1

ΔΑΝΕΙΣΤΕΣ ΚΑΙ ΟΦΕΙΛΕΤΕΣ (του Βασίλη Βιλιάρδου)

National_DebtΟι τρόποι αντιμετώπισης της κρίσης, η εξέλιξη των επιτοκίων, οι κίνδυνοι από τη βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση, η λογική των ευέλικτων επενδύσεων, οι δέκα χώρες με τα ασφαλέστερα ομόλογα και οι προοπτικές της Ελλάδας
        Ο πληθωρισμός, σαν αποτέλεσμα πολλών διαφορετικών παραγόντων (μεταξύ άλλων της υπερβάλλουσας προσφοράς χρημάτων από τις κεντρικές τράπεζες, της αύξησης των τιμών των πρώτων υλών, όπως το πετρέλαιο, παράλληλα με αυτήν των εμπορευμάτων, των ακριβότερων εισαγωγών, κατά περίπου 7,8% το 2010 από την Ασία κλπ), λειτουργεί, υπό προϋποθέσεις, προς όφελος των οφειλετών και εις βάρος των δανειστών.

Η σταδιακή μείωση της αγοραστικής αξίας των χρημάτων (πληθωρισμός) είναι μακροπρόθεσμα υπέρ των οφειλετών (ελλειμματικές χώρες και υπερδανεισμένα κράτη, επιχειρήσεις ή νοικοκυριά) – εφ όσον βέβαια τα «εισοδήματα» τους (το ΑΕΠ για τα κράτη), ακολουθούν την πορεία του πληθωρισμού. Είναι δε εις βάρος των δανειστών, εάν τα χρήματα τους ή οι επενδύσεις τους δεν αποδίδουν περισσότερο, από το ρυθμό μείωσης της αγοραστικής τους αξίας.

       Κατ’ επακόλουθο, ο ελεγχόμενος πληθωρισμός (σταδιακή, περιορισμένη μείωση της αγοραστικής αξίας των χρημάτων), επιδιώκεται κυρίως από τους οφειλέτες, ενώ ο επίσης ελεγχόμενος αποπληθωρισμός (αύξηση της αγοραστικής αξίας των χρημάτων, λόγω μείωσης των τιμών) από τους δανειστές – οι οποίοι υπερασπίζονται εξ αυτού τις πάσης φύσεως πολιτικές λιτότητας, όπως αυτές που επιβάλλονται στις υπερχρεωμένες χώρες (Ελλάδα, Ιρλανδία κλπ), από εκείνα τα πλεονασματικά κράτη-δανειστές, τα οποία προσπαθούν να «κατοχυρώσουν» την οικονομική τους εξουσία (Γερμανία, Κίνα κλπ), «ασφαλίζοντας» παράλληλα τα δάνεια τους. Ο Πίνακας Ι που ακολουθεί, «σημειώνει» τις διαφορές μεταξύ των κρατών, «επιμερίζοντας» τα σε ευρύτερες περιοχές αντικρουόμενων συμφερόντων:

Pinakas1

        Περαιτέρω η δεκαετία μας, η οποία ξεκίνησε με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, είναι η εποχή των προσπαθειών αναθέρμανσης των ανεπτυγμένων δυτικών Οικονομιών – είτε με τη βοήθεια της αυξημένης προσφοράς χρήματος, είτε με τον περιορισμό των φόρων. Ο όρος που συνηθίζεται για την περιγραφή αυτής της «μεθοδολογίας» είναι «επαναπληθωρισμός» (reflation) και χρησιμοποιείται σαν αντίδοτο, απέναντι στον αποπληθωρισμό (deflation). Οι Η.Π.Α., ένα εξαιρετικά ελλειμματικό κράτος δηλαδή, είναι η χώρα που ακολουθεί κυρίως αυτήν την, μάλλον επικίνδυνη, οικονομική πολιτική, στην προσπάθεια της να αποφύγει την «ιαπωνική ασθένεια» της τελευταίας εικοσαετίας – με επόμενη τη Μ. Βρετανία.

        Πρόκειται ουσιαστικά για το ακριβώς αντίθετο της λέξης «υποπληθωρισμός» (Disinflation), η οποία χαρακτηρίζει μία μείωση του ρυθμού αύξησης των τιμών – έναν περιορισμό δηλαδή των «τιμολογιακών» πληθωριστικών πιέσεων (προφανώς και του ΑΕΠ), ο οποίος όμως δεν καταλήγει σε αποπληθωρισμό (ύφεση, αρνητικό ΑΕΠ). Ο υποπληθωρισμός (disinflation) χρησιμοποιείται σαν αντίδοτο στον υπερπληθωρισμό (hyperinflation) – ο οποίος είναι μία αντίστοιχα επικίνδυνη ασθένεια για την Οικονομία (καταστροφική, σύμφωνα με τον Keynes), όπως ο αποπληθωρισμός.

        Συνεχίζοντας, θεωρείται ότι ξεκίνησε η εποχή του μεγάλου «επαναπληθωρισμού» (reflation), περισσότερο στις Η.Π.Α. και λιγότερο στην Ευρώπη, επειδή το χρηματοπιστωτικό μας σύστημα έχει υποστεί σοβαρότατες ζημίες – ενώ δεν έχει θεραπευτεί φυσικά η κρίση των τραπεζών. Οι κεντρικές τράπεζες της «δύσης» οι οποίες, κατά την άποψη μας, είναι οι πλέον επικίνδυνες όλων σήμερα, συνεχίζουν να τροφοδοτούν με μεγάλες ποσότητες χρημάτων το σύστημα (άρθρο μας), στην προσπάθεια τους ουσιαστικά να γεμίσουν ξανά με αέρα τη «φούσκα», η οποία «έσπασε» το 2008 (μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers) – παρά τις διαβεβαιώσεις του παρελθόντος, σε σχέση με την «έγκαιρη απόσυρση» της υπερβάλλουσας ποσότητας χρήματος, η οποία θα μπορούσε να καταλήξει σε υπερπληθωρισμό.

        Η «υπερβάλλουσα» αυτή προσφορά χρημάτων στο σύστημα, από τις κεντρικές τράπεζες, είχε σαν αποτέλεσμα την αύξηση των τιμών των εταιρικών μετοχών και των εμπορευμάτων (commodities), καθώς επίσης την «επαναφορά» του ρυθμού ανάπτυξης στις ισχυρότερες οικονομίες (περί το 3,5% στη Γερμανία, 3% στις Η.Π.Α. κλπ). Εν τούτοις, είναι μάλλον απίθανο να επιδιορθωθούν με αυτή τη μέθοδο οι «βλάβες» που υπέστη το χρηματοπιστωτικό μας σύστημα, επανερχόμενο στην ομαλότητα του παρελθόντος – ενώ παραμένει ανοιχτή η «παγίδα των ομολόγων», με τις «αγορές» να αυξάνουν τα επιτόκια δανεισμού των κρατών (spreads), στην εύλογη προσπάθεια τους να προστατεύσουν την αγοραστική αξία των χρημάτων τους (πόσο μάλλον όταν η εμπιστοσύνη των καταναλωτών έχει υποστεί μεγάλο πλήγμα – γεγονός που τεκμηριώνεται από την «καταναλωτική αποχή» των αμερικανών ή την αποφυγή επενδύσεων των γερμανών, όπου 500 χιλιάδες άτομα «εξαργύρωσαν» ήδη τις μετοχές τους το 2010).

        Ειδικότερα, τόσο τα χαμηλά βασικά επιτόκια, όσο και τα συνεχώς αυξανόμενα χρέη των δυτικών Οικονομιών, είναι μεν σε θέση να αναθερμάνουν την Οικονομία, αλλά δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να επιλύσουν το πρόβληματην υπερχρέωση της δύσης. Κατά την άποψη μας δε, το να προσπαθεί κανείς να καταπολεμήσει τα χρέη, με νέα χρέη (για παράδειγμα με ευρωομόλογα), απλά αναβάλλει το πρόβλημα για το μέλλον – με ενδεχομένως καταστροφικές πλέον συνέπειες για το σύστημα.

        Από την άλλη πλευρά βέβαια, οι ασθενέστερες οικονομίες της δύσης, ειδικότερα αυτές που ανήκουν στην Ευρωζώνη και δεν έχουν τις δυνατότητες χάραξης μίας «αυτόνομης» πολιτικής χρήματος (Ιρλανδία, Ελλάδα, Βέλγιο, Ισπανία, Πορτογαλία κλπ), δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν το «αντίδοτο» – βυθιζόμενες, η μία μετά την άλλη, στον αποπληθωρισμό. Πόσο μάλλον αυτές που είναι στα νύχια του ΔΝΤη πολιτική του οποίου είναι εκ των πραγμάτων αποπληθωριστική και εις βάρος της ανάπτυξης – ενώ οι υψηλοί φόροι, στους οποίους υποχρεώνονται, δημιουργούν ένα εξαιρετικά εκρηκτικό μίγμα στασιμοπληθωρισμού (φορολογικός πληθωρισμός, με έντονη ύφεση και συνεχώς μεγαλύτερη ανεργία) το οποίο, σε συνδυασμό με την (καλώς ή κακώς) επιβαλλόμενη μείωση των εισοδημάτων του μεγαλύτερου μέρους των Πολιτών τους, τις οδηγεί σε μία άνευ προηγουμένου καταστροφή.

        Συμπερασματικά λοιπόν και χωρίς καμία διάθεση περιττής καταστροφολογίας διαπιστώνουμε ότι, επάνω από τη δύση έχουν μαζευτεί τεράστια, σκοτεινά σύννεφα, τα οποία προαναγγέλλουν μία επερχόμενη, πολύ μεγαλύτερη καταιγίδα, από αυτήν που ζήσαμε στο πρόσφατο παρελθόν.

        Φυσικά, όσον αφορά τουλάχιστον τους επενδυτές, αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να παραμένουν στο λιμάνι, χωρίς να τολμούν να βγουν στο πέλαγος με το «σκάφος» τους. Οφείλουν όμως να μην απομακρύνονται πολύ από την ακτή, έτσι ώστε να είναι σε θέση να επιστρέψουν γρήγορα – προτού ξεσπάσει η καταιγίδα, βυθίζοντας τα πλοία που αψήφησαν εντελώς τον κίνδυνο. Δηλαδή, οι τοποθετήσεις τους πρέπει να είναι ευέλικτες και βραχυπρόθεσμες, έτσι ώστε να εκμεταλλεύονται τις ευκαιρίες, χωρίς να αναλαμβάνουν υψηλό ρίσκο.

        Όσον αφορά δε τα υπερχρεωμένα, ασθενέστερα και ελλειμματικά κράτη, οφείλουν να αναζητήσουν το συντομότερο δυνατόν μία ριζική λύση στα προβλήματα τους, πριν βυθιστούν εντελώς στο τέλμα του στασιμοπληθωρισμού και αντιμετωπίσουν το τέρας της ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας.


Tα επιτόκια

        Η αυξημένη προσφορά χρήματος από τις κεντρικές τράπεζες της δύσης (reflation – quantitative easing), η οποία χρησιμοποιείται σαν αντίδοτο απέναντι στο φόβο του αποπληθωρισμού (deflation), «απορροφάται» από τους υπόλοιπους συμμετέχοντες στην αγορά (πιστωτικά ιδρύματα, επιχειρήσεις κλπ), με τη «βοήθεια» των χαμηλών επιτοκίων – τα οποία σήμερα είναι σχεδόν μηδενικά.

        Μπορεί όμως να διατηρηθεί αυτή η κατάσταση στο μέλλον, ειδικά όταν οι πληθωριστικές πιέσεις, τόσο από τις υπέρ-θερμαινόμενες οικονομίες (Γερμανία, Ασία), όσο και από τις πρώτες ύλες ή τα εμπορεύματα, «απειλήσουν» τα ισχυρά δυτικά κράτη με υπερπληθωρισμό; Επίσης, όταν οδηγήσουν τα αδύναμα κράτη σε ταυτόχρονη ύφεση με πληθωρισμό; (στη Μ. Βρετανία σημειώθηκε περιορισμός του ΑΕΠ κατά 0,5% και πληθωρισμός 3,7%). Κυρίως δε, θα παραμείνει το «υπερβάλλον» κεφάλαιο στη δύση, όταν οι αποδόσεις του εκεί είναι χαμηλότερες, ενώ είναι συνδεδεμένες με πολύ υψηλότερο ρίσκο;

        Ειδικότερα, από ιστορικής πλευράς, τόσο τα οικονομικά, όσο και τα κοινωνικά συστήματα, προσανατολίζονται στους αντικειμενικά περιορισμένους «συντελεστές παραγωγής» (φύση, εργασία, κεφάλαιο). Ο καπιταλισμός του 19ου αιώνα λοιπόν χαρακτηρίσθηκε από τη μαζική αύξηση των αναγκών κεφαλαίων στη δύση, τα οποία συμβάδιζαν με τις απαιτήσεις της πρώτης βιομηχανικής επανάστασης. Δηλαδή, οι συνεχώς περισσότερες βιομηχανίες που κατασκευάζονταν, καθώς επίσης η τεράστια ανοικοδόμηση και τα έργα υποδομής, απαιτούσαν διαρκώς πιο πολλά χρήματα – με αποτέλεσμα να τα λαμβάνουν μόνο όσοι εξυπηρετούσαν καλύτερα τις ανάγκες των ιδιοκτητών κεφαλαίων (αυτοί δηλαδή που «προσέφεραν» υψηλότερα επιτόκια, είχαν καλύτερη πιστοληπτική ικανότητα, παρουσίαζαν μεγαλύτερες προοπτικές ανάπτυξης ή κερδοφορίας  κλπ).

         Τις περασμένες δεκαετίες συνέβη ουσιαστικά κάτι αντίστοιχο, στα πλαίσια της ασύμμετρης παγκοσμιοποίησης. Λόγω του «ανοίγματος» των αναπτυσσομένων οικονομιών, οι αγορές διευρύνθηκαν ραγδαία – οπότε αυξήθηκαν οι κεφαλαιακές ανάγκες, σε τεράστιο βαθμό. Οι πολυεθνικές επιχειρήσεις επεκτάθηκαν σε χώρες όπως η Ινδία, η Κίνα, η Βραζιλία κλπ, αυξάνοντας τόσο τα μεγέθη, όσο και τις ανάγκες τους σε κεφάλαια – με αποτέλεσμα τα «οφέλη για τους μετόχους» (shareholder value) να αναδειχθούν σε κεντρική τους επιδίωξη, αφού μόνο έτσι μπορούσαν να προσελκύσουν περισσότερα ξένα κεφάλαια.

        Συνέβη επομένως αυτό που κάποτε είχε προβλέψει ο Χόμπσον, θέτοντας την εξής ερώτηση στον εαυτό του: «Όταν η πλειονότητα τω ανθρώπων αδυνατεί να αγοράσει όλα τα προϊόντα που παράγονται στην αγορά, επειδή τα εισοδήματα της είναι πολύ μικρά λόγω της άνισης κατανομής τους, πως είναι δυνατόν ένας λογικός καπιταλιστής να επενδύσει σε εξοπλισμό, ο οποίος θα παρήγαγε ακόμη περισσότερα αγαθά, σε μία ήδη παραφορτωμένη αγορά, χωρίς προοπτικές ανάπτυξης και κερδοφορίας;». Η απάντηση του, η οποία σηματοδοτούσε τη γένεση του καπιταλιστικού επεκτατισμού, ήταν απλούστατη: «Οι αυτόματες αποταμιεύσεις των πλουσίων μπορούσαν να επενδυθούν με έναν τρόπο που θα τις αξιοποιούσε, χωρίς το συνακόλουθο πρόβλημα της αυξημένης εγχώριας παραγωγής. Θα μπορούσαν να επενδυθούν στο εξωτερικό».

        Όπως φαίνεται λοιπόν, αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι μόνο η εισαγωγή του δράματος – το «πρελούντιο» όπως θα λέγαμε στη μουσική. Αναλυτικότερα, για τα επόμενα χρόνια προβλέπεται μία «μαζική» αύξηση των επενδύσεων στις αναπτυσσόμενες χώρες (επομένως μία άνευ προηγουμένου έξοδος των κεφαλαίων από τη δύση), οι οποίες θα επικεντρωθούν τόσο στην βιομηχανοποίηση, όσο και στις υποδομές τους – με αποτέλεσμα την αντίστοιχη αύξηση της ζήτησης κεφαλαίων εκ μέρους τους.

         Από την άλλη πλευρά, οι πηγές προέλευσης των κεφαλαίων, οι αποταμιεύσεις, θα περιορίζονται συνεχώς, λόγω της αύξησης του μέσου όρου ζωής στις δυτικές κοινωνίες – αφού οι ηλικιωμένοι αποταμιεύουν πολύ λιγότερα, σε σχέση με τους νεώτερους. Παράλληλα, θα αυξάνονται οι απαιτήσεις από την κοινωνική ασφάλιση, επειδή όλο και περισσότεροι θα εντάσσονται στους συνταξιούχους ασφαλισμένους – ενώ όλο και λιγότεροι στο ενεργό εργατικό δυναμικό, μεταξύ άλλων λόγω της υφιστάμενης υπογεννητικότητας.

        Πρόκειται λοιπόν για μία πολύ σημαντική «δομική» αλλαγή του καπιταλισμού, εις βάρος της ανεπτυγμένης «δύσης» (Η.Π.Α., ΕΕ, Ιαπωνία), αφού αντιστρέφονται τα «δεδομένα». Δηλαδή, ενώ οι περασμένες δεκαετίες στη «δύση» χαρακτηρίζονταν από συνεχώς μειούμενες επενδύσεις, απέναντι στις οποίες ευρίσκονταν αυξημένες αποταμιεύσεις, σήμερα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Από την εποχή των πλεονασμάτων λοιπόν των παγκοσμίων αποταμιεύσεων, εισερχόμαστε στην εποχή των πλεονασμάτων των επενδύσεων, με την παράλληλη μείωση των υφισταμένων αποταμιεύσεων.

        Επομένως, η περίοδος των χαμηλών επιτοκίων, η οποία διήρκεσε περίπου 30 έτη, φτάνει στο τέλος της – ακολουθούμενη προφανώς από μία εποχή, κατά την οποία το κεφάλαιο θα γίνεται όλο και πιο ακριβό. Η αύξηση των επιτοκίων δανεισμού είναι μάλλον δεδομένη, με όλα όσα κάτι τέτοιο συνεπάγεται για τις επιχειρήσεις με περιορισμένα Ίδια Κεφάλαια – κυρίως βέβαια για τα υπερχρεωμένα κράτη, τα οποία σύντομα θα βρεθούν αντιμέτωπα με κατά πολύ μεγαλύτερα προβλήματα, αφού το τέλος της εποχής των χαμηλών επιτοκίων συμπίπτει με τον υπερδανεισμό της «δύσης».

        Όσον αφορά δε τις τράπεζες, η αύξηση των επιτοκίων θα λειτουργήσει προσθετικά στις ήδη υψηλές επισφάλειες τους, με αποτέλεσμα να περιορίσουν ακόμη περισσότερο τα δάνεια τους – τόσο προς τους καταναλωτές, όσο και προς την πραγματική οικονομία. Το γεγονός αυτό θα επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τις επενδύσεις, ιδιαίτερα την οικοδομική δραστηριότητα, εντείνοντας τις «υφεσιακές» πιέσεις και σηματοδοτώντας το ξεκίνημα ενός νέου «κύκλου του διαβόλου».


Η βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση

        Υπάρχουν φυσικά και άλλα «δεδομένα», τα οποία συνηγορούν υπέρ της αύξησης των επιτοκίων. Ένα από αυτά, το οποίο συμπεραίνεται από τα παραπάνω, είναι η μελλοντική προσπάθεια της δύσης να συγκρατήσει την έξοδο των κεφαλαίων προς τις αναπτυσσόμενες οικονομίες. Ένα δεύτερο, είναι η βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση των χρεών επιχειρήσεων και κρατών, η οποία θα ωθήσει υποχρεωτικά τις τιμές (επιτόκια) προς τα επάνω – σαν αποτέλεσμα της αυξημένης ζήτησης, όπως φαίνεται από το παράδειγμα της Γερμανίας που ακολουθεί.

        Ο Πίνακας ΙΙ αναδεικνύει τις ιδιαιτερότητες των γερμανικών επιχειρήσεων οι οποίες, έχοντας μικρότερα Ίδια κεφάλαια από αυτά των ανταγωνιστών τους, θα αναζητήσουν περισσότερα χρήματα – πριν βρεθούν αντιμέτωπες με μεγαλύτερο κόστος, όταν θα αρχίσουν να αυξάνουν τα επιτόκια:

Pinakas2
        Όπως φαίνεται καθαρά από τον Πίνακα ΙΙ, οι γερμανικές εταιρείες έχουν πολύ μικρά Ίδια Κεφάλαια. Επίσης, υψηλές συγκριτικά βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις,  γεγονός που σημαίνει ότι, θα χρειασθούν σύντομα νέα, επί πλέον χρήματα – πόσο μάλλον εάν συνεχίσουν να επεκτείνονται στις αναπτυσσόμενες οικονομίες.
        Από την άλλη πλευρά, το γερμανικό δημόσιο χρέος, όπως φαίνεται από τον Πίνακα ΙΙΙ που ακολουθεί, είναι βραχυπρόθεσμα χρηματοδοτημένο – οπότε θα απαιτήσει επίσης μεγαλύτερα κεφάλαια,

Pinakas3
         Κλείνοντας, ίσως οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ ότι, η χρηματοδότηση τόσο των επιχειρήσεων, όσο και των κρατών είναι βραχυπρόθεσμη – κυρίως λόγω των συνεχώς χαμηλότερων επιτοκίων του παρελθόντος.Στην περίπτωση όμως που θα αλλάξει η τάση, γεγονός που προβλέπεται να συμβεί πολύ σύντομα, η δομή αυτή των χρεών θα προκαλέσει αφενός μεν άνοδο του κόστους δανεισμού, αφετέρου δε θα αυξήσει ακόμη περισσότερο τα επιτόκια, λόγω της μεγαλύτερης ζήτησης που θα ακολουθήσει.


Ο υπερδανεισμός της Δύσης

        Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, τόσο η υπερχρέωση, όσο και η προβλεπόμενη «μετανάστευση» των κεφαλαίων στις αναπτυσσόμενες οικονομίες, θα δυσχεράνει τις προσπάθειες εξόδου των ισχυρών κρατών από την χρηματοπιστωτική κρίση, με τη βοήθεια του «επαναπληθωρισμού» (reflation) – ενώ θα λειτουργήσει υπέρ της αύξησης των επιτοκίων. Ο Πίνακας ΙV τώρα είναι χαρακτηριστικός, σε σχέση με τους τόκους που καλούνται σήμερα να πληρώσουν τα κράτη – όταν τα βασικά επιτόκια των δυτικών κεντρικών τραπεζών είναι σχεδόν μηδενικά.

Pinakas4

        Από τον Πίνακα ΙV διαπιστώνουμε σχετικά εύκολα, αφενός μεν ποιες χώρες είναι σε δύσκολη θέση, αφετέρου το πρόβλημα που θα δημιουργηθεί σε πολλές άλλες, εάν υποχρεωθούν να διασώσουν τον ασθενή ιδιωτικό τους τομέα (Μ. Βρετανία. Ισπανία κλπ), με την ταυτόχρονη αύξηση των επιτοκίων δανεισμού.
        Συνεχίζοντας, θεωρούμε σκόπιμο να συμπληρώσουμε τον Πίνακα V, στον οποίο αναφέρονται οι πιο ασφαλείς χώρες, όσον αφορά τις τοποθετήσεις σε ομόλογα του δημοσίου τους.

 

Pinakas5

        Από τον Πίνακα V φαίνεται καθαρά ότι, οι πλέον ασφαλείς χώρες παραμένουν οι Σκανδιναβικές για τους επενδυτές – παρά το μεγάλο κοινωνικό κράτος τους. Η Γερμανία είναι η μοναδική χώρα της Ευρωζώνης με παρουσία στον πίνακα προτίμησης, έχοντας όμως χάσει σε σχέση με το παρελθόν (ήταν στην 5η θέση) – γεγονός που οφείλεται κυρίως στην κρίση χρέους, η οποία «μαστίζει» τη ζώνη του Ευρώ, χωρίς δυστυχώς να αναζητούνται ριζικές λύσεις. Εάν συνυπολογίσουμε δε την παγίδα των ομολόγων, στην οποία φαίνεται να είναι εκτεθειμένες οι ευρωπαϊκές τράπεζες, η κατάσταση θα γίνει «αποπνικτική» για την ηγετική δύναμη της Ευρωζώνης –  φυσικά και για όλες τις υπόλοιπες.

        Ας ελπίσουμε τουλάχιστον ότι δεν θα υπάρξει συμμαχία των δύο υπερδυνάμεων, των Η.Π.Α. δηλαδή με την Κίνα – γεγονός που θα έκανε ακόμη δυσκολότερη τη θέση της Ευρώπης (άρθρο μας). Εν τούτοις, επειδή είναι ένας «αστάθμητος παράγοντας», ο οποίος όμως οφείλει να συνυπολογισθεί στο σχεδιασμό των περαιτέρω «βημάτων» της ΕΕ (τα οποία πρέπει να πάψουν πλέον να καθυστερούν επικίνδυνα), δεν μπορούμε σε καμία περίπτωση να τον παραβλέψουμε. Ιδιαίτερα επειδή ένα τέτοιο σενάριο «ταιριάζει» με το παρελθόν – όπου η τότε «παρακμάζουσα» Μ. Βρετανία συμμάχησε με τις Η.Π.Α., εξελισσόμενη στη συνέχεια σε «προτεκτοράτο» της υπερδύναμης.


Οι προοπτικές της Ελλάδας

        ‘Όπως έχουμε τονίσει πολλές φορές στο παρελθόν θεωρούμε ότι η χώρα μας, εάν δεν οδηγούταν στο ΔΝΤ (άρθρο μας), θα μπορούσε κάλλιστα να ανταπεξέλθει με τα προβλήματα της Οικονομίας της – τα οποία θα προέκυπταν, ακόμη και αν δεν είχε μεσολαβήσει η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Απαραίτητη προϋπόθεση θα ήταν βέβαια η θέληση να αντιμετωπισθούν ενεργητικά και υπεύθυνα – τόσο από τους Πολίτες, όσο και από την κυβέρνηση μας, χωρίς να απαιτείται η μεσολάβηση τρίτων (ΔΝΤ, ΕΕ).

        Θα μπορούσε ίσως να ισχυρισθεί κανείς ακόμη ότι, η κρίση μάλλον ωφέλησε, παρά έβλαψε την Ελλάδα, αφού το βασικότερο πρόβλημα της ήταν η σχεδόν τριακονταετής «κακοδιαχείριση», η λεηλασία καλύτερα του κράτους, από μία «ομάδα» ιδιοτελών «πολιτικών», οι οποίοι «σφετερίζονταν» την εξουσία για την εξουσία – με τη βοήθεια φυσικά ενός αριθμού ιδιοτελών επιχειρηματιών, ΜΜΕ και απλών πολιτών, οι οποίοι αποκόμιζαν οφέλη από τη στήριξη που παρείχαν, στα πλαίσια μίας «συλλογικής» διαπλοκής και διαφθοράς (άρθρο μας). 
        Ουσιαστικά βέβαια το σημαντικότερο πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι το οικονομικό, αλλά το πολιτισμικό – πιθανότατα σαν επακόλουθο της «υποδούλωσης» της χώρας μας για πάρα πολλούς αιώνες, σε έναν κατά πολύ χαμηλότερο, ασιατικό «πολιτισμό».

        Ευτυχώς λοιπόν, παραδόξως με τη βοήθεια της κρίσης (με την έννοια ότι δεν είναι το μοναδικό κράτος σήμερα, το οποίο αντιμετωπίζει προβλήματα επιβίωσης) προσφέρεται μία μοναδική δυνατότητα στην Ελλάδα, να επιλύσει «δομικά» προβλήματα πολλών δεκαετιών. Επίσης, η κρίση βοήθησε να συνειδητοποιήσουν οι Πολίτες της ότι, με την ψήφο τους, επιλέγουν αυτούς που διαχειρίζονται τα οικονομικά του σπιτιού τους, ενώ φροντίζουν για το μέλλον των παιδιών τους – καθώς επίσης τόσο για την ελευθερία, όσο και για την κοινωνική «δομή» ή την εθνική τους κυριαρχία, συμπεριλαμβανομένων των ασφαλών συνόρων της πατρίδας τους.

        Περαιτέρω, για να μπορέσει η Ελλάδα να λειτουργήσει σωστά, αξιοποιώντας στο έπακρο τόσο το φυσικό, όσο και τον ανθρώπινο πλούτο της, χωρίς να λεηλατηθεί από τους συνδίκους του διαβόλου, οφείλει να παραμείνει ενωμένη σε όλα τα επίπεδα της (συναίνεση των πολιτικών κομμάτων, πειθαρχία των Πολιτών, υιοθέτηση κάποιων επώδυνων αλλά απαραίτητων μέτρων με δική της πρωτοβουλία κλπ). Επίσης, να εκμεταλλευθεί όλες τις δυνατότητες που έχει στη διάθεση της, λαμβάνοντας θαρραλέες αποφάσεις – όπως η διαγραφή μέρους των χρεών της, των επαχθών φυσικά, διαπραγματευόμενη σωστά με τους δανειστές της και παραμένοντας μέλος της Ευρωζώνης (μέχρι τη στιγμή που ενδεχομένως θα αποσύρονταν όλα μαζί τα κράτη-μέλη ή θα λαμβάνονταν ριζικές αποφάσεις).

        Άλλωστε ο προϋπολογισμός επιτρέπει την περαιτέρω διατήρηση της αυτονομίας της χώρας μας, αφού τα έσοδα μπορούν να καλύψουν όλες τις δαπάνες – με εξαίρεση τα υψηλά χρεολύσια, καθώς επίσης τους τοκογλυφικούς τόκους, οι οποίοι επιβαρύνουν δυσανάλογα την εξόφληση των χρεών μας.

        Ο Πίνακας VΙ που ακολουθεί είναι χαρακτηριστικός, σε σχέση με τη θέση της χώρας μας η οποία, όπως έχουμε επανειλημμένα αναφέρει, έχει το μικρότερο συνολικό χρέος στην Ευρωζώνη – καθώς επίσης πάρα πολλά δημόσια περιουσιακά στοιχεία:

Pinakas6

        Όπως φαίνεται από τον Πίνακα VI, τα δημόσια έσοδα υπερκαλύπτουν το 2010 τις δαπάνες για μισθούς, ασφάλιση, συντάξεις και επιχορηγήσεις, καθώς επίσης ένα μέρος του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων. Μία καλύτερη δε διαχείριση των δαπανών, χωρίς περαιτέρω «επιδείνωση» των φόρων, σε συνδυασμό με την αύξηση των εσόδων, μέσα από την καλύτερη λειτουργία του δημοσίου, θα έλυνε ένα μεγάλο μέρος των προβλημάτων μας. Σε κάθε περίπτωση, ο δανεισμός μας από τους ΔΝΤ-ΕΕ εξυπηρετεί μόνο την αποπληρωμή των πιστωτών μας – όπως τεκμηριώνεται από τις υποχρεώσεις μας απέναντι τους.

        Σε σχέση τώρα με τα επί μέρους μεγέθη του Πίνακα VI, καθώς επίσης με τον τρόπο που μπορούν να διαμορφωθούν, τα εξής:
(α)  Η αύξηση των δημοσίων εσόδων: Θα μπορούσε να προέλθει τόσο από την αποτελεσματικότερη λειτουργία του δημοσίου, όσο και από την άνοδο του ΑΕΠ. Έχοντας εξαγωγές της τάξης των 25,76 δις $ το 2007 (άρθρο μας), έναντι 50,72 δις $ της Πορτογαλίας, θα μπορούσαμε προφανώς να τις διπλασιάσουμε, επιτυγχάνοντας μία αύξηση του ΑΕΠ μας κατά 20 δις € (μόνο από τις εξαγωγές).

Με έσοδα που αντιστοιχούν στο 22,32% του ΑΕΠ μας το 2010, η άνοδος του κατά 20 μόνο δις €, θα συνεισέφερε στον προϋπολογισμό περί τα 4,46 δις € – περίπου δηλαδή όσο και η μείωση των μισθών, συντάξεων, ασφαλιστικών εισφορών και επιχορηγήσεων που δρομολογήθηκε το 2010, προκαλώντας ύφεση της τάξης του -4,5% (η οποία ουσιαστικά μας κόστισε ονομαστική απώλεια του ΑΕΠ κατά 10 δις € – επομένως εσόδων κατά 2,2 δις €, συν το κόστος της ανεργίας). Εάν απλά προσθέσουμε τα δύο αυτά νούμερα, τότε θα μπορούσαμε να είχαμε 6,66 δις € περισσότερα έσοδα, χωρίς να χρειασθούν καθόλου περικοπές.

(β)  Οι μισθοί: Δαπανήθηκαν 15,79 δις € σε καθαρούς μισθούς, οι οποίοι αφορούν το σύνολο των δημοσίων υπαλλήλων (760.000). Επομένως, ο μέσος καθαρός μισθός του εκάστοτε ΔΥ ανέρχεται (2010) στα 20.776 € ετήσια ή στα 1.731 € μηνιαία (12 μήνες). Μία ενδεχόμενη περικοπή τους κατά 20%, θα «εξοικονομούσε» 3,15 δις € ετήσια, συν τις ανάλογες κρατήσεις – ήτοι περί τα 6,3 δις €, περιορίζοντας τους καθαρούς μισθούς στα επίπεδα του 2003 (12,079 δις €). Όμως, ποτέ μέχρι σήμερα οι εργαζόμενοι δεν αποδέχθηκαν μείωση των ονομαστικών αμοιβών τους, ενώ θα είχε αρνητικά αποτελέσματα στην ανάπτυξη και στο ΑΕΠ της Ελλάδας.

Εναλλακτικά θα μπορούσε να επιλέξει κανείς τις απολύσεις – αυτών βέβαια που προσλήφθηκαν με «κομματικά κριτήρια», χωρίς να είναι απαραίτητοι. Εν τούτοις, δεν νομίζουμε ότι θα ήταν ένα περισσότερο αποτελεσματικό μέτρο, αφού θα επιβάρυνε κατ’ αρχήν τον προϋπολογισμό, με τα κόστος των ανέργων και στη συνέχεια τα νοικοκυριά – τα οποία θα έπρεπε να φροντίζουν τους ανέργους από τα δικά τους έσοδα ή περιουσιακά στοιχεία.

Το ίδιο ποσόν χρημάτων θα μπορούσε να «εξοικονομηθεί» από τη φορολόγηση των πολυεθνικών επί του τζίρου τους, κατά το παράδειγμα της Ουγγαρίας – κάτι που θα ήταν ασφαλώς προτιμότερο, αφού δεν θα επιβάρυνε άδικα τους Έλληνες Πολίτες, οπότε δεν θα είχε «επακόλουθα» στην κατανάλωση και στο ΑΕΠ της Ελλάδας

(γ) Οι συντάξεις και οι επιχορηγήσεις: Θεωρούμε κοινωνικά άδικο τον περαιτέρω περιορισμό των συντάξεων, ενώ οι «επιχορηγήσεις» θα μπορούσαν να μειωθούν ανάλογα με τους μισθούς – ήτοι κατά 20% (1,74 δις €).

(δ) Το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων: Όπως γνωρίζουμε, ο κρατικός προϋπολογισμός περιλαμβάνει δύο «σκέλη»: τον Τακτικό Προϋπολογισμό (ΤΠ) και το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ). Οτιδήποτε χρεώνει κάποιος δημόσιος φορέας (Υπουργείο κτλ.) στον Τακτικό Προϋπολογισμό, πρέπει να εγγραφεί σε κάποιον ΚΑΕ (Κωδικός Αριθμός Εξόδου) και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Αντίθετα, ότι χρεώνει κάποιος φορέας στο ΠΔΕ, εγγράφεται σε κάποια ΣΑΕ (Συλλογική Απόφαση Έργου) και δεν ανήκει στη «δημοσιευτέα ύλη» της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως.

Το ποιά ακριβώς είναι τα «νομικά πρόσωπα» (Κρατικά ΝΠΙΔ και Α.Ε. του Δημοσίου στην πλειοψηφία τους), στα οποία τελικά καταλήγουν τα χρήματα του ΠΔΕ, υπάρχει μόνο σε εσωτερικά έγγραφα κάθε Υπουργείου, τα οποία δεν δίνονται στη δημοσιότητα (είναι σχεδόν αδύνατον να τα βρει κάποιος πολίτης). Αρκετοί Πολίτες όμως, όταν ακούν τη λέξη «Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων», νομίζουν ότι πρόκειται για χρήματα που οδηγούνται αποκλειστικά σε δημόσια έργα. Στην πραγματικότητα βέβαια, ένα μεγάλο μέρος του ΠΔΕ αποτελεί τη μισθοδοσία των κρατικών «λειτουργών», οι οποίοι απασχολούνται στα Κρατικά ΝΠΙΔ και στις Α.Ε. του Δημοσίου (πιστεύεται ότι οι διαδικασίες εδώ δεν είναι τόσο διαφανείς, ενώ εξυπηρετούνται άλλοι, μάλλον «παραπολιτικοί» σκοποί).
Ειδικά όσον αφορά τα Κρατικά ΝΠΙΔ και τις Α.Ε. του Δημοσίου, πρόκειται για την προσπάθεια του κράτους να «συνδυασθεί» η ευελιξία του ιδιωτικού τομέα, με τη θεσμική και οικονομική ενίσχυση από το Δημόσιο (εποπτεία από τον αρμόδιο υπουργό, ίδρυση αποκλειστικά με κεφάλαια ή/και με περιουσιακά στοιχεία του Δημοσίου, το οποίο καταβάλλει επίσης τυχόν ελλείμματα κλπ) – κάτι που συνεπάγεται την υπαγωγή τους σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο αρχών και αξιών.

Φυσικά, το γεγονός της πραγματικής και «νοητικής» σύνδεσης με το δημόσιο τομέα, ουσιαστικά «νοθεύει» τη λειτουργία τους, ως προς την «αμιγώς» υπαγωγή τους στους κανόνες της  ιδιωτικής οικονομίας – ενώ θα έπρεπε να επιβάλλει την τήρηση κανόνων  δεοντολογίας και γενικών αρχών περί διαφάνειας και λογοδοσίας της διαχείρισης δημοσίου χρήματος. Χωρίς να επεκταθούμε σε περισσότερες «ιδιότυπες» λεπτομέρειες, θεωρούμε ότι μία περισσότερο «ορθολογική» διαχείριση του ΠΔΕ, στο οποίο «εισρέουν» αρκετά χρήματα από την ΕΕ, μειώνοντας τα ελλείμματα του (περί τα -7,5 δις € το 2009), θα μπορούσε να εξοικονομήσει τουλάχιστον 30% στον προϋπολογισμό, χωρίς να επηρεάσει τα έργα του δημοσίου – ήτοι, περί τα 2,7 δις €.

(ε)  Οι τόκοι: Φαίνεται ότι, το μέσο επιτόκιο για συνολικό δανεισμό του δημοσίου περί τα 340 δις €, διαμορφώθηκε στο 3,89% το 2010. Εάν υποθέσουμε ότι, το επιτόκιο θα αυξηθεί κάποια στιγμή στο 5,3% (δάνειο μηχανισμού στήριξης), τότε ο προϋπολογισμός θα επιβαρυνθεί στο μέλλον με περίπου 18 δις € (4,8 δις € περισσότερα από το 2010), συν το κόστος των ελλειμμάτων των επομένων ετών – ενώ υπάρχει ο φόβος περαιτέρω αυξήσεων των επιτοκίων, όπως αναλύσαμε στο κείμενο μας.

Επομένως, θα είναι πάρα πολύ δύσκολο να καλυφθούν οι τόκοι, εάν δεν μηδενισθεί το χρέος με τη δική μας συμβολή (άρθρο μας) ή εάν δεν περιορισθεί με τη διαγραφή μέρους του – σύμφωνα φυσικά με τα «δικαιώματα μας» (επαχθές χρέος από την «πολιτική διαφθορά» και τις υπερτιμολογήσεις των πολυεθνικών), ταυτόχρονα με την εύλογη εξόφληση των γερμανικών αποζημιώσεων, οι οποίες υπολογίζεται ότι ξεπερνούν σημαντικά τα 70 δις € (ενδεχομένως πλησιάζουν τα 160 δις €).


Επίλογος

        Είναι εμφανές ότι, ο προϋπολογισμός μας έχει τη δυνατότητα να καλύψει τα βασικά έξοδα της χώρας μας – ενώ μπορούν να αυξηθούν τα έσοδα κατά τουλάχιστον 6,66 δις € χωρίς επί πλέον φόρους, καθώς επίσης να μειωθούν οι δαπάνες κατά 10,74 δις € – έστω με μεγάλες προσπάθειες εκ μέρους όλων μας, κυρίως βέβαια της κυβέρνησης μας. Συνολικά δηλαδή, τα έσοδα θα μπορούσαν να ανέλθουν στα 59 δις €, ενώ οι δαπάνες (χωρίς τους τόκους) στα 44 δις € (στα επίπεδα περίπου του 2004). Η διαφορά εσόδων-εξόδων, τα πρωτογενή πλεονάσματα δηλαδή ύψους 15 δις € (5,77% επί ενός εφικτού ΑΕΠ, ύψους 260 δις €), θα μας επέτρεπαν την πληρωμή ανάλογων τοκοχρεολυσίων – με αποτέλεσμα να πάψει επιτέλους να αυξάνεται το δημόσιο χρέος, αρχίζοντας να μειώνεται σταδιακά.

        Επομένως, έχουμε την ευκαιρία να ξεφύγουμε από την κρίση, ανακτώντας την εθνική μας κυριαρχία, καθώς επίσης δημιουργώντας εκείνες τις προϋποθέσεις ανάπτυξης, τις οποίες έχει απόλυτη ανάγκη η χώρα μας. Έτσι, θα μπορούσαμε να γίνουμε πράγματι η ωραιότερη, η πλουσιότερη, καθώς επίσης η πιο πολιτισμένη χώρα της Ευρώπης (άρθρο μας) – αρκεί φυσικά να βιαστούμε, με έργα και όχι με λόγια, πριν μας εμποδίσουν οι προβλεπόμενες εξελίξεις (τόσο στους τομείς των επιτοκίων, όσο και σε αυτούς των δανειακών κεφαλαίων).

        Ολοκληρώνοντας, οφείλουμε να προσθέσουμε ότι, η επαναγορά ομολόγων εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου από τη δευτερογενή αγορά, με έκπτωση 20-30%, με τη βοήθεια του μηχανισμού στήριξης (EFSF), έτσι όπως σχεδιάζεται σήμερα, είναι μάλλον αδύνατον να λειτουργήσει. Η επιτυχία του «σχεδίου» αυτού προϋποθέτει την ύπαρξη αγορών χαμηλού διανοητικού επιπέδου, τις οποίες μπορεί κανείς να «ξεγελάσει» – γεγονός που θεωρούμε ότι αποτελεί μεγάλη πλάνη, κρίνοντας από τις μέχρι σήμερα «κινήσεις» αυτών που «κατευθύνουν» τα διεθνή κεφάλαια. Εκτός αυτού, τέτοιες «κινήσεις» δεν προαναγγέλλονται, αφού τότε η αξία των ομολόγων, «ενδυναμωμένη» από τις καλύτερες προοπτικές εξόφλησης τους, αυξάνεται ανάλογα – όπως εύκολα αποδεικνύεται από τη μείωση των Ελληνικών spreads, ερμηνεύοντας την ταυτόχρονα.

Βασίλης Βιλιάρδος (copyright)
viliardos@kbanalysis.com

Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, σύμβουλος επιχειρήσεων, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.
Ευχαριστούμε τον ίδιο, για την άδεια παραχώρησης του άρθρου, προς αναδημοσίευση.

(Φωτό: wikimedia)

31 Ιανουαρίου 2011