1

ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΗΜΙΚΗ ΠΑΘΟΓΕΝΕΙΑ (του Γιάννη Ζήση)

Μια από τις βασικές αιτίες του ανθρώπινου προβλήματος βρίσκεται στη σύγχυσή του, η οποία προκαλεί την απομονωτική διαφοροποίηση  των τομέων και των κλιμάκων της σκέψης και της έκφρασης. Παρά την ενιαία θεμελιακή ομοιότητα και ισομορφία που υπάρχει μεταξύ εκφράσεων, ιδιοτήτων, καταστάσεων και ανθρώπινων κινήτρων, αυτό που σήμερα κυριαρχεί είναι η αποσπασματική αντίληψη. 

Έχουμε τονίσει κατ’ επανάληψιν τη ζωικότητα της καταγωγής της ανταγωνιστικότητας και της χωριστικότητας ή της αρέσκειας στο παίγνιο της άγνοιας και τη θεατρική ανακύκλωσή της μέσα από τα ένστικτα. Αυτή η κατάσταση όμως δεν περιορίζεται μόνο σε έναν τομέα σκέψης.

Για τον αντιανθρώπινο υπεράνθρωπο του Νίτσε
 Είναι παράδοξο, αλλά είδαμε το Νιτσεϊκό πρότυπο της θέλησης για εξουσία να εξωραΐζεται -υποτίθεται- επειδή διατυπώθηκε με μια προοπτική κριτικής φιλοσοφικότητας και αμφισβήτησης των κατεστημένων αξιών και υποκρισιών. Δυστυχώς, όμως, αυτό που πρότεινε ο Νίτσε ήταν μια προοπτική στρεβλών «υπεράνθρωπων», την οποία ελάχιστοι μπόρεσαν να διακρίνουν διασώζοντας με αυτό τον τρόπο το διακριτικό κύρος του στοχασμού. Αναφερόμαστε στους Μπέρτραντ Ράσελ και Λέων Τολστόι εν προκειμένω, οι οποίοι έκαναν ειδική μνεία απαξίωσης προς τον Νίτσε. Αυτή η μνεία ταίριαζε, όπως ταίριαζε η συγκριτική απαξίωση που έκανε ο ίδιος ο Νίτσε, στον «Ευρωπαϊκό Μηδενισμό», όπου  απαξίωσε ορθά τον Βολταίρο απέναντι στον Ζαν Ζακ Ρουσσώ, λέγοντας πως ο Βολταίρος φθονούσε τον Ρουσσώ, επειδή στο βάθος ήξερε πως ο Βολταίρος για τον εαυτό του ότι ήταν δημοσιογράφος της σκέψης, ενώ ο Ρουσσώ ήταν αληθινός στοχαστής. Ισχύει μάλλον και εδώ, αυτό που λέμε ότι όταν κάτι φαίνεται δήθεν περίτεχνο, αυτό σημαίνει ότι ο «διασκεδαστής» -όπως θα έλεγε ο Πικάσο- τροφοδοτεί «την κενοδοξία και την απληστία των συγχρόνων του» με σκοπό να γίνει αποδεκτός από τον κόσμο. [1]

Κριτική στον Νίτσε -και στον «μοιραίο σχοινοβάτη και παλιάτσο» υπεράνθρωπο, αυτή τη «διαβολική γελοιογραφία του ανθρώπου, που πολεμάει κάθε ανθρώπινο πρότυπο» [2] – άσκησε και ο ψυχολόγος Καρλ Γιούνγκ, ο οποίος δήλωσε ότι «πάντα οφείλουμε να κάνουμε το καθήκον μας γιατί, παρά τον Νίτσε, η ηθική αξίζει».[3]

Ο Μακιαβελικός ηγεμόνας, η Νιτσεϊκή θέληση για δύναμη και ο Νιτσεϊκός υπεράνθρωπος -που είναι βαθιά αντιανθρώπινος– υποδηλώνουν την επαναβύθιση στο ζωικό, το τιτανικό ή το «καταραμένο απόθεμα» το «στρεβλό» υλικό της ανθρωπότητας όπως το αποκαλούσε ο Καντ. [4]

Η οικονομία ως πόλεμος με άλλα μέσα
Αυτό το στοιχείο εκφράζεται, επίσης, από τη στρεβλή επιχειρηματικότητα, κάτι που τονίζει και αναλύει πολύ ωραία ο κοινωνιολόγος Βέμπλεν, καθώς στη θεωρία του για τον πλούτο, τον περιγράφει ως «επίδειξη» και ως καταστροφή δυνατοτήτων. [5] Κάνει λόγο για ένα ναρκισσιστικό κοινωνικό, πολιτισμικό και ψυχολογικό, φαινόμενο επίδειξης του πλούτου ως σημείο συγκριτικού πλεονεκτήματος, το οποίο έχουμε δει να εκφράζεται με υπεροπτικό ψυχισμό στις φάσεις των οικονομικών κρίσεων -και όχι μόνο- από τους εκπροσώπους της οικονομικής ελίτ ή της «Αργόσχολης Τάξης» και τα πρόσφατα αποκαλούμενα «golden boys».

Η φράση του Καρλ Κλαούζεβιτς που συσχετίζει την ειρήνη και τον πόλεμο στο συμβατικά ανθρώπινο επίπεδο, την ομοιότητα και την εναλλαγή τους μόνο ως προς τα μέσα, -ότι δηλαδή «η ειρήνη είναι πόλεμος με άλλα μέσα»- ισχύει για όλους τους τομείς και για όλες τις ανθρώπινες μορφές έκφρασης. Υπό μια ευρεία έννοια, εδώ ταιριάζει η φράση του Ποσειδώνιου ότι «οι άνθρωποι θα πολεμούσαν και θα έψαχναν να πολεμούν ακόμη και αν δεν υπήρχαν τα χρήματα».

Το κύριο πρόβλημά μας είναι ότι οι θεωρίες και οι ειδικές -και περισσότερο- τεχνικές επιστήμες του πεδίου διακυβέρνησης -όπως είναι η οικονομική και η πολιτική επιστήμη- ιεροποιούν και εξωραΐζουν [6] αυτούς τους τομείς οι οποίοι στην πραγματικότητα θεωρητικά μόνο αποτελούν τομείς ιδανικών, αξιών, ιδεών και δράσεων. Όμως και οι ιδέες εμπίπτουν στο πεδίο της πολεμικής και λειτουργούν υπό την έννοια μιας διαδικασίας ζευγών των αντιθέτων. Η διάχυση του ψυχισμού του «ηγεμόνα» του Μακιαβέλι ή της Νιτσεϊκής «θέλησης για εξουσία» -στην οικονομική και πολιτική σκέψη- συνιστά βασικό πρόβλημα βιωσιμότητας για τον πολιτισμό. Δυστυχώς, αυτός ο ψυχισμός εκφράζεται, επίσης, ποικιλόμορφα στο πεδίο της καθημερινής ζωής, στο πλαίσιο μιας οικογένειας, των ανθρώπινων σχέσεων, των σχέσεων των δύο φύλων και των σχέσεων των γενεών. Εκφράζεται, επίσης, στη θρησκεία και στον πολιτισμό γενικότερα.

Με την έννοια αυτή, θα έλεγε κανείς ότι, η οικονομία είναι πόλεμος με άλλα μέσα όπως και ότι η οικονομία είναι βαρβαρότητα με άλλα μέσα και ότι εκδηλώνει ακριβώς τη βαρβαρότητα του Μακιαβελικού «ηγεμόνα» ή της Νιτσεϊκής «θέλησης για εξουσία».

Οι ανθρωπολογικές ρίζες του ολοκληρωτισμού
Το ίδιο ισχύει τόσο στην πολιτική, όσο και στη θρησκεία. Το ιερατείο όπως, επίσης, και η λεγόμενη κοινοβουλευτική «δημοκρατική» αντιπροσώπευση, επιδεικνύουν τα ίδια πάθη. Αυτό ισχύει και για τον μονήρη στοχασμό ή τον μονήρη χαρακτήρα των πολιτιστικών προσωπικοτήτων και τις νομενκλατούρες της κοινωνίας του θεάματος και της επικοινωνίας.

Αυτά τα προβλήματα γοητείας, αυθεντίας και ελίτ, είναι ενδογενώς ανθρωπολογικά. Αυτός είναι ο λόγος που συναντάμε τον ίδιο ψυχισμό του «νεόπλουτου» ακόμη και σε σχέση με το πεδίο των ιδεών. Αυτά τα ανθρωπολογικά προβλήματα, ερμηνεύουν το γιατί είναι πολλοί αυτοί που πιστεύουν ότι ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμα μιας νέας εποχής, δημιουργούν το δικό τους φάντασμα του Φάουστ, μετατρέποντας το «όραμα» σε κάποια μορφή ολοκληρωτισμού.

Το τοπίο είναι γεμάτο με μορφές ολοκληρωτισμού με διαφορετικό πρόσωπο η κάθε μια, στην οικονομία, στην πολιτική, στη θρησκεία και στον πολιτισμό. Όλες αυτές οι παραμορφώσεις και οι στρεβλώσεις πρέπει να αντιμετωπιστούν ενιαία ως μια ανθρωπολογική παθογένεια του συστήματος. Με τον ίδιο τρόπο πρέπει να κατανοήσουμε, επίσης, το πεδίο της οικονομικής και πολιτικής θεωρίας και πρακτικής.

Ιδιοποίηση και ολοκληρωτισμός
Αποτελεί πρόκληση βιωσιμότητας η απελευθέρωσή μας από την επιβεβλημένη γοητεία και αυθεντία της εξιδανίκευσης της παραγωγικότητας αλλά και του κινήτρου της εργασιακής διεκδίκησης, καθώς η εργασιακή διεκδίκηση λειτουργεί ως βάθρο μιας πολιτικής διαμεσολάβησης ή μιας πελατειακής στρέβλωσης στο πολιτικό και στο οικονομικό σύστημα. Το ίδιο ισχύει και για την εξιδανίκευση της καταναλωτικής συνήθειας, η οποία αποτελεί «μια από τις πιο διάχυτες μορφές απάτης» σύμφωνα με τον οικονομολόγο John Galbraith. [7 ]

Γενικότερα, το όλο ζήτημα του ολοκληρωτισμού μπορούμε να το δούμε και ως πρόβλημα ιδιοποίησης και χωριστικότητας. Το πρόβλημα της ιδιοποίησης μπορεί να εκφραστεί τόσο υπό τους όρους της επιχειρηματικότητας, όσο και υπό τους όρους της εργασίας και της κατανάλωσης. Το πρόβλημα της ιδιοποίησης μπορεί να εκφραστεί, επίσης, σε σχέση με τις ιδέες και το πνεύμα, όπως φανερώνει η αντίληψη και η ζωή ενός φανατικού οπαδού. Το πρόβλημα του ολοκληρωτισμού, μπορεί να εκφραστεί τόσο υπό την έννοια του πολιτικού, όσο και υπό την έννοια του πολίτη.

Αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα του ολοκληρωτισμού
Το πρόβλημα του ολοκληρωτισμού μπορεί να αντιμετωπιστεί με την προώθηση των ορθών ανθρωπίνων σχέσεων, τόσο μεταξύ των υποκειμένων -και αυτό αναφέρεται και στις διαθέσεις- όσο και μεταξύ ανθρώπων και ιδεών.

Πάνω από όλα, το πρόβλημα του ολοκληρωτισμού συνδέεται με το τέλος του ναρκισσισμού, του εξωραϊσμού, του θεάτρου, της προσποίησης και της εξιδανίκευσης. Η προσποίηση εξιδανίκευσης είναι ένα έμφυτο και ένα επίκτητο χαρακτηριστικό στον πολιτισμό μας. Παρά την προσπάθεια προσωπικοτήτων όπως ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ με μια λογική διπλής απογύμνωσης της συνειδητότητας -με ειλικρίνεια, αυτογνωσία και αυτοκριτική- και παρά τις λίγες άλλες τελείως μοναχικές προσπάθειες, δεν έχει υπάρξει σχεδόν καμία επιτυχία στην απογύμνωση του ανθρώπου που θέλει να είναι όπως ο βασιλιάς του Μικρού Πρίγκιπα του Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ. Όλοι οι άνθρωποι στο βάθος θέλουν να γίνουν βασιλιάδες άρα λοιπόν και το παραμύθι με τη γυμνότητα του βασιλιά μας αφορά όλους.

Είναι ένα παραμύθι που έρχεται ως συμπληρωματικός μύθος, στον μύθο του πρώτου ενδύματος, του φύλλου συκής, της ενοχικότητας, της φοβικότητας και της ρήξης της συναίνεσης μας με το Είναι, με τη θεότητα στην Εδέμ. Είναι το παραμύθι της κόλασης, της κολαστήριας εργασίας και σχέσης με τον εαυτό μας και τον κόσμο, είναι το Σισύφειο μαρτύριο του ηθοποιού σε ρόλους καθήλωσης, είναι η Βαβέλ μας.

Συμπέρασμα 
Αν αντιμετωπίσουμε τις ανθρωπολογικές ρίζες που βρίσκονται πίσω από το πρόβλημα της σχέσης ειρήνης και πολέμου και δούμε τον πόλεμο και τη βαρβαρότητα σε όλες τις όψεις, της κατά σύμβαση ειρήνης, την οικονομική, την πολιτική, τη θρησκευτική, την πολιτισμική, την ψυχολογική πρωταρχικά, τότε σ’ αυτή την περίπτωση θα μπορέσουμε να λειτουργήσουμε περισσότερο αποτελεσματικά, με πραγματική αυτοκριτική και αυτογνωσία, με πραγματικούς όρους αλλαγής και, τελικά, θεραπείας.


Αναφορές:
[1] Pablo Picasso, Περιοδικό The Arts, New York, Μάιος 1923,
Πηγή: περιοδικό Φωτοχώρος 
«Από τη στιγμή που η τέχνη δεν είναι τροφή των εκλεκτών, ο καλλιτέχνης μπορεί να εκδηλώνει το ταλέντο του με κάθε ιδιοτροπία, όπως του καπνίσει, με κάθε επινόηση του πνευματικού τσαρλατανισμού. Αλλά οι εκλεπτυσμένοι, οι πλούσιοι, οι χασομέρηδες, οι διυλίζοντες την πεμπτουσία, ψάχνουν για το καινούριο, το αλλόκοτο, το πρωτοφανές, το σκανδαλώδες. Κι εγώ, από τον κυβισμό κι ύστερα ικανοποίησα αυτούς τους κυρίους και τους κριτικούς με πάμπολλα παράξενα που πέρασαν από τον νου, και όσο λιγότερο τα καταλάβαιναν τόσο τα θαύμαζαν. Με το να διασκεδάζω συνεχώς με όλα τούτα τα παιχνίδια, τις λοιδορίες, τους γρίφους, τις σπαζοκεφαλιές και τα αραβουργήματα έγινα διάσημος και μάλιστα πολύ γρήγορα. Και η διασημότητα για ένα ζωγράφο σημαίνει: πωλήσεις, κέρδη, περιουσία, πλούτο.
Όπως γνωρίζετε, σήμερα είμαι διάσημος και πλούσιος, αλλά όταν μένω μόνος με τον εαυτό μου δεν έχω το θάρρος να με θεωρώ καλλιτέχνη με την αρχαία έννοια της λέξης. Ήταν μεγάλοι ζωγράφοι ο Τζιόττο, ο Τισιανός, ο Ρέμπραντ, ο Γκόγια. Είμαι μόνον ένας δημόσιος ψυχαγωγός, που κατάλαβε την εποχή του, που ικανοποίησε όσο μπορούσε την ηλιθιότητα, την κενοδοξία και την απληστία των συγχρόνων του.
Είναι πικρή η δική μου εξομολόγηση, πιο οδυνηρή απ’ ότι μπορεί να φαίνεται, έχει όμως την αρετή να είναι ειλικρινής». 
[2] Jung Carl, 1990, Το αρχέτυπο του ολοκληρωτισμού, ΣΠΑΓΕΙΡΙΑ, σελ97
«Δεν το πρόβλεψε ο Νίτσε ότι ο Θεός ήταν νεκρός; Και ότι ο Υπεράνθρωπος θα κληρονομούσε τη θεία κληρονομιά; Αυτός ο μοιραίος σχοινοβάτης και παλιάτσος; Είναι ένας αμετάβλητος ψυχολογικός νόμος ότι η προβολή που δεν προβάλλεται πια, γυρίζει πάντα στην πηγή της. Γι’ αυτό, όταν κανείς ανακαλύψει την μοναδική ιδέα ότι ο Θεός είναι νεκρός, ή ότι δεν υπάρχει καθόλου, η ψυχική εικόνα του Θεού , που αντιπροσωπεύει μια ορισμένη δυναμική και ψυχική δομή, επιστρέφει στο υποκείμενο και δημιουργεί μια κατάσταση που κάνει τον άνθρωπο να πιστεύει ότι είναι αυτός ο ίδιος Θεός. Με άλλα λόγια, φέρνει στο προσκήνιο όλες τις ιδιότητες που χαρακτηρίζουν μοναχά τους ανόητους και τους τρελούς και που γι’ αυτό οδηγούν σε καταστροφή… Η ψευδαίσθηση ότι είναι κανείς «σαν τον Θεό» δεν υψώνει τον άνθρωπο σε θεϊκή κατάσταση. Το μόνο που κάνει είναι να τον γεμίζει με αλαζονική έπαρση και να αφυπνίζει μέσα του κάθε κακό στοιχείο. Αυτό οδηγεί σε μια διαβολική γελοιογραφία του ανθρώπου, που πολεμάει κάθε ανθρώπινο πρότυπο» 
[3] Aniela Jaffe, 2003, Λόγος και εικόνα, ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ, σελ 35
[4] Απόσπασμα από τη φράση του Εμμάνουελ Καντ: «Από τόσο στραβό ξύλο, όπως είναι εκείνο από το οποίο έχει γίνει ο άνθρωπος, δεν μπορεί να κατασκευαστεί τίποτα εντελώς ίσιο», Berlin Isaiah, “Το στρεβλό Yλικό της Aνθρωπότητας”, εκδ. Κριτική, σελ. 7 
[5] Veblen Thorstein, 1982, Θεωρία της αργόσχολης τάξης, εκδόσεις ΚΑΛΒΟΣ
«Κάθε τάξη καθοδηγείται από την ζήλια και συναγωνίζεται με την τάξη που είναι η αμέσως ανώτερή της στην κοινωνική κλίμακα, ενώ δεν έχει καμία διάθεση να συγκριθεί με τις κατώτερές της ή τις πολύ ανώτερές της. … Η αργόσχολη τάξη …. Βρίσκεται στην κορυφή της κοινωνικής δομής, οι αξίες υπολογίζονται σύμφωνα με τα δικά της κριτήρια και ο τρόπος ζωής της καθορίζει το πρότυπο ευπρέπειας για όλη την κοινωνία … Κατά συνέπεια τα μέλη κάθε κοινωνικής τάξης αποδέχονται ως ιδανικό σαβουάρ βιβρ τον τρόπο ζωής της αμέσως ανώτερής τους και κατευθύνουν όλη τους την ενεργητικότητα στην κατάκτηση αυτού του ιδανικού»
[6] Ζήσης Γιάννης, 2011, Το κρυφό έλλειμμα των οικονομικών θεωριών
[7] Galbraith John, 2006, “Τα Οικονομικά της Αθώας Απάτης”, Εκδ. Α.Α Λιβάνη, σελ 46


Γιάννης Ζήσης, συγγραφέας

Φωτό:wikimedia