ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ, ΣΥΝΘΕΣΗ & ΣΧΕΔΙΟ ΙΔΕΩΝ

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΤΡΑΓΩΔΙΑ

greek crisis 2010 - Σόλων ΜΚΟ
image_pdfimage_print

greek crisis 2010 - Σόλων ΜΚΟ

  Η πλάνη, η αυταπάτη και η συστημική λειτουργική ειδωλοποίηση της χωριστικότητας και της ιδιοποίησης ή φραγής του όντος φαίνεται πολυδιάστατα. 
        Αποτελεί μεταξύ των άλλων και ένα ελληνικό σύνδρομο καθώς στην Ελλάδα η έννοια του δημόσιου, του ελεύθερου αγαθού απαξιώνεται μέσα από την ηθική υποκρισία, τον τρόπο της κοινωνικής διεκδίκησης, την πελατεικοποίηση, την διαφθορά του κοινωνικού ή του θεσμικού κεκτημένου που αποδεικνύει έναν απόλυτο φαύλο κύκλο μεταξύ του κρατικού δημόσιου τομέα και του ιδιωτικού μέσα από την αλλοτρίωση αυτού που έπρεπε να είναι ελεύθερο αγαθό.

        Αυτό επίσης φαίνεται στις συμπεριφορές που αφορούν την ιδιωτικοποίηση και την αχρήστευση για παράδειγμα στον τομέα των προσφορών υγείας, αίματος, οργάνων, βλαστοκυττάρων και ομφαλοπλακουντιακού υλικού μέσα από την γενεακή τμηματοποίηση ή νεποτική ναρκισσιστική χρήση του υλικού. Αυτή η εσφαλμένη στάση θεμελιώνεται πάνω σε όρους αμάθειας και κατευθυνόμενης επιστημονικής και κοινωνικής προσέγγισης που οδηγεί σε ένα γιγαντισμό των ελληνικών τραπεζών αυτών των υλικών. Η Ελλάδα έχει το 1/5 των ιδιωτικών τραπεζών αίματος του κόσμου, την ίδια ώρα που έχει πολύ μικρές προσφορές και πληθυσμό.                                           

Η ιδιωτικοποίηση της ζωής ως το ατέρμονο πιθάρι των Δαναΐδων
        Η λογική της ιδιωτικοποίησης της ζωής με έναν επιθετικό ναρκισσισμό, με μια απληστία και ιδιοτέλεια, δείχνει την έκπτωση του νου και της ηθικής που συμπορεύεται με το ηθικό θέατρο της οικογενειακής αξίας ενός νεποτισμού -ο οποίος θριαμβεύει και στην πολιτική ζωή- που καταλήγει να είναι ανακόλουθη με την αξία της πατρίδας και της θρησκείας αλλά που εντούτοις τις οικειοποιείται δείχνοντας τον ατέρμονο δρόμο της αλλοτρίωσης,  το ατέρμονο πιθάρι των Δαναΐδων, την πτώση των ιδεών στο Ελλαδικό τοπίο. 
       Μπορεί να αιτιολογήσει καλά αυτή η ίδια η «λογική» και τον φαύλο κύκλο διακυβέρνησης στον οποίον φτάσαμε για λόγους «κοινωνίας», κεκτημένων, συνδικαλισμού και αγοράς, μαζί με την εξωφρενική υπερχρέωση του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα μαζί με όλες αυτές τις στρεβλώσεις που αντιστοιχούν στην απόλυτη απουσία και αδυναμία απόδοσης δικαιοσύνης με όλη την γραφειοκρατική της πληρότητα. 
       Αντιστοιχούν επίσης και στην αναποτελεσματικότητα της οργάνωσης σε όλες τις όψεις της ζωής, αντιστοιχούν σε αυτή την υποκρισία που παίζουμε ως χώρα παρά το γεγονός ότι υποκριτική είναι και η διαδικασία συλλογικής ενοχοποίησης που λειτουργεί απέναντι στην χώρα αυτή.

         Δυστυχώς όμως το καλό, το αγαθό, το αληθινό και το ωραίο σε αυτή την χώρα είναι σε πολύ αδύναμη θέση. Αυτό όμως υπάρχει απλώς και έχει απομονωθεί σε μια θέση μη ελέγχου. Ενώ βρισκόμαστε ως χώρα στην διαδικασία επιδείνωσης από την σημερινή δημοσιονομική κρίση, τα αντανακλαστικά είναι τελείως χαμηλά, η αίσθηση της δικαιοσύνης και των ιδεών σχεδόν ανύπαρκτη. 
       Είναι χαρακτηριστικό ότι όλες οι υποθέσεις απόδοσης δικαιοσύνης σε υποθέσεις διαφθοράς, που πιέζονται για τελεσφόρηση, έχουν έρθει εξωτερικά προς την χώρα μας και δεν έχουν προέλθει από την ίδια την χώρα μας. Ταυτόχρονα όλοι φρίττουν ενώ την ίδια στιγμή υπάρχουν κυνικές ομολογίες οικειοποίησης δημόσιου χρήματος, προκειμένου να τύχουν της εύνοιας στην νομική τους και δικονομική μεταχείριση.

       Αυτή η τραγωδία της χώρας δείχνει έναν απόλυτο φαύλο κύκλο, δείχνει ότι η χώρα αυτή βρίσκεται σε ένα εξωφρενικό σημείο σήψης, παρά την αυτοκριτική της υπεράσπιση. Παρότι η αυτοκριτική πολλές φορές επιχειρείται ψυχολογικά, κριτικά και ιδεολογικά από ανθρώπους που διατηρούν ένα πλαίσιο θετικότητας απέναντι στην όλη κατάσταση και που αναφέρονται στην αγορά ή στο «μουσείο» ή στις συνθήκες «οργισμένου αγάλματος» δηλαδή ενός αγάλματος που οργίζεται με την κατάσταση,  τελικά όμως – προς το παρόν τουλάχιστον – η χώρα δεν κινείται και παραμένει ως άγαλμα.  Δεν επικρίνουμε αυτή την θεωρία και τους εκφραστές της, ίσα-ίσα τους υπερασπιζόμαστε. Δείχνει ακριβώς το απύθμενο σημείο της κρίσης μόνο που βέβαια ακριβώς σε αυτές τις κρίσεις υπάρχει και η δυνατότητα μιας οριακής και θεμελιακής αλλαγής.  
        Είναι μπροστά στην χώρα η δυνατότητα αυτή, φοβάται κανείς πάντα ότι είναι σε καθεστώς ενός πεταμένου ακρογωνιαίου λίθου και μιας ανυπαρξίας των συντονισμένων εκείνων παραγόντων που θα μπορούσαν να  επιχειρήσουν αυτή την αλλαγή. Χωρίς να μας διαφεύγει ότι η λύση που μπορεί να βρεθεί αυτή όμως δεν μπορεί να συνδέεται με αναδρομές τύπου «Γουδί» ή άλλα. 

        Θα θυμίσουμε εδώ τα έργα των ληστών του Κάλβου, τα τραγούδια που αρκετά επιτυχημένα μελοποιήθηκαν, που επικαλούνται τις φοράδες των Τούρκων ως τους λυτρωτικούς παράγοντες σε σχέση με τα έργα των εγχώριων ληστών. Επίσης, θα θυμίσουμε την εξαιρετική ισχυρή εθνική ροπή προς την διαίρεση και την ρήξη που την βλέπουμε να αναγεννιέται συχνά και σταθερά από την εποχή της ελληνικής επανάστασης μέχρι και σήμερα. Θα θυμίσουμε όμως ωστόσο το ότι όταν «της γαρ ανομίας αυξανομένης»  τότε λειτουργεί ο παράγοντας της σωτηρίας ή αυτό που έλεγε ο Χέντερλιν «εκεί που ο κίνδυνος εκεί και η σωτηρία». 
         Εξάλλου αυτό φαίνεται και στην διαλεκτική της ιστορίας, καθώς από την σήψη του Λουδοβίκειου συστήματος ή της Ρωσικής τσαρικής και φεουδαρχικής Βογιαρικής Ρωσίας γεννήθηκαν μεγάλες επαναστάσεις, οι οποίες βέβαια και αυτές γέννησαν κατόπιν τον δικό τους κύκλο διαφθοράς.  

       Το πρόβλημα είναι ότι η Ελλάδα – όπως και κάθε χώρα – πρέπει να βρει ξανά τον δρόμο της μέσα από τον μόχθο της κατανόησης των ιδεών και την υπευθυνότητα απέναντι σε αυτές, κάτι που θα αποτρέψει την αναγέννηση ενός νέου κύκλου εντροπίας. Το εγχείρημα της διάσωσής της σε μήκος χρόνου, δεν μπορεί να το επιχειρήσει με κάτι λιγότερο από ένα  εσωτερικό και συστημικό ανθρωπολογικό μετασχηματισμό.  Είναι μια πρόκληση επανιστορικοποίησης σε αυτή ακριβώς την χώρα που γέννησε την ελευθερία και που την αλλοτρίωσε μέχρις εσχάτων και την οδήγησε στην αυτοπαράδοσή της σε κυριαρχίες τρίτων, από την εποχή των συμμαχικών μπλοκ στην περίοδο των Μηδικών πολέμων μέχρι την εποχή των Συμπολιτειών, την «εξωτερική» διαφοροποίηση του ελληνικού της πολιτικού σκηνικού μέχρι και σήμερα.

        Η ιδιωτικοποίηση στην Ελλάδα είναι παρασιτική και αχρηστευτική ως προς την παραγωγική πραγματική ανταγωνιστική διαδικασία. Είναι απαξιωτική στο συγκριτικό πλεονέκτημα και αυτό είναι κάτι που δεν το έχουμε δει τίμια. 
       Την ίδια ώρα που παίζουμε το θέατρο της επίκρισης του κέρδους και της ιδιωτικότητας, λειτουργούμε με ένα ασύδοτο νεποτισμό σε όλους τους τομείς περιλαμβανόμενου και του πολιτικού – που είναι ιδιαίτερα έκδηλος – αλλά και του οικονομικού. Ταυτόχρονα, η ιδέα της ανάδειξης της επιχειρηματικότητας είναι παρασιτική και γι’ αυτό δεν αντέχει στην πράξη σε όρους σκληρής ανταγωνιστικότητας. 
        Το γιατί βέβαια η κρίση παίρνει αυτή την σημερινή της οριακή διάσταση ας το αναλογιστούμε από το γεγονός ότι απλά η ανταγωνιστικότητα των κρατικών και των ιδιωτικών ομολόγων, η ανταγωνιστικότητα στην εξυπηρέτηση των χρεών έχει αυξηθεί παγκόσμια και συνεπώς είμαστε σε ανελαστικό σημείο εξυπηρέτησης του κόστους της ανταγωνιστικότητας. 

       Ως χώρα, δεν μπορούμε να καλύψουμε το κόστος της ανταγωνιστικότητας και αυτό εκδηλώνεται με την σήψη τελικά των ομολογιών μας, δημόσιων και ιδιωτικών. Εκδηλώνεται η απαξιωτικότητα που έχουμε –  την οποία έχουμε λειτουργήσει στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα – ενάντια στην ποικιλομορφία και στο εύρος των περιβαλλοντικών και των κοινωνικών συγκριτικών μας πλεονεκτημάτων, που είναι αρκετά μεγάλα από μια άποψη. Υποκείμεθα στην απαξιωτική οικονομία μας και το τίμημα είναι ποικιλόμορφο. Αυτό φαίνεται και στην αδυναμίας μας, να αξιοποιήσουμε με σύγχρονο τρόπο ένα ιστορικό και πολιτιστικό παρελθόν μεγάλης κλίμακας, παρότι το επικαλούμαστε φονταμενταλιστικά, ναρκισσιστικά, ανθρωπολογικά και πολιτικά στα διεθνή μας ζητήματα και τις διεθνείς σχέσεις, χωρίς να κοιτάζουμε στο μέλλον, χωρίς να μπορούμε να το επανιστορικοποιήσουμε εξελικτικά και επίκαιρα. 
 

Επανεκτιμώντας την αναγκαιότητα και την λειτουργικότητα της τραγικότητας  
        Αυτή είναι η τραγική μας θέση, είμαστε μια χώρα που πρέπει να εκτιμήσουμε ξανά την αναγκαιότητα και την λειτουργικότητα της τραγικότητας και να προβούμε σε πραγματική υπέρβασή της, να ανακαλύψουμε το μετατραγικό λόγο και τον μετατραγικό μετασχηματισμό του εαυτού μας και του συστήματος θέτοντας ένα τέρμα στην σύγχυση μεταξύ ελευθερίας και ιδιωτικοποίησης, μεταξύ ελευθερίας και πειρατικότητας ενθυμούμενοι και την έκλυση, την παρατήρηση του Αδαμάντιου Κοραή ότι «η ελευθερία χωρίς δικαιοσύνη είναι ληστεία». 
       Μετατρέψαμε την ελευθερία σε διαφθορά δεν καταλάβαμε ότι η διαλεκτική της ελευθερίας βρίσκεται στην αλληλεγγυότητα και την δικαιοσύνη, στις αξίες και στις ιδέες, δεν καταλάβαμε ότι η ισότητα δεν είναι για αλληλοεξόντωση, δεν προσφέρεται για φθόνο, για χωριστικότητα και φραγή αλλά ότι βρίσκεται σε μια εξελικτική πορεία, βρίσκεται στην υπέρβαση. 
        Εδω βέβαια πρέπει να σημειώσουμε και τις ιδιαίτερές μας επιδόσεις στην διανοητική κατάπτωση, στην κατάπτωση της λεγόμενης πνευματικής μας κοινωνίας αλλά και στην κατάπτωση και της κοινωνίας του θεάματος και της μαζικής επικοινωνίας και ενημέρωσης, μια κατάπτωση που και πάλι δείχνει να μην έχει τέλος σαν το πιθάρι των Δαναΐδων.

         Είναι μια κρίση που απαιτεί τη ριζική αλλαγή μας, ατομικά, ομαδικά και συλλογικά. Δυστυχώς η παθολογία αυτή εμφανίζεται και στους εναλλακτικούς χώρους σκέψης στην χώρα αυτή. Αυτά τα σύνδρομα εμφανίζονται και στην κοινωνία των πολιτών, στην κοινωνία των ΜΚΟ με την παθολογία των «μεγάλων» και των «μικρών» των G8, G10 αλλά και των «G πάντων». 

      Είναι μια τυφλή πορεία στην οποία πρέπει να μπορέσουμε να πούμε ένα πραγματικό και με νόημα, με μέθοδο και με εργασία «όχι, όχι άλλο, φτάνει πια»! Αλλά να έχει περιεχόμενο, να μην είναι ρητορικό να μην είναι ένα μαντρί ναρκισσισμού ατομικής και συλλογικής αυτοπαγίδευσης, να μην είναι μια περιχαράκωση και μια εξιδανίκευση από την οποία πάσχουμε εξαιρετικά και στο επίπεδο της έκθεσης των ιδεών αλλά ακόμη και με την μορφή μιας ανόητης οικειοποίησης των λέξεων από την οποία τόσο βρίθουν πολλά πρόσωπα της νομενκλατούρας του θεάματος και που εντούτοις απολαμβάνουν αξίες επειδή είναι διασκεδαστές και μείς ως κριτές των διασκεδαστών σε μια διαδικασία του ειδωλοποιημένου και της ειδωλοποίησης του τίποτε συνεχίζουμε ακάθεκτοι να στηρίζουμε με τις διασκεδαστικές επιλογές μας την συνεχή μας πτώση μέσα σε όλους τους χώρους: του τραγουδιού, του θεάματος, του αθλητισμού, της επικοινωνίας και κάθε ατομικής και κοινωνικής έκφρασης στην χώρα μας.

         Οπωσδήποτε το πρόβλημα δεν προσφέρεται για ατομικιστικούς μεσσιανισμούς – όπου και εδώ διαπρέπουμε – στον εναλλακτικό και υποτίθεται τον ομαδικό συνεργατικό χώρο με την χωριστικοποίηση της ομαδικότητας, μιας ομαδικότητας που στην πραγματικότητα είναι ατομοκεντρική ως οργάνωση και που πάσχει από μια εξαιρετική οκνηρία απλοϊκότητας σκέψης, ελλείμματος κοσμοθεώρησης και ως ελλείμματος μόχθου διαλεκτικής. 

Ηθικά παραδείγματα του παρελθόντος
        Όλα όσα είπαμε δεν απαξιώνουν την τεράστια συνεισφορά που υπήρξε από ιστορικές προσωπικότητες της Ελλάδας ή το μεγάλο μέγεθός τους αλλά τι μας έχει μείνει από αυτά; Τι μας έχει μείνει από την φοβερή μεγαλοκαρδία του ανθρώπου εκείνου που έχοντας χάσει τον γιο του, έχοντας φυλακιστεί και καταδικαστεί σε θάνατο μετά την εθελοντική προσφορά όλων των πόρων της ζωής του στη πατρίδα, επέλεξε να συμφιλιωθεί με τους δήμιούς του, τους εχθρούς του –εκουσίως- σε ένα πολιτισμικό και ηθικό μεγαλείο και μιλάμε για την περίπτωση του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Τι μας έχει μείνει από την μέριμνα του πλατωνικού στοχασμού για την κοινωνία, την πολιτεία και τον νόμο, πέρα από τις ιδεολογηματικές επικρίσεις για την αριστοκρατία; 

        Όσο πραγματικά απαξιώσαμε τις ρίζες μας
 – είτε με φονταμενταλιστικές υστερίες αγνοώντας την πραγματική διάσταση του Πλάτωνα, ενός Πλάτωνα που ήταν επικριτής στην ολιγαρχία αλλά και της δημοκρατικής διαφθοράς, που ξόδεψε την ζωή του για τις ιδέες, είτε πιάσουμε ανθρώπους που ξόδεψαν την ζωή τους στην δράση, είτε στις ιδέες είτε στον συνδυασμό ανάμεσα τους όπως ο Σόλωνας υπήρξαν εξαιρετικά παραδείγματα και αυτό που πραγματικά – τόσο λείπει τώρα η απουσία του παραδείγματος. Ποιος πολιτικός έχει το ύψος του Σόλωνα για να ετοιμάζεται να χαρίσει τα χρέη, ενώ είναι ο ίδιος μεγάλος δανειστής και να μην σταματάει να δανείζει παρά το γεγονός ότι θα διαγράψει τα χρέη; Ποιος; Ποιος έχει την συνδιαλλαγή οράματος και πράξης όπως ο Σόλωνας χωρίς τις ιδεολογηματικές εξιδανικεύσεις ή ποιος είναι διατεθειμένος να επιχειρήσει την συνδιαλλαγή συνείδησης και συστήματος με τόση επιμέλεια όπως ο Πλάτωνας ή ο Αριστοτέλης; 

        Εμείς συνήθως διατηρούμε τα ονόματα αυτά αποκλειστικά ως φορείς, ως είδωλα υπεραξίας για το δικό μας τίποτε, θέλουμε να αθωώσουμε χωρίς κόστος, χωρίς τίμημα την χώρα – που γνώρισε πολύ καλά την τραγικότητα της συνείδησης και της ζωής, του εαυτού και του κόσμου – και να ζήσουμε καταναλωτικά την απόλυτη φαντασίωση. Την ίδια ώρα είμαστε μια χώρα μη παραγωγική σε τεχνολογία, μη παραγωγική σε πολιτισμό πλέον, οι ίδιοι που λειτουργήσαμε απαξιωτικά στα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα και οι ίδιοι που συνεχίζουμε να τα απαξιώνουμε γιατί εξακολουθούν και υπάρχουν εστίες παραγωγής ιδεών και καινοτομιών.  

Μαθαίνοντας από το παράδειγμα της Leehman Brothers
        Το πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχει καμία τάση διορθωτικής διάρθρωσης παρά μόνο ένας κολλητικός και ιδιωτικός σφετερισμός στην λογική της αχρήστευσης. Έχουμε μια επιχειρηματικότητα που έχει καλλιεργηθεί πάνω στην διαφθορά. Είμαστε η μόνη χώρα που σε καιρούς ύφεσης και άσχετα από την φορολογική επιβάρυνση και την αδυναμία μερισμού της δημοσιονομικής φορολογικής αναδιάρθρωσης δεν λειτουργεί ενάντια στην ακρίβεια. Αυτό συμβαίνει γιατί έχουμε αλλοτριωθεί ως καταναλωτές, γιατί δεν ελέγχουμε την ζήτηση, δεν θέλουμε να αισθανθούμε ούτε καν υποχρεωμένοι να κάνουμε καταναλωτικές επιλογές. Έχουμε ανύπαρκτο ποιοτικά και ποσοτικά καταναλωτικό κίνημα ενώ λειτουργούμε πάντα με τους εμπρηστικούς δημοσιογραφικούς τίτλους της ακρίβειας στα δελτία ειδήσεων.  

         Αυτή η νοσηρότητα πρέπει να πάρει τέλος και η Ελλάδα πράγματι έχει μια συνάφεια με την Leehman Brothers, δεν πρέπει να την απαξιώνουμε. Αυτή, ήταν ένα ορόσημο που επιβίωσε επί πολύ καιρό, πέρασε από την οικονομική κρίση της δεκαετίας του ’30, αντιμετωπίστηκε από παράγοντες που είχαν την προτίμησή τους στην Goldman Sachs σημειολογικά μέσα από την Αμερικάνικη κυβέρνηση, από τον Πόλσον, αλλά ήταν και ένα πεδίο διδαχής του συστήματος.

         Αν δεν μαθητεύσουμε λοιπόν σε αυτή την ανάλογη θέση μας, υπό όλες τις διαστάσεις, υπό την έννοια διαδοχής όλων των κυβερνήσεων αλλά και της μαζικής μας κοινωνίας και όλων των συντελεστών, αν δεν δούμε όλα τα μερίδια ευθύνης, την διαλεκτική τους ενότητα και την προσθετικότητα τους στην προστιθέμενη απαξία τους – και υπό την τελευταία βέβαια διακυβέρνηση αλλά και υπό την διαχείριση την παρούσα της κρίσης από την τελευταία προηγούμενη διακυβέρνηση που τόσο πολύ απυρόβλητη υπήρξε στα μέσα ενημέρωσης παρά τον ειδεχθή υπαρξιακό της χαρακτήρα –  αλλά και την τελευταία με την διαχείριση της κρίσης που λειτουργεί με τους όρους μιας προνομιακής προβοκάτσιας για την λήψη των μέτρων έκτακτης ανάγκης, για το άλλοθι αλλά και για την στρατηγική και χρονική αναποτελεσματικότητα των μέτρων αλλά και για αυτή ακόμη την επιδίωξη μιας βιωσιμότητας σφετεριστικά μέσα από την ίδια την κρίση του πολιτικού συστήματος, αν δεν τα δούμε λοιπόν όλα αυτά και δεν δούμε πώς συμμετέχουμε εμείς ως κοινό, ως συμμέτοχοι και δεν μπορέσουμε να ακεραιοποιηθούμε απέναντι σε αυτή την κατάσταση, να μεταρσιωθούμε να γεννηθούμε άνωθεν πράγματι δεν θα δούμε λύση.  

Κερδοσκοπία: απομυζώντας τόσο όσο να μην πεθάνει το θύμα  
        Δεν πρέπει να υποτιμήσουμε ότι το ελληνικό πρόβλημα δεν είναι αυτή την στιγμή απόλυτα καταλυτικό, χάρη σε μια συγκυρία και μόνο. Αυτό δεν πρέπει να το υποτιμούν ούτε οι τρίτοι παράγοντες. Η συγκυρία λέγεται, Κίνα, η εμπιστοσύνη της, η εφεδρεία της η κεφαλαιακή, η παραγωγική και η αναδιαρθρωτική που τόσο ανταγωνιστικά την βλέπουν οι άλλες ισχυρές οικονομίες και αναβάλλουν την αναμέτρηση μαζί της εξ ανάγκης. 
       Η Κίνα, δεν μπορεί να ρευστοποιήσει βέβαια πολιτικοοικονομικά και στρατιωτικά την κυριαρχικότητά της πλέον στο παιχνίδι γιατί αυτό θα οδηγούσε σε κατάρρευση του συστήματος αλλά ταυτόχρονα και όλων αυτών των παραγόντων που είχαν αφήσει την ασύδοτη αυτή κερδοσκοπία να λειτουργεί όλον αυτό τον καιρό και που επέτρεψαν στους οίκους αξιολόγησης και σε διαπλεκόμενους κερδοσκοπικούς παράγοντες να ανακτήσουν την στρατηγική και τακτική κερδοσκοπική τους ισχύ και που παγιδεύουν το μέλλον. 
        Το μόνο που δεν θα ήθελε κανείς βέβαια αυτή την στιγμή είναι ένα απόλυτο ντόμινο καταστροφής. Όλοι οι παίκτες παγκόσμια, ακόμη και οι κερδοσκόποι, προσπαθούν να αυτοσυγκρατηθούν παίρνοντας όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κομμάτι λείας χωρίς να πεθάνει το θύμα τους.

        Αυτό είναι το κρίσιμο σημείο μας στο οποίο είναι ατελέσφορα βέβαια όλα τα ιδεολογικά και διακυβερνητικά μας προτάγματα από πλευράς της χώρας μας. Είναι μια χώρα που πρέπει να κάνει μια απόλυτη επανάσταση χωρίς αυτές τις απλοϊκές αναμνήσεις για ένα νέο Γουδί άσχετα από το πώς θα γίνουν και θα πραγματοποιηθούν οι οποιεσδήποτε αλλαγές. 
        Ούτως ή άλλως δεν φαίνονται να είναι ονοματισμένες οι εφεδρείες του στοχασμού, του σχεδιασμού και της δράσης σε αυτή την χώρα. Τα πράγματα κινούνται ερήμην και οι ρητορείες οι πολιτικές, οι θετικές είναι γενικόλογες – χωρίς ωστόσο να έχουν και το ανάλογο θάρρος συμφωνίας σε κάποια σημεία μεταρρυθμιστικών πρωτοβουλιών που είναι προφανώς αναγκαίες στην διαδικασία ενός τελειώματος επιχειρησιακών και συστημικών εκκρεμοτήτων από το παρελθόν, στην αντιμετώπιση της σήψης πολλών θεσμών περιλαμβανόμενης και αυτής της αυτοδιοίκησης, του συνδικαλισμού – αν και κρατάνε ένα αποκαλυπτικό χρήσιμο και κρίσιμο τόνο. 

Μεταξύ συγκυριακής και συστημικής βιωσιμότητας
        Είναι προφανές ότι παρόλο το εύρος των απόψεών μας δεν μπορούμε να διαγνώσουμε το τέλος της κρίσης και είμαστε απρόθυμοι στο να αναγνωρίσουμε ότι κάποιος μπορεί να πει για το τέλος αυτής της κρίσης αποκρίνοντας για την εσωτερική δυναμική της χώρας και του κόσμου. Η συγκυριακή βιωσιμότητα δεν πρέπει να συγχέεται με την συστημική, την οργανωμένη και λειτουργική βιωσιμότητα. 

         Οι συγκυριακές αναβολές επίσης δεν πρέπει να συγχέονται με την υπέρβαση της κρίσης και πάνω από όλα δεν πρέπει να μείνουμε στην εκφώνηση μιας άποψης ή ενός μονολόγου ή στον ρόλο ενός ακροατή και θεατή ή στον ρόλο του κριτικού του λόγου άλλων, αλλά πρέπει να προχωρήσουμε σε έναν συνεργατικό διάλογο χωρίς αδημονία, με ποιότητα και ισηγορία, με αξιοποίηση του συνειδησιακού αποθέματος και της εμπειρίας χωρίς την σχισματικότητα των παράλληλων προτασιακών και κριτικών μονολόγων. Η κρίση της ανθρωπότητας είναι και κρίση της Ελλάδας και η κρίση της Ελλάδας είναι και κρίση της ανθρωπότητας και αυτό είναι ίσως το σημείο παρεξήγησής μας για την θέση των άλλων που βλέπουν υπό άλλη οπτική γωνία, αλλά και της παρεξήγησης της δικής μας θέσης από τους άλλους. 
       Εξάλλου η διαφθορά ή διαπλοκή και η παθογένεια ή αναποτελεσματικότητα του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, αγοράς, πολιτικής και πολιτισμικού υποβάθρου αναδεικνύεται διάχυτη παγκόσμια και δεν είναι ελληνικό φαινόμενο ή πρωτοτυπία. 

Διαβάστε επίσης: Η αγορά ως εμπόδιο στη ροή των κοινωνικών αγαθών

Σχετικά άρθρα

Καλάθι Αγορών

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε την εμπειρία σας στον ιστότοπό μας. Με την περιήγηση σε αυτόν τον ιστότοπο, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies από εμάς.