1

TO AYΡΙΟ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ

«Να ζήσεις σε ενδιαφέρουσες εποχές», Κινέζικη ευχή – παροιμία

Εισαγωγή
Δεν είμαι σίγουρος αν η παραπάνω παροιμία συνιστούσε ευχή ή κατάρα όταν την έλεγαν οι Κινέζοι. Η γνώμη μου είναι ότι: α) ζούμε όντως σε ενδιαφέρουσες εποχές, χωρίς η παρατήρηση να αφορά ειδικά την Ελλάδα και β) δεν μπορούμε παρά να αντιμετωπίζουμε αυτό το δεδομένο υπό την θετική του προοπτική. Δεν υπάρχει καλύτερος παιδαγωγός από τις δυσκολίες και τις κρίσεις. Οι άνοστες εποχές των ήρεμων νερών χρησιμεύουν ως υπναγωγά: ναρκώνουν την συνείδηση και παραλύουν την λογική και την προβλεπτικότητα.

Στην ώρα της κρίσης ο άνθρωπος απογυμνώνεται ριζικά από το περιττό και το επουσιώδες και στρέφεται στις (ανεπίγνωστες πολλές φορές) αρετές του, που θα του προσφέρουν το διέξοδο. Σκόπιμα δεν χρησιμοποιώ τη λέξη «ικανότητες» γιατί η λέξη είναι ηθικά αμφίσημη, όπως αναλύω πιο κάτω στο 2ο από τα δύο προβλήματα.

Θεωρώ δηλαδή, ότι δύο κυρίως προβλήματα αναφύονται εδώ: το πρώτο είναι ότι οι αρετές που ξεπροβάλλουν από την αφάνεια και σώζουν, δεν έχουν διάρκεια, δεν σταθεροποιούνται και δεν γίνονται μόνιμο τμήμα του ηθικού μας εξοπλισμού. 

Το δεύτερο, ότι η διέξοδος δεν είναι πάντα προϊόν θετικών διεργασιών, δηλαδή δεν γίνεται με επίκληση στις ηθικές δυνατότητές μας, αλλά συχνότερα ή σχεδόν πάντα με την επιστράτευση της πρώτης επιλογής και δυνατότητας που μας προβάλλει ως εφικτή και αποτελεσματική και τέτοια είναι συνήθως η πιο εμπεδωμένη και γνωστή μας. Συνήθως επίσης, η πιο γνωστή από τις δυνατότητές μας είναι αυτή που μας οδήγησε στην κρίση, η οποία ουδέποτε πέφτει από τον ουρανό αλλά πάντα είναι αποτέλεσμα συγκεκριμένων ενεργειών ή παραλείψεών μας. 
Σε τέτοιες περιπτώσεις, η κρίση κατά την γνώμη μου επανέρχεται αργά ή γρήγορα, πιο πολύπλοκη, πιο σύνθετη και θα απαιτήσει κάποια στιγμή κάθε ικμάδα δυνάμεως, απλά και μόνο για την επιβίωση.

1. Αρχίζω με ένα παράδειγμα για το δεύτερο πρόβλημα πρώτα: η Γερμανία, μεταξύ 1870 και 1910, πραγματοποίησε μια ταχύτατη ανάπτυξη, οικονομική και πολιτική (1). Οι υπόλοιπες Ευρωπαϊκές δυνάμεις είχαν για την Γερμανία την εικόνα ενός συνονθυλεύματος μικρών κρατών, αντιτιθεμένων και με ελάχιστο ειδικό βάρος στην διεθνή πολιτική σκηνή. 

Ο J. M. McPherson (2) στην διάλεξή του “For a vast future also: Lincoln and the millennium” (Για ένα μακρινό μέλλον επίσης: ο Λίνκολν και η χιλιετία) σχολιάζοντας το διακύβευμα του Αμερικάνικου εμφυλίου πολέμου (1861-1865), αναφέρει τις σκέψεις ενός Άγγλου μετανάστη στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ και υπέρμαχου της Ένωσης:
«Εάν οι ενωτικοί αφήσουν τον Νότο να αποσχισθεί, τότε και η Δύση μπορεί να θελήσει να αποχωρήσει στις επόμενες προεδρικές εκλογές… άλλοι μπορεί να ακολουθήσουν και αυτή η χώρα θα γίνει τόσο χάλια όσο τα Γερμανικά κράτη».

Όμως υπογείως ο Πρωσικός στρατοκρατικός μεγαλοϊδεατισμός, δούλευε για την ενοποίηση της Γερμανίας και την παγκόσμια κυριαρχία. Ο Ε. Τζ. Γουέλς, αναφέρει (3) την διαστρέβλωση που επέφερε στην Γερμανική παιδεία η συστηματική εκμετάλλευση εκ μέρους της δυναστείας των Χοεντζόλερν:
«Δάσκαλος ή καθηγητής που δεν δίδασκε και κήρυττε, εντός και εκτός μαθημάτων, την φυλετική, ηθική, διανοητική και φυσική ανωτερότητα των Γερμανών έναντι όλων των άλλων λαών, την άκρα αφοσίωση στον πόλεμο και την δυναστεία, και το αναπόφευκτο πεπρωμένο τους, υπό την δυναστεία αυτή να ηγηθούν του κόσμου, ήταν ένας στιγματισμένος άνθρωπος, καταδικασμένος σε αποτυχία και εξαφάνιση…. Όλα τα άλλα έθνη εμφανιζόντουσαν ως ανίκανα και παρακμιακά. Οι Πρώσοι ήταν οι ηγέτες και οι αναγεννητές της ανθρωπότητας. Ο νεαρός γερμανός τα διάβαζε αυτά στα σχολικά του βιβλία, τα άκουγε στην εκκλησία, τα έβρισκε στην λογοτεχνία…. οι καθηγητές του της βιολογίας ή των μαθηματικών συχνά διέκοπταν την φυσιολογική ροή του μαθήματος για να επιδοθούν σε σχοινοτενείς αναφορές πατριωτικού στόμφου…. Εγκαθιδρύθηκε στον γερμανικό νου η αντίληψη της Γερμανίας και του αυτοκράτορά της σαν κάτι λαμπρού και προεξάρχοντος οποιουδήποτε πράγματος είχε προϋπάρξει, ένα θείο έθνος σε ένα κόσμο… κατώτερων λαών».

Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη προσπάθεια για να αναγνωρίσει κανείς στις παραπάνω γραμμές, το πρόπλασμα, σε πλήρες σχεδόν ανάπτυγμα, των χιτλερικών απόψεων που επρόκειτο να κλονίσουν όλο τον πλανήτη λίγες δεκαετίες μετά.

Μπορούσε άραγε ένα ισχυρό, παραγωγικό και πειθαρχημένο έθνος που βίωνε για πρώτη φορά την αίσθηση της συλλογικής του ταυτότητας τόσο τραχιά και τόσο ανέμελα (και άρα ήταν ουσιαστικά νέο και άπειρο), υπό τον αστερισμό της σύγκρισης, της υπεροχής και της κυριαρχίας του έναντι όλων των άλλων, να μην οδηγηθεί σε πόλεμο; Αναρωτιέμαι όμως αν και εμείς οι Έλληνες ή οποιοσδήποτε άλλος λαός που θα είχε τόσο τους αριθμούς με το μέρος του (βιομηχανία, οικονομική πρόοδο, στρατό, ενοποίηση μικρών μέχρι τότε κρατών σε ένα ισχυρό σύνολο, ικανοποιητικό πληθυσμό, φθαρμένο διεθνές περιβάλλον), θα άφηνε αυτή την υπεροχή κατά μέρος, για να αναζητήσει αυτό που κανείς λαός σαν σύνολο δεν έχει φανεί να επιδιώκει μέχρι τώρα και ειδικά στις εποχές της ακμής του, δηλαδή την «ειρήνη στη γη και την καλή θέληση ανάμεσα στους ανθρώπους».

Όπως και να ‘χει, όπως παρατηρεί και ο Γουέλς, δεν υπήρχε τότε μαντείο των Δελφών, για να προφητεύσει στον Κάιζερ Γουλιέλμο τον 2ο ότι η πολιτική του θα οδηγήσει τον λαό του στην καταστροφή, και η καταστροφή ήλθε. 
Το τέλος του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου και η Συνθήκη των Βερσαλλιών βρίσκει την Γερμανία όχι μόνο κατεστραμμένη (γιατί κατεστραμμένες ήταν και οι άλλες εμπόλεμες Ευρωπαϊκές αυτοκρατορίες), αλλά βαθιά ταπεινωμένη. 

Έχουμε λοιπόν μια μεγάλη κρίση σε εξέλιξη και εδώ εμφανίζεται το δεύτερο πρόβλημα που ανέφερα πιο πάνω: ο πειθαρχημένος και εργατικός Γερμανικός λαός προσπαθεί να βγει από την κρίση και τελικά ξαναστέκεται στα πόδια του και προκόβει, αλλά υπό το ναζιστικό κόμμα. 
Όπως είπε στον Αννίβα και ο αρχηγός του ιππικού του Μαάρβας, «δεν δίνουν όλα τα δώρα οι Θεοί στον ίδιο άνθρωπο Αννίβα…». Η Γερμανία δεν αξιοποιεί τα εμφανή της προσόντα. Εσφαλμένα νομίζει ότι είναι ο αρχηγός και όχι η ίδια, που την έχει οδηγήσει στο να επιτελέσει θαύματα. 

Στρέφεται στην αναζήτηση του αρχηγού, του «φύρερ», αυτόν που αιώνες τώρα οι Γερμανοί είχαν συνηθίσει να τους οδηγεί από νίκη σε νίκη. Από την εποχή του Αρμίνιους και νωρίτερα, από τότε που ως βάρβαρες φυλές όταν πολεμούσαν περιτριγύριζαν τον αρχηγό τους όταν σκοτωνόταν και θρηνούσαν γύρω του αδιάφοροι για την σφαγή τους που σίγουρα πλέον θ’ ακολουθούσε, η Γερμανία είχε μάθει πως για κάθε έργο είναι απαραίτητος ο αρχηγός. 

Δεν προσπαθεί να χτυπήσει την ρίζα του κακού που την έριξε στην δίνη του πολέμου, δηλαδή την αίσθηση υπεροχής και την τάση κυριαρχίας επάνω στους άλλους, αλλά προσπαθεί να βρει τον αρχηγό που θα την ξανακάνει μεγάλη, ώστε να υπερισχύσει και να ανταποδώσει την ταπείνωση της συνθήκης ειρήνης του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου. 
Η Γερμανία θα πρόκοβε ακόμα και αν την κυβερνούσε ένας άγιος, ένας αντίποδας του Χίτλερ, γιατί οι αρετές της είναι προφανείς και αδιαμφισβήτητες. Θα έδινε και πάλι στην ανθρωπότητα Χίλμπερτ, Χούσερλ, Σβάιτσερ, Αϊνστάιν, Γιάσπερς, όπως έδωσε και παλιότερα Μπετόβεν, Γκαίτε, Καντ, τότε που ήταν ακόμα διασπασμένη σε μικρά κρατίδια και το ενιαίο αυτοκρατορικό Ράιχ ήταν ακόμα αγέννητο.
Ο γερμανικός λαός δεν είχε ανάγκη τα πλανερά λόγια για την κυρίαρχη Άρεια φυλή και τους σκλαβωμένους σλάβικους πληθυσμούς, που τάχα θα υπηρετούσαν τα νοικοκυριά τους, για να εργαστεί και να ανοικοδομήσει την οικονομία του και την χώρα του. Διάλεξε όμως ένα φύρερ για να τον βγάλει από την κρίση. Φαινομενικά και πρόσκαιρα τον έβγαλε και η καταστροφή ήλθε και πάλι, χειρότερη από την προηγούμενη φορά.

2. Μένοντας στο παράδειγμα του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, βλέπουμε ανάγλυφα και το πρώτο πρόβλημα που ανέφερα, δηλαδή της αδυναμίας διατήρησης των αρετών που επιστρατεύθηκαν και έδωσαν την διέξοδο. Το έλλειμμα αυτό πλέον το εντοπίζουμε όχι στην Γερμανία αλλά στο σύνολο της ανθρωπότητας και της πλειοψηφίας των εθνών που αντιπαρατάχθηκαν στον άξονα, που βίωσαν ένα από τα ισχυρότερα και πικρότερα μαθήματα που θα μπορούσαν ποτέ να πάρουν. Ποιες ήταν οι αρετές που επιστρατεύθηκαν και οι οποίες ξεχάστηκαν; Ο παγκόσμιος πόλεμος ήταν πάνω απ’ όλα ένα μεγάλο κάλεσμα ηρωισμού και αυταπάρνησης. 

Αυτή ήταν μια έννοια πολύ εγγύς σε εμάς τους ανθρώπους, ώστε να μπορούμε να την καταλάβουμε. Δεν αναφέρομαι στο διακύβευμα του Παγκόσμιου Πολέμου, για το οποίο θα γίνει λόγος πιο κάτω. Κοιτάζοντας εκ των υστέρων την ανθρωπότητα, μέσα από ένα τοπίο που έχει αλλοιωθεί ριζικά σε σχέση με αυτό εκείνης της εποχής, σε βαθμό τέτοιο ώστε το καλό και το κακό να έχουν γίνει διάχυτα και να μην έχει κανένα απολύτως νόημα η προσκολλημένη μνήμη σε εγκληματίες και αγίους του 1945, όλοι οι ηρωισμοί μπορούν να αξιοποιηθούν επ’ αγαθώ, χωνεμένοι όμως πάντα σε μια εξελικτική αντίληψη της ανθρωπότητας και της ιστορίας.   
Αν, αντί να δούμε την ιστορία σαν πρόοδο από ενότητα σε μεγαλύτερη ενότητα, συνταιριασμένη με μεγέθυνση και της ελευθερίας, τη δούμε σαν μια ευκαιρία ή δυνατότητα για νέο χωρισμό και κυριαρχία στους άλλους, τι άλλο μπορούμε να αναμένουμε από πόλεμο και καταστροφή; 

Ποιο ήταν ακριβώς το πρόβλημα της ανθρωπότητας μετά τον 2οΠαγκόσμιο Πόλεμο; Η αδυναμία μετατροπής του ηρωισμού του πολέμου σε έναν άλλο ηρωισμό, αυτόν της ειρήνης, όπου η μαχητική αυταπάρνηση για ένα μεγάλο σκοπό, τον σκοπό της νίκης, μετατρέπεται σε μια νέου τύπου δημιουργική αυταπάρνηση, διατηρώντας την αίσθηση αναλογίας μεταξύ πρωταρχικού και δευτερεύοντος ή και επουσιώδους, κάθε φορά που το υποκείμενο καλείται να επιλέξει, και καλείται συχνά να επιλέξει.     
Επομένως ένα πρώτο σημαντικό καθήκον είναι να μην στομώνουμε την αντίληψη επιλογών που τίθενται εμπρός μας. 

Υπάρχει ένας αυτοαιφνιδιασμός (που τον παρατηρούμε εύκολα και στις ατομικές μας ζωές), όταν, έχοντας επιτελέσει κάτι σημαντικό, θεωρούμε δικαίωμά μας και φυσιολογική συνέχεια να «αναπαυθούμε», δηλαδή στην πραγματικότητα να εφησυχάσουμε και να αδρανήσουμε, σημειώνοντας τη βασική αδρανοποίηση της αίσθησης επιλογής μπροστά μας. Θεωρούμε τον εφησυχασμό ένα είδος δικαιώματός μας, λες και η φάση του ηρωισμού ήταν μια εξαίρεση ή ακόμα μια κακή στιγμή, που είναι καλό να ξεχαστεί και ίσως να μην ξανάρθει. 

Ίσως ακόμα να αισθανόμαστε σαν είδος μιαν αμηχανία μπροστά στην ειρήνη και το κάλεσμα για δημιουργία, ενώ ο πόλεμος απλοποιεί τα πράγματα, σε τρόπο ώστε αναπτύσσουμε μια «παθητική πρωτοβουλία», με την έννοια ότι το άπαν της ενεργητικότητάς μας σκεπάζεται σαν από ομπρέλα από τον μείζονα και υπέρτατο σκοπό της νίκης. Μετά τον πόλεμο αρχίζουμε να αναρωτιόμαστε σαν τον Καβάφη: Και τώρα, τι θα κάνουμε χωρίς βαρβάρους; Οι άνθρωποι αυτοί, θα ήταν μια κάποια λύση

Ο αμερικάνος ψυχολόγος Rollo May, στο βιβλίο του «Το θάρρος της δημιουργίας» (4), κατατάσσει το θάρρος της δημιουργίας στην κορυφή, μεταξύ όλων των ειδών θάρρους. Κατά τη γνώμη του το θάρρος αυτό συνίσταται «… στην ανακάλυψη νέων μορφών, νέων συμβόλων, νέων προτύπων επάνω στα οποία μια νέα κοινωνία μπορεί να οικοδομηθεί».

Εκ πρώτης όψεως μπορεί η οπτική αυτή γωνία να φαίνεται ότι αρμόζει στους μεγάλους της ανθρωπότητας. Αλλά ο ηρωισμός είναι κάτι διαφορετικό: είναι η φυσική και αυθόρμητη κληρονομιά του είδους μας. Κανείς δεν μπορεί να την αποποιηθεί χωρίς να δυστυχήσει. 
Ερχόμαστε τώρα στο διακύβευμα: Νομίζω ότι η παραστατικότερη περιγραφή του υπήρξε η διατύπωση εκ μέρους του Φ. Ντ. Ρούσβελτ, των τεσσάρων ελευθεριών (5), υπό την έννοια ότι η απουσία αυτών των ελευθεριών, θα ήταν η αρνητική εξέλιξη:
«Στο μέλλον, το οποίο επιδιώκουμε να καταστήσουμε ασφαλές, προσβλέπουμε σε ένα κόσμο που θα είναι θεμελιωμένος επάνω σε τέσσερεις βασικές ελευθερίες.

Η πρώτη είναι η ελευθερία λόγου και έκφρασης, παντού στον κόσμο. Η δεύτερη είναι η ελευθερία κάθε ανθρώπου να λατρεύει το Θεό με τον δικό του τρόπο, παντού στον κόσμο. Η τρίτη είναι η ελευθερία από την ανάγκη – η οποία, μεταφρασμένη σε πρακτικούς όρους, σημαίνει την οικονομική συνεννόηση που θα διασφαλίσει σε κάθε έθνος μια υγιή και ειρηνική ζωή για τους κατοίκους του – παντού στον κόσμο. Η τέταρτη είναι η ελευθερία από τον φόβο – η οποία, μεταφρασμένη σε πρακτικούς όρους, σημαίνει μια μείωση των εξοπλισμών σε παγκόσμια κλίμακα σε τέτοιο βαθμό και με τέτοια διεξοδικότητα, ώστε κανένα έθνος να μην είναι σε θέση να προβεί σε πράξεις φυσικής επίθεσης εναντίον οποιουδήποτε γείτονά του – παντού στον κόσμο».

Μπορεί να διαφωνήσει κανείς ως προς την έμφαση που δίνω στο πιο πάνω κείμενο, αλλά δεν νομίζω πως θα διαφωνήσει κανείς ότι το αληθινό διακύβευμα του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου υπήρξε κυριολεκτικά η σύγκρουση μεταξύ ελευθερίας και σκλαβιάς και μάλιστα σκλαβιάς όχι απλά θεμελιωμένης επάνω στην δύναμη και την δι’ αυτής υπερίσχυση, που πάντα είναι ευκολότερο να ανατραπεί, αλλά σκλαβιάς θεμελιωμένης επάνω σε «φιλοσοφική» κατά κάποιο τρόπο άποψη, δηλαδή την φυλετική υπεροχή, που είχε ήδη πολλούς οπαδούς και θα έβρισκε ακόμα περισσότερους, εάν είχε κυριαρχήσει μέσω του πολέμου η ναζιστική Γερμανία, και θα ήταν πολύ δυσκολότερο να ανατραπεί.
Ας μην ξεχνάμε τον μακαρίτη Αντώνη Τρίτση, που έλεγε ότι η δικτατορία επιβάλλεται από επάνω στο λαό και για το λόγο αυτό είναι μισητή (άρα δεν βρίσκει ερείσματα), ενώ ο φασισμός έχει τη στήριξη του ίδιου του λαού, επομένως έχει άφθονα ερείσματα.

Αλλά ελευθερία χωρίς ισότητα, επί παραδείγματι, δεν είναι νοητή. Δεν είναι τυχαίο ότι η Γαλλική Επανάσταση υιοθέτησε ως έμβλημά της ένα ισοβαρές τρίπτυχο: «Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφοσύνη». Όταν ξεκόψεις την Ελευθερία από τις συνοδευτικές της αρχές, μπορείς, σαν τον αμερικάνο ναύαρχο Πέρρυ τον 19ο αιώνα, να βομβαρδίζεις την Ιαπωνία, απλώς και μόνο γιατί δεν ανοίγει τα λιμάνια της στο διεθνές εμπόριο!! ή, πιο πρόσφατα, να θεωρείς ελευθερία την πλήρη απουσία ρυθμίσεων και περιορισμών των μεγάλων επιχειρήσεων, ενώ ποτέ κανείς δεν διανοήθηκε να πει ότι η ελευθερία του ατόμου ισούται με την απουσία νόμου.

Έτσι, και κατά τη διάρκεια και μετά τον πόλεμο, ισχυροί παράγοντες εξακολουθούσαν να σωρεύουν ισχύ και πλούτη από τις οδύνες μιας ανθρωπότητας που ήταν στο χείλος της καταστροφής, μεγιστοποιώντας τις δυνατότητες δικής τους «ελευθερίας» και ταυτόχρονα ελαχιστοποιώντας και απειλώντας την ελευθερία των ανθρώπων. 

Οι ίδιοι παράγοντες χρησιμοποίησαν υπέρ το δέον μια ιδεολογική διαμάχη μεταξύ σοσιαλισμού και καπιταλισμού, δημιουργώντας τεχνητή όξυνση και πόλωση ώστε όλο το νοητικό σφρίγος και η έμφυτη τάση της ανθρωπότητας για ερώτημα και ανατροπή να επενδυθεί σε ένα φτωχό και με ανεπαρκή φέρουσα ικανότητα ιδεολόγημα, και έτσι να εξακολουθήσουν να δεσπόζουν και να ποδηγετούν την νοητική ζωή των ανθρώπων.

Με τα μέχρι τώρα ισχύοντα, κανένα έθνος (και κανένας ισχυρός παράγοντας) δεν προτίθεται να παραδώσει μέρος της εξουσίας του εθελούσια και όταν είναι ακόμα καιρός, δηλαδή στην ακμή του, οπότε και θα ήταν άκρως πειστικός. Το κάνει στην πραγματικότητα ακούσια και δια της βίας, από έναν επόμενο ισχυρό παίκτη, είτε είναι έθνος είτε ομάδα είτε επιχείρηση είτε άτομο κοκ, ο οποίος επομένως δεν κάνει άλλο από το να παίρνει τη σκυτάλη από τον προηγούμενο. Έχει καταβάλλει και αυτός σκληρές προσπάθειες για να αναρριχηθεί στην κορυφή και αμέσως μπαίνει στη θέση του προκατόχου του: γιατί να αφήσω έστω ένα μέρος από όσα με τόσο κόπο κέρδισα; 

Στο Ινδικό έπος Μαχαμπαράτα, ο Γιουντίστιρα, ένας από τους πέντε Παντάβα, νόμιμος διάδοχος του θρόνου των Μπάρατα, αλλά έχοντας απέχθεια για τον πόλεμο που επίκειται, ζητάει μέσω του Κρίσνα, που ανέλαβε ρόλο πρεσβευτή, από τον σφετεριστή ξάδελφό του Ντουριόντανα, αντί να του επιστρέψει το βασίλειο, να του παραχωρήσει μόνο πέντε χωριά γι’ αυτόν και τα αδέλφια του. Και ο Ντουριόντανα απαντάει στον Κρίσνα: « Ενόσω ζω…., δεν θα δώσουμε στους Παντάβα από το έδαφός μας ούτε όσο χωράει στη μύτη μιας μυτερής βελόνας», θεωρώντας προφανώς ότι η μινιμαλιστική αυτή απαίτηση, έκρυβε φόβο για τον πόλεμο (6). 

Σε αυτό το σημείο δεν έχουμε πραγματοποιήσει και ιδιαίτερα αξιοζήλευτη πρόοδο, συγκρινόμενοι με τις αγέλες των άγριων ζώων, όπου το νεώτερο ισχυρότερο αρσενικό νικάει και διώχνει ολωσδιόλου από την αγέλη το μέχρι πρότινος κυρίαρχο αρσενικό. Όχι κάτι για το οποίο μπορούμε να περηφανευόμαστε, δεν νομίζετε;

Θα ήταν κανείς πιο πειστικός αν την ώρα της παντοδυναμίας του εκούσια παραιτείτο από το πλεόνασμα της κυριαρχίας του και αποδείκνυε έτσι ότι δικαιοσύνη και δύναμη συμβαδίζουν. Αν επί παραδείγματι οι ΗΠΑ, χάνοντας σύντομα μεγάλο μέρος της ισχύος τους, αρχίσουν έναντι της Κίνας που ανέρχεται γοργά να προβάλλουν αρχές και ηθική, όχι στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που το κάνουν και τώρα καθώς θεωρούν τον τομέα προνομιακό τους χώρο, αλλά στον τομέα της οικονομικής επέκτασης, δεν θα ακούσουν ενδεχόμενα από αυτήν τη φράση του Ριχάρδου του 3ου ;

«Η συνείδηση είναι μια λέξη μόνο που οι δειλοί μεταχειρίζονται, που πρώτα τη σοφίστηκαν για να κρατάνε σε φόβο το δυνατό. Συνείδησή μας είναι τα δυνατά μας μπράτσα, νόμος τα σπαθιά μας».(7)

Το ζήτημα είναι: εκτός από την αμφίβολη, πρόσκαιρη (όπως αποδεικνύει η ιστορία που είναι αψευδής μάρτυρας του γκρεμίσματος όλων των αυτοκρατοριών), και εν πολλοίς αναξιοπρεπή ηδονή της εξουσίας και της κυριαρχίας, υπάρχει ή όχι και η χαρά της προσφοράς και του υπηρετείν, όταν με ένα άλμα της φαντασίας και της θέλησης πραγματώνουμε εκείνη την ανώτερη όψη του ίδιου μας του εαυτού, που αποτελεί την υπόμνηση όλων των μεγάλων θρησκειών.

3. Μερικά βασικά προαπαιτούμενα, που τα παραθέτω ως κανόνες επιβίωσης και όχι ως κανόνες μεγαλουργήματος.
α. Υπάρχει χώρος για όλους (άτομα και έθνη) με το μέγιστο του εαυτού τους. Η αληθινή ιδιοσυχνότητα, το αληθινό ταλέντο δεν συγκρούεται με το διπλανό του, αλλά αυτό ακριβώς χρειάζεται για να συνυπάρξει ομαλά η εαυτότητα, ο αληθινός ρόλος μέσα στον κόσμο. Ο Εαυτός δεν πασχίζει για lebensraum (ζωτικό χώρο), γιατί ο διπλανός Εαυτός δεν τον συμπιέζει ούτε τον εκτοπίζει ούτε τον υποτάσσει, γιατί ακριβώς ο διπλανός Εαυτός και οι άλλοι Εαυτοί είναι μέρος του ίδιου του Εαυτού του και της Ελευθερίας του. 

Η τρέχουσα αντίληψη περί εαυτότητας, αντλημένη από τα κριτήρια της σωματικότητας και της συμπεριφοράς ομάδων και εθνών, που αντιλαμβάνεται τον εαυτό μόνο ως υφιστάμενο σε αποκλειστικό χώρο, που απειλείται από τις γειτνιάζουσες όμοιες σωματικότητες, θα πρέπει να παρέλθει, αντικαθιστάμενη από την νέα αίσθηση του εαυτού που όχι μόνο συνυπάρχει σε χώρο και χρόνο με τους άλλους εαυτούς, αλλά ακριβώς από αυτή την συνύπαρξη αντλεί μεγάλο μέρος της ίδιας του της οντότητας και αλληλοεμπλουτίζεται. 
Όπως για τα άτομα έτσι και για τα έθνη υπάρχει όντως αυτό που αποτελεί ιδιαίτερη ταυτότητα, ιδιοσυγκρασία. Η πλάνη πως τα κράτη-έθνη είναι μόνο συσσωματώσεις συμφερόντων και κατά συνέπεια μόνο η επιδίωξη αυτών των συμφερόντων, περισσότερο ή λιγότερο επιτυχημένα, μπορεί να τα αφορά, υπήρξε μια υπεραπλουστευτική αφαίρεση, που καθόλου δεν μας έκανε καλύτερους, αφού αφαίρεσε την έννοια του προτύπου από το λεξιλόγιο (ή, όπως είναι της μόδας, την «ατζέντα») των εθνών. Και χωρίς πρότυπο η εξέλιξη και η βελτίωση καθίστανται αδιανόητες.

β. Κύριο ζήτημα είναι κάτι που δεν σχετίζεται άμεσα με τα ίδια τα έθνη: εννοώ τους φορείς σύλληψης και έκφρασης σε πραγματικό χρόνο και όχι σαν ιστορική ανασκόπηση (που είναι το συνηθέστερο) των όρων και των προαπαιτούμενων του νέου, κι’ αυτοί δεν είναι προς το παρόν (και για ένα πολύ μακρινό μέλλον ακόμα) τα έθνη, αλλά άτομα και ομάδες που διαθέτουν ένα συνδυασμό, μιας σχεδόν «σωματικής» αίσθησης του «%C