ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ & ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ, ΣΥΝΘΕΣΗ & ΣΧΕΔΙΟ ΙΔΕΩΝ

ΤΟ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΗΣ ΙΣΧΥΟΣ (του Γιάννη Ζήση)

museus capitolinos ΜΑΧ - Σόλων ΜΚΟ
image_pdfimage_print

museus capitolinos ΜΑΧ - Σόλων ΜΚΟΗ Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ξεκίνησε μέσα από μια εργώδη λιτότητα και μια βιοτική ισορροπία πολιτισμικών αξιών. Λέμε «βιοτική», με την έννοια του προσανατολισμένου στον πολιτισμικό βίο –και όχι ακριβώς στο πνεύμα– όπου, όμως, ταυτόχρονα η βιοτική λιτότητα λειτουργούσε ως μέτρο. Αυτό είναι, όπως θα δούμε, ένα πεδίο αξιών στο ιστορικό μοντέλο.

Παράλληλα, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία αναπτύχθηκε μέσα από την έκθεσή της σε διαρκείς εσωτερικές και εξωτερικές προκλήσεις και μέσα από τις προσαρμογές της σε αυτές. Ανέπτυξε, ως ηγέτιδα της Ιταλικής χερσονήσου, μια ομαδικότητα στην ηγεσία της με εσωτερική και εξωτερική συνεκτικότητα.

Εκτιθέμενη σε συνεχόμενες δοκιμασίες, μάθαινε από το περιβάλλον της, αναβαθμίζοντας  συνεχώς το στρατηγικό, αναπτυξιακό και θεσμικό επίπεδό της.

Οικειοποιήθηκε αναπτυξιακές, καλλιεργητικές και άλλες μεθόδους από τους Καρχηδόνιους. Από τους Έλληνες οικειοποιήθηκε πολιτισμικά και θεσμικά στοιχεία, προσαρμόζοντάς τα με δημιουργικό τρόπο. Επίσης, «μολύνθηκε» από τους Έλληνες – από αυτό που επεσήμανε ως επικίνδυνο ξεπεσμό ο Κάτωνας. [1]

Όμως, αυτό το μίασμα είχε αρχίσει πολύ νωρίτερα και αναπόφευκτα να τη διαβρώνει. Ήταν η ανηθικότητα που ερχόταν τόσο μέσα από τη σοφιστεία του πολιτισμού, αλλά και από την πολυτέλεια της διασκέδασης και τον πλουτισμό.  Δεν είναι τυχαίο ότι το όνομα του Σκιπίωνα, αν και ο ίδιος υπήρξε αρκετά υποδειγματικός και σε ηθικό επίπεδο, τελικά στιγματίστηκε. [2]

Έτσι, λοιπόν, η Ρώμη εξετέθη στον ανθρωπολογικό κίνδυνο:
1. 
μέσα από το παρατεταμένο στρες από την έλλειψη λειτουργίας της αρχής της ηδονής, κατάσταση που επικρατούσε μέχρι τα χρόνια των πρώτων μεγάλων  Μεσογειακών συγκρούσεων και εξαπλώσεών της·
2. μέσα από την πρόκληση του πώς μπορεί να αντιδράσει ανθρωπολογικά  ένας λαός – μια κοινωνία, ένας ηγεμόνας, μια ελίτ και οι μάζες– απέναντι σε μια μεγάλη συγκέντρωση ισχύος και πλούτου.

Αντίστοιχα, εκδηλώθηκαν και λειτούργησαν οι ατέλειες των τεσσάρων ισχυρών πόλεων που κυριάρχησαν στην αρχαία Ελλάδα πριν από τη φάση της Μακεδονικής ηγεμονίας. Κυριάρχησαν, εναλλάξ, οι διαφοροποιημένες ατέλειες των τεσσάρων ισχυρών πόλεων  (Αθήνα, Κόρινθος, Σπάρτη, Θήβα).

Για παράδειγμα, στο εσωτερικό της Αθήνας και στη φάση της αναπτυσσόμενης Αθηναϊκής συμμαχικής ηγεμονίας, αναδείχτηκαν οι αδυναμίες ολοκλήρωσης τόσο των ηγετών όσο και της πόλεως.

Σημειολογικά, αυτό γίνεται εμφανές στην ηγεσία των δημοκρατικών από τον Θεμιστοκλή με τη φιλαρχία, την εμπλοκή στη διαφθορά και τον κομματισμό,  ενώ, παράλληλα, αν και είναι γνωστές  οι στρατηγικές και πολιτικές του ικανότητές του,  αυτές δεν ολοκληρώνονται ηθικά στον πολιτικό πολιτισμό του, σε αντίθεση με τον Αριστείδη του οποίου το ήθος είναι άμεμπτο και του οποίου, όμως, η πρόταση για την επένδυση των πόρων του Συμμαχικού ταμείου και του πλούτου της πόλεως ήταν κοινωνική και όχι στρατηγική, όπως είχε εισηγηθεί ο Θεμιστοκλής.

Η επιλογή αυτή του Θεμιστοκλή ήταν καθοριστική για τη νίκη στη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Ωστόσο, η διαφθορά και τα ηθικά ελλείμματα στη διαχείριση των πόρων και της νίκης επέδρασαν καταλυτικά στην εξέλιξη της πόλης και του ρόλου της στον Ελλαδικό χώρο, σηματοδοτώντας την αρχή της παρακμής.

Αυτό το πρόβλημα το αντιμετώπιζε – οριακά και εν εξελίξει – κυρίως το κράτος των Σελευκιδών, το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος των επιγόνων του Αλεξάνδρου, το οποίο είχε αρχίσει να αναπτύσσει τη μεθοδολογία του «άρτου και των θεαμάτων», επεκτείνοντας το Κορινθιακό πρότυπο που είχε εμφανιστεί ήδη στην κλασσική Ελλάδα.

Ταυτόχρονα, στο πεδίο της ανθρωπολογικής δοκιμασίας, η ίδια η εξέλιξη της Αθηναϊκής δημοκρατίας και του πολιτισμού της έδειξε μια περιορισμένη πολιτική και πολιτισμική  αντοχή, με δραματικά σημεία καμπής, ακόμη και με συμπεριφορές αντιστροφής αξιών στην εξελικτική τους πορεία μέσα στην ιστορία.

Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, όμως, ήταν το μεγαλύτερο ανθρωπολογικό πείραμα πολιτισμικής πορείας και εξέλιξης, ενώ η αρχαία Ελλάδα ήταν το μεγαλύτερο ομαδικό πείραμα κουλτούρας.  

Τα ανθρωπολογικά στοιχεία της ισχύος της Ρώμης

Εδώ, ακριβώς, αρχίζουν και εμφανίζονται τα ανθρωπολογικά στοιχεία της ισχύος της Ρώμης. Επιβιώνουν –σε έναν βαθμό– σε μια διάσταση δύο κοινωνικών στρωμάτων. Το αρχικό αξιακό μοντέλο μετασχηματισμένο:

α) για τις πλατειές αγροτικές μάζες της Αυτοκρατορίας, για λαούς παραδοσιακούς που δεν αγγίζονται από τη δυναμική του άστεως,

β) αλλάεκφρασμένο, κυρίως, από μια ελίτ πατρικίων και συγκλητικών μέσω του Στωικισμού – το βλέπουμε να αναπτύσσεται ως κυρίαρχο, παρ’ όλο τον αντιδραστικό συντηρητισμό που εκδηλώθηκε, για παράδειγμα, στο εγχείρημα εκδημοκρατισμού της πολιτικής και της οικονομικής ζωής από τους Γράκχους.

 Κατά παράδοξο τρόπο, αυτό το φιλοσοφικό ρεύμα έμελλε να κυριαρχήσει. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Ο Στωικισμός γεννήθηκε από έναν δούλο, διέθετε οικουμενισμό και έγινε ιδεολογία, τόσο συντηρητική όσο και προοδευτική, της ελίτ μέχρι τον βαθμό των Αυτοκρατόρων. Έτσι, λοιπόν, ο Στωικισμός, το πιο ασκητικό φιλοσοφικό και βιοτικό ρεύμα της αρχαίας Ελλάδας και των Ελληνιστικών χρόνων  και το οποίο θεμελιώθηκε από έναν δούλο, θα γίνει τελικά η φιλοσοφική πεποίθηση της πνευματικής ελίτ της μεγαλύτερης ιστορικά –από πλευράς επιρροής και μακροβιότητας– Αυτοκρατορίας.

Ο Στωικισμός διένυσε τρεις φάσεις ανάπτυξης της φιλοσοφίας του με ένα πνεύμα συνεργατικότητας  με άλλα ρεύματα, όπως αυτό της Πλατωνικής φιλοσοφίας.  Πέρασε χαρακτηριστικά από τη φάση της Πρώτης Στοάς, ύστερα της Μέσης Στοάς και, κατόπιν, της Ύστερης Στοάς, η οποία κλείνει τη φιλοσοφική αυλαία του Στωικισμού, ταυτόχρονα σχεδόν με εκείνη του νεο-Πλατωνισμού και του νεο-Πυθαγορισμού. 

Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι μερικοί από τους Αυτοκράτορες που διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση και στην ανάκτηση της αναπτυξιακής πορείας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όπως ο Βεσπασιανός και ο Νέρβας,  απηχούν αξιακά ένα ανάλογο –ως δυναμική– πρότυπο ζωής ή ανάλογες επιρροές, παρά την πολύ μεγάλη διαφορά χαρακτήρων μεταξύ τους. Ο Νέρβας ήταν ένας συγκλητικός και ο Βεσπασιανός ένας στρατιωτικός.  

Ο ανθρωπολογικός συντελεστής στην αρχαία Ελλάδα

Βλέπουμε, δηλαδή, ότι στη συγκέντρωση δυνάμεως και στην διάρκειά της, ως καταλυτικός παράγοντας βρίσκεται ένας ανθρωπολογικός συντελεστής, ο οποίος αναδείχθηκε και εξελίχθηκε με μικρή διάρκεια σε διαφορετικές χρονικές περιόδου, στην αρχαία Ελλάδα, επί παραδείγματι.

Τέτοιες χρονικές περίοδοι ήταν:
1. στην προ – Μυκηναϊκή και Μυκηναϊκή εποχή·

2. στο δεύτερο κύμα από την εποχή των αποικισμών και του πρώιμου εκδημοκρατισμού των πόλεων έως τον «κρυμμένο» Χρυσό Αιώνα, τον Αιώνα των Επτά Σοφών, ο οποίος έδρασε καταλυτικά στο το γίγνεσθαι της Ελλάδας ως προς το συνδυαστικό ήθος της πολιτικής, της στρατιωτικής και της πολιτιστικής ισχύος που αναδεικνύεται στην περίοδο των Μηδικών Πολέμων και των κλασσικών χρόνων μέχρι την ηγεμονία των Μακεδόνων, την ανάπτυξη και τον κοσμοπολιτισμό των Ελληνιστικών χρόνων.

Ο ανθρωπολογικός αυτός συντελεστής αναπτύχθηκε κάποιες διαφοροποιημένες τοπικότητες στην Ελλάδα, όπως, παραδείγματος χάριν, μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης ή Θήβας και Μακεδονίας,  αλλά, στην περίπτωση της Ρώμης, υπήρξε ιδιαίτερα μακρά η διάρκεια. Αυτή η διατήρηση του ανθρωπολογικού συντελεστή ως παράγοντα αντίστοιχου με το «τίμημα» στο τιμοκρατικό σύστημα που εισήγαγε ο Σόλων, ή η ομοιοστασία που επιτύγχανε αυτή στο πολίτευμα, συνετέλεσε στο να υπάρχει μια αντιστοίχιση του ανθρωπολογικού στοιχείου με το πολιτειακό μέχρι την περίοδο που γίνεται νέα κυρίαρχη κατακτητική δύναμη η Ρώμη και αλλάζουν τα δεδομένα της εσωτερικής της διακυβέρνησης.

Forum Comitium 800 - Σόλων ΜΚΟ

Το μαθησιακό και ομαδικό στοιχείο της ισχύος

Μελετώντας την ιστορία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, βλέπουμε παράλληλα με το ανθρωπολογικό στοιχείο το πλαίσιο μιας ισχυρής μαθησιακής ομαδικότητας και προσαρμοστικότητας, σε αντίθεση, λόγου χάριν, με τις ακαμψίες, τις στρατιωτικές μεθόδους, τις πορείες εξέλιξης και τις εξωτερικές σχέσεις που επιδείχθηκαν εκ μέρους των Ελληνικών πόλεων – κρατών. 

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της αρχαίας Σπάρτης η οποία, με την πάροδο του χρόνου, γερνά τόσο στρατηγικά όσο και δημογραφικά. Έτσι κι ενώ αναδεικνύονται οι πελταστές (ελαφρά οπλισμένοι άνδρες) του Ιφικράτη  ως συγκριτικό πλεονέκτημα απέναντι στους γυμνασμένους στρατούς, η Σπαρτιατική στρατηγική δεν δείχνει να μαθαίνει από αυτήν τη στρατιωτική καινοτομία. Η Σπάρτη γερνά –από κάθε άποψη– στην απομόνωσή της:

1. απαξιωμένη και Μηδίσασα [3] με τον Ανταλκίδα· [4]

2. ηττημένη από τον Επαμεινώνδα· [5]

3. απαξιωμένη, για δεύτερη φορά, από τον Αλέξανδρο·

4. με τις τραγικές και ηθικά μεγάλες φυσιογνωμίες του Άγι και του Κλεομένη απέναντι στην ενσκήψασα Μακεδονική ηγεμονία και την επελαύνουσα Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.               

Δεν είναι, όμως, μόνον  η Σπάρτη σε παρακμή. Η Αθήνα «μηδίζει» τον καιρό της Θηβαϊκής ηγεμονίας, ευρισκόμενη σε αντιζηλία με τη δημοκρατική ανάδυση της πόλης των Θηβαίων, και αντιδικεί για τα πρωτεία ή το γόητρο της δημοκρατικότητας της Θήβας,  επιχαίρει για τον θάνατο του Αλεξάνδρου και, επί Ρωμαϊκής κυριαρχίας, τιμά και τιμάται από τον Νέρωνα έχοντας, προηγουμένως, καταδικάσει δυο εκ των μεγαλύτερων φιλοσόφων  της ή εξοστρακίσει και τιμωρήσει την άμεμπτη δημόσια ηθική στις περιπτώσεις του Σωκράτη, του Αριστοτέλη και του Αριστείδη, αντίστοιχα. 

Διατηρεί, ωστόσο, τη ζωηρότητα των πνευματικών και πολιτισμικών ομίλων, με όλα τα μετέπειτα «παρατράγουδά» τους στις αυλές των τυράννων επιγόνων και παρασυρόμενη από τις υποσχέσεις των αυτοκρατόρων, στη συνέχεια.  

Στην Αθήνα, τελικά, το μόνο που έμεινε ως ανθρωπολογικό στοιχείο ήταν το πολιτισμικό, αφού το δημοκρατικό στοιχείο, έχοντας λειτουργήσει ηγεμονικά, είχε εκφυλιστεί και διαφθαρεί. Έχοντας χάσει το ήθος του Σόλωνα, της απέμεινε μόνο το έργο των φιλοσόφων, η σαγήνη των σοφιστικών σχολών και ο πολιτισμικός ναρκισσισμός.

Μετά από την επίθεση των Περσών, η Ελλάδα χάνει την αμφικτυονική ομαδικότητά της, βρίσκεται σε ένα καθεστώς προσωρινής εξαναγκασμένης ομαδικότητας, υπό το καθεστώς του Φιλίππου Β΄ και του γιού του Αλεξάνδρου, για να παραδοθεί στη συνέχεια, μέσα από τις αντιδικίες της, στη Ρωμαϊκή κυριαρχία κι έχοντας χάσει αυτό που, ουσιαστικά, γέννησε τη μεγαλοσύνη της, τον Αμφικτυονικό Λόγο και πολιτισμό, που είναι διηνεκής και επίκαιρος ως ανάγκη, ως θεμελιώδες βάση ομαδοποίησης και ομαδικής εκλογίκευσης.  

Όσον αφορά τη Ρώμη, εδώ τεράστιο ρόλο έπαιξε η ποσοτική συγκέντρωση ισχύος. Οι οποιεσδήποτε διακυμάνσεις (προτύπων διακυβέρνησης, ισχύος, αντιπάλων ή πολέμων, συνοριακών ή φυσικών καταστροφών) μπόρεσαν να απορροφηθούν μέχρις ότου, στο τέλος, το ίδιο το μέγεθος της αυτοκρατορίας οδήγησε στη διαίρεσή της ως ένα φυσικό επακόλουθο.

Ενώ, αμέσως μετά από τον θάνατο του Αλεξάνδρου, η διαίρεση της αυτοκρατορίας του πήρε αυτόματη μορφή, στην περίπτωση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, χρειάστηκε να προηγηθούν συχνές αλλαγές και να διανυθούν εκατονταετίες. Χρειάστηκε, επίσης, να συμπέσει η ανάδυση ενός πολύ ισχυρού αυτοκράτορα, του Διοκλητιανού, [6] με τη βούληση του οποίου ξεκίνησε μια αντίστοιχη αποδόμηση και διαίρεση, συνοδευόμενη από ανταγωνισμούς και από την εμφάνιση αλλεπάλληλων  εξωτερικών εισβολέων. 


A
ναφορές:
[1] Κορναράκης, Μάνθος, «Σαλλούστιος, ένας Λατίνος ιστορικός και λογοτέχνης». 
Ο Σαλλούστιος, με πλήρες όνομα Γάϊος Σαλλούστιος Κρίσπος, γεννήθηκε στο Αμιτέρνο, 80 χιλιόμετρα μακρυά από τη Ρώμη, το 86 π.Χ. και στο 51ο έτος της ηλικίας του, το 35 π.Χ., απεβίωσε.
Στα 34 του χρόνια, αναδεικνύεται συγκλητικός και δήμαρχος.
«Αποζητούμε έναν κόσμο που θα προτιμούσε να είναι παρά να φαίνεται καλός.» Στην εποχή της (απόλυτης) βασιλικής εξουσίας, οι καλοί ήταν πιο ύποπτοι από τους κακούς. Για τους βασιλιάδες, η αρετή των άλλων ήταν επικίνδυνη.» «Στην αρχή της, η βασιλεία ήταν το πολίτευμα της Ρώμης και οι βασιλιάδες φρόντιζαν για τη διατήρηση της ελευθερίας του πολίτη. Γρήγορα όμως η εξουσία τους έγινε άπληστη και υπερφίαλη. Γι’ αυτό και το πολίτευμα άλλαξε οριστικά: ίση εξουσία δόθηκε σε δυο ηγέτες, με ενιαύσια δικαιοδοσία, περιορίζοντας έτσι την ανθρώπινη φύση να μη γίνει ασύδοτη και αλαζονική». «Βέβαια», συνεχίζει, «τώρα στο χώρο της πολιτικής τελικά, αντί να επικρατεί η αιδημοσύνη, η εγκράτεια και η αρετή, κυριάρχησε η θρασύτητα, η δωροδοκία και η απληστία.» Συμφωνούσε με τον Κάτωνα ότι «οι εξέχοντες άνδρες πρέπει να λογοδοτούν και για τον ελεύθερο χρόνο τους». http://www.ebdomi.com
[2] Βικιπαίδεια,  Σκιπίων Πόπλιος Κορνήλιος ο “Αφρικανός” (235 – 183 π.Χ.)
«Σε ηλικία 17 χρόνων πήρε μέρος στη μάχη κοντά στον Τίκινο ποταμό και έσωσε τη ζωή του πατέρα του. Όταν οι Ρωμαίοι νικήθηκαν στις Κάνες και ήταν απελπισμένοι και έτοιμοι να εγκαταλείψουν την Ιταλία, αυτός συγκράτησε τους πανικόβλητους πατρικίους και έσωσε την πατρίδα του. Το 209 π.Χ. ως ανθύπατος της Ισπανίας κυρίευσε την Καρθαγένη και τον ίδιο χρόνο νίκησε τον Ασδρούβα. Το 206 π.Χ. υπέταξε πέρα για πέρα την Ισπανία. Το 205 π.Χ έγινε ύπατος, οργάνωσε εκστρατεία στην Αφρική και νίκησε τους Καρχηδόνιους στη μάχη των “Μεγάλων πεδίων”. Έτσι η Καρχηδόνα αναγκάστηκε να ανακαλέσει τον Αννίβα από την Ιταλία. Ο αντιπερισπασμός του Σκιπίωνα είχε πετύχει. Οι δύο αντίπαλοι στρατηγοί αναμετρήθηκαν στη μάχη της Ζάμας, όπου και πάλι νίκησε ο Σκιπίων και οι Καρχηδόνιοι αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν. Αυτό ήταν και το τέλος του Β΄ Καρχηδονιακού πολέμου, ο οποίος έληξε με βαρύτατους όρους ειρήνης για τους Καρχηδόνιους. Μετά ο Σκιπίων επέστρεψε στη Ρώμη, όπου και τέλεσε λαμπρό θρίαμβο. Για την επιτυχία του αυτή οι Ρωμαίοι τον ονόμασαν τιμητικά “Αφρικανό”. Το 198 π.Χ έγινε κήνσορας, το 194 π.Χ. ύπατος για δεύτερη φορά και πρόεδρος της συγκλήτου και το 190 π.Χ. εκστράτευσε μαζί με τον αδερφό του Λεύκιο κατά του Αντίοχου. Μετά την επιστροφή τους στη Ρώμη, κατηγορήθηκαν και οι δύο ότι έκλεισαν ειρήνη με τον Αντίοχο, χωρίς την εξουσιοδότηση της συγκλήτου. Έτσι ο Σκιπίων αναγκάστηκε να αυτοεξοριστεί στο Λιτέρνο, όπου πέθανε πικραμένος για την αγνωμοσύνη που του έδειξε η πατρίδα του.»
[3] «Μηδίζω» < Μῆδος + -ίζω που σημαίνει δηλώνω υποταγή στους Μήδους και τους ακολουθώ, πάω με το μέρος τους (στην αρχαία ιστορία), ή (μεταφορικά) προδίδω, αυτομολώ, προσχωρώ στον εχθρό. http://el.wiktionary.org
[4] Βικιπαίδεια, Σπαρτιατική ηγεμονία.
«Το 395 π.Χ. δημιουργήθηκε ένας αντισπαρτιατικός συνασπισμός με την οικονομική υποστήριξη της Περσίας, αποτελούμενος από το Άργος, την Κόρινθο, την Αθήνα και τη Θήβα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την ανάκληση του στρατού του Αγησιλάου από την Ιωνία. Το 394 π.Χ. δόθηκε μία ναυμαχία στην Κνίδο που οδήγησε στην ήττα του σπαρτιατικού από τον αθηναϊκό στόλο, με συνέπεια η Σπάρτη να μην ελέγχει πλέον το Αιγαίο. Ήταν το πρώτο γεγονός που έδωσε στην Αθήνα τη δυνατότητα να επανέλθει στο Αιγαίο και να ασκήσει πολιτική επιρροή στην περιοχή, αφού αποδεσμεύθηκε από τη συνθήκη του 404 π.Χ. και άρχισε να ανακτά την πολιτική της ισχύ. Το τέλος του πολέμου ήλθε με την Ανταλκίδειο ειρήνη ή ειρήνη του βασιλέως (φθινόπωρο του 387 π.Χ.), που επικυρώθηκε την άνοιξη του 386 π.Χ., που συμφωνήθηκε μεταξύ του Αρταξέρξη Β’ και του Σπαρτιάτη ναυάρχου Ανταλκίδα και ανακοινώθηκε στους εκπροσώπους των ελληνικών πόλεων από τον Τισσαφέρνη. Σύμφωνα με τους όρους της ειρήνης: οι ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας μαζί με τις Κλαζομενές και η Κύπρος ανήκαν πλέον στον Αρταξέρξη οι υπόλοιπες πόλεις ήταν αυτόνομες, εκτός από τη Λήμνο, τη Σκύρο και την Ίμβρο, που αναγνωρίστηκαν ως αθηναϊκές κληρουχίες. Η Σπάρτη ανέλαβε την επίβλεψη της τήρησης των όρων.»
[5] Βικιπαίδεια, «Ο Επαμεινώνδας (418 π.Χ.- 362 π.Χ.) ήταν μεγάλη πολιτική και στρατιωτική προσωπικότητα του αρχαίου ελληνικού κόσμου που διέθετε οξεία πολιτική κρίση και στρατιωτική ιδιοφυΐα. Πέτυχε στις μέρες του να μεταβάλει την πατρίδα του, τη Θήβα, σε ισχυρή στρατιωτική δύναμη και να επιβάλει τη Θηβαϊκή κυριαρχία στην Ελλάδα. Ο στρατιωτικός νους του Επαμεινώνδα επινόησε μια καινούρια στρατιωτική τακτική, τη «λοξή φάλαγγα», η οποία χάρη στον τρόπο ανάπτυξής της πέτυχε πολλά νικηφόρα αποτελέσματα. Αυτό συνέβη για πρώτη φορά στη μάχη των Λεύκτρων, το 371 π.Χ., όπου οι Θηβαίοι νίκησαν διπλάσιους στον αριθμό Σπαρτιάτες και στην μάχη της Μαντινείας (362 π.Χ.»)
[6] Βικιπαίδεια, «Ο Διοκλητιανός ή Διοκλής, στα Λατ. Gaius Aurelius Valerius Diocletianus (περ. 245 – περ. 312) ήταν Ρωμαίος αυτοκράτορας από τις 20 Νοεμβρίου 284 ως την 1 Μαΐου 305. Στη δεύτερη περίοδο της βασιλείας του, ο Διοκλητιανός καθιέρωσε το σύστημα της τετραρχίας. Δηλαδή προσέλαβε ακόμη δύο βοηθούς και συνάρχοντες που είχαν τον τίτλο του Καίσαρα. Ο Διοκλητιανός έκανε πολλές μεταβολές στη διοίκηση: Το πολίτευμα έγινε απόλυτη μοναρχία. Ο αριθμός των υπαλλήλων αυξήθηκε. Οι βάρβαροι κατέλαβαν σημαντική θέση στο στρατό και στην πολιτεία. Το πρόσωπο του αυτοκράτορα ήταν ιερό και οι υπήκοοι έπρεπε να του αποδίδουν λατρεία. Εξαπέλυσε δριμείς διωγμούς κατά του Χριστιανισμού και του Μανιχαϊσμού.»


Το παρόν κείμενο αποτελεί μέρος του δοκιμίου: “Η ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΚΑΙ Η ΔΙΑΚΥΜΑΝΣΗ ΤΗΣ ΙΣΧΥΟΣ”.


Γιάννης Ζήσης, συγγραφέας

Ημερομηνία πρώτης δημοσίευσης: 15/10/2010

Φωτογραφίες: commons.wikimedia.org

(solon.org.gr)

Σχετικά άρθρα