ΖΩΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ, ΖΩΗ-ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ-ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ

H ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟΤΗΤΑ ΩΣ ΓΟΗΤΕΙΑ (Μέρος 7) (της Ιωάννας Μουτσοπούλου)

Bildnisstudie Elisabeth Epstein - Σόλων ΜΚΟ
image_pdfimage_print

Bildnisstudie Elisabeth Epstein - Σόλων ΜΚΟΣυνέχεια από το: “Η σεξουαλικότητα ως ελευθερία

7) Η σεξουαλικότητα ως γοητεία
Αυτό το χαρακτηριστικό της σεξουαλικότητας μαζί με την ανισότητα είναι τα σημαντικότερα, αλλά βέβαια είναι και συναφή μια και η γοητεία είναι ένας άλλος τρόπος για να επιτύχει κανείς ανισότητα.
Η γοητεία σήμερα αποτελεί μία εξαιρετικά διαδεδομένη τάση, όχι μόνον σε μία ελίτ από δημόσια πρόσωπα ποικίλων τομέων, αλλά στο σύνολο του πληθυσμού. Παλαιότερα στο βάθος του χρόνου είχαμε τη μυθική «ωραία» Ελένη, την Κλεοπάτρα της Αιγύπτου και διάφορα άλλα πρόσωπα που έπαιξαν ρόλο στην ιστορία –ίσως όχι θετικό στην πλειονότητα των περιπτώσεων.

Σήμερα οι τεχνικές της γοητείας είναι τόσο εξαπλωμένες, και στον τελευταίο άνθρωπο, που όντας απενεχοποιημένος σχετικά με τη σεξουαλικότητα αισθάνεται ελεύθερος να τις μάθει και να τις εφαρμόσει για να αναδείξει τον εαυτό του. Αυτή η εξάπλωση είναι από μία άποψη καλή, γιατί βαθμιαία απομυθοποιεί τη γοητεία παντός είδους, που είναι μια φυλακή της συνείδησης. Ωστόσο δεν γνωρίζουμε μήπως ο κορεσμός δημιουργήσει άλλες στρεβλώσεις, αυτό θα εξαρτηθεί από τη θέληση των ανθρώπων, την οποία δυστυχώς οι άνθρωποι μονίμως ταυτίζουν με την επιθυμία.

Αυτό που δεν έχει προσεχθεί όσο θα έπρεπε στη γοητεία είναι το ότι στο υπόβαθρό της υπάρχει η κυριαρχία και όλες οι συμβουλές που δίνονται, ακόμη και από τα πιο ευτελή περιοδικά, συνίστανται ακριβώς σε αυτό: στην εμπέδωση μιας «αυτοπεποίθησης» ή έστω ενός ύφους αυτοπεποίθησης και σίγουρης υπεροχής που θα ελκύσει το άλλο φύλο –και όχι μόνον το φύλο. Βέβαια δεν είναι πάντοτε ενδεδειγμένο το επιθετικό ύφος, αλλά η αυτοπεποίθηση υποφώσκει πάντοτε, έστω και αν το ύφος δείχνει την παθητικότητα του αντικειμένου –γιατί το αντικείμενο παρουσιάζεται χωρίς αντίσταση, ως πεδίο άσκησης κυριαρχίας, και αυτή η μη αντίσταση ως άλλο είδος δύναμης έλκει αφανώς αυτούς που θέλουν να είναι ασυνείδητοι.

Τι είναι όμως αυτή η αυτοπεποίθηση που τόσο έλκει –και όχι μόνον στον σεξουαλικό τομέα, αλλά οπουδήποτε; Να παραθέσουμε και πάλι ένα εδάφιο από τον Νίτσε που δείχνει σαφώς τη διασύνδεση των δύο αυτών απόψεων, που κανείς επιπόλαιος θιασώτης της γοητείας δεν θα ήθελε να παραδεχθεί: «Πάντα να νιώθεις σαν κάποιος που απονέμει τιμές, ενώ δεν υπάρχουν πολλοί κατάλληλοι να τιμήσουν κάποιον… Αγαπάμε το απλοϊκό και τους απλοϊκούς ανθρώπους, αλλά ως θεατές και ανώτερες φύσεις…».[1]

 Η γοητεία είναι μια αίσθηση υπεροχής και κτητικότητας που δημιουργεί απόσταση και αποξένωση διεγείροντας έτσι την επιθυμία για απόκτηση και μαγνητίζει τα θύματά της σαν μελανή οπή. Δεν είναι αυτό τόσο απλό όσο επιπόλαια νομίζουν οι καθημερινοί άνθρωποι και ασκούν επάνω στους άλλους γοητευμένοι και οι ίδιοι από την ικανότητά τους. Πίσω από τη γοητεία βρίσκεται μία τερατογένεση που θα αποκαλυφθεί μόνον στο τέλος, όταν μέσω αυτής κάποιοι θα είναι κυρίαρχοι επί των πιο αδύναμων. Γιατί η γοητεία ασκείται σε όλους τους τομείς, αν και την διακρίνουμε πιο εύκολα στη σεξουαλικότητα. Αλλά η σεξουαλικότητα είναι απλώς το όχημά της, δεν είναι η σεξουαλικότητα που χρησιμοποιεί τη γοητεία, αλλά το αντίστροφο. Αυτή είναι θεμελιώδης στρέβλωση.

Μία απόδειξη αυτής της στρέβλωσης βλέπουμε σήμερα στην αρρωστημένη προσπάθεια ηθοποιών και άλλων προσώπων (π.χ. πολιτικών) να διατηρήσουν με πλαστικές παρεμβάσεις τη νεότητα  αλλά και να αποκτήσουν μία ομορφιά που δεν έχουν εκ γενετής, με σκοπό να προσελκύσουν το κοινό. Υπάρχει όμως πίσω από αυτή την τεχνητή ομορφιά μία τρομακτικότητα, όπου ο άνθρωπος εξαφανίζεται, νεκρώνεται και γίνεται αντικείμενο. Το ίδιο πράγμα όμως υπάρχει και πίσω από τα λόγια των πολιτικών που είναι στερεότυπα και δεν φαίνονται να έχουν νόημα για τους ίδιους (η περίφημη ξύλινη γλώσσα των πολιτικών), μια εύκολη λεκτική απομίμηση εννοιών που σταδιακά αποδυναμώνονται, γιατί αποδεικνύονται αναληθείς στην πράξη.

Ας δούμε ένα εδάφιο για την αποξενωτική λειτουργία της γοητείας από τον Γιάννη Ζήση: «…η ουσία της σεξουαλικότητας… δεν έχει νόρμα απάθειας. Μέσα… από το ύφος αποξένωσης αυτού που προκαλεί καταστρέφεται, μπαίνει μέσα στην «πραγματικότητά» της, ενσωματώνεται στην νεκρότητα και θα προσφύγει στον ψυχισμό της τελετουργίας, που όμως απηχεί την ενσωμάτωση της σεξουαλικότητας στην σαβανοποίηση του πτώματός της». [2]

Και εδώ μας ρίχνει επιπλέον φως στη λειτουργία της γοητείας ένας σύγχρονος στοχαστής ο Ζαν Μπωντριγιάρ, ο οποίος όμως αντιθέτως τη θαύμαζε αν και την ανέλυε σαν τελετουργικότητα μέσα σε μία νεκρότητα, με τρομακτική ενίοτε όψη. Και μόνον αυτή η θέση του αναιρεί όλες τις τυχόν προοδευτικές του θέσεις σε άλλα θέματα, γιατί το θέμα της γοητείας αφορά την κεντρικότητα της συνείδησης του ανθρώπου και είναι πρωτεύον σε σύγκριση με άλλες πολιτικές και κοινωνικές θέσεις του που είναι ζήτημα δευτερεύον. Εξάλλου η οριστική υπερίσχυση της γοητείας θα οδηγήσει σε κατάρρευση όλα τα άλλα, γιατί αυτά θα μείνουν στο τέλος ανυποστήρικτα.

«Η γοητεία είναι πιο δυνατή από την παραγωγή. Είναι πιο δυνατή από τη σεξουαλικότητα με την οποία δεν πρέπει ποτέ να τη συγχέουμε. Συνήθως την υποβιβάζουν σε ένα εσωτερικό σχέδιο της σεξουαλικότητας, αλλά δεν είναι έτσι. Πρόκειται για ένα κυκλικό, αντιστρεφόμενο σχέδιο της πρόκλησης του υπερθεματισμού και του θανάτου.[3]

Αυτό που γοητεύει τον άντρα δεν είναι ποτέ η φυσική ομορφιά, αλλά η τελετουργική. Γιατί αυτή είναι εσωτερική και μυσταγωγική, ενώ η άλλη δεν είναι παρά εκφραστική. Γιατί η γοητεία  βρίσκεται μέσα στο μυστικό που κάνει τα ελαφρά σήματα του τεχνητού να βασιλεύουν, δε βρίσκεται ποτέ μέσα σε μια φυσική οικονομία των αισθήσεων, της ομορφιάς ή της επιθυμίας. [4]

Η τελετουργικότητα γενικά είναι μια μορφή πολύ ανώτερη από την κοινωνικότητα. [5]

Και το μακιγιάζ είναι κι αυτό ένας τρόπος να ακυρώνεις το πρόσωπο… Αυτή «η αφηρημένη ενότητα που πλησιάζει το Ανθρώπινο στο Θεϊκό», αυτή η «υπερφυσική και υπερβολική» ζωή, για την οποία μιλάει ο Μπωντλαίρ, είναι το αποτέλεσμα της απλής τεχνητής γραμμής που ακυρώνει κάθε έκφραση. Το τεχνητό δεν ενώνει το υποκείμενο με το Είναι του, το αλλοιώνει μυστηριακά… το μακιγιάζ είναι πιο  ψεύτικο από το ψεύτικο…και γι’ αυτό βρίσκει μια μορφή αθωότητας, ανώτερης διαφάνειας –απορρόφηση από την ίδια του την επιφάνεια, απορρόφηση κάθε έκφρασης χωρίς ίχνη αίματος, χωρίς ίχνη νοήματος –πρόκληση και αγριότητα ασφαλώς- αλλά ποιος είναι ο φρενοβλαβής; Μόνον όποιος δεν μπορεί να υποφέρει αυτή την άγρια τελειότητα και δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του παρά μονάχα με μία ηθική απόκρουση[6].

Τα παραπάνω λόγια του Μπωντριγιάρ επιβεβαιώνουν την άποψή μας ότι, ενώ η αληθινή επιθυμία σκοπεύει στην αφαίρεση και την εξέλιξη μετατρέποντας την εμπειρία σε γνώση, αντιθέτως η διαδεδομένη επιθυμία δεν είναι αληθινή αλλά μια επιθυμία για επιθυμία ως εργαλείο. Με αυτή την ανάλυση του Μπωντριγιάρ γίνεται φανερό το υπόστρωμα της γοητείας, η κατεύθυνσή της, και ίσως ορθά είχε πει ο Χέγκελ για τους διανοούμενους στην Ιστορία της Φιλοσοφίας: «Είναι σαν ζώα που έχουν ακούσει με ευκρίνεια όλους τους ήχους μίας μουσικής, αλλά που δεν είναι σε θέση να αντιληφθούν την ενότητα και την αρμονία του μουσικού έργου». [7]

Η αναφορά αυτή δεν επέχει θέση ύβρεως, αλλά τεχνικής αναλογίας, όπου σε ένα άλλο επίπεδο επαναλαμβάνεται ένα ίδιο φαινόμενο κι όπου βέβαια αντί για το αισθητηριακό πεδίο σχετικά με τους διανοούμενους είναι το ίδιο το πεδίο της νόησης. Και ο Χέγκελ εδώ υποδηλώνει την αναγκαιότητα μιας ενοποιητικής επικοινωνιακά και νοηματικά διαλεκτικής μέριμνας. Επιτέλους θα πρέπει να εκλαμβάνουμε κάθε βαθμίδα εξέλιξης του όντος, συνεπώς και τα ζώα, ως δηλωτική δυνάμει καταστάσεων στο συνεχές της εξέλιξης, έτσι ώστε η οποιαδήποτε αναφορά να μην είναι απαξιωτική ούτε για τα ίδια ούτε για άλλες βαθμίδες εξελικτικής κλίμακας. Το ζήτημα πάντως που επισημαίνει εδώ ο Χέγκελ για την μουσική νοηματική κατανόηση και ενοποίηση του λόγου είναι ένα ζήτημα κεντρικό για το ίδιο το πεδίο της σκέψης και εισάγει την αναγκαιότητα της διάστασης του χρόνου στην αντίληψη της αιτιότητας και της εντελέχειας στο πεδίο της νόησης.

Αυτή η άποψη υπέρ της γοητείας γίνεται απολύτως φανερό ότι στοχεύει ενάντια στο νόημα το οποίο είναι υπέρβαση της μορφής και της ζωής των φαινομένων. Προσπαθεί να κάνει μία ψευδή υπέρβαση ή αφαίρεση, αλλά προς τη νεκρότητα και αταξία της ύλης που μπορεί να φαίνεται αφαιρετική επειδή είναι ακύμαντη –αλλά είναι λόγω απουσίας συνείδησης.

Τόσο ο Μπωντριγιάρ όσο και ο Νίτσε στρέφονται ενάντια στο νόημα και τη συνείδηση και τελικά ενάντια στην αυτογνωσία. Ο Νίτσε μάλιστα ρητά λέει: «Εμείς οι ψυχολόγοι του μέλλοντος –δεν τα πάμε πολύ καλά με την αυτοπαρατήρηση: θεωρούμε σχεδόν σημάδι εκφυλισμού όταν ένα όργανο προσπαθεί «να γνωρίσει τον εαυτό του»: είμαστε όργανα της γνώσης και θα θέλαμε να είχαμε όλη την αφέλεια και την ακρίβεια ενός οργάνου –κατά συνέπεια πρέπει να μην αναλύουμε, να μη «γνωρίζουμε» τον εαυτό μας». [8]

 Όλα αυτά τα αναφέρουμε για να κάνουμε σαφές το σημαινόμενο της γοητείας και να αναδείξουμε το λεπτό και αδιόρατο νήμα που διασυνδέει τις σημερινές αστόχαστες και ενίοτε χοντροκομμένες πράξεις και σκέψεις του ανθρώπου με αυτό το φοβερό και σκοτεινό υπόβαθρο, μια ανυπαρξία πνευματική που διεκδικεί την απόλυτη ύπαρξη του αντικειμένου ως τέτοιου.  Αυτό φαίνεται ως δύναμη, γιατί, εκεί όπου αποφεύγεται και συρρικνώνεται η αυτοσυνείδηση, δεν υπάρχουν δισταγμοί για συμπεριφορές ανηλεείς και αντικοινωνικές με αποτέλεσμα τέτοιοι άνθρωποι να έχουν πλεονέκτημα στην πράξη. Αλλά στην πραγματικότητα αυτή η «δύναμη» υποκρύπτει την μέγιστη αδυναμία και αδράνεια απέναντι στο πνεύμα. Προσπαθεί να μιμηθεί το πνεύμα, αλλά αν δεν ξεπεραστεί -εν μέρει έστω- η χωριστικότητα, η τάση εξουσίας και ο φόβος του θανάτου στα πολλά του παρακλάδια, κάτι τέτοιο είναι αδύνατο ακόμη και για την κατανόησή του.

Η γοητεία δεν είναι λοιπόν η επιθυμία, αν και την χρησιμοποιεί, αλλά δεν είναι ούτε η ομορφιά (εξωτερική ή εσωτερική) –πιστεύουμε ότι η ομορφιά ως αρμονία αφήνει τον άλλο άνθρωπο ελεύθερο, δεν τον απορροφάει, δεν τον καθιστά ανελεύθερο. Η γοητεία είναι προβολή δυνάμεως και πρόκληση: η πρόκληση καθαυτή είναι μία δύναμη και χρησιμοποιείται ασύνειδα. Και μπορεί αυτή η δύναμη να πάρει πολλές μορφές, πάντοτε απατηλές και δυσεξιχνίαστες λόγω του κενού τους. Το δήθεν δυσεξιχνίαστο οφείλεται σε αυτή την κενότητα, που έτσι φαίνεται άπειρη, ενώ τα νοήματα περνάνε από τη συνείδηση και γι’ αυτό θέτουν όρια στη φαντασίωση ακόμη και όταν -όπως συνήθως- είναι απρόσιτα.  Έτσι η αγάπη ως έννοια δημιουργεί την απατηλή εντύπωση ότι είναι εύκολη και προσιτή, ενώ η γοητεία  θεωρείται άπιαστη. Αλλά η γοητεία είναι ένα παιχνίδι φόβου και εξουσίας και τίποτε περισσότερο -και τόσο απλό.

Εμφανίζεται και ως σεξουαλικότητα, αλλά ωστόσο αυτή η υποτιθέμενη σεξουαλικότητα χρειάζεται τη συνεχή εναλλαγή προσώπων για να λειτουργήσει, γιατί δεν έχει, όπως φαίνεται, αυτάρκεια. Βέβαια τίποτε δεν έχει πλήρη αυτάρκεια, αλλά σε κάποιο επίπεδο πρέπει να έχει μία αυταξία λειτουργική. Η γοητεία χρειάζεται δεκανίκια, όπως π.χ. ένα ωραίο αυτοκίνητο ως ελκυστικό σύμβολο πλούτου και δύναμης. Η ίδια η ομορφιά είναι τεχνητή και ως τέτοια τεχνητότητα έλκει. Το σώμα χωρίς την τελετουργία της πρόκλησης φαίνεται ανούσιο. Η αλήθεια δεν εμπνέει -εκτός και αν ως τέτοια θεωρείται η ωμότητα. Η ίδια η ελευθερία δεν εμπνέει, παρά μονάχα σαν ελευθερία για υπαινικτικότητα χωρίς διέξοδο, σαν ελευθερία για να είσαι ανελεύθερος.

Και η καθαυτή δύναμη είναι μία γοητεία, αλλά αυτή δεν είναι το θέμα του παρόντος άρθρου. Ωστόσο αυτή η τάση για δύναμη και ο φόβος του θανάτου, που είναι σφιχτά συναρτημένα μεταξύ τους, είναι αυτά που έχουν στρεβλώσει ως γοητεία και τη σεξουαλικότητα. Η σεξουαλικότητα δεν είναι ελεύθερη. Απλώς ζούμε σε μια εποχή που οι αλυσίδες της σεξουαλικότητας είναι πια φανερές, λόγω της κατάργησης των κοινωνικών περιορισμών και της παγκοσμιοποιημένης πληροφορίαςπου αποκαλύπτει την αλήθεια άσχετα από τις συντηρητικές παραδόσεις που άθελά τους με την μυστικοπάθεια και την οπισθοδρομικότητα τείνουν να συντηρήσουν επ’ άπειρο τη γοητεία ως φυλάκιση του ανθρώπου σε ενοχές, συμπλέγματα, άγνοια και επιθετικότητα. 

Όλες οι μορφές γοητείας, είτε στον τομέα της σεξουαλικότητας είτε της πολιτικής και της οικονομίας είτε της θρησκείας είτε σε οποιοδήποτε τομέα, απεχθάνονται την ελευθερία και την καταργούν, ακόμη και όταν δήθεν την επικαλούνται. Παράδειγμα η εξαγγελθείσα οικονομική ελευθερία που έχει βυθίσει στην άβυσσο της ανελευθερίας τους λαούς σήμερα. Η ελευθερία είναι πραγματική ιδιότητα της Ολότητας και το άτομο μπορεί να είναι ελεύθερο, αναφορικά όμως με την ολότητα. Όπου επιχειρείται ατομική ελευθερία ενάντια στην ολότητα, τότε πρόκειται για γοητεία και όχι ελευθερία. Ένα σωματικό παράδειγμα αυτής της στρέβλωσης είναι τα κακοήθη κύτταρα που λειτουργούν όχι για το σύνολο του οργανισμού, αλλά μονάχα για τον εαυτό τους –αν και όχι για πολύ. Βέβαια υπάρχουν πολλά επίπεδα ολοτήτων –η Απόλυτη Ολότητα μας είναι άγνωστη. Όμως μπορούμε να διακρίνουμε μικρότερες ολότητες και κατ’ αναλογίαν να εξάγουμε συμπεράσματα και να παραδεχθούμε ότι παρά τη λογική ο καθημερινός μας εαυτός ελέγχεται τόσο πολύ από το φόβο του θανάτου που επιθυμεί αντί παντός τιμήματος να λάμψει με «επιτυχία» στη διάρκεια της σύντομης θνητής ζωής του –αυτή η επιτυχία είναι ένα είδος επωνυμίας που αντισταθμίζει τον θάνατο, γιατί ο θάνατος θεωρείται ανωνυμία. Από το άλλο μέρος όμως ο θάνατος μπορεί να είναι το αντίθετο: η λάμψη της ταυτότητάς μας, που δεν μπορεί να είναι ταυτισμένη με το εξωτερικό περιβάλλον. Αλλά μια τέτοια επιβεβαιωτική απάντηση δεν μπορούμε να έχουμε προς το παρόν και το ενδεχόμενο αυτό παραμένει άγνωστο.


Αναφορές: 
[1] Φ.Νίτσε, Η θέληση για δύναμη, εκδ. Νησίδες, σελ.435-6, εδ.943, 
[2] Ιωάννης Ζήσης, Ο κόσμος των ανθρώπων μετά το AIDS και την οικολογική καταστροφή, εκδ. Τηλορήτης, 1991, σελ. 252, 
[3] Ζαν Μπωντριγιάρ, Γοητεία, εκδ. Θεωρία και Ιδέες, σελ. 57,
[4] Ομοίως άνω, σελ. 103,
[5] Ομοίως άνω, σελ. 102,
[6] Ομοίως άνω, σελ. 107,
[7] Παναγιώτα Ξηρογιάννη, Φ.Χέγκελ, Αεροπορική Επιθεώρηση Τ. 86 σελ. 27,
[8] Φ.Νίτσε, Η θέληση για δύναμη, εκδ. Νησίδες, σελ. 207, εδ. 426.


Διαβάστε παρακάτω όλα τα άρθρα:
1,2
Η σεξουαλικότητα ως ανισότητα και ως μέσον
3) Η σεξουαλικότητα ως αυτοπροσδιορισμός 
4) Η σεξουαλικότητα ως αντίδοτο του φόβου
5) Η σεξουαλικότητα ως κοινωνικοποίηση
6) Η σεξουαλικότητα ως ελευθερία
7) Η σεξουαλικότητα ως γοητεία
8) H σεξουαλικότητα ως γοητεία στο γάμο


Ιωάννα Μουτσοπούλου, δικηγόρος
Μέλος της Γραμματείας της ΜΚΟ ΣΟΛΩΝ

Ημερομηνία δημοσίευσης: 05-10-2010 

Φωτό: wikimedia

Σχετικά άρθρα