ΕΘΝΟΣ & ΚΡΑΤΟΣ, ΣΥΝΘΕΣΗ & ΣΧΕΔΙΟ ΙΔΕΩΝ

AYTOKΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΗ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΚΑΙ ΕΛΛΑΔΑ (του Γιάννη Ζήση)

Sounio - Σόλων ΜΚΟ
image_pdfimage_print

Sounio - Σόλων ΜΚΟΗ Ελλάδα έχει ένα ειδικό πρόβλημα στο θέμα του προσανατολισμού της εμπράγματης οικονομίας της. Η εμπράγματη οικονομία της αλλοτριώθηκε υπερβολικά με την μονοκαλλιέργεια μιας τουριστικής επιχειρηματικής κουλτούρας.  Εμείς οι Έλληνες δεν αξιοποιήσαμε άλλα πεδία συγκριτικού πλεονεκτήματος, παρασυρθήκαμε σε έναν καταναλωτισμό με μειωμένη αποταμίευση και με μειωμένες συνεπώς εφεδρείες επένδυσης και αντοχής σε κρίση και συνεπώς με μειωμένες ευκαιρίες αναδιάρθρωσης. Την ίδια ώρα επιθυμούμε την «συνεχή ζήτηση».

       Ας μην ξεχνάμε ότι η Ελλάδα – με την συμπόρευση του λαού της- έπαιξε χρηματιστηριακά, με μεγαλύτερη αμετροέπεια -σε σχέση με την- από εκείνη που έδειξαν οι μεγάλες επιχειρήσεις. Και αυτό παρά την διάψευση των προσδοκιών για έναν εύκολο άυλο πλουτισμό μέσω χρηματιστηρίου στην κυβέρνηση της χώρας επί Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και κατόπιν επί Κωνσταντίνου Σημίτη.

       Καλλιεργήσαμε μια ιδεολογηματική πόλωση μέσα από την πρώτη περίοδο της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ με τον Ανδρέα Παπανδρέου, με μια διαψευσιμότητα. Δεν δώσαμε την απαραίτητη σημασία στις αποκαλύψεις για τα «δωράκια». Θα μπορούσαμε  εδώ να θυμίσουμε τη στάση εκείνων που ήθελαν να διασώσουν ηθικά μηνύματα τις κρίσιμες περιόδους επαναστάσεων ή αλλαγών -όπως στην αστική επανάσταση επί Κρόμγουελ στην Αγγλία- οι οποίοι τιμωρούσαν σκληρά εκείνους τους ανθρώπους που προσπαθούσαν να ιδιοποιηθούν δημόσια περιουσία εκμεταλλευόμενοι το χάος των καιρών για προσωπικό όφελος και την παρέκβαση της νομιμότητας.

        Η λογική των πολιτικών ημίμετρων που ξεκίνησε από την εποχή της ίδρυσης του ελληνικού κράτους -παρά την υποτιθέμενη Βαυαρική νοοτροπία νομιμοφροσύνης- μας οδήγησε στην εξαθλίωση και στην απαξίωση των θεσμών.

        Η δικαιοσύνη είχε μόνιμα προβλήματα στην χώρα μας, από την εποχή της πολιτικής διοίκησης των εθνικοαπελευθερωτικών συνελεύσεων. Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε την εποχή που Υπουργός Δικαιοσύνης ήταν ο Σχοινάς αλλά και τους δικαστές Τερτσέτη και Πολυζωΐδη που αρνήθηκαν να υπογράψουν την αποτρόπαια θανατική καταδίκη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα για εσχάτη προδοσία.

Το έλλειμμα αναγνώρισης των ηγετικών προσωπικοτήτων
       Μπορούμε να σταθούμε σε μια ιδιαίτερη παράμετρο αυτής της χώρας, την σχέση του νεοέλληνα με την γνώση. Υπάρχει το παράδοξο -και αυτό δεν αφορά μόνο την Ελλάδα- ότι πολλοί διανοούμενοι άκμασαν, λειτούργησαν και καταξιώθηκαν αρχικά διεθνώς και κατόπιν στην Ελλάδα. Αντίστοιχα κάποιοι αναγνωρίστηκαν στην Ελλάδα αφού έφυγαν από αυτή. Αυτό ισχύει για μουσικούς, ηθοποιούς, τραγουδιστές -όπως ο Μητρόπουλος και η Μαρία Κάλλας- ισχύει για διανοούμενους όπως ο Κορνήλιος Καστοριάδης,  ή μικρότερης θα έλεγε κανείς ευρηματικής δυναμικής παράγοντες που ενδεχόμενα δεν τους ξέρουμε ή για προσωπικότητες όπως ο Αξελός, η Αρβελέρ κλπ που έκαναν καριέρα στο εξωτερικό. Ο ίδιος ο Νίκος Καζαντζάκης θα έλεγε κανείς ότι έκανε καριέρα περισσότερο διεθνή παρά ελληνική. Είναι χαρακτηριστικό ότι για την υποψηφιότητα για Νόμπελ των Καζαντζάκη και Σικελιανού εκδηλώθηκε ένα εγχώριο σαμποτάζ.

        Γενικότερα τόσο η αγορά όσο και το επικοινωνιακό σύστημα, λειτουργούσε ως όχημα μιας νομενκλατούρας που είχε δύο χαρακτηριστικά. Αφενός μεν αποτιμούσε κάποιον -που θα τον αποτιμούσε ίσως και η διεθνής αγορά- αλλά από την άλλη μεριά απαξίωνε άλλους που δεν μπορούσαν να μπουν μέσα σε αυτό το διεθνές πλαίσιο. Συχνά οι σχέσεις φθόνου στην πνευματική μας κοινότητα ήταν αρκετά ισχυρές ώστε να χρωματίσουν τον ανταγωνισμό με την αδικία.  Αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσσει και δεν είναι αποκλειστικά δικό μας χαρακτηριστικό, αλλά ως μια μικρή κοινότητα, το λεγόμενο «κακό χωριό, τα λίγα σπίτια», γίνεται πιο αποτελεσματικό από ένα σύνηθες ελάττωμα.

        Το κύριο όμως πρόβλημα της χώρας δεν βρίσκεται μόνο στο έλλειμμα αναγνώρισης των ηγετικών προσωπικοτήτων της όπως του Άγγελου Σικελιανού του οποίου το κάλεσμα της «Δελφικής Ιδέας» δεν προωθούνταν με έναν ορθό και φυσιολογικό τρόπο. Αντίστοιχη έμπνευση είχαν πολλές προσωπικότητες στο εξωτερικό η οποία λειτούργησε ως ένα κάλεσμα για την δημιουργία ενός think tank εμπνεόμενου από την καινοτομία των Αμφικτιονιών που στόχευε στην υπέρβαση των «ζωτικών χώρων» των οικονομικών και άλλων ολοκληρωτικών συμφερόντων.

Παρόμοιες συλλήψεις προχώρησαν περισσότερο καθώς δεν γεννήθηκαν σε ένα αντιδραστικό περιβάλλον που να τις πνίγει όπως οι λέσχες της Ρώμης και της Βουδαπέστης. Αντίστοιχες ιδέες προτάθηκαν από προσωπικότητες στην Ινδία, όπως το διεθνές χωριό στοχαστών που θεμελίωσε ο Ωρομπίντο στο Ποντισερύ.

Εμείς στην Ελλάδα το όραμα αυτό το εμποδίσαμε και το απαξιώσαμε, πλην ελαχίστων πολιτικών εξαιρέσεων όπως ο πολιτικός Μακρόπουλος και του δώσαμε μια περιορισμένη μεταπολεμική διάσταση μέσα στο πλαίσιο του αρχαιολογικού χώρου των Δελφών. Ακόμη και το διεθνές κάλεσμα του Καζαντζάκη για ειρήνη και διεθνή συνειδητότητα δεν το στηρίξαμε στον ορίζοντά του για συνεργασία με άλλες διεθνείς προσωπικότητες -ένα κάλεσμα παράλληλο με αυτό άλλων διεθνών προσωπικοτήτων- για προώθηση της ειρήνης μετά τον παγκόσμιο πόλεμο, για πυρηνικό αφοπλισμό από πενήντα περίπου μεγάλες προσωπικότητες με μεγάλο εύρος πνευματικών ειδικοτήτων όπως ο Αϊνστάιν ο Ράσελ και ο Σβάιτσερ.

Το πρόβλημα με την εργασιακή κουλτούρα
        Σε παλαιότερες μελέτες του ΟΟΣΑ ήταν φανερή η προβληματική μας σχέση με τα βιβλία, σε αντιστροφή με την σχέση μας με την τηλεόραση. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο ελληνικός λαός δεν έχει αυξημένη και ισχυρή νοημοσύνη. Ίσα-ίσα θα έλεγε κανείς ότι μπορεί να είναι και από τους πλέον ευφυείς λαούς, αλλά ταυτόχρονα υπάρχει και μια κακή σχέση με την γνώση, λες και η γνώση σπάει την ελευθερία και την αυτεξουσιότητά μας, σαν να μην μπορούμε να την κάνουμε συνεργό της ελευθερίας μας. Είναι ένα σοβαρό πρόβλημα το ότι δεν έχουμε την υπομονή να μελετήσουμε πραγματικά αυτό για το οποίο θέλουμε να εμφανιζόμαστε ως συνεχιστές του, όπως τη σκέψη του Πλάτωνα ή του Αριστοτέλη. Για να δικαιολογήσουμε τον τίτλο του συνεχιστή της πρωτοποριακής σκέψης τους δεν πρέπει να το κάνουμε με όρους φονταμενταλισμού -όπως πλασάρεται από ορισμένα ιδεολογικοπολιτικά ακραία ρεύματα- αλλά μελετώντας αυτό που πραγματικά είναι, δηλαδή την προοδευτική ισορροπία του μέτρου που τόσο πολύ αναζητάει τόσο ο Πλάτωνας όσο και ο Αριστοτέλης. Παρόλα αυτά, δεν θέλουμε να αναδείξουμε καν αυτό το παρελθόν και ενώ το ξεχνάμε άλλοι λαοί το αναδεικνύουν ακόμη και για λόγους επιχειρηματικούς ή αυτοπροβολής. Εμείς το χρησιμοποιούμε ευκαιριακά και τυχοδιωκτικά, χωρίς ένα συστημικό βάθος και μια προοπτική συνέχειας, γιατί φυσικά υπάρχουν και τα όρια αυτών των μεγάλων πνευματικών δημιουργών μέσα στον σύγχρονο κόσμο.

        Οι συστημικοί στοχαστές δεν είναι πολλοί για κανέναν λαό. Για παράδειγμα, στην σύγχρονη Γαλλία θα δούμε έναν Έντκγαρ Μορέν, στην σύγχρονη Ουγγαρία έναν Έρβιν Λάζλοου και στην  σύγχρονη Αμερική έναν Λούις Μάμφορντ. Θα δούμε και κάποιους πολύ μεγάλους επίσης διαχειριστές συστημικών προσεγγίσεων όπως ο Ρίτσαρντ Φωκ ο οποίος είναι μια μεγάλη προσωπικότητα και παραμένει ενεργός στην παγκόσμια πολιτική σκηνή, όπως επίσης ήταν και ο Τζων Ρωλς.

        Το θέμα της Ελλάδας δεν είναι ότι δεν έχει στοχαστές. Αντίθετα υπάρχουν στοχαστές μεγάλης εμβέλειας τόσο στον ακαδημαϊκό της χώρο όσο και στον τομέα της σύγχρονης νομικής επιστήμης αλλά δεν τους δίνει την αρμόζουσα προσοχή, εκτός και εάν έχουν ήδη αναδειχθεί στο εξωτερικό. Εδώ συναντάμε την «λαγνεία» μας για το ξένο, ταυτόχρονα με την φονταμενταλιστική υπεροπτικότητα.

       Είμαστε συχνά παγιδευμένοι σε μια σειρά παράξενων αντιφάσεων και ταυτόχρονα σε έναν καθημερινό πολιτισμικό ερεθισμό. Εδώ συναντάμε ένα άλλο έλλειμμα κουλτούρας -μετά από το πρόβλημα της μορφωτικής μας κουλτούρας- το πρόβλημα της εργασιακής μας κουλτούρας. Έχουμε κάτι ασυμφιλίωτο με την εργασία και ρέπουμε στην ρητορικοποίησή της. Αυτό φαίνεται ακόμη και στο πεδίο των μελετών, οι οποίες θα έλεγε κανείς ότι είναι αρκετά ράθυμες, χωρίς όμως να έχουν τον στοχασμό της σχόλης που επικαλούνται κάποιοι (που έστω στοχάζονται γύρω από την αναγκαιότητα της σχόλης και γύρω από το δικαίωμα της τεμπελιάς όπως το είχε διακηρύξει ο Ανρύ Λεφέρβ ή και ο Ράσελ). Συχνά προσποιούμαστε ότι εργαζόμαστε και ότι δημιουργούμε κάτι, αντιγράφοντας πολλές φορές κυνικά και σαρκαστικά, πουλώντας ακριβά μελέτες οι οποίες δεν είναι εργασιακό αποτέλεσμα του μυαλού. Αυτά τα συχνά περιστατικά αφορούν ακόμη και τεχνικές μελέτες κατασκευής γεφυρών. Προτιμάμε όλοι να προσφέρουμε την εργασία του ηγέτη και όχι του υπηρετούντος, του υπηρετούμενου και όχι του διακόνου. Αυτό έρχεται να προστεθεί ως ένα βασικό πρόβλημα στην καταχρηστική αντίληψή μας περί ιεραρχίας. Την ιεραρχία την χρησιμοποιούμε για να αναρριχηθούμε μέσα από την εύνοια και όχι μέσα από μια δημιουργική αξία.

Κοιτώντας προς το αύριο
        Το πρόβλημα με την εργασιακή κουλτούρα, το οποίο είναι συνυφασμένο και με την διαφθορά του συνδικαλισμού, δεν υπάρχει μόνο στην χώρα μας. Δεν πρέπει να αισθανόμαστε δηλαδή οποιοδήποτε προβληματικό στοιχείο υπάρχει σα να είναι μόνο δικό μας πρόβλημα.
        Διαπιστώνεται μια φιλολογία και παραφιλολογία, για μια «κινηματική δυναμική αναμνήσεων» του ένδοξου παρελθόντος, για τις «άμεσες» συμμετοχές και τις «άμεσες δημοκρατίες» με το βλέμμα στο υπόδειγμα της αρχαίας δημοκρατίας και του πολιτισμό ελεύθερη από φονταμενταλιστική καθήλωση. Πριν σταθούμε σε αυτό, χρειάζεται να δούμε και να τελειώσουμε την αρνητική στάση μας με το παρελθόν.
       Τα προβλήματα αυτά είναι πρωτίστως ανθρωπολογικά και γενικευμένα. Εάν προσβλέπουμε σε ένα βιώσιμο μέλλον καλούμαστε να τα αντιμετωπίσουμε όπως όλοι οι άλλοι και γιατί όχι καλύτερα από άλλους.


Γιάννης Ζήσης, συγγραφέας

Μέλος της γραμματείας της ΜΚΟ Σόλων
ioanzisis@solon.org.gr

Διαβάστε επίσης:
-Κριτική, αυτοκριτική και ελληνική κρίση
-Ελλάδα, ένα πλεόνασμα και τέσσερα ελλείμματα
-Επιείκεια και θεσμική συνοχή – Το στρατηγικό έλλειμμα της Ελλάδας 
-Hνωμένες Πολιτείες Βαλκανίων – Εγγύς Ανατολή και 1821
-H νεωτερική Ελλάδα και οι τραγωδίες της
-Στρέβλωση αγοράς: το ελληνικό και το γερμανικό παράδειγμα

-Πλάγια σκέψη και ηθικός οικονομικός ρεαλισμός
-Ελληνικός οδικός χάρτης εξόδου από την κρίση

Φωτό: Wikipedia

23 Noεμβρίου

Σχετικά άρθρα