ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΝΕΥΜΑ, ΣΥΝΘΕΣΗ & ΣΧΕΔΙΟ ΙΔΕΩΝ

ΔΙΚΑΙΪΚΗ ΚΑΙ ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΣΤΙΣ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ ΤΗΣ ΒΙΒΛΟΥ (του Γ. Παρασκευουλάκου)

Adam and Eve before God after their sin - Σόλων ΜΚΟ
image_pdfimage_print

Adam and Eve before God after their sin - Σόλων ΜΚΟΔικαιϊκή και οντολογική αντίληψη στις Θρησκείες της Βίβλου: μερικές σκέψεις για το προπατορικό αμάρτημα

1. Ως προπατορικό αμάρτημα ορίζουν οι θρησκείες του Χριστιανισμού και του Ιουδαϊσμού, το λάθος των αρχικών ανθρώπων δηλαδή του Αδάμ και της Εύας, να φάνε από τον καρπό του Δέντρου της Γνώσης, αν και αυτό ήταν απαγορευμένο απ’ ευθείας από τον Θεό.

Το λάθος αυτό, που κόστισε στους πρωτοπλάστους την αποβολή από τον Παράδεισο, με κάποιον μηχανισμό που δεν είναι καθόλου αυτονόητος, μεταβιβάζεται σε όλους τους απογόνους αυτών των αρχικών ανθρώπων, επομένως σε ολόκληρη την σημερινή ανθρωπότητα, ανεξαρτήτως προαιρέσεως και προσπάθειας ενός εκάστου.

Σύμφωνα με τον Χριστιανισμό, ο Χριστός ήλθε για να επιφέρει ισορροπία, δηλαδή να άρει τις συνέπειες της πτώσης, όχι όμως και να εξαλείψει αυτό καθ’ εαυτό το προπατορικό αμάρτημα, το οποίο κατά συνέπεια εξακολουθεί να μεταβιβάζεται από γενεά σε γενεά, με πιο σαφή δυνατότητα διεξόδου όμως. Κατά την παράδοση της χριστιανικής εκκλησίας, το βάπτισμα  απαλλάσσει τον άνθρωπο από το προπατορικό αμάρτημα (1). Προφανώς αυτή η αντίληψη αφήνει εκτός διαδικασίας τους αλλόθρησκους ή τους άθεους, αυτούς που δεν έχουν ακόμα βαπτισθεί κοκ.

Με τις ακόλουθες σκέψεις, θέλω να διατυπώσω κάποιους προβληματισμούς ειδικά όσον αφορά την δυνατότητα μεταβίβασης «κληρονομικώ δικαίω» (ή «αδίκω» θα έλεγε κανείς) ενός σφάλματος ή αμαρτήματος από μία γενεά σε μία επόμενη, απλώς και μόνο λόγω συγγενείας,  κοινού αίματος ή κοινής καταγωγής, σαν το αμάρτημα να είναι ένα βιολογικό υλικό ή ένα γενετικό χαρακτηριστικό που μπορεί να μεταβιβαστεί από τους γονείς προς τα παιδιά δια μέσου της γέννησης.

2. Ο πρώτος προβληματισμός αφορά το ποιοι ακριβώς διέπραξαν το σφάλμα και σε ποιους μεταβιβάζεται αυτό, ακόμα και αν δεχθούμε την «βιολογική» θεωρία της μεταβίβασης, την οποία σχολιάζω αμέσως πιο κάτω. Σύμφωνα με την Γένεση, ο Θεός έπλασε αρχικά τον Αδάμ και την Εύα. Επειδή όμως ο Θεός αποκλείεται να ευνόησε την αιμομιξία, αφού με τα δεδομένα της Γένεσης για να πολλαπλασιαστούν οι άνθρωποι θα έπρεπε να αναπαραχθούν μεταξύ τους στενότατοι συγγενείς, δηλαδή αδέλφια μεταξύ τους ή γονείς με παιδιά, προφανώς έπλασε και άλλους ανθρώπους αργότερα.

Οι άνθρωποι αυτοί πλάστηκαν μετά την έξοδο από την Εδέμ, και επομένως δεν μπορεί να μπήκαν καν σε πειρασμό με το Δέντρο της Γνώσης του Καλού και του Κακού. Εκτός αυτού, δεν αναφέρεται τίποτε σχετικό με πειρασμό των ανθρώπων που ακολούθησαν τους πρωτόπλαστους.

Επομένως οι απόγονοι αυτών των προγόνων, δεν βαρύνονται με το προπατορικό αμάρτημα, υπό οποιαδήποτε εκδοχή. Και επειδή είναι λίγο δύσκολο να ξεχωρίσουμε μετά από τόσα χρόνια ποιος είναι απόγονος του Αδάμ και της Εύας και ποιος των υπολοίπων ανθρώπων, ίσως είναι καιρός να δούμε με λιγότερο απόλυτο τρόπο αυτό το τραύμα, εάν εξακολουθούμε να το βλέπουμε με τις διαστάσεις αυτές. Θέλω να πω στο σημείο αυτό, ότι υπάρχει ενδεχομένως μια άλλη οπτική γωνία πιο γόνιμη και πιο στερεή, για να ιδωθεί το προπατορικό αμάρτημα.

3. Το δεύτερο σημείο αφορά αυτή καθ’ εαυτή την λογική της μεταβίβασης. Δεν είναι προσωπική μου αντίληψη αλλά συνολικά του πολιτισμού μας, ότι τα ηθικά χαρακτηριστικά, είτε θετικά είτε αρνητικά, ουδέποτε κληρονομούνται αυτούσια.

Μπορεί να δημιουργούν θετικό ή αρνητικό περιβάλλον, μπορεί να ευνοούν την καλή ή την κακή όψη ενός ανθρώπου, μιας ομάδας, ενός έθνους ή της ανθρωπότητας σαν σύνολο, αλλά το να θεωρήσουμε ότι το καλό και το κακό, που είναι κατ’ εξοχή προϊόντα ελεύθερης επιλογής του ανθρώπου, προϋποθέτουν την ελεύθερη επιλογή και –οδηγώντας τα συμπεράσματά μας στις ακραίες τους συνέπειες- καθίστανται αδιανόητα χωρίς την ελεύθερη βούληση και την δυνατότητα επιλογής, κληρονομείται, είναι πολύ «τραβηγμένο».

Ποτέ δεν εξηγήσαμε επαρκώς τον μηχανισμό μεταβίβασης αυτού του ηθικού μειονεκτήματος, αυτού του ηθικού στίγματος, από γενεά σε γενεά μέσω της γέννησης. Τι είδους υπόσταση έχει ένα σφάλμα ή ένα αμάρτημα; Και υπό ποιες προϋποθέσεις και με ποιο τρόπο είναι δυνατό να μεταβιβαστεί; Ένα αμάρτημα, όπως και οποιαδήποτε παράβαση, προϋποθέτει νοήμον υποκείμενο που δρα, νόμο, γνώση αυτού του νόμου εκ μέρους του υποκειμένου και εκούσια παράβαση του νόμου. Το πλαίσιο αυτό και σύμφωνα με την αφήγηση της Γένεσης, λειτούργησε στην περίπτωση των πρωτοπλάστων που γνώριζαν τον νόμο και εκουσίως τον παρέβησαν,  και αυτό συμφωνεί με τις αντιλήψεις μας.

Ένας δίκαιος Θεός, και θεωρώ ότι η δικαιοσύνη είναι μία από τις ενέργειες του Θεού (2), δεν θα θέσπιζε ένα σύστημα συλλογικής ευθύνης, (γιατί περί αυτού θα επρόκειτο), σύμφωνα με το οποίο άντρες, γυναίκες και παιδιά (ακόμα και τα νεογέννητα), θα υπείχαν ευθύνη για τις πράξεις άλλων και αυτή η ευθύνη θα άρχιζε πολύ πριν σχηματίσουν αισθητήριες εικόνες για το περιβάλλον τους πόσο μάλλον ηθικές κατηγορίες και κρίσεις. Ένας Θεός που καλεί σε ελευθερία, ως θεμελιώδες συστατικό του «κατ’ εικόνα και ομοίωση», θα έφριττε μπροστά στη σύλληψη μιας ευθύνης τέτοιου είδους, που πέφτει σαν βαρύ και πανίσχυρο σάβανο επάνω στην ανθρωπότητα, με μια ισχύ αμετάτρεπτη στην οποία κανείς δεν μπορεί να πει όχι και στην οποία υποκύπτει χωρίς δεύτερη κουβέντα. Κάνοντας έτσι, αναγνωρίσαμε και αποδώσαμε στο σφάλμα δύναμη όμοια με του Θεού, δηλαδή παντοδυναμία.

Βέβαια στην μακρόχρονη πορεία η απολυτότητα δείχνει τάσεις μετριασμού. Για παράδειγμα, ο Ναυπάκτου Ιερόθεος αναφέρει (3):
«Όταν στην Ορθόδοξη Παράδοση γίνεται λόγος για κληρονόμηση του προπατορικού αμαρτήματος, δεν εννοείται η κληρονόμηση της ενοχής της προπατορικής αμαρτίας, αλλά κυρίως οι συνέπειές της, που είναι η φθορά και ο θάνατος».

Όμως αυτή την σαφώς οπτιμιστική και λυτρωτική αντίληψη δεν την συμμερίζονται όλοι. Ο  Απόστολος Παύλος, σε χωρίο που μνημονεύει ο ίδιος συγγραφέας, λέει (4):  «πάντες γάρ ήμαρτον και υστερούνται της δόξης τού Θεού» δηλαδή , «όλοι αμάρτησαν και στερούνται της δόξας του Θεού». Επίσης ο Νικόλαος Καβάσιλας λέει (5): «Επειδή το σώμα δεν  απολαμβάνει μόνο τα πάθη από την ψυχή αλλά και μεταδίδει τα δικά του…. γι’ αυτό και ήταν επόμενο η ψυχή του κάθε ανθρώπου να κληρονομήσει την κακότητα του πρώτου Αδάμ».

4. Ως είδος οι άνθρωποι, θέλουμε, έχουμε ανάγκη, να εξηγούμε τον κόσμο και κάθε τι που ειπώθηκε. Ακόμα και κάτι που δόθηκε άνωθεν, στους κύκλους του χρόνου και καθώς η κατανόησή μας αυξάνεται, παίρνει ευρύτερο και διαυγέστερο περιεχόμενο. Ακριβέστερα, είναι μεταξύ των καθηκόντων και δικαιωμάτων μας ως ατόμων και ως γενεάς, να ρίξουμε το δικό μας ιδιαίτερο φως και να προσθέσουμε την δική μας ιδιαίτερη κατανόηση σε κάθε τι που μας παραδόθηκε, ως μέρος της μεγάλης διαδικασίας της αποκάλυψης. Εννοώ εν προκειμένω, ότι ακόμα και αν ίσχυε η μεταβίβαση του φταιξίματος από άνθρωπο σε άνθρωπο, θα είχαμε ανάγκη να γνωρίσουμε πως γίνεται αυτό, αφού άλλωστε και η γνώση και η επιστήμη είναι από τον Θεό (« Αυτός είναι ο Θεός μας… ανακάλυψε κάθε επιστήμη και την έδωσε στον δούλο του τον Ιακώβ και στον αγαπημένο του Ισραήλ…»)(6).

Για παράδειγμα, σχετικά με το προπατορικό αμάρτημα θα μπορούσαν να τεθούν κάποια ερωτήματα, οι απαντήσεις επί των οποίων θα μπορούσαν να ρίξουν φως και στο συνολικό πρόβλημα:
Α. πρώτο ερώτημα: κάποιος άλλος άνθρωπος θα τα κατάφερνε καλύτερα; Από τα πολλά δισεκατομμύρια ανθρώπων που πέρασαν από τη γη, υπήρξαν κάποιοι (πολλοί, λίγοι, έστω ένας;) που θα τα κατάφερναν καλύτερα; Αν υπήρξαν κάποιοι που θα μπορούσαν σε μια τόσο δύσκολη στιγμή να αποφασίσουν ορθά (και ο Θεός σίγουρα μπορεί να τους γνωρίζει), το να φορτώνονται το προπατορικό αμάρτημα τους αδικεί.

Αν δεν υπήρξε κανένας, τότε θα πρέπει να προβληματιστούμε για το ενδεχόμενο «στραβόξυλο της ανθρωπότητας», (βλ. και μεθεπόμενη παράγραφο 6), δηλαδή κατά πόσο ένα μέρος της υπόστασής μας  ως ανθρώπων περιλαμβάνει αφ’ εαυτού του υλικό από το οποίο βλαστάνει σφάλμα ή «αμάρτημα».  
Αναφέρω ένα μέρος γιατί πλήρης άλωση της υπόστασης από την στρέβλωση δεν μπορεί να υπάρχει (ακόμα), γιατί τότε θα είχαμε δει μια ολοκληρωμένη κόλαση επί γης όπως αυτή που μας υπομνήσκουν με ανάγλυφο τρόπο, η οικονομική ανελέητη αναλγησία, η χαοτική τέχνη, ο ολοκληρωτισμός στη σκέψη και την πολιτική, ο θρησκευτικός φανατισμός, οι τερατώδεις μεγαλουπόλεις κοκ.

Β. δεύτερο ερώτημα: υπήρξε τελικά κάποια χρησιμότητα από εκείνη την πτώση; Περιπλανιέται το ανθρώπινο είδος μάταια ή αυτή η μεγεθυμένη εκδοχή του ασώτου υιού εξυπηρέτησε έστω και άθελά μας κάποια θεία σκοπιμότητα; Αυτή η μακραίωνη περιπλάνηση είχε κάποια ωφέλεια; Άλλη μια από τις ενέργειες του Θεού πρέπει να είναι ο σκοπός και το νόημα.

Εννοώ νόημα και σκοπό διάχυτο και διεισδυτικό, που διαπερνά όλη την ανθρωπότητα και οπωσδήποτε όλη την δημιουργία, γιατί όπως ο Θεός είναι πανταχού Παρών έτσι και οι ενέργειές του. Επομένως δεν μπορεί οποιοδήποτε μέρος της δημιουργίας να είναι άνευ νοήματος και σκοπού. Παρεμπιπτόντως: ως χαρακτηριστικό του νοήματος θεωρώ αναγκαστικά την αυτοτέλεια  και όχι την δουλικότητα ή υποταγή σε κάποιο άλλο μέρος της δημιουργίας.

Με το σκεπτικό αυτό δεν μπορεί να είναι σκοπός της ύπαρξης των ζώων λόγου χάριν, μόνο το να μας εξυπηρετούν κοκ. Άλλο είναι το ζήτημα ότι όλες οι επί μέρους νοηματικές αυτοτέλειες, λογικά συντίθενται σε ένα ανώτερο και ακατάληπτο επί του παρόντος επίπεδο, από ένα σκοπό που αντιστοιχεί στο ευρύτερο σύνολο του οποίου είμαστε μέρος.

Αναφέρομαι στον πλανήτη του οποίου είμαστε ένα μόνο μέρος, είτε μας αρέσει είτε όχι, και ανεξαρτήτως της ιδιαίτερης λειτουργικής σπουδαιότητας του είδους μας.   Άλλο όμως είναι η σύνθεση των επί μέρους σκοπών και άλλο η παρακολουθηματική και εξαρτηματική σχέση μεταξύ διαφόρων όψεων της δημιουργίας.

Επανερχόμενος στο ερώτημα, και με δεδομένο:
α) ότι ο Θεός δεν μπορεί να απουσιάσει,

β) ότι αυτό σημαίνει την αέναη και διαρκή παρουσία των ενεργειών του και

γ) ότι οι ενέργειες, εφ’ όσον υπάρχουν και διαπερνούν τρόπον τινά την δημιουργία, ευρίσκονται πάντα σε ώσμωση και αλληλεπίδραση με αυτή, που γίνεται μάλιστα «ορατή» με σαφείς επιρροές και αποτελέσματα, και ουδέποτε σε καθεστώς άγνοιας, αποξένωσης ή ρήξης με αυτή (γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι ο Θεός απουσιάζει από ένα μέρος της δημιουργίας), μπορεί να μην υπάρχει νόημα σε αυτή την μακραίωνη περιπλάνηση;

Έλειψε ο Θεός και οι ενέργειές του από την ιστορία; Μόνο τότε θα μπορούσε να μην υπάρχει νόημα σε όλη αυτή την περιπέτεια. Πρέπει να δεχθούμε επομένως ότι είμαστε σε αναζήτηση ενός νοήματος σε όλη αυτή την περιπέτεια, ασχέτως της δυσχέρειας κατανόησής του.

5. Και οι θρησκείες, όπως η φιλοσοφία, έχουν τους κύκλους και τις περιόδους τους. Πάρτε για παράδειγμα τους προσωκρατικούς της Αρχαίας Ελλάδας: ασχολήθηκαν κυρίως με την προέλευση του κόσμου, τα υλικά που αποτέλεσαν τα θεμέλιά του, την φύση και τη σύσταση των ουρανίων σωμάτων κοκ.  Με τον Σωκράτη, η φιλοσοφία στρέφεται προς τον άνθρωπο. Αφήνει κατά μέρος τις αναζητήσεις και τις ερμηνείες του κόσμου  που μας περιβάλλει και στρέφεται προς τον μέσα κόσμο, αυτά που μας καθορίζουν ως ανθρώπους και αυτά που μπορούν να μας κάνουν καλλίτερους.

Στην Παλιά Διαθήκη ομοίως, συναντάμε την κοσμογονία στην ίδρυση της θρησκείας, επίσης την απλή ιστορική αφήγηση, οι οποίες μεταστρέφονται βαθμιαία (ύμνοι του Δαυίδ, προφήτες κ.α.) μέχρις ότου στην Καινή Διαθήκη ο Χριστός στρέφεται ολοκληρωτικά στον άνθρωπο και αδιαφορεί πλήρως για την κοσμογονία και την απλή εξωτερική περιγραφή γεγονότων. Δεν είναι κακό να εντοπίζουμε αναλογίες μεταξύ διαφόρων τομέων δραστηριοποίησης του ανθρώπου, από τους οποίους η θρησκεία είναι  ένας.

Αν ο Θεός είναι παντού, αν έχει άποψη για τα δρώμενα επί γης και δεν είναι ένας νωχελικός πρεσβύτης που ίσως βαριακούει και δεν πολυενδιαφέρεται για την δημιουργία του, αν «αγάπησε τόσο τον κόσμο ώστε έδωσε τον υιό του τον μονογενή ώστε καθένας που πιστεύει σε αυτόν να μη χαθεί αλλά να έχει ζωή αιώνια…» (7) και «με αγάπη αιώνια μας αγάπησε» (8), τότε και κάθε τομέας ανθρώπινης δραστηριότητας ή έχει την επιδοκιμασία του ή όχι.

Και δεν μπορώ να φανταστώ κάποιον που θα αναλάμβανε την ευθύνη να υποστηρίξει ότι η τέχνη για παράδειγμα, ή η πολιτική ή η εκπαίδευση ή η επιστήμη, για την οποία έγινε λόγος πιο πάνω, κοκ, είναι σατανικά δημιουργήματα.

Ότι δεν είναι ατραποί προσφοράς, αυτογνωσίας και ελευθερίας που συνδράμουν την ανθρωπότητα αλλά παραπλανητικοί μαίανδροι ενός λαβύρινθου στο τέλος του οποίου περιμένει ένας μινώταυρος για να μας κατασπαράξει.

Ότι το κάθε τι μπορεί να αμαυρωθεί  δεν αμφισβητείται, αλλά μήπως το ίδιο δεν ισχύει και για την θρησκεία;

6. Και όταν αφαιρέσουμε το προπατορικό αμάρτημα από το ψυχολογικό μας λεξιλόγιο, θα αναρωτηθεί πάλι κανείς: από πού προέρχεται όλη η δυσαρμονία, η βία, ο πόλεμος και ο πόνος που συναντάμε καθημερινά; Από πού η αδικία, η πείνα και η αρπαγή; Από που η σκληρότητα και η αδιαφορία; Από πού η αποξένωση και ο εκβαρβαρισμός;

Νομίζω ότι αν για όλα αυτά έφταιγαν μόνο κάποιοι λίγοι, κάποια οργανωμένα και πανίσχυρα συμφέροντα, αν η συντριπτική πλειοψηφία ήμασταν θεμελιωδώς αγνοί και ξένοι προς την πραμάτεια που πρακτορεύουν τα κάθε λογής συμφέροντα, τότε προ πολλού θα τους είχαμε βάλει σε κλουβί σαν σπάνια τέρατα όπως έλεγε ο Μακντάφ στον Μακμπέθ στην ομώνυμη τραγωδία του Σαίξπηρ (9), ή (σε μια πιο ευγενική εκδοχή) θα κρυφογελούσαμε πίσω από την πλάτη τους κουνώντας με τρόπο οικτίρμονα τα κεφάλια μας, για τις ανοησίες και τις ανωριμότητες που τους διακατέχουν, για τις χάντρες και τα καθρεφτάκια που πάνε να μας πλασάρουν σαν αντάλλαγμα για τη ψυχή μας. Αλλά δεν είμαστε σε αυτή την κατάσταση.

Αν είναι κυριολεκτικά μια βιολογική μας κληρονομιά, αν πρόκειται για κάτι που εδράζεται βαθιά στην ομοούσια υπόστασή μας ως ανθρώπων, αν υφίσταται ένα είδος στραβόξυλου της ανθρωπότητας όπως θα έλεγε και ο Καντ (10) και αναπαρήγαγε ο Αιζάια Μπερλίν (11), αν η σωματική, ψυχολογική και νοητική μας υποδομή μειονεκτεί με ένα αναπόδραστο τρόπο και δυσκολεύεται να εναρμονίσει το δέον με το εφικτό, το καλό με το συμφέρον, το άτομο με το όλο, και αν εδώ ταχθήκαμε για να δουλέψουμε με αυτό το υλικό, τότε και πάλι θα προκύψει ανάγκη και υποχρέωσή μας να καταπιαστούμε με αυτό το δύσκολο και προβληματικό υπόστρωμα.

Σε αυτό μας ωθεί χωρίς αμφιβολία τόσο ο πόνος που βιώνουμε ως ανθρωπότητα και μέρη αυτής της ανθρωπότητας, από την προβληματική λειτουργία του κόσμου που μας περιβάλλει, του εαυτού μας και των σχέσεών μας, όσο και το όραμα ενός εφικτού καλύτερου κόσμου, για τον οποίο μιλάνε διαχρονικά οι εμπνευσμένοι ιδρυτές των θρησκειών, οι πολιτικοί αναμορφωτές, οι γνήσιοι φιλοσοφικοί στοχαστές, οι αυθεντικοί  καλλιτέχνες και επιστήμονες κοκ.

Θα εκκινήσουμε όμως από μια διαφορετική αφετηρία και με ένα διαφορετικό κίνητρο. Δεν θα πρόκειται για την καταπιεστική και καταθλιπτική εικόνα του «αμαρτωλού» που εκών άκων σχεδόν σύρεται, διαπορών και διαμαρτυρόμενος. Θα πρόκειται για την ενηλικίωση μας ως ανθρώπων, τη στιγμή που καταλαβαίνουμε ότι εδώ ταχθήκαμε και με αυτό το υλικό θα δουλέψουμε για να θριαμβεύσουμε ή να γκρεμιστούμε στο βάραθρο.

Ίσως ορισμένοι να θυμούνται την ταινία του Αντρέι Βάιντα «Διευθυντής ορχήστρας» (αν θυμάμαι τον Ελληνικό τίτλο), (12) όπου ο διάσημος μαέστρος που επαναπατρίζεται στην Πολωνία και στην γενέτειρά του, προτιμάει την άσημη και ταπεινή ορχήστρα που πρωτοσυνάντησε, παρά την «εμπλουτισμένη» ορχήστρα με τα ταλέντα που του παρουσίασε κάποια στιγμή ο τοπικός κομματάρχης για να του κάνει καλύτερη εντύπωση.

Είναι διαφορετικό να συμμορφώνεσαι στο παγκόσμιο αρχέτυπο-πρότυπο των Θερμοπυλών, σε αυτό που σε συνδέει με τον ηρωισμό και το σημαντικό, και διαφορετικό να σηκώνεις ένα ακατανόητο βάρος που όσο και να προσπαθήσεις, όσο και αν το στύψεις, δεν μπορεί να σου προσφέρει νόημα, όραμα και σκοπό στη ζωή. Μεταβαλλόμαστε βαθμιαία, από αντικείμενα που σηκώνουν ένα βάρος που δεν εννοούν και στη συντριπτική τους πλειοψηφία δεν αποδέχονται, σε συνεργάτες του Θεού.

7. Συνοψίζοντας:
Α) οι πολύ παλαιές αφηγήσεις, ειδικά όταν η φέρουσα ικανότητά τους είναι περιορισμένη σε πολλά σημεία σε σχέση με τις σύγχρονες τεκμηριωμένες παραδοχές, είναι καλό να διαβάζονται και να ερμηνεύονται συμβολικά. Η κυριολεξία και η εμμονή σε αυτή, στερείται λογικής νομιμοποίησης και οξύνει τις πολώσεις, με αποτέλεσμα πολλοί καλοπροαίρετοι άνθρωποι να απωθούνται βίαια εκτός του αντίστοιχου βιωματικού πεδίου (εν προκειμένω της θρησκείας)  και να δαιμονοποιούνται ακόμα,  απλώς και μόνο επειδή διαθέτουν ένα ερευνητικό πνεύμα και αναζητούν έναν ατομικό τρόπο προσέγγισης και απάντησης των αρχέγονων ερωτημάτων.

Β) Επίσης δεν μπορούμε να αποστούμε από μια σειρά προόδων και ηθικών επιτευγμάτων που έχουμε πετύχει συλλογικά ως ανθρωπότητα.  Το ανώτερο και ευρύτερο περικλείει και συνυπάρχει αρμονικά με το περιορισμένο. Το περιορισμένο  συνήθως διαμαρτύρεται και αντιδρά ως προς το ευρύτερο. Όταν το ανώτερο (εν προκειμένω το Θείο, όπως όμως εκπροσωπείται από τους φανατικούς πιστούς), δυσφορεί και αποδιώχνει το επί μέρους, τότε κάποιο πρόβλημα υπάρχει ως προς τον ισχυρισμό του περί απολύτου και ανώτερου.

Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε πως η εποχή μας παρουσιάζει σαν εμπεδωμένο το δικαίωμα στην ελευθερία σκέψης και έκφρασης, στις χώρες τουλάχιστον που υπάρχει ένα σύστημα δημοκρατικής διακυβέρνησης και προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αυτό περιλαμβάνει ασφαλώς και ελευθερία σκέψης και έκφρασης για όλα τα κρίσιμα ερωτήματα και απαντήσεις που παραδοσιακά εμπίπτουν στη «δικαιοδοσία» της θρησκείας και ίσως κατ’ εξοχή για αυτά.

Η αληθινή θρησκεία αποτελείται από όλους τους ατομικούς και βιωματικούς δρόμους προσέγγισης του Θείου, που πραγματώνονται μέσα σε μια μεστή από ατομικότητες που μοιράζονται τον ίδιο σκοπό, συλλογικότητα, και όχι από ένα τελετουργικό και νεκρό τύπο ομοιόμορφης (βλέπε αγελαίας) λατρευτικής συμπεριφοράς.

______________________________
Σημειώσεις:
(1)
Βλάχου Ιερόθεου, Μητροπολίτη Ναυπάκτου, Οι δεσποτικές εορτές, 1. Ο ευαγγελισμός της Θεοτόκου, γ. Θεοτόκος και προπατορικό αμάρτημα, Λειβαδιά: Ιερά μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου, κεφάλαιο διαθέσιμο στο διαδίκτυο: www.pelagia.org
(2) «Ενέργειες» σύμφωνα με την έννοια που αποδίδουν στη λέξη ο Μέγας Βασίλειος και ο Γρηγόριος Νύσσης αρχικά ή ο Γρηγόριος ο Παλαμάς αργότερα. Διακρίνονται στον Θεό, η μεν Ουσία του, που είναι ακατάληπτη και απροσέγγιστη από τον άνθρωπο, οι δε Ενέργειές του, τις οποίες μπορεί να γνωρίσει ο άνθρωπος και δια των οποίων να ενωθεί με τον Θεό. Βλ. για παράδειγμα α) Γρηγορίου Νύσσης Λόγοι εις τους Μακαρισμούς, μετάφρ. Αρχ. Παγκρατίου Μπρούσαλη, Αθήνα: Αποστολική Διακονία, Λόγος 6ος  σελ. 163 επ. και υποσημ. 54 μεταφραστή όπου και αναφορά στον Μ. Βασίλειο, και β) Γρηγορίου Παλαμά, 1983, Περί θείων ενεργειών και της κατ’ αυτάς μεθέξεως, Θεσσαλονίκη: Πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς» σειρά «Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας» (ΕΠΕ), σελ. 130-211.
(3) Ιερόθεος Ναυπάκτου ο.π.
(4) Προς Ρωμαίους 3:23
(5) Καβάσιλας Νικόλαος, Περί της εν Χριστώ ζωής, λόγος Β΄, στο: π. Φάρου Φιλόθεου 2003, Η ίαση ως υγείας ολοκληρία, Αθήνα: Αρμός, σελ. 107. Υποθέτω πως η μετάφραση είναι του π. Φάρου.
(6) Βαρούχ 3:37, στο: π. Φάρος Φιλόθεος, 2000, Η αλλοίωση του Χριστιανικού ήθους, Αθήνα: Αρμός, σελ. 58.
(7) Κατά Ιωάννη γ:16
(8) Ιερεμία ΛΗ:3
(9) Σαίξπηρ Γουίλιαμ 1606/1978 Μακμπέθ, μετάφραση Βασίλη Ρώτα, Αθήνα: Ίκαρος, πράξη 5ησκηνή 8η
(10) «Από τόσο στραβό ξύλο όπως είναι εκείνο από το οποίο έχει γίνει ο άνθρωπος, δεν μπορεί να κατασκευαστεί τίποτα εντελώς ίσιο». Καντ Ιμμάνουελ, 1784/1971, Ιδέα μιας γενικής ιστορίας με πνεύμα κοσμοπολιτικό,  μετάφραση ΕΠ Παπανούτσου, Αθήνα: Δωδώνη
(11) Μπερλίν Αϊζάια, 2004, Το στρεβλό υλικό της ανθρωπότητας, μετάφραση Γ. Μερτίκας, Αθήνα: Κριτική.
(12) Βάιντα Αντρέι σκηνοθέτης, 1980, Διευθυντής ορχήστρας. (The conductor).

Ιωάννης Παρασκευουλάκος, δικηγόρος
Μέλος της γραμματείας της ΜΚΟ Σόλων

Ημερομηνία δημοσίευσης κειμένου: 27-08-10
Φωτό: wikimedia

Διαβάστε επίσης:
— Οικολογία και Θρησκεία
— Βιώσιμη Θρησκευτικότητα

Σχετικά άρθρα