1

Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ (της Ιωάννας Μουτσοπούλου)

Μετά την παγκόσμια προσοχή που δόθηκε στους πριγκιπικούς γάμους της Μ.Βρετανίας θα πρέπει να δούμε ίσως και μια άλλη πλευρά του θέματος που διαφεύγει της προσοχής πολλών ανθρώπων.

Πρώτον, το πρόβλημα δεν είναι η διάκριση σε βασιλικούς και μη-βασιλικούς, γιατί η βασιλεία εξυπηρέτησε τον σκοπό της στο παρελθόν καθώς και η λοιπή αριστοκρατία, τότε που οι λαοί ήσαν αμαθείς και εύκολα υποκείμενοι στα πάθη, όπως οι πληβείοι που ήθελαν πολέμους ενώ οι πατρίκιοι έσωζαν την Ρώμη με τη σύνεσή τους. Ένα ακόμη ευγενέστερο παράδειγμα ήταν ο τελευταίος αλλά μυθικός βασιλιάς της Αθήνας, Κόδρος, που ενσυνείδητα θυσιάστηκε για να σωθεί η Αθήνα.

Η αριστοκρατία κι η βασιλεία ως ολιγαρχίες (χωρίς νομική τεχνική ακρίβεια του χαρακτηρισμού) απέτρεπαν την άτακτη διασκόρπιση της δύναμης με τη συγκέντρωσή της στον εαυτό τους, άσχετα από τα κίνητρα των εκπροσώπων τους. Ταυτόχρονα η αριστοκρατία ενάντια στη βασιλεία έγινε φορέας αλλαγών απαιτώντας, για παράδειγμα, προς όφελός της περιορισμό της βασιλικής εξουσίας στην Αγγλία με αποτέλεσμα τη Μάγκνα Κάρτα που είναι ένα μεγάλο παγκόσμιας εμβέλειας γεγονός λόγω της επιρροής του στη σκέψη. Βέβαια αυτά είναι παραδείγματα, ηθελημένης ή συγκυριακής, επωφελούς για το σύνολο χρήσης του τίτλου και της εξουσίας που αυτός δίνει, γιατί υπήρξαν και άφθονα άλλα αντίθετα που δείχνουν ότι η διαφθορά και η ανοησία υπήρχε πάντοτε και σε όλους τους τομείς –με λίγες εξαιρέσεις.

Έκτοτε όμως οι εποχές άλλαξαν πρακτικά μέσω της τεχνολογίας και της μαζικής παιδείας και μπορεί οι λαοί ως σύνολα να έχουν ακόμη σοβαρές ανωριμότητες, αλλά όχι λιγότερες από τους άρχοντές τους – εκλεγμένους ή μη. Αυτές οι ανωριμότητες κατά ένα μέρος οφείλονται στην προσπάθεια των παντός είδους εξουσιών να τους κρατήσει τυφλούς, αλλά ταυτόχρονα και η ίδια η εξουσία στηρίζεται στις εγγενείς ανθρωπολογικές ανεπάρκειες, δημιουργούμενων έτσι δύο αλληλοσυμπληρούμενων παραγόντων, πράγμα που καθιστά ανώφελη την προσπάθεια να επιρρίψει κανείς την ευθύνη ολοκληρωτικά σε κάποιον άλλον για να εφησυχάσει, αν και η ανεύρεση της ευθύνης είναι αναγκαία για την ενεργή λήψη μέτρων αποτροπής και αποκατάστασης. Επομένως μία περίσκεψη είναι αναγκαία για το κατά πόσον είναι σύμφωνη με την εποχή η βασιλεία, προς την οποία ρέπουν τόσο έντονα οι βόρειες δυτικές χώρες που είναι ταυτόχρονα δημοκρατικές. Η προφανής διαφθορά της δημοκρατίας είναι ιδίωμα όχι της δημοκρατίας ειδικότερα, αλλά του ανθρώπου γενικότερα, μόνον που στην δημοκρατία γίνεται έντονα αντιληπτό λόγω της σχετικής ελευθερίας γνώμης και πληροφορίας που υπάρχει και επειδή οι άρχοντες δεν είναι τόσο απλησίαστοι όσο στο παρελθόν, με αποτέλεσμα να γίνονται ορατά τα σημάδια της παρακμής τους. Επιπλέον στην δημοκρατία η διαφθορά γίνεται εφικτή για μεγάλο αριθμό ανθρώπων λόγω της ισχύουσας ελευθερίας. Γι’ αυτό η διαφθορά της δημοκρατίας δεν πρέπει να θεωρείται επιχείρημα υπέρ των ολιγαρχιών. Πάντως είναι το πολίτευμα στο οποίο ο καθημερινός άνθρωπος συναντιέται με την ευθύνη του, αποκαλύπτεται η θέση του απέναντί της και αυτό είναι αναγκαίο εξελικτικά.   

Δεύτερον, το πρόβλημα του πρωτοκόλλου που είναι πολύ πιο έντονο στους βασιλικούς κύκλους, χωρίς να απουσιάζει και από τους υπόλοιπους, είναι κάτι που πρέπει να διερευνηθεί, γιατί θυμίζει πολύ παλιές εποχές που η συνείδηση ως ελλείπουσα έπρεπε να υποκατασταθεί από τελετουργίες και σύμβολα ως κώδικες υπακοής και τάξης. Αυτές οι τελετουργικές απαιτήσεις είναι παρούσες και στις θρησκείες. Αλλά με την πάροδο του χρόνου πρέπει να υποχωρούν, να μειώνονται και να δίνεται μεγαλύτερη ελευθερία έκφρασης στη συνείδηση. Η εξουσία όμως στηρίζεται κατά το μεγαλύτερο μέρος της στην γοητεία που ασκεί, και η γοητεία είναι πέραν των άλλων βαθιά τελετουργική με την αρνητική έννοια, όπου η τελετουργία αιχμαλωτίζει την προσοχή, αποτρέπει την ελεύθερη έκφραση, υποτάσσει τους έξω αλλά και τον ίδιο τον εξουσιάζοντα, δημιουργεί ήθη που υποκαθιστούν την ηθική και αρνείται την ελευθερία. Αποτελεί μία γεροντικότητα που δικαίως νικήθηκε από την νεανικότητα της Αμερικής, που όμως και αυτή φθάρηκε πολύ γρήγορα από την εξουσία, που είναι ούτως ή άλλως γεροντική στη φύση της.

Το πόσο ανόητη είναι η τελετουργία και το πρωτόκολλο φάνηκε για παράδειγμα και από τα μεγάλα ή μικροσκοπικά καπέλλα που φορούσαν οι αριστοκράτισες ή από άλλα εκκεντρικά καπέλλα που η χρήση τους φαίνεται επιθετικά διακοσμητική ως δηλωτική τάξης και όχι αυτή για την οποία μάλλον επινοήθηκαν από τον άνθρωπο (η αποφυγή της ηλιακής ακτινοβολίας και του κρύου). Βέβαια δεν αποκλείεται να υπάρχει πίσω από το πρωτόκολλο του καπέλλου και κάποιος συμβολισμός, αλλά ακόμη και σε μια τέτοια περίπτωση ο συμβολισμός θα ήταν περιττός εφόσον έχει γίνει αντικείμενο μόδας και τάξης, πέραν του ότι ο πολιτισμός πρέπει σταδιακά να αφήσει πίσω τις προσκολλήσεις και να δίνει σημασία περισσότερο στην ουσία παρά στα σύμβολα. Αν αυτό αποτελούσε απλώς μια έκφραση γούστου δεν θα είχε καθόλου σημασία, αλλά είναι δήλωση τάξης και υπεροχής, πράγμα που αποδεικνύεται και από το ότι, σύμφωνα με τα μίντια, προκάλεσε κακή εντύπωση η σύζυγος του άγγλου πρωθυπουργού επειδή προσήλθε στην τελετή του γάμου χωρίς καπέλλο! Τί είδους παραδοξότητες μπορούν να σκεφθούν οι άνθρωποι για να ξεχωρίσουν ατομικά ή ομαδικά από τους άλλους;

Η δε πυρετώδης ενασχόληση με τις λεπτομέρειες του γάμου από τα μίντια αλλά και πολλούς ανθρώπους χρειάζεται μια κάποια ανάλυση, όταν μάλιστα συμβαίνει σε περίοδο έντονης οικονομικής κρίσης και ο συγκεκριμένος γάμος κόστισε ακριβά.

Αυτή η παράσταση μοιάζει με παραμύθι, το οποίο όμως δεν έχει τα ηθικά στοιχεία των κλασσικών παραμυθιών όπου οι πρίγκιπες συχνά είναι πρίγκιπες ηθικής και όχι τόσο γέννησης, και το παραμύθι επιτρέπει στον καθένα να φαντάζεται τον εαυτό του στη θέση των ισχυρών, ως γάμος δε επιτρέπει κυρίως στις γυναίκες, ζώντας μέσα από τη ζωή άλλων, να φαντάζονται τον εαυτό τους στη θέση της κοινής θνητής που έγινε πριγκίπισσα, ξεχνώντας βέβαια τον πλούτο της, αλλά και το ότι σε τελευταία ανάλυση δεν μπορούν όλοι να γίνουν πρίγκιπες και πριγκίπισσες, γιατί αυτές οι θέσεις είναι για λίγους. Η ελπίδα βέβαια πεθαίνει τελευταία, αλλά η ανόητη και μη-ηθική ελπίδα δεν πρέπει να έχει καμμία θέση στη ζωή. Και δεν είναι ηθική αυτή η ελπίδα, γιατί αυτό που πρέπει να μετράει είναι η συνείδηση ή το πνεύμα και όχι οι επιθυμητοί τίτλοι που δεν έχουν κανένα περιεχόμενο και νόημα. Αυτές οι ανόητες ελπίδες υπεροχής είναι που στηρίζουν και την διαφθορά σε οποιοδήποτε καθεστώς.

Και ούτε καν που τους απασχολεί το γεγονός ότι ο πλούτος, η θέση και η «δόξα» καταστρέφει εξαρχής τις ανθρώπινες σχέσεις και την ευτυχία, επειδή αυτά έλκουν μοιραία τα φιλόδοξα άτομα και λίγες πιθανότητες έχει κανείς να διαφύγει ενός τέτοιου ασφυκτικού κλοιού, όταν μάλιστα δεν διαθέτει τα κατάλληλα κριτήρια. Είναι χαρακτηριστική η συγκεκριμένη μέριμνα στους παλιούς μύθους, όπου ο θεός Δίας μεταμορφωνόταν σε απλό άνθρωπο για να γνωρίσει την πραγματική φύση των ανθρώπων ή οι πρίγκηπες των παραμυθιών καμμιά φορά μεταμφιεζόντουσαν σε χωρικούς! Ούτε φυσικά απασχολούνται με το τι θα έκαναν όταν συναντούσαν τις πρώτες διαφωνίες με ένα υπεροπτικό και σκληρά αριστοκρατικά και δεσποτικά δομημένο περιβάλλον. Τελικά αγνοούν ότι οι συμβολοποιημένοι ρόλοι σκοτώνουν τον φορέα τους ως άνθρωπο, αλλά η φιλοδοξία είναι τόση που τυφλώνει και νεκρώνει ταυτόχρονα.

Τρίτον, το ζήτημα της αριστοκρατίας είναι πολύ σοβαρό και δικαίως θα γεννούσε ερωτηματικά και αμφιβολίες για την εξέλιξη της δημοκρατίας – μια και η «υπαρκτή δημοκρατία» προφανώς ακόμη χωλαίνει οπουδήποτε στον κόσμο, πράγμα που βέβαια δεν θα μπορούσε να είναι και αλλοιώς. Αυτή η προσκόλληση στους τίτλους, όχι μόνον των τιτλούχων αλλά και των απλών πολιτών, είναι άξια προσοχής. Η μόνη «ανισότητα» που θα έπρεπε να αναγνωρίζουμε είναι η «αριστοκρατία» του πνεύματος, που όμως δεν είναι πραγματική ανισότητα, αλλά πρόοδος ελπιδοφόρα για το μέλλον η οποία προάγει την ενότητα, γιατί είναι αξιακή και στηρίζεται μόνον στη συνείδηση και όχι σε τίτλους σπουδών ούτε σε αναγνώριση ούτε σε χρήμα ή σε κάθε είδους δύναμη και σίγουρα δεν οργανώνεται εξωτερικά όπως οι ακαδημίες, τα think tanks κ.ά. Αυτήν είχε απορρίψει μετά βδελυγμίας ο Νίτσε, όπως θα δούμε παρακάτω. Σε αυτήν μπορούν να ανήκουν και ανώνυμοι άνθρωποι και είναι φύσει προφυλακή της ανθρωπότητας λόγω της συνείδησής τους και δεν απολαύουν καμμιά ευχέρεια εξουσίας κατ’ αναλογίαν αυτού που έλεγε ο Χριστός για την Βασιλεία Του, όταν τον ρώτησε ο Πιλάτος, ότι δεν είναι του κόσμου αυτού. Αυτή η «ανισότητα» είναι εξελικτική, εξυπηρετεί σαφέστατα την ισότητα αφού στηρίζεται σε ιδιώματα που ανήκουν σε όλους και τα καλλιεργεί ως τέτοια, επίσης ως διαφορετικότητα είναι παροδική αφού ο καθένας μπορεί να την προσεγγίσει αν το προσπαθήσει πραγματικά, μη εγκόσμια, μη εξουσιαστική και δεν απονέμεται από κανέναν ούτε επιβάλλεται σε κανέναν ούτε προσδίδει τιμές και χρήμα. Ο Φραγκίσκος της Ασσίζης, για παράδειγμα, ήταν καλύτερος από τους περισσότερους άλλους (πράγμα που μπορεί να εκληφθεί ως μία αξιακή ανισότητα) όμως τέτοιου είδους που προάγει την ενότητα. Γι’ αυτό  ανήκε σε αυτήν, ο Πυθαγόρας, ο Θαλής και άλλοι που η αξία τους καμμία σχέση δεν είχε με απονομή τιμών ή με διάκριση λόγω γέννησης.

Ο Νίτσε αντιθέτως αναγνωρίζει μια ιεράρχηση αριστοκρατική, μάλιστα λόγω αίματος και όχι λόγω πνεύματος. Το ότι ο Νίτσε και η σημερινή αριστοκρατία συμπίπτουν θα πρέπει να μας προβληματίσει, γιατί αυτή η θέση είναι πολύ σημαντική για την θεωρία του και περιέχει εξ ορισμού το υπόβαθρο της ανισότητας ως αναλλοίωτης φύσης των πραγμάτων όπου η σωματικότητα είναι το βαρύ κέντρο της ύπαρξης. Όμοια ακριβώς είναι και η βάση του ρατσισμού και απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή στις θεσμικές εξελίξεις που είναι συμβολικές τέτοιου ανθρωπολογικού υποβάθρου. Βέβαια δεν σημαίνει ότι η αριστοκρατία εξ αίματος ή εξ απονομής είναι ναζιστική, αλλά το υπόβαθρο της σκέψης στο βάθος της είναι κοινό, όπως αναντίρρητα κάθε ανθρώπινη τάση για υπεροχή έχει όμοιο υπόβαθρο με τον ρατσισμό. Ωστόσο, παρά την απόστασή τους, η οργανωμένη έκφραση αυτού του υποβάθρου δεν αποτελεί σήμερα την ορθή λύση για τα υπάρχοντα προβλήματα της ανθρωπότητας.

Από το άλλο μέρος οι άνθρωποι αρέσκονται στη δόξα, πράγμα που απέτυχε να τους προσφέρει ο μαρξισμός απομυθοποιώντας τα πρόσωπα, παρόλο που στην πράξη θεοποίησε τους ηγέτες του, και έτσι την βρίσκουν στα σύμβολα της δόξας, της εγκόσμιας βέβαια γιατί η υπερβατική δόξα είναι απρόσιτη, παρόλο που κατά καιρούς υπάρχουν νομιζόμενοι φορείς της, χωρίς όμως την θυσιαστικότητα από μέρους τους που θα καθιστούσε αυτή τη δόξα αληθινή. Οι αληθινοί φορείς δόξας είναι ελάχιστοι.

Η φαντασίωση και η αυταπάτη των πολλών καθώς και των λίγων μπορεί να εξυπηρετούν και να ισχυροποιούν την εξουσία, όμως σκοτώνουν το πνεύμα που απαιτεί ευθύνη, ταπεινότητα και αλήθεια. Πολλοί σκέπτονται μόνον την άνεση, τα όμορφα πράγματα και την προβολή που συνοδεύουν τις περίοπτες θέσεις -και μόνον αυτά. Τα άλλα καθόλου δεν τους ενδιαφέρουν, πράγμα που δείχνει και πόσο ασήμαντα είναι όπως είναι.

Και αξίζει να μνημονεύσουμε τα λόγια του Σπάρτακου για τη ζωή ως θέαμα που μπορούν να εφαρμοστούν σε κάθε ανόητη απώλεια της ψυχικής ζωής προς χάρη του θεάματος: «η ζωή δεν αξίζει να προσφέρεται σαν θυσία για θέαμα, αλλά σαν θυσία για την Ελευθερία».


1 Μαΐου 2011

Ιωάννα Μουτσοπούλου, Δικηγόρος
Μέλος της Γραμματείας της Μ.Κ.Ο. ΣΟΛΩΝ

(Φωτό: wikimedia)