισμό που θα διευκολύνει την έκφραση της ανθρώπινης ελευθερίας και της ανθρώπινης ζήτησης. Θα την εξειδικεύει ακόμη και ως επέκεινα του συστήματος της αγοράς και της οικονομίας, ώστε ο καταναλωτής να λειτουργεί με έναν μετα-οικονομικό θεσμικό και πολιτισμικό πλουραλισμό που να αναγνωρίζει το γεγονός της ανοικτότητας της αγοράς στις εξωτερικότητές της και να αναδεικνύει τις συνέργειες και τις οικονομίες κλίμακας, τόσο συστημικά όσο και στο μετα-οικονομικό πεδίο. Κατά κάποιον τρόπο, θα αναπτυχθεί μια θεσμική και κοινωνική δυναμική μετα-κεφαλαίου. Αυτό θα είναι μια βαθιά δημοκρατική διαδικασία που θα περιορίσει τον ελιτισμό και την ολιγαρχικοποίηση της τομεακής διακυβέρνησης, σε όλο το φάσμα των τομέων και υποσυστημάτων. 

Για να είναι αποτελεσματική και επαρκής, ικανή και αναγκαία,  μια τέτοια βούληση που θα λειτουργήσει  και θα υποστηρίξει ένα τέτοιο σύστημα θα πρέπει να είναι θεμελιωδώς αντί-Νιτσεϊκή, να μην είναι τυφλή βούληση ή επιθυμία η οποία λειτουργεί υπό ένα καθεστώς αναγωγών παραλογισμού και αντικοινωνικότητας. Στην ουσία, η αντικοινωνικότητα καταστρέφει την προοπτική των φασματικών συστημικών ή διατομεακών οικονομιών κλίμακας  και μας καθηλώνει σε αδιέξοδες – μονόδρομες προσεγγίσεις και κρίσεις.

Η πολιτική ως προνομιακός τομέας της βούλησης

Η έννοια της βούλησης δεν αποκλείει την διαβουλευτική αγορά υπό την έννοια του εμπράγματου σχηματισμού γενικής βούλησης στη διακυβέρνηση. Η αναγκαιότητα της βούλησης εδώ –που εκφράζεται μέσα από τον δημόσιο τομέα, γιατί η πολιτική έχει ακριβώς αυτό τον χαρακτήρα– είναι πολλαπλώς λειτουργική. Για παράδειγμα, ενώ δεν υπήρξε αποτελεσματική αγορά ή επιχειρηματικότητα για την αντιμετώπιση της τρύπας του όζοντος, η πολιτική πέτυχε μια ειδική επιτυχή διαβούλευση για αυτό το θέμα με τη συνθήκη του Μόντρεαλ.  (Το ίδιο αφορά και την ειδική διαβούλευση για το θέμα του AIDS. ) Μπορεί να πει κανείς ότι στο σημείο αυτό η πολιτική απέδειξε την υπεροχή της έναντι της οικονομικής αγοράς, όχι μόνο επειδή μπόρεσε και λειτούργησε πολύ πιο συνθετικά, αλλά και με οικονομίες κλίμακας, εκτιμώντας το κοινό συμφέρον με το διαγενεακό του χαρακτήρα.  Κατάφερε την αποτελεσματική επίδειξη μέριμνας σχετικά με τη μελλοντική βιωσιμότητα της οικονομίας, του οικοσυστήματος και της κοινωνίας, σε σχέση με την απειλή της τρύπας του όζοντος.

Αντίστοιχα, μπορούμε να πούμε ότι και στην ελαχιστοποίηση της ζήτησης μπορεί να συμβάλει το μέγεθος του δημόσιου τομέα. Ο δημόσιος τομέας, στον βαθμό που είναι υγιής, λειτουργεί ρυθμίζοντας τις αποδοχές της εργασίας και, συνεπώς, και της κατανάλωσης, σε πλαίσια που αντίκεινται στον υπερβολικό πλουτισμό και καταναλωτισμό. Αυτό πρέπει να εκτιμηθεί κατά την αναζήτηση του μοντέλου του μέλλοντος. Αυτό το λέμε παρά τη σημερινή μεταβατική, κυρίαρχη υιοθέτηση της λογικής των ιδιωτικοποιήσεων για λόγους δημοσιονομικής, θεσμικής και αναπτυξιακής εξυγίανσης. Οι διακινδυνεύσεις από τη θεσμική κυριαρχία της οικονομικής αγοράς είναι μεγάλες. Το δόγμα της «αυτορρύθμισης της αγοράς» αποδείχθηκε πλάνη. [1] Η ρύθμιση της αγοράς είναι ζήτημα της δημόσιας βούλησης. Η αγορά δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς ρυθμιστικότητα δημόσιου χαρακτήρα, κοινής ωφέλειας και συλλογικοποιημένης, κοινωνικοποιημένης βούλησης.

Το πεδίο της βούλησης είναι το πεδίο της ενδογενούς δυναμικής τόσο για το άτομο όσο και για την κοινωνία. Είναι καθοριστικό για την καθημερινότητα, τη βιογραφία και την ιστορική και κοινωνική εξέλιξη. Τη βούληση πρέπει να την αναδείξουμε κόντρα στη Νιτσεϊκή θέληση για εξουσία. Η υγιής βούληση προβάλλει ως θέληση για ελευθερία απέναντι στη νεο-δουλεία ή στη δουλεία τύπου Μάτριξ,  όπου αναδεικνύεται ως ηγεμονία μιας αλλοτριωμένης ελίτ σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά και σε περιφερειακό, τοπικό και εθνικό επίπεδο.

Επισκόπηση

  • Όλα τα συστήματα οδηγούνται σε μια φθίνουσα απόδοση και κατάρρευση ως αποτέλεσμα της ανθρωπολογικής εντροπίας.
  • Η απελευθέρωση του ανθρώπινου παράγοντα από την ανθρωπολογική του εντροπία γίνεται μέσα από τη λειτουργία της θέλησης στο πεδίο των ανθρώπινων σχέσεων και των συστημάτων και είναι, πρωταρχικά, θέμα παιδείας. Έτσι, η πολιτική αποτελεί το πεδίο παιδείας της βούλησης.
  • Το νέο πρότυπο διακυβέρνησης θα πρέπει να εξισορροπεί το σύστημα με τον θεσμικό και συστημικό πλουραλισμό, έτσι ώστε να μην καταρρέει η οικονομία από την εφαρμογή πολιτικών ελαχιστοποίησης της ζήτησης, η οποία θα ασκείται και για περιβαλλοντικούς, κοινωνικούς, πολιτισμικούς ή άλλους λόγους.
  • Η πρόκληση είναι, σε συνθήκες στάσιμης ή και αρνητικής ανάπτυξη,ς να εξασφαλίσουμε καλή ποιότητα ζωής για όλους, μέσω δίκαιης κατανομής των πόρων.

Αναφορές
[1] Είναι ενδεικτικό το συμπέρασμα του νομπελίστα οικονομολόγου  Joseph Stiglitz ότι: «Η πεποίθηση ότι οι αγορές μπορούν να φροντίσουν τον εαυτό τους, άρα το κράτος δεν θα πρέπει να παρεμβαίνει, οδήγησε στη μεγαλύτερη στα χρονικά παρέμβαση του κράτους στην αγορά».
Stiglitz, Joseph, “Ο Θρίαμβος της Απληστίας”, εκδ. Παπαδόπουλος, 2011, σελ. 200.


Γιάννης Ζήσης

Φωτό: wikimedia

Το παρόν κείμενο αποτελεί μέρος του δοκιμίου με τίτλο Πολιτικές αξίες και αξιοπιστία στη νέα εποχή το οποίο δημοσιεύεται σταδιακά.