1

ΕΞΕΛΙΞΗ, ΣΥΝΑΦΕΙΑ, ΙΕΡΑΡΧΙΑ, ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΑΙ Ο ΛΟΓΟΣ – Α’ Μέρος (του Γιάννη Ζήση)

Ποιότητα, Ατομικότητα, Ομαδικότητα, Ιεραρχικότητα και Φασματική Υπερβατικότητα

Η εξέλιξη στο επίπεδο της πλανητικής μας ιστορίας υπήρξε ένα αποτέλεσμα κοσμολογικής και διαστημικής βίας, αποτέλεσμα ενός μη γραμμικού, αλλά, οπωσδήποτε, και θεμελιωδώς φυσικού γίγνεσθαι. Παρ’όλα αυτά, εκείνο που έχει καταστήσει δυνατό το να φτάσουμε στο σημερινό σημείο εξέλιξης, δηλαδή στο να έχουμε πλέον στον πλανήτη τους παρατηρητές αυτής της εξέλιξης – εννοώντας εμάς και όχι μόνο – πρέπει να διερευνηθεί πολύ βαθύτερα, καθώς δεν αρκεί μια διαστημική αστροφυσική και γεωφυσική ματιά για να φωτίσει την εξελικτική διαδρομή.


Μπορούμε, θεμελιωδώς, να πούμε ότι η εξέλιξη συνδέεται με δημιουργικέςσυντηρητικές και καταστροφικές διαδικασίες που συντελούνται ταυτόχρονα. Συμπεριλαμβάνει, δηλαδή, την τριαδική διαλεκτική, μια διαλεκτική που έχει συμπεριληφθεί με την πιο υπερβατική ή και την πιο προσωποποιημένη της αναφορά και στον θρησκευτικό στοχασμό, υπό την έννοια, για παράδειγμα, του καταναλίσκοντος πυρός, το οποίο όμως μπορεί και συνυπάρχει, στο πλαίσιο μιας φλεγόμενης βάτου, όντας Λόγος και Αγάπη – ο Λόγος, εδώ, είναι και δημιουργικός, γίνεται σαρξ και υπό αυτή την έννοια ο λόγος αναγνωρίζει τον εαυτό του και γι’ αυτό έχει αυτήν την απόλυτη λογική και μαθηματική του αρμονία στη φύση, όπου «ο Θεός αεί γεωμετρεί».

Στην έννοια της γεωμετρίας μπορούμε, βέβαια, να εννοήσουμε τόσο το χωροχρονικό συνεχές, όσο και την κβαντική, μη τοπική συνεκτικότητα και μια ευρύτερη ίσως αναγνώριση μιας διαδικτυακής οργανικότητας και ολιστικότητας στο γίγνεσθαι. Και αυτό όχι μόνο στην εκδοχή της ελληνικής, ιουδαϊκής ή χριστιανικής φιλοσοφίας ή θρησκείας που αναφέραμε. Όπως παρατηρεί ο Λένιν στα «Φιλοσοφικά του Τετράδια» εμφανίζεται μια αντιστοίχιση της διαλεκτικής του ιστορικού υλισμού με την τριαδικότητα και την προσωποποίησή της στην ινδουιστική τριάδα, όπου η πρώτη όψη εκφράζεται με τον Σίβα τον Καταστροφέα, τον Βισνού τον Συντηρητή και τον Βράχμα τον Δημιουργό.

Η εξέλιξη ενέχει σαφώς και τις διαδικασίες της διάρκειας, της συνέχειας και της βιωσιμότητας, μέσα στις οποίες εντάσσεται η αφαίρεση και η απόπτωση. Το βλέπουμε αυτό στην ισορροπία ενός κυτταρικού οργανισμού και στην διαλεκτική της οργανικής και οικολογικής ομοιοστασίας  σε έναν οργανισμό και σε ένα οικοσύστημα. Η εξέλιξη πέρασε στην έμβια οργάνωση της μορφής μέσα από διαδικασίες βίας. Η έμβια οργάνωση της μορφής δοκιμάστηκε και αποδείχθηκε ως κομβικό δυναμικό στοιχείο συνοχής της στο γενετικό επίπεδο και στο επίπεδο της οργανικής εξέλιξης και μάθησης, μιας μακράς Δαρβίνειας διαδικασίας, μέσα από τη συγκυρία, αλλά και την εξαιρετικά «παράδοξη προτίμηση» –θα έλεγε κανείς– για την οργανικοποίηση, την ενθαλπία ενάντια στην αυτονόητη στατιστική κυριαρχία της εντροπίας.

Η εξέλιξη χρησιμοποίησε στοιχεία χρονικότητας, διακύμανσης και διακλάδωσης με μια εναλλακτικότητα προφανώς, γιατί βλέπουμε πολλές φορές τα κυρίαρχα στοιχεία της να προέρχονται από επικουρικά στοιχεία, τα οποία γίνονται ιδιαίτερα κρίσιμα και τα οποία, στη συνέχεια, παρακμάζουν ως σημεία αδυναμίας ή ενός μετασχηματισμού σε μια νέα πορεία αξιοποίησής τους. Όμως, το σημείο στο οποίο θα πρέπει να σταθούμε είναι ότι η ένδεια μορφής συνδέθηκε στενά με την αυτοποίηση. Η σχέση αυτοποίησης και ένδειας μορφής έχει μια πολύ παράδοξη αρχετυπική αναφορά στις κουλτούρες. 
Διαφαίνεται, για παράδειγμα, στον μύθο της ανάπλασης του ανθρώπινου γένους μέσα από τον μύθο του Δευκαλίωνα ή στον τεκτονικό μύθο των «ζώντων λίθων» ή της «ζωντανής πέτρας» στη «φιλοσοφική λίθο, αντίστοιχα». Τη σχέση αυτή τη  βλέπουμε και στην κουλτούρα του σαμανισμού, του ανιμισμού και του υλοζωισμού, η οποία έχει μια διάχυση και μια συνέχεια,  παρά την κυκλικότητα επικράτησης ενός αναγωγικού, νοησιαρχικού και ματεριαλιστικού μηχανιστικού προτύπου. Μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι αυτό το πεδίο ερμηνείας δεν έχει κλείσει και δεν έχει πάψει να μπορεί να μας δίνει νέους ορίζοντες στοχασμού, εμπειρίας, θεωρίας και επίγνωσης.

Σε αυτή την κατεύθυνση, εξάλλου, κινούνται προσεγγίσεις όπως αυτές του Χούσσερλ, του Γουάιτχεντ και του Μπεργκσόν –φαινομενολογικές και άλλες– οι οποίες αναδεικνύουν την αυτοαναφορικότητα της συνείδησης μέσα από το όργανο αντίληψης και την οργανισμική πρόοδο έκφρασης, καθώς και την ενορατικότητα. Ο Καρτεσιανός και ο Καντιανός Λόγος, όπως ο Αριστοτελικός Νους, επιχειρούν και αναδεικνύουν την αυταξία στο συνειδησιακό επίπεδο. Το ίδιο επιχειρούν, ακόμη περισσότερο, οι ιδεαλιστικές προσεγγίσεις του Μπέρκλεϋ, αλλά και οι πιο οργανικά και συναφείς με την έννοια της διάρκειας και του συνεχούς σε χρόνο προσεγγίσεις, όπως η  ενορατική θεωρία του Μπεργκσόν. Στοχαστές όπως ο Μπασελάρ και αρκετοί άλλοι επιδιώκουν μια γλωσσική σύνθεση των εννοιών χωρίς να στοχεύουν σε μια συστηματοποίηση, ενώ, από το παρελθόν, μεγάλοι στοχαστές όπως ο Πλάτωνας, ο Ποσειδώνιος ή ο Πλωτίνος φέρνουν στο φως μια πολύ διαφορετική σχέση του Ζώντος με την κλίμακα ή με τον Λόγο και με τον Νου, αναγνωρίζοντας ύπαρξη και οντότητα και συνειδητότητα στο ιδεατό και, ταυτόχρονα, τη Ζωικότητα στην πολύ μεγάλη χωροχρονική κλίμακα, όπως και στη στοιχειώδη. 

Όλη η αναλογία στοχασμού στόχευσε και στοχεύει στο να συνδέσει τη μορφή και τη ζωή με το φαινόμενο της συνείδησης και της ταυτότητας στο μέρος και στο όλο και αυτό υποδεικνύει μια ιεραρχικότητα δομημένη πάνω στη λογική της συνείδησης.

Παράγοντες εξέλιξης της συνείδησης

Η εξέλιξη, λοιπόν, στο πέρασμά της από τις φυσικές μορφές της πέτρας, του φυτού και του ζώου σε όλη την ποικιλομορφία της χλωρίδας και της πανίδας, συνδέθηκε με μια διαδικασία αυτοποίησης των μορφών. Η ζωή εκδηλώθηκε ως ψυχολογικό σχήμα αυτοσυντήρησης, διαιώνισης και εξέλιξης τόσο στο μικροοοργανικό επίπεδο, όσο και στο επίπεδο των οργανισμών. Μέσα από αυτή τη διαδικασία, αναδείχθηκε ο συνειδησιακός παράγοντας όχι μόνο ως ταυτοποίηση, αλλά και ως εποπτεία – ερμηνεία, ως ο κυρίως εξελισσόμενος παράγοντας προσαρμογής μέσα στην ανθρωπογένεση. Μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι συλλειτουργούν αντίστοιχα τέτοιοι παράγοντες στη νοητικοποίηση, την ατομικοποίηση, την ομαδοποίηση, την ενορατικότητα,, την υπερβατικοποίηση, την εμψύχωση και την πολιτισμοποίηση του ανθρώπου.

Μπορούμε να παρατηρήσουμε μια πολλαπλότητα τέτοιων παραγόντων προσεγγίζοντας, αρχικά, έναν αντισταθμιστικό μηχανισμό περιβαλλοντικής, σωματικής μειονεξίας με διαδικασίες εσωτερίκευσης και συνειδησιακής ψυχολογικής και κοινωνικής εποικοδόμησης. Πάνω σε αυτή την μειονεξία απέναντι στο περιβάλλον, η οποία σφράγισε την ανθρωπογένεση, ενεργοποιείται ο μηχανισμός της αντιστάθμισης, τον οποίο προσέγγισε, με εισαγωγικό και θεωρητικό τρόπο ο Καντ, και με ψυχαναλυτικό- ψυχολογικό τρόπο ο Άντλερ.

Αυτή είναι η παράξενη αντισταθμιστικότητα που λειτουργεί ομοιοστατικά, ακεραιοποιητικά, συμβιωτικά και σε συνέργεια με το περιβάλλον. Παρατηρείται, δε, από το κυτταρικό ή ακόμη το υποκυτταρικό επίπεδο μέχρι το επίπεδο των οργανισμών του οικοσυστήματος ή της βιόσφαιρας. Αυτή η αντισταθμιστικότητα φαίνεται να είναι το σημαντικό στοιχείο της διαμάχης που προάγει την αρμονία – το σημαντικό στοιχείο του περάσματος από όλες τις μορφές της βιόσφαιρας. Είναι αυτή η παραδοξότητα, θα έλεγε κανείς, που οδηγεί σε εμβίωση ή εκδήλωση της ζωής στις μορφές και στην υπερβατικότητά τους, στην εξέλιξή τους, στην ακεραιοποίηση και στην ολοποίησή τους, μέσα από διακριτικές και συνθετικές διαδικασίες.  

1.  Η αντισταθμιστικότητα είναι ο βασικός άξονας της ταυτότητας, της ταυτοποίησης και της οργανικοποίησης, αλλά ταυτόχρονα κινείται συνθετικά. Αυτό είναι μια θεμελιώδης παραδοξότητα που αναδεικνύει μια υπερβατικότητα στον τρόπο που θεωρούμε το υλικό γίγνεσθαι, ακόμη κι αν το δούμε υπό την ολιστική έννοια ως ενθαλπική δυναμική.

Η αντισταθμιστικότητα, λοιπόν, αυτή η αναιρετικότητα, έχει μια υπερβατική τάση. Λειτουργεί και ως αυτο-υπερβατικότητα. Μέσα από την αυτο-υπερβατικότητα διαμορφώνει και λειτουργεί ζυμωτικά στα φαινόμενα κλίμακας και σχέσης, μικρής και μεγάλης διάστασης, αλλά και στις ιεραρχικές δομές. Θα έλεγε κανείς ότι είναι το κλειδί για την ερμηνεία της δομής ως πληροφορία ή την απόδοση της δομής ως πληροφορία για τη μόχλευση της ενέργειας. Επίσης, ως πληροφορία, απηχεί και αυτό που εισηγείτο σαν δυνατότητα για πληροφορία χωρίς φορέα ο Νόρμπερτ Βίνερ.

Είναι η αφαιρετικότητα, τελικά, που είναι οντότητα ή, μέσω της αφαίρεσης, λειτουργεί και σχηματοποιείται η οντότητα; Γι’ αυτό, άραγε, είναι και η δημιουργική έκφραση και η εξέλιξη τόσο αλληλένδετες με διαδικασίες μορφοποίησης, αφαίρεσης ή υπέρβασης; Σε κάθε περίπτωση, παρέχει το κλειδί μιας εσωτερίκευσης, αναδεικνύοντας την οντοποίηση ως εσωτερίκευση και σύνθεση.  

2. Εδώ ερχόμαστε σε ένα πολυσύνθετο και πολύπλοκο πεδίο κι εδώ είναι ο δεύτερος παράγοντας. Εκτός από την αντιστάθμιση, λειτουργεί και η υποκατάσταση  ως εργαλειακή επέκταση της αντιστάθμισης ή ως εξειδίκευσή της και –από μια άποψη– ως ειδωλοποίηση.

Έτσι, για παράδειγμα, στο γεγονός του θανάτου, παρά το ότι μετέχει της εξελίξεως και, υπό αυτή την έννοια, ως αφαίρεση, είναι πεδίο απελευθερωτικό της οντότητας, η υπερβατικότητα αποτελεί μια ενόχληση στη μορφοποιημένη αυτή ταυτοποίηση ως ένα μη αποδεκτό γεγονός, απέναντι στο οποίο η συνειδησιακή υπανάπτυξη και η εσωτερίκευση λειτουργούν με έναν φόβο συσπειρωτικό και κατασκευάζουν, εν μέρει, τον νου πλέον όχι ως κύρια αντιστάθμιση ή αναιρετικότητα και εσωτερίκευση υπέρβασης, σαν κύρια εσωτερίκευση, αλλά σαν μια δευτερεύουσα εσωτερίκευση, σαν υποκατάσταση της αίσθησης του πραγματικού, της αίσθησης της ζωής, της ύπαρξης ως φαντασιακή ειδωλοποίηση ή, μάλλον, της ύπαρξης ως ειδωλικής δέσμευσης της φαντασίας. 

Αυτή η ειδωλική δέσμευση της φαντασίας έχει την καταγωγή της στις ζωικές καταβολές και στην υπανάπτυξη της συνείδησης, μολονότι το κεντρικό ερέθισμα αυτής της εξέλιξης της συνείδησης είναι αυτή η υπερβατικότητα, αυτή η εσωτερίκευση, αυτή η αφαιρετική οντικότητα και οντότητα. Εδώ βλέπουμε όντως έναν δυισμό στον άνθρωπο, ως ψυχή και πρόσωπο, ως ψυχή και προσωπικότητα· βλέπουμε έναν δυισμό νοητικό ως επιθυμησιακό και ενστικτώδη υπό το κράτος της υποανάπτυξης και, από την άλλη, ως μια ενατένιση.

Βλέπουμε τον δυισμό αυτόν στο ζωικό βασίλειο, στις διαδικασίες αποσύνδεσης από τη βιοτική μέριμνα στον τροφικό κύκλο, στη ρέμβη, στο παιχνίδι, στη ζωική χάρη, που παρατηρούμε έντονα να λειτουργεί ως εφελκυστικός παράγοντας της συμπάθειας στη σχέση των ζώων και στην οικογενειακή συγκρότηση και μέριμνα για τα μικρά, αλλά την παρατηρούμε και στα μικρά όλων των ζωικών ειδών και, φυσικά, στις ειδικές κατηγορίες της πανίδας σε πιο σταθερή και διάχυτη επίδραση.  

3. Και φθάνουμε σε ένα θεμελιώδες ανθρωπο-ζωολογικό θεώρημα εξέλιξης, ως τρίτο παράγοντα, ως έναν παράγοντα ισορροπίας ανάμεσα στην περισσότερο υπερβατική και άμεση εσωτερίκευση ή εμψύχωση και την πολωτική, ανταγωνιστική ή φοβική υποκατάσταση και στρατηγική, όπου παρατηρούμε την αποσύνδεση της έμβιας ταυτότητας και οντότητας από το ανταγωνιστικό πεδίο και τον ανταγωνιστικό κύκλο δράσης και ερεθισμάτων – είναι περίπου σαν τον Νυχτοκόπο του Άρθουρ Κλαρκ. Μπορούμε να το διαπιστώσουμε στα είδη ζωής, αλλά και στις κοινωνίες που αναπτύσσονται από αυτά, όπως στην περίπτωση του παπαγάλου, και γι’ αυτό θα μιλήσουμε για ένα πιο πραγματικό εξελικτικό ανθρωπο-ζωολογικό «θεώρημα του παπαγάλου».

Στην περίπτωση του παπαγάλου, μπορούμε να παρατηρήσουμε – και αυτό μπορεί να τεκμηριωθεί ενδεχομένως από πλευράς γονιδιώματος και από πλευράς Δαρβινικής εξελικτικότητας και συνάφειας – ότι οι παπαγάλοι εμφανίζουν έναν ισχυρό θηρευτικό αμυντικό φαινοτυπικό εξοπλισμό. Ταυτόχρονα, είναι αποσυνδεδεμένοι από τον οξύ ανταγωνιστικό κύκλο προς τον οποίον θα μπορούσε να λειτουργήσει ο εξοπλισμός τους – ένας εξοπλισμός που έχει στοιχεία υβριδιακά, που θα μπορούσε, δηλαδή, να στρέφεται τόσο προς τους καρπούς όσο και προς την πανίδα.

Βλέπουμε, όμως, ότι οι παπαγάλοι έχουν αναπτύξει έναν διατροφικό προσανατολισμό μικρής ανταγωνιστικότητας σε σχέση με άλλα κινούμενα είδη και, την ίδια ώρα, έχουν αναπτύξει ένα εκφραστικό γλωσσικό πλουραλισμό, μια μιμητικά προσαρμοστική έκφραση η οποία βασίζεται σε μια διαδικασία προσήλωσης και συνοχής με το περιβάλλον, σε μια επικοινωνιακή έμφαση και έκφραση – σε μια επικοινωνιακή εκφραστική αποσύνδεση, κοντολογίς, από τον σκληρό πυρήνα του βιοτικού κύκλου. Αυτό το πρότυπο ακολουθείται και στη διαδικασία της μάθησης, στις εξελικτικές πρόνοιες της ζωής στη νηπιακή ηλικία όλων σχεδόν των ειδών και την παιδική ηλικία των περισσότερων έμβιων μορφών. Παρατηρούμε, δηλαδή, ότι υπάρχει μια αποσύνδεση –για λόγους μαθησιακούς– από το ανταγωνιστικό πεδίο, μια προστασία από τα φοβικά ερεθίσματα και τις φοβικές αντανακλαστικές καθηλώσεις, προκειμένου να ωριμάσουν εξελικτικά, αλλά ακόμη και για λόγους βιωσιμότητας. Είναι, επίσης, μια διαδικασία εσωτερίκευσης. Στην περίπτωση του παπαγάλου, ειδικά, συναντάμε μια μεταθηρευτική αποσύνδεση και ολοκλήρωση και ίσως δεν είναι η μόνη περίπτωση. 

Αυτή η μετατροφική αποσύνδεση της ζωής συνδέεται με μια ανάπτυξη ενός πολιτισμού επικοινωνίας, παρατήρησης, έκφρασης, με μια μετατόπιση του επίκεντρου της χρήσης της στοματικής και της λαρυγγικής κοιλότητας σε πεδίο επικοινωνίας και δημιουργικής έκφρασης ή πειραματισμού.

Εδώ μπορούμε να διακρίνουμε μια θεμελιώδη γενική τάση γύρω από τη μετατόπιση της ζωής στη διαδικασία της εσωτερίκευσης και της ατομικοποίησης, με τη μετάθεση του επίκεντρου στη συνείδηση και στην επικοινωνία, από τη μετουσίωση της τροφικής και αναπαραγωγικής δυναμικής στην επικοινωνιακή και αντιληπτική δυναμική κοινωνικότητας και εσωτερίκευσης. Η συνάφεια γίνεται λιγότερο βαρβαρική· αποσυνδέεται από διαδικασίες υλικής βίας και από υλικές ροές και έρχεται σε ροές λόγου.

Βλέπουμε, εν τέλει, μια τεκμηρίωση της εξέλιξης της ζωής προς τον τομέα της επικοινωνίαςτης συνείδησης και της δημιουργικής έκφρασης και συνεργασίας, η οποία οδηγεί σαφώς σε κοινωνική ολοκλήρωση, σε άλλες κλίμακες συνέργειας και υπερβατικότητας, σε άλλες κλίμακες σύνθεσης, όπου βέβαια το άτομο κατέχει μια επιφαινόμενη αυτεξουσιότητα, σε κάποιον βαθμό.

Πολλές φορές, μπορεί να λειτουργήσει παραμορφωτικά στην αντίληψη της ακεραιότητας της ολότητας και ίσως, έτσι, να μην μπορέσουμε να δούμε – όπως θα έλεγε ο Πλάτωνας ή ο Ποσειδώνιος – το σύμπαν ως «ένα μεγάλο ζώο», με μεγάλες διαστάσεις.  Όπως, δηλαδή, ένας νευρώνας δεν μπορεί να δει το σύνολο του εγκεφάλου, δεν θα μπορούσαμε να δούμε έναν πλανήτη ως μια εκφρασμένη Νοόσφαιρα και ως Πλανητικό Λόγο.


Γιάννης Ζήσης, συγγραφέας

Φωτογραφία: en.wikipedia.org

Δημοσίευση κειμένου: 09 Αύγουστος 2010

(solon.org.gr)