ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ & ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ, ΣΥΝΘΕΣΗ & ΣΧΕΔΙΟ ΙΔΕΩΝ

Η ΙΣΧΥΣ ΩΣ ΕΝΤΡΟΠΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΗΣ (του Γιάννη Ζήση)

Asoka Kaart - Σόλων ΜΚΟ
image_pdfimage_print

Asoka Kaart - Σόλων ΜΚΟΜέχρι τώρα, παραμέναμε σε ένα, ανθρωπολογικά, αναλλοίωτο παιγνίδι ισχύος, σύμφωνο με τον κύκλο που παρουσιάζει στον «Οίκο της Κρίσης» ο Όσκαρ Ουάϊλντ. Τελικά, τα έθνη μάθαιναν πολύ αργά, το ένα μετά το άλλο, (όπως και οι θρησκείες) τα επαναλαμβανόμενα μαθήματα και τα συμπεράσματα που έπρεπε να έχουν συναγάγει από τις προηγούμενες ιστορίες τους και από την ιστορία των προηγούμενων από αυτούς. 

Και τότε, πάλι, τα μάθαιναν με επανάληψη σαν τραγική φάρσα, έτσι ώστε να ισχύσει τόσο η γνωστή φράση του Μαρξ: «Ο Χέγκελ παρατηρεί κάπου ότι όλα τα μεγάλα, κοσμοϊστορικά γεγονότα και προσωπικότητες εμφανίζονται, τρόπον τινά, δύο φορές. Έχει ξεχάσει να προσθέσει: την πρώτη φορά ως τραγωδία, τη δεύτερη ως φάρσα», όσο και η λιγότερο γνωστή φράση «όποιος ξεχνά την ιστορία του είναι υποχρεωμένος να την ξαναζήσει» του Τζωρτζ Σανταγιάνα.  Υπήρχε, δηλαδή, μια επίμονη λήθη του συμπεράσματος, παρά το γεγονός της αναμνησιακής επιστροφής στο παρελθόν, της λατρείας του παρελθόντος, ή και επειδή ακριβώς υπήρχε αυτή η λατρεία του παρελθόντος.

Από τα παραπάνω μπορούμε να συναγάγουμε ένα συμπέρασμα: η ιδιοτέλεια δεν μπορεί ποτέ να είναι παντοδύναμη επί μακρό διάστημα, σε πολλές κατευθύνσεις και απέναντι σε όλους. Ίσως, πρέπει να αλλάξουμε το υποκείμενο για να γίνει το παίγνιο της ισχύος μας συνεργατικό και ειρηνικό, για να γίνει ένα παίγνιο ειρήνευσης και απελευθέρωσης του ανθρώπου. Η ισχύς, τελικά, λειτουργεί ως εντροπία για τον εαυτό της και αυτό ήταν ένα έλλειμμα διακριτικής ικανότητας που επέδειξε και ο Νίτσε, με τον υβριστικό του –απέναντι στην ηθική– ύμνο της ισχύος. Εξάλλου, και οι «ηγεμόνες» του Μακιαβελλικού τύπου, από τους οποίους εμπνεύστηκε, έκλεισαν τον κύκλο τους με ένα τραγικό τέλος, ιδιαίτερα ο Καίσαρας Βοργίας.[1]  

Το γιατί θέλουμε εμείς να υιοθετούμε πρότυπα τα οποία κατ’ επανάληψιν και επιμόνως αποτυγχάνουν, παρά την όποια ισχύ τους, είναι παράδοξο. Η επιλογή μας αυτή θυμίζει είδος στη βιολογία που παρακμάζει.

Ο λόγος αυτής της υιοθέτησης των προτύπων ίσως είναι επειδή υπάρχει μια αδρότητα στην αίσθηση της ισχύος και στην αντίληψή της. Σε αυτή την αδρότητα, κυριαρχούν συνειρμικές αναφορές και προσεγγίσεις χωρίς να γίνεται αντιληπτή η λεπτοφυής υφή, το λεπτοφυές υπόβαθρο της ισχύος και η οργανικότητά της.

Για παράδειγμα, κυριάρχησε μια συνειρμική αντίληψη για τη στρατηγική και στρατιωτική αδυναμία ισχύος της Ρωσίας, αρχικά, και κατόπιν της Σοβιετικής Ένωσης,  που έπαιξε καταλυτικό ρόλο στις στρατηγικές επιλογές στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και, ακόμη περισσότερο, στον Β΄ Παγκόσμιο.

Η φαντασία των περισσοτέρων είχε εγκλωβιστεί στις μνήμες της ήττας στη Ναυμαχία της Τσουσίμα, το 1905, με αντίπαλο τον Ιαπωνικό στόλο και τις μνήμες της ήττας στη μάχη του Τάνενμπεργκ, το 1914, από τους Γερμανούς, ή, ακόμα περισσότερο, της αρχικής ήττας των Σοβιετικών στην Φιλανδία, το 1939. Έτσι, «δεν ήταν λίγοι οι ξένοι παρατηρητές και οι υπηρεσίες πληροφοριών που πίστευαν, όπως και ο Χίτλερ, ότι η Σοβιετική Ένωση ήταν ένα «σάπιο οικοδόμημα» το οποίο θα «κατέρρεε».[2] Κι όμως θα μπορούσαν να είχαν μάθει κάτι από την παρόμοια εσφαλμένη υποτίμηση της ισχύος εκ μέρους του Ναπολέοντα ο οποίος, απευθυνόμενος στον στρατηγό του De Caulaincourt  την παραμονή της επίθεσης στη Ρωσία το 1812, πρόβλεψε πως «μέσα σε δύο μήνες η Ρωσία θα ζητά να συνάψει ειρήνη μαζί μου».[3]

Σε αυτήν την εσφαλμένη και στερεότυπη εικόνα για τη Ρωσία ως του «χαμένου» αντιπάλου επένδυσαν οι διπλωμάτες της Ρωσίας. Επένδυσαν τόσο προς χώρες όπως η Γαλλία, η Αγγλία και προς όλες εκείνες τις χώρες των οποίων η πολιτική υπαγορευόταν καπιταλιστικά, όσο και προς τις χώρες του μιλιταριστικού ολοκληρωτισμού.[4]

Αυτό επέδρασε δυο φορές καταλυτικά στις επιλογές των δύο μεγάλων δυνάμεων του άξονα: της Γερμανίας και της Ιαπωνίας. Για τη, μεν, Γερμανία, υπήρχε πρόθεση να συμπεριληφθεί η ΕΣΣΔ ως άμεσος στόχος επίθεσης προτού υπάρξει εγρήγορση και στρατηγική επαγρύπνησης των Ρώσων απέναντί της, και, ταυτόχρονα, για την Ιαπωνία, στο να στρέψει την κύρια προσοχή της στη λογική ενός αιφνιδιαστικού, μοιραίου και καθοριστικού πλήγματος απέναντι στις ΗΠΑ, αφήνοντας την Σοβιετική Ένωση για επόμενο εύκολο στόχο. 

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι το πώς θα εκληφθεί η ήττα σε μια κατάλληλη στιγμή μπορεί να είναι καθοριστικό για τη μακροχρόνια νίκη. 

Υπό αυτή την έννοια, μπορούμε να αναθεωρήσουμε την άποψη του Άρνολντ Τόινμπι[5] για τον εκφυλισμό της στρατηγικής και στρατιωτικής δυναμικής του Αννίβα και του Καρχηδονιακού στρατού λόγω του χαλαρωτικού εκφυλισμού του στην πόλη Καπύη. Αντιθέτως, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η Ρωμαϊκή δύναμη αυξήθηκε κυρίως μέσα από τη σωστή αποτίμηση της διακύμανσης της δυνάμεως και των αποτυχιών ή μετά από τις βαριές ήττες.

Από την άλλη, στην κλασσική Ελλάδα, διαπιστώνουμε αλλεπάλληλες νίκες, θεωρώντας στρατηγικά και αριθμητικά επιτυχημένη και τη μάχη των Θερμοπυλών απέναντι στους Πέρσες. Το αποτέλεσμα ήταν να υπάρχει ένας εσωτερικός εκφυλισμός, ο οποίος τελικά περιορίστηκε μόνο από την ανάδυση μιας νέας δύναμης στον Ελλαδικό χώρο, αυτής των Μακεδόνων, όπως και προγενέστερα εκείνης των Θηβαίων. Κατά σύμπτωση, ιστορικά οι Θηβαίοι ήταν από τη μεριά των ηττημένων και εκούσια πολέμησαν στο πλευρό των Περσών (στη μάχη των Πλαταιών). Το ίδιο συνέβη και με τους Μακεδόνες, οι οποίοι όμως υποχρεώθηκαν να το  πράξουν σε αντίθεση με τους Θηβαίους.

Αντίστοιχα, η κληρονομιά της στρατηγικής και στρατιωτικής ηγεμονίας της Γαλλίας από τον Τριακονταετή Πόλεμο – με την συνθήκη της Βεστφαλίας (1648) – και η ανάδειξη ηγετικών στρατιωτικών φυσιογνωμιών, όπως οι Τυρέν και Κοντέ, καθώς και η κυριαρχία τελικά, στο εσωτερικό, του Λουδοβίκου έναντι των υπόλοιπων αυλικών και στρατιωτικών παραγόντων αποτέλεσαν την αφετηρία της παρακμής. Αυτό συνέβη διότι  υιοθετήθηκε η πολιτική αδιαλλαξία, ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός, ο αυταρχισμός, ο ολοκληρωτισμός και η διαφθορά του καθεστώτος.

Το ίδιο συνέβη με τον Ιουστινιανό, παρά την ικανότητα των στρατηγών του, όπως αποκαλύπτεται με τη διττότητά της η ανάγνωση της ιστορίας του Προκόπιου. 

Στην ουσία, οι περίοδοι της ισχύος θα πρέπει να αναλύονται σε ένα πιο λεπτοφυές –και όχι σε ένα τόσο αδρό και απλοϊκό όπως συμβαίνει συνήθως– υπόβαθρο, καθώς μάλιστα, ακόμη περισσότερο, αυτές οι περίοδοι επηρεάζονται και από άλλα γεγονότα τα οποία αναδεικνύονται συχνά ως μοιραία ή ως οριακά στα σημεία καμπής.

Με αυτή την έννοια, πρέπει να υπολογίζουμε την ισχύ όπως υποδεικνύει και ο ιστορικός Πάρκινσον με τον γνωστό του ομώνυμο νόμο ότι: «τη στιγμή που έχουμε το μέγιστο ενός θεσμού ή ενός συντελεστικού στρατηγικού παίκτη, εκεί ακριβώς αρχίζει και η παρακμή του ή εκδηλώνονται τα σημεία εσωτερικής αποδιοργάνωσής του». Πράγματι, όταν άφηνε τα μνημειακά του ίχνη ο Λουδοβίκος ο 14ος, όπως παρατηρεί και ο ίδιος ο Πάρκινσον, τότε ακριβώς άρχισε να δύει και να παρακμάζει ριζικά η βασιλική ισχύς και η ισχύς της Γαλλίας, παρά τις μετέπειτα διακυμάνσεις της. 

Για κάποιους άλλους, όπως για τον ιδρυτή, κατ’ ουσίαν, και πρώτο Καγκελάριο της Γερμανίας,  οι κατοπτρικότητες κινήθηκαν με έναν διαφορετικό τρόπο. Αν και ο Μαρξ, όπως και ο ποιητής Ερρίκος Χάινε, διέβλεψε στην εκτροπή του Γαλλοπρωσικού πολέμου την αφετηρία ενός μη ταξικού παγκοσμίου πολέμου, το σημείο καμπής της ανατροπής του μεθοδευμένου από τον Καγκελάριο σεναρίου ισχύος συνδέθηκε, τελικά, με την άσκηση επιρροής του στον διάδοχο Κάιζερ. Και αυτό διότι ο διάδοχος Κάιζερ του αντιγύρισε αυτή την επιρροή, διαφοροποιώντας την πολιτική σε περισσότερο επιθετική γραμμή και χωρίς να κρατά τις ισορροπίες. Αυτό, στην ουσία, στέρησε από τη Γερμανία τον απαραίτητο χρόνο που θα της επέτρεπε να ελέγξει, μέσω ισορροπιών, τον ανταγωνισμό της ως αναδυόμενης παγκόσμιας δύναμης.

Ακόμη και στις πιο ευφυείς στρατηγικές προσωπικότητες και στους παράγοντες που προβαίνουν σε πράξεις δυνάμεως, παρατηρούμε μια έλλειψη διορατικότητας. Η πράξη δυνάμεως που μετέστρεψε όλο το αναπτυξιακό και στρατηγικό μοντέλο της Ιαπωνίας –με την πολιτική των κανονιοφόρων από πλευράς των ΗΠΑ– αμέσως μετά από τον Αμερικάνικο Εμφύλιο, ήταν βαθύτερα στερημένη διορατικότητας, όπως παρατηρεί και ο Όλιβερ Ράϊζερ.[6] Βέβαια, το αν διασώθηκαν οι ΗΠΑ και γενικότερα οι άλλες μεγάλες δυνάμεις, όπως η Μ. Βρετανία και η Ρωσία, το οφείλουν, σε έναν μεγάλο βαθμό, στις συγκυρίες και στους στρατηγικούς παράγοντες ή στις ανεπάρκειες των αντιπάλων τους.

Το ηθικό παράδειγμα και η ιστορία  

Αλλά όμως το έχουμε ξαναπεί και το λέμε υπό άλλη έννοια: εκτός από τη μάχη, παραδείγματος χάριν, του Καντές που έλαβε χώρα το 1274 π.Χ.,[7] ελάχιστοι Φαραώ έμειναν στην ιστορία όπως έμεινε ο Ακενατόν.[8]  Δηλαδή, το ηθικό παράδειγμα αποδίδει στην ολότητα, στην ανθρωπότητα. Ο Ακενατόν (1353-1335 πΧ.) αποτέλεσε την αφετηρία ενός νατουραλισμού και, παράλληλα, ενός μονοθεϊστικού μυστικισμού και ενός ηθικού και δικαιϊκού κανόνα διακυβέρνησης όπως,  προηγούμενα, συνέβη με τον βασιλιά Γκουντέα (2000 π.Χ.) στη Μεσοποταμία. Παρομοίως, ο Άκμπαρ[9] έμεινε στην ιστορία περισσότερο χάριν της ηθικής του και των εγχειρημάτων καινοτομίας που υποστήριξε. Αντιστοίχως, ακόμη περισσότερο, κανείς δεν θα έχει λόγους να θυμάται τη δυναστεία των Μαούρυα ή των Χαντραγκούγκτα χωρίς τον Ασόκα,[10] ο οποίος κυβέρνησε την Ινδία από το 273 έως το 232 π.Χ..

Ακόμη, έστω και αν για λόγους θρησκευτικής δημαγωγίας και αντιδικίας  και παρά τη σπίλωσή του, ο Μάνης έμεινε περισσότερο στη μνήμη των ανθρώπων από τον Σάχη που τον εκτέλεσε.


Αναφορές
:
[1]Αυγουστίνος Ζενάκος, Καίσαρ Βοργίας 1475-1507, tovima.gr
[2] Beevor, Antony, “Στάλινγκραντ”, εκδόσεις Γκοβόστη, σελ. 53.
[3] το ίδιο, σελ. 39.
[4] Κράουντι, Τέρι, “Ιστορία της Κατασκοπείας”, εκδόσεις Lector, 2007, σελ. 420.
[5] Κώστας Γεωργουσόπουλος,  “Πτήση και Πτώση των Ηρώων”:
«Η θεωρία του Τόινμπι αποδίδει την παρακμή των πολιτισμών στην έπαρση, στην ύβριν, στην αλαζονεία μιας ελίτ δημιουργών που καθορίζουν μιαν εποχή, συγκροτούν συστήματα κοινωνικής ιεραρχίας, ηθικής, θεμελιώνουν θεσμούς και καθιερώνουν αξίες και όταν οι κατακτήσεις τους πείσουν (διότι είναι και πειστικές και αποτελεσματικές και γοητευτικές) και τους οδηγήσουν στην κατάκτηση της εξουσίας, μετατρέπονται σε ελίτ γραφειοκρατικές, μηχανισμούς συμφερόντων, συγκροτήματα σκοπιμοτήτων και στεγανά απρόσιτα και απαραβίαστα, συχνά, ταμπού, εκεί που κάποτε αποθεωνόταν η πρωτοτυπία, η τόλμη, η εκφραστική ή η ηθική υπέρβαση, εκεί που ο λόγος απελευθέρωνε συνειδήσεις και ως κριτικός γκρέμιζε κατεστημένες και αραχνιασμένες. Το πρόβλημα αρχίζει όταν ο ήρωας, αφού εκτελέσει το έργο του, επιβιώσει, διασωθεί και επιστρέψει στη μιζέρια της πραγματικότητας αξίες, ιδέες και μορφέςνκαι τότενοι επιτεύξεις ανακηρύσσονται απόλυτες, αλάθητες, απαραβίαστες και συχνά ιερές».
[6] Reizer Oliver, Η Αρχαία Ανατολή και η Μοντέρνα Δύση, solon.org.gr 
[7] Μάχη του Καντές – Βικιπαίδεια 
[8] Ακενατόν – Βικιπαίδεια  
[9] Άκμπαρ ο Μέγας – Βικιπαίδεια 
[10] Ασόκα – Βικιπαίδεια


Το παρόν κείμενο αποτελεί μέρος του δοκιμίου: “Η ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΚΑΙ Η ΔΙΑΚΥΜΑΝΣΗ ΤΗΣ ΙΣΧΥΟΣ”.


Γιάννης Ζήσης, συγγραφέας

Ημερομηνία πρώτης δημοσίευσης: 5/11/2010

Φωτογραφία: commons.wikimedia.org

(solon.org.gr)

Σχετικά άρθρα