ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ, ΣΥΝΘΕΣΗ & ΣΧΕΔΙΟ ΙΔΕΩΝ

ΠΑΡΑΚΜΗ ΚΑΙ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ (B’ Μέρος)

march - Σόλων ΜΚΟ
image_pdfimage_print

march - Σόλων ΜΚΟ

Πόσο ασυμφιλίωτες είναι οι απαιτήσεις του στομαχιού και του πνεύματος; Πόσο μας κόστισε  το ότι ρίξαμε το βάρος στην μια πλευρά στο παρελθόν; Τελικά ποιες είναι οι συστημικές ανεπάρκειες του εργατικού κινήματος βλέποντάς τες έξω από κομματικά και δογματικά στερεότυπα; Μήπως είναι καιρός το εργατικό κίνημα να  θέσει στην ατζέντα του το θέμα της πνευματικής ασφάλειας, της ελευθερίας από τη χωριστικότητα και του απελευθερωτικού μερισμού; Μήπως ήρθε η ώρα  του Ανθρωπολογικού Οικονομικού Διαφωτισμού;

ΑΙΤΙΕΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΜΗΣ, ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑΣ ΤΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ – Η ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ (Β’ Μέρος)
       Η «συστημική επανίδρυση» του εργατικού κινήματος, πρέπει να γίνει με όρους συνοχής και αξιοποίησης του παρόντος, με όρους εξελικτικής και αγωνιστικής σταδιακής πίεσης για συμφωνία των φορέων ισχύος χωρίς την πίεση ενός ολοκληρωτικού ριζοσπαστισμού και χωρίς την οποιαδήποτε προβοκάτσια – είτε από πλευράς παικτών ισχύος, είτε από πλευράς συγκυριακής τυχαιότητας – καθώς τόσο συχνά αυτές οι προβοκάτσιες δυστυχώς ρύθμισαν τις ιστορικές εξελίξεις καθοριστικά για την ανθρωπότητα. Χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση ήταν ο εμπρησμός του Ράιχσταγκ. 

      Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να υπάρχει για το αυτό εγχείρημα η αίσθηση του επείγοντος αλλά ότι αυτή η άμεση αγωνιστική πρέπει να συνδυαστεί με μια διεξοδική ανοικτή διεργασία διαβούλευσης, διαλόγου και συντονισμένου σχεδιασμού, ανοικτού και ισηγορικού, με όρους αξίας, ποιότητας και τελικά λειτουργικής και ουσιαστικής ιεραρχικότητας. 
  
      Η επανασυστηματοποίηση της οικονομίας και συνολικά του πολιτισμού μας είναι τελείως επιτακτική παράλληλα όμως με την επαναπροσέγγιση στον εαυτό μας. Αυτό συμβαίνει επειδή είναι ένα θεμελιωδώς ολιστικό ομαδικό εγχείρημα. Κατά αντίστοιχο τρόπο δεν πρέπει να δούμε την Εργασία στον Εαυτό ως μια ατομικιστικά πνευματική προσπάθεια και φιλοδοξία, ως ένα υπερβατικό ναρκισσισμό. Η εποχή μας είναι η εποχή της ομαδικότητας και πρέπει αφενός μεν να διασώσουμε αυτή την ομαδικότητα από τα στοιχεία του ολοκληρωτισμού αφετέρου να της δώσουμε τα στοιχεία της υπερβατικότητας, της «πνευματικής ασφάλειας», της πνευματικής σύνθεσης και της αντίληψης του κόσμου ως ολότητας τόσο στο υπερβατικό όσο και στο φυσικό και πολιτισμικό πεδίο.

       Τα ζητήματα πιο ήπιας ή χαμηλής πολιτικής και οικονομίας σαν τους ακρογωνιαίους λίθους μπορούν να λειτουργήσουν σαν αρχιμήδειοι μοχλοί, σαν ελκυστές και «δομές διάχυσης» για αλλαγή του συστήματος. Οι τομείς της οικονομίας  – και της κοινωνικής, της πράσινης, της πολιτισμικής, επιχειρηματικότητας και ευθύνης, σε μια νέα δυναμική αναγνώρισης του ρόλου της επιχειρηματικότητας, της εργασίας και του κράτους, σε μια νέα δυναμική αναγνώρισης της ανθρώπινης δημιουργικότητας, αξίας και προοπτικής σε μια νέα αναγνώριση του ρόλου του λόγου των ιδεών σ’ αυτό το γίγνεσθαι – είναι πια κεντρικά ζητήματα. 

       Βλέπουμε ότι όλο αυτό το θαυμάσιο, από μια άποψη, εγχείρημα – που όμως παραμένει ατελές και ατελέσφορο – της διεθνούς κοινότητας, της οικουμενικότητας με την μορφή του ΟΗΕ, της Unesco, και άλλων οργανισμών όπως ο FAO, σε αντίθεση με άλλους που λειτουργούν ως παράγοντες θεσμικής σκλήρυνσης του συστήματος – όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Παγκόσμια Τράπεζα ή ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου – βλέπουμε ότι ξεκίνησε από αυτό που θα ονομάζαμε ως «χαμηλή πολιτική» που αναδεικνύεται στην οικουμενική διάσταση και γίνεται μια πολιτική εναρμόνισης και συντονισμού. 
       Όταν βέβαια αυτή αποτυγχάνει, αναλαμβάνει η σκληρή «ρεαλιστική» ή «υψηλή πολιτική» που βρίθει υπαρξιακά και πολιτισμικά από ανοησίες και βαρβαρότητες, έχοντας συχνά τραγικές αποτυχίες και στον στρατηγικό τομέα ή κλείνοντας πάντα με αυτές όπως έχει δείξει η ιστορία παρά τους όποιους κύκλους «αποτελεσματικότητας». 
 
       Είναι ένας ανόητος αγώνας δρόμου, όταν ο κάθε παίκτης είναι καταδικασμένος αργά ή γρήγορα να χάσει. Κάποια στιγμή πρέπει να παραιτηθούμε από αυτό το θέατρο του παιγνίου και να σκεφτούμε λίγο πιο σοβαρά τα ζητήματα της ζωής. Να φύγουμε από αυτό το θέατρο είτε αυτό είναι το βιοτικό θέατρο της καθημερινής μας ζωής σε μικροκοινωνικό επίπεδο, είτε είναι το θέατρο της ζωής των λαών, των θρησκειών και των οικονομικών συστημάτων. Πρέπει να δούμε περισσότερο ευθέως την εξυπηρέτηση της ανάγκης, την εξέλιξη και την προσφορά μας σε τελική ανάλυση στο πεδίο της ύπαρξης, την προσφορά μας στην πλανητική ολότητα, στον Πλανητικό Λόγο και στην πρόοδο της φύσης και του εαυτού μας.     


Στομάχι ή κεφάλι; Ένα μοιραίο ζεύγος αντιθέτων 
      Η υπόθεση «στομάχι και κεφάλι» στο εργατικό κίνημα είναι ένα θεμελιώδες δίπολο το οποίο έχει αναδειχθεί μερικές φορές με κυνικό τρόπο. Υπάρχει εδώ ένα ασυμφιλίωτο φαινομενοκρατικό σημείο, αλλά τελικά διαπιστώνεται σε αυτό, μια διαλεκτική μεταξύ του στοχασμού και της πράξης. Αυτή η διαλεκτική δείχνει ότι κάθε άλλο παρά χωριστά είναι αυτά τα δύο συστήματα. 
      Το στομάχι για να εξυπηρετηθεί – μέσα από τις ανάγκες του τις διατροφικές από τον κύκλο της τροφικής αλυσίδας που ξεκίνησε μέσα σε ένα ζωικό βασίλειο και που συνεχίζουμε στο ανθρώπινο – αναδεικνύει την ανάγκη για ένα σύστημα το οποίο εκφράζει ιδέες. Η ανάγκη του στομαχιού μαζί με το σύστημα εξυπηρέτησής του εκφράζει τρόπους προσέγγισης στο πεδίο των ιδεών ή του κεφαλιού. Έτσι βέβαια φτάνουμε σε αυτό το κρίσιμο ζήτημα τελικά της συντροφικότητας ή μη, και φυσικά στην ποιότητα αυτής της συντροφικότητας. 

     Δεν εννοούμε εκείνη την ανθρωποκεντρική συντροφικότητα που μέχρι τώρα λειτούργησε ως μια οικολογική μαφία – Καμόρα απέναντι στη φύση και το πνεύμα αλλά την αβλαβή πνευματική συντροφικότητα του Μυστικού Δείπνου όπου μεγαλύτερος είναι ο υπηρετών και όχι ο υπηρετούμενος. Συντροφικότητα όπως υπάρχει επίσης στο Πλατωνικό Συμπόσιο το οποίο δεν είναι αποξενωμένο από την εργασία. Υπάρχει – στο πεδίο και την αναζήτηση των ιδεών, σε κάθε περίπτωση – μια κοινότητα εργασιακή, δημιουργική που εκφράζεται με αγάπη στην διαδικασία της δημιουργίας σε όλα τα επίπεδα και υπάρχει ένας θεμελιώδης στοχασμός ευχαριστησιακός και αβλαβής, για να θυμηθούμε βέβαια και τον Αλεξάντερ Σμέμαν στο βιβλίο του «Για να ζήσει ο κόσμος». 

      Το αλληλένδετο της ανθρωποκεντρικής βίας στη Φύση και της παρεπόμενης βίας στην οικονομική εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο στη συστηματικοποίηση, είχε παρατηρηθεί επίσης από τους Καρλ Μαρξ, Φρίντριχ Ένγκελς και Μαξ Χορκχάιμερ ενώ ελλόχευε αισθηματικά ως δικαιϊκό ζήτημα και στην Ρόζα Λούξεμπουργκ, ιδιαίτερα στους μοναχικούς της στοχασμούς. 
       Ο Φρίντριχ Ένγκελς σχολίαζε χαρακτηριστικά: «βάλαμε τη βία στην εκμετάλλευση της φύσης και η φύση μας εκδικήθηκε βάζοντας τη βία στις μεταξύ μας σχέσεις»

       Υπάρχει ένα συμβολικό κλειδί το οποίο ξεκινάει από τον μύθο της αναζήτησης της τροφής μέσα από τον ιδρώτα του προσώπου μας, μετά την έξοδό μας από την Εδέμ, στην οποία υπήρχε η αρχική αβλάβεια, η αβλάβεια με το Δέντρο της Ζωής. Ακολούθησε το δέντρο της εμπειρίας, το δέντρο της εξέλιξης που απαιτεί πλέον τη βάσανό του και τη συμμετοχή μας στη διαδικασία της δημιουργίας και την ανάληψη ευθύνης από μέρους μας για αυτή την εξέλιξη μέσα από την ατομικοποίηση και την νοητικοποίηση μας, τη διατροφή από το δέντρο της Γνώσης του Καλού & του Κακού.  

       Τώρα πρέπει να δεχτεί μια έμπνευση ομαδικότητας, ανιδιοτέλειας και υπερβατικότητας, μια έμπνευση σύνθεσης και αναγνώρισης του όλου, της ταυτότητας και του λόγου του, μια νέα ενοποιός Θέαση του Δέντρου της Ζωής. Σε μια τέτοια γραμμή για παράδειγμα κινείται ο διπολικός στοχασμός π.χ. ενός Έμερσον με το δίπολο «πνευματική υπερβατικότητα και υγεία» ενός Θορώ με τη βιωματική κοσμοσοφία, ελευθερία και φύση. Έτσι πλέον δεν υποβιβάζουμε τον καρπό της Γνώσης του καλού και του κακού ιδιοτελώς και θεατρικά ή φοβικά αλλά απολαμβάνουμε το καρπό ως θέα ως ενατενιστικότητα και διακριτική συνειδητότητα.

      Σε μια ανάλογη διπολικότητα λοιπόν βλέπουμε ότι τόσο ο εγκέφαλος χρειάζεται ψυχική ενέργεια από το στομάχι όσο και το στομάχι χρειάζεται την σκέψη. Η ενέργεια και η πληροφορία αποτελούν το θεμελιώδες δίπολο – υπό την έννοια ακόμη και της τεχνολογικής οργάνωσης του κόσμου μας και του πολιτισμού μας – και σ’ αυτή τη διπολικότητα αναπτύσσουν ακόμη και οργανισμοί τα συστήματα τους.  
      Με αυτή την διπολικότητα πρέπει να λειτουργεί και η οικονομία. Χρειάζεται το πεδίο των ιδεών όχι μόνο στην επιχειρηματικότητα αλλά και στο πεδίο του πνευματικού ορίζοντα, κάτι που δυστυχώς το έχει εξαιρέσει η αγορά. Το ίδιο συμβαίνει και στην πολιτική. Αντίστοιχα η θρησκεία χρειάζεται την οικονομία για να την μετασχηματίσει και να την κάνει περισσότερο συντροφική. Χρειάζεται η εθνότητα γιατί και αυτή ακριβώς αποτελεί μια μορφή συλλογικότητας, συντροφικότητας μόνο που πρέπει να ‘ναι ανοικτή και συνεργατική αν θέλουμε να οραματιζόμαστε μια θεραπεία των εθνών, μια θεραπεία των θρησκειών, μια θεραπεία των οικονομιών, του εαυτού μας και του πλανήτη. 
      Το εργατικό κίνημα είναι ένα θεραπευτικό κίνημα της ανάγκης, της εξέλιξης και του σχεδίου.  Σφραγίζει την πύλη του κακού, αναγνωρίζει τον κόσμο της έννοιας, τους φορείς της προόδου και τους λειτουργούς της σε πλανητικό επίπεδο εξέλιξης, στο πεδίο των ιδεών,  των αξιών, των φορέων και των προσώπων. Προσεγγίζει και εκφράζει τον λόγο, την υπερβατικότητα και την εξυπηρετικότητα. Διενεργεί το πέρασμα από την ανάγκη και την αναγκαιότητα στην ελευθερία, στην αυτοπραγμάτωση, στην συλλογικότητά της και στον μερισμό της.

       Δεν είναι τυχαίο πια ότι το θέμα της εργασίας έχει συνδεθεί τόσο πολύ με τη γνώση, με τη μαθητεία και με τη συνειδητοποίηση και μέσα από το βιοποριστικό πεδίο ο ίδιος ο οικονομικός επαγγελματισμός μας πιέζει για γνώση, ευθύνη και αλλαγή. Αυτή η διασύνδεση εργασίας και συνείδησης δένει σε μια ολοκλήρωση και για λόγους εργασιακούς.
        Το σύστημα μας απαιτεί πλέον αυτή την σύνθεση και αυτή την σύνδεση, αυτήν που ίσως αρνιόμασταν παλιά και έτσι φαίνεται και η αναγκαιότητα πια να οδηγήσουμε και το εργατικό κίνημα σε μια συνειδησιακή ολοκλήρωση ακόμη περισσότερο, σε έναν συνθετικό αυτοσυνειδησιακό αυτοπροσδιορισμό και αυτοπραγμάτωση του ανθρώπου.  Η οικονομία αναλώνει την αδράνειά μας, όχι βέβαια πάντα σε σωστή κατεύθυνση. Γι’ αυτό και χρειάζεται ένας βαθύτερος και Ανθρωπολογικός Οικονομικός Διαφωτισμός.

        Μέσα από την εργασία διευρύνεται η συνείδηση και οδηγούμαστε σε επαφή σε πραγματική συντροφικότητα στο πεδίο των αλληλοεξυπηρετήσεων, στο πεδίο του μερισμού τελικά και της πληροφορίας της ζωής και της εμπειρίας. Σε αυτή τη γραμμή κινούμενος ο καθηγητής Κοινωνιολογίας στο LSE και στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, Richard Sennett, σχολίασε:  «Αν θέλουμε πραγματικά να βγούμε από την κρίση, πρέπει να αναζητήσουμε το επίκεντρό της… Η όποια αναγέννηση θα έρθει μόνο διαμέσου της αναγέννησης του χώρου και του θεσμού της εργασίας… Ο νέος καπιταλισμός οδήγησε στην αποδυνάμωση των δημοκρατικών αξιών. …θεωρώ ότι  επιβάλλεται να εστιάσουμε την προσοχή μας στο χώρο εργασίας και να δούμε πως αυτός μπορεί να αλλάξει. Καθότι δεν υπάρχει κανένα άλλο πρόσφορο μέσο για να εκπαιδεύσουμε εκ νέου τους ανθρώπους στη συμμετοχή» [1]


Εαυτός, ελευθερία και πνευματική ασφάλεια
       Η ανάγκη μας μέσα στην τροφική αλυσίδα επιβίωσης, τα ένστικτά μας, η ανάγκη μας τελικά για εργασία μέσα στο κοινωνικό σύστημα παραγωγής, μας εισήγαγαν τον περιορισμό. Η συνείδησή μας, εισαγάγει τα αιτήματα της ελευθερίας και της πνευματικής ασφάλειας. Είναι καιρός να συμφιλιώσουμε αυτά τα δύο αιτήματα και να δούμε τον περιορισμό ως απελευθερωτικό μερισμό και πνευματικά μεταμορφωτικό. Είναι καιρός να δούμε αντίστοιχα την εργασία και την συμμετοχή μας στον κύκλο ζωής, των ιδεών, των όντων, του λόγου, του πνεύματος, της κοινωνίας, του εαυτού μας, της φύσης και των άλλων μορφών ζωής ως ένα επίσης απελευθερωτικό κύκλο, ως έναν κύκλο καταλλαγής. 

       Αυτή η θεμελιώδης ερμηνεία του κόσμου θα είναι καταλυτική και στο επίπεδο της ολοκλήρωσης των κινήτρων μας ώστε να περάσουμε από τα κίνητρα της ιδιοτέλειας και της χωριστικότητας, στην καλή θέληση, στην ανιδιοτέλεια, στη συντροφικότητα και το συνεργατικό μερισμό.

        Πίσω από όλη αυτή την διεργασία, πρέπει να αντιληφτούμε ότι όπως κάποτε ήταν αδιανόητος ο σημερινός πολιτισμός και η σημερινή επίτευξη, αυτή η νοητική ή άλλη έκσταση των στοχαστών, αυτή η ευημερία και η γνώση στην καθημερινή ζωή, έτσι λοιπόν μπορούμε να φανταστούμε ότι θα μπορέσουμε να προσεγγίσουμε νέα ύψη ιστορικής εξελικτικής εφέλκυστικότητας της πνευματικότητας του πολιτισμού αλλά και φυσικών επιτεύξεων. Μπορούμε να φανταστούμε αυτή την εξέλιξη να μας υπερβαίνει και να φτάνουμε σε μια νέα αποκάλυψη του Είναι στον κόσμο και μέσα μας, στην κοινωνία και στην φύση.

       Είμαστε σε ένα μεταβατικό στάδιο – όπως θα έλεγε και ο Μάρτιν Χοσέ ή ο Ωρομπίντο – προς τον Υπεράνθρωπο, όχι με την νιτσεϊκή έννοια αλλά με την έννοια του ανθρώπου που είναι μεσολαβητής στο εξελικτικό γίγνεσθαι, που συνεχίζει και παίρνει την σκυτάλη από το πνεύμα και την φύση σε μια πορεία λύτρωσης του εαυτού του και του κόσμου.

      Η ανάγκη να δούμε λυτρωτικά το νόημα της ζωής, είναι θεμελιώδης. Διαφορετικά είμαστε αντιμέτωποι με έναν μηχανιστικό μηδενιστικό ματεριαλισμό όπου θα πληγώνεται μόνιμα η αίσθηση του νοήματος της ύπαρξής μας και της ταυτότητάς μας, όπου η ταυτότητά μας θα είναι μόνο ένα φαντασιοκόπημα και το νόημα της ζωής μας δεν θα υπάρχει παρά μόνο ως μια αβυσσαλέα θεατρική παραζάλη, την ίδια ώρα που όπως σχολίαζε ο Ιωάννης ο Σιναΐτης: «εκείνος που άκουσε την καταδικαστική απόφαση του θανάτου του, δεν θα ενδιαφερθεί πλέον για προγραμματισμούς θεατρικών παραστάσεων» [2]

       Σ’ αυτή την περίπτωση όλοι μας έχουμε αυτή την καταδίκη του θανάτου, παρ’ όλα τα πειράματα συνθετικής ζωής – και άλλα και σε τελική ανάλυση και ο κλωνικός εαυτός μας – όλες αυτές οι τεχνολογικές υποσχέσεις δεν είναι ο εαυτός μας, δεν είμαστε εμείς. Δεν είμαστε εμείς ούτε καν το σώμα μας. Δεν ταυτιζόμαστε με το σώμα μας και γι’ αυτό έχουμε αποστασιοποιηθεί πολλές φορές από τις ανάγκες του σώματός μας και είμαστε σε σύγκρουση μαζί του.

       Είμαστε ένα ιδιόρρυθμο ον – όπως και όλα τα όντα είναι ιδιόρρυθμα – είμαστε μια τεράστια συγκατοίκηση πέραν του οργανισμού αυτόνομων οικολογικά αλλά εναρμονισμένων μικροοργανισμών μέσα μας. Όμως, έχουμε μια αίσθηση ταυτότητας και αυτή η αίσθηση ταυτότητας δεν είναι βιώσιμη στο επίπεδο το νοηματικό,  το συνειδησιακό, της επίγνωσης και της εμπειρίας μας χωρίς την κατανόηση ενός εαυτού ελεύθερου – όχι με χωριστικό τρόπο – από τον φορέα του. Εξάλλου αυτό το πρόβλημα της ελευθερίας από τον φορέα έχει αναδειχθεί και ως «πληροφορία χωρίς φορέα», από τον Νόμπερτ Βίνερ και τους γόνιμους προβληματισμούς του για τη σχέση Θεού και μηχανής στο ομώνυμο βιβλίο «Θεός και μηχανή». Συνεπώς πολύ περισσότερο αρμόζει να νοείται όταν μιλάμε για Εαυτό. Αυτό εξάλλου υπήρξε ως θεμελιώδης στοχασμός στους Πλατωνικούς και Στωικούς Φιλοσόφους.

       Ο Εαυτός είναι το διαρκές μας μυστήριο, το μυητικό μας ζητούμενο από καταβολής της ανθρωπογονίας μέχρι σήμερα. Είναι η ενυπάρχουσα και η ομαδική ακεραιότητα, συνεκτικότητα και ψυχικότητά μας. Έρχεται ως απάντηση στο αίτημα για την «Ψυχή του ανθρώπου στον Σοσιαλισμό» που έθετε πολύ επιδέξια ο Όσκαρ Ουάϊλντ.

       Διαφορετικά χωρίς την ψυχή θα γυρνάμε στην ίδια βαρβαρότητα όπως οι θεραπευμένοι από το Χριστό σε μια σημαντική ψυχολογική υποθετική διήγηση από τον ίδιο τον Όσκαρ Ουάιλντ που αιτιολογεί πολύ καλά και το γιατί σύμφωνα με τον Μπέρναντ Σω ο Χριστιανισμός δεν εφαρμόσθηκε. Το ίδιο βέβαια ισχύει και για τον Σοσιαλισμό και για τον Φιλελευθερισμό. Ας έρθουμε λοιπόν ξανά στην ανάγκη και το θεμέλιο της εσωτερικής αλλαγής και εργασίας.  Μ’ αυτή λοιπόν την παραίτησή μας από την τεχνολογική επιδίωξη της αθανασίας – παρά το γεγονός ότι αυτή μπορεί να κατορθωθεί κάποια στιγμή τεχνολογικά – θα έχουμε κερδίσει την οντολογική και πνευματική μας ασφάλεια γιατί στο βάθος ξέρουμε ότι εμείς δεν μπορούμε να ‘μαστε μια τεχνολογία, μια μηχανή – και δεν είμαστε μια μηχανή – παρά το γεγονός ότι η μηχανή είναι το φέρων σχήμα μας το φέρων όχημα μας, και βασικό εργασιακό πεδίο.

      Το σώμα μας είναι το «Μικρό μας Όχημα» και ο κόσμος είναι το «Μεγάλο μας Όχημα» για να θυμηθούμε και τους όρους Χιναγιάνα και Μαχαγιάνα, αλλά εμείς δεν είμαστε το ίδιο το όχημα, δεν είμαστε εμείς ή ο Εαυτός στον κύκλο αυτό της «Σαμσάρα». Δεν μιλάμε συστημικά ακριβώς αυτή τη στιγμή για το εργατικό κίνημα, παρότι το μπορούμε, γιατί δεν θέλουμε να κάνουμε προσαρμογές επιτυχίας που αργότερα θα οδηγήσουν σε εκτροπές και σε μηχανικιστικούς ολοκληρωτισμούς. Θέλουμε να κρατηθούμε στη σωστή απόσταση από την μηχανή και το στρεβλό «πεντάγωνο της δύναμης» όπως θα έλεγε ο Λιούις Μάμφορντ σε αυτό που οραματιζόμαστε ή στοχαζόμαστε ως ανάγκη και επικαλούμαστε για το μέλλον. [3]

      Γι’ αυτό και ανοίγουμε, με όλο αυτό το εύρος – το ζήτημα του μέλλοντος του εργατικού κινήματος – από συνειδησιακή σκοπιά, πιστεύοντας στη λογική του «Περιεκτικού Λογικού», μιας «Παρουσιαζόμενης Ιδιότητας» που είναι η σύνθεση μιας εσωτερικής «απομονωμένης ενότητας», που προσηλώνεται συνειδησιακά στο συνθετικό και το απελευθερωτικό μας σημείο, που είναι η ταύτιση εαυτού και ολότητας στην υπερβατική, εξελικτική και μετασχηματιστική ταύτιση. 


Εργατικό κίνημα και ιστορικά λάθη προσαρμογής των θεωριών 
      Στην ιστορία, έγιναν πολλά λάθη προσαρμογής για λόγους ιστορικού καιροσκοπισμού, για λόγους επικαιρότητας. Δεν πρέπει να τα συνεχίσουμε. Οι προσαρμογές που έκανε ο Απόστολος Παύλος στον Χριστιανισμό ήταν επιτυχείς για την διάδοσή του αλλά σε πολλά σημεία – παρά την θεμελιακή συνεισφορά του στην ουσία του Χριστιανισμού με πολλά υπέροχα ενορατικά στιγμιότυπα – οδήγησε το εγχείρημα της Χριστικής νηφαλιότητας σε έναν υλιστικό φονταμενταλισμό. 

      Αντίστοιχα, τέτοιες προσαρμογές είχαμε σε πάρα πολλά ρεύματα ιστορικού οραματισμού και στοχασμού, που ενσωματώθηκαν σε έναν κύκλο αναζήτησης και επιθυμίας άμεσων αποτελεσμάτων. Αυτό έγινε και με τον Μαρξισμό και το βλέπουμε πχ ακόμη και στην Λενιστική ερμηνεία του Μαρξισμού που εκβιάζει ερμηνευτικά τον Μαρξισμό, αλλά εδώ πρέπει να παρατηρήσουμε ότι και από πριν ο ίδιος ο Καρλ Μαρξ και ο Έγκελς έκαναν την παραχώρηση στην Ρώσικη προδιάθεση για επανάσταση μέσα από την πολιτικοοικονομική καθυστέρηση της Ρωσίας, η οποία δικαιώθηκε και με την απαξίωση του μεταρρυθμιστικού ιστορικού εγχειρήματος του Στολίπιν. 
       Εκεί βλέπουμε τον Μπολσεβικισμό ως μια αίρεση του Μαρξισμού, η οποία είχε μια βασιμότητα πάνω στην θεωρία του και την εκβίαση αποτελεσμάτων και εξελίξεων.  Αυτές οι συνεισφορές είναι γόνιμες στο επίπεδο του διαλόγου των ιδεών και των ιστορικών εξελίξεων αλλά δεν θα πρέπει αυτές να γίνουν το παν για μας. 

       Θα πρέπει να συνεισφέρουμε και να διευρύνουμε τον «ορίζοντα του παντός» μέσα μας αλλά να μην τον διεκδικούμε και τον οικειοποιούμαστε ή τον θεωρούμε αποκλειστικό, γι’ αυτό και ακολουθούμε εισαγωγικά αυτή την συνθετική και πλουραλιστική προσέγγιση του ζητήματος ανοικτή στην ροή του λόγου χωρίς αυτή την ελκυστική πολλές φορές σε παραγωγικό αποτέλεσμα συστημική μεθοδικότητα της γλώσσας και των εννοιών.

      Ένα τέτοιο εγχείρημα επιδιώξαμε με επιτυχία στο βιβλίο «Πράσινο Επιχειρείν» με θέμα την πράσινη επιχειρηματικότητα χωρίς να κάνουμε μια ιδιαίτερη προσέγγιση στα θέματα της μεγάλης κλίμακας ή της βαριάς πράσινης επιχειρηματικότητας. Εκεί αποδώσαμε συστημικά, αλλά ένα τέτοιο συστημικό εγχείρημα έχει περιορισμένο πραγματικό ορίζοντα στο πεδίο των ιδεών και στο πεδίο της ιστορικής ανάγκης και κρίσης. Δεν θέλουμε να φυλακιζόμαστε από τέτοιους περιορισμούς που έχουν αποδειχθεί πολύ καταστροφικοί για το οδοιπορικό των ιδεών, για το πέρασμα των ιδεών στην φάση των ιδανικών και την ειδωλοποίησή τους με την μορφή της πλάνης, της αυταπάτης, της γοητείας και της αυθεντίας και τελικά του ιστορικού και συστημικού ολοκληρωτισμού.


Συστημικές αιτίες ανεπάρκειας του εργατικού κινήματος
       Ας δούμε όμως τώρα και συστημικά τις αιτίες της παρακμής της κρίσης και ανεπάρκειας του εργατικού κινήματος.

      1α.Οι ουτοπικοί στόχοι. Οι ουτοπικοί στόχοι όπως ο στόχος που τέθηκε από τον Μαρξισμό για την κατάργηση της ιδιοκτησίας και για την πολιτική διαχείριση της μετάβασης σε συνάρτηση με τους ιδεολογηματικούς στόχους που αφορούσαν εθνοτικά, θρησκευτικά ή και άλλα πολιτισμικά ζητήματα. Αυτοί οι ουτοπικοί στόχοι – που έπασχαν από μια οραματική στενότητα και αδημονία και προερχόντουσαν από μια εμπνευσμένη κριτική ανάλυση – ήταν η πρώτη αιτία αποτυχίας της εγκαινίασης του Μαρξισμού. Τη βάση αυτής της άμεσης ιστορικής αποτελεσματικότητας δεν θα την είχε ο Μαρξισμός, και δεν θα είχε τελεσφορήσει:

1.αν δεν μεσολαβούσε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος – ένας πόλεμο τον οποίον προέβλεπε ο ίδιος ως μη ταξικό στην ουσία και

2.δεν υπήρχε η ιστορική προβοκατόρικη δυναμική που άσκησε το Α’ Ράιχ απέναντι στην Γαλλία και ο ρεβανσισμός που κινητοποίησε οριστικά στην λογική των γεωπολιτικών ισορροπιών.

      Χωρίς την ήττα επίσης του Ρώσικου Τσαρικού φονταμενταλισμού, μιλιταρισμού και μεγαλοϊδεατισμού στον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο – όπως εξάλλου την είχε αντιληφθεί και ο ίδιος ο Βλαντιμίρ Λένιν – παρά τη ματωμένη Κυριακή της Πετρούπολης που και αυτή ακολούθησε της ήττας της Ρωσίας στον Ρωσοϊαπωνικό πόλεμο δεν θα υπήρχε αυτή η ευκαιρία. Χωρίς ακόμη την συγκυρία της υποστήριξης του Μπολσεβικικού ρεύματος και της υπονόμευσης της μεταβατικής διακυβέρνησης από τον Κερένσκι, – με όλη αυτή την γεωπολιτική αποδυνάμωση της Ρωσίας και την μεθόδευση από μέρους τρίτων για την περαιτέρω αποδυνάμωση της δεν θα ήταν δυνατή η επιτυχία των Μπολσεβίκων.

       Βλέπουμε εδώ και την γεωπολιτική διάσταση που συνέβαλε στην μεγάλη επιτυχία της Σοβιετικής Επανάστασης την οποία επιχείρησαν να αναχαιτίσουν πολωτικά πολλοί παράγοντες παρά το γεγονός ότι η Ρώσικη διακυβέρνηση υποχρεώθηκε πολύ γρήγορα να μπει στο πρόγραμμα της Νέας Οικονομικής Πολιτικής, της ΝΕΠ υπό την ίδια λογική που είχε συλληφθεί από τον Τρότσκι και η οποία ακολουθήθηκε από τη μεταγενέστερη λογική της επαναμπολσεβικοποίησης από τον Στάλιν.

      1β. Η παραγνώριση του ανθρωπολογικού υποβάθρου. Εδώ λοιπόν είδαμε το πώς εγκαθίσταται ένας νέος ολοκληρωτισμός από εγγενείς και από εξωτερικούς παράγοντες, ως συνέπεια ουτοπικών τιθέμενων στόχων. Η ουτοπικότητα εδώ, αναδεικνυόταν με την διάσταση της ανθρωπολογικής ανεπάρκειας. Πολύ εύκολα λαοί και κοινωνίες επιθυμούμε κάτι αλλά δεν μπορούμε να ζήσουμε σύμφωνα με αυτό. Το πάθος της ιδιοκτησίας, της ιδιοποίησης,  της ελαχιστοποίησης της αποδοτικότητας για το κοινό καλό και της εργασίας, η έλλειψη γνώσης και ευθύνης σε ατομικό επίπεδο και η έλλειψη ανιδιοτέλειας, δεν μπορούσαν να αντιμετωπιστούν μέσα στον ελάχιστο χρόνο που υπήρχε.

        Αυτό θα έπρεπε να ήταν δηλωτικό από την αρχή στον Καρλ Μαρξ και τον Φρίντριχ Ένγκελς καθώς πολλά είχανε γραφτεί από αυτούς γύρω από το θέμα της ανθρωπογένεσης και της δημιουργίας του πολιτισμού μέσω της εργασίας, μέσα στον τεράστιο μακρό κύκλο της διαλεκτικής της φύσης χρησιμοποιώντας «τον επιστημονικό και τον ιστορικό υλισμό» ως ερμηνευτικό εργαλείο των εξελίξεων. 

       Εντούτοις όμως δεν είχε αφομοιωθεί η ανθρωπολογική διάσταση, είχε υπάρξει μόνο μια μονοδιάστατη θεωρία γύρω από την αλλοτρίωση και η αλλοτρίωση φαινόταν εύκολος αντίπαλος υπό την έννοια της αλλαγής ενός συστήματος η οποία όμως είχε μέσα της έναν μηχανικιστικό δογματισμό και μια ριζοσπαστική βία που εγκυμονούσε άμεσα τον ολοκληρωτισμό. 

        Καθώς λοιπόν η ανθρωπολογική ανεπάρκεια δεν ερμηνεύτηκε, οι στόχοι αποδείχθηκαν ουτοπικοί. Δεν κατανοήθηκε το πόσο στέρεη είναι η χαρακτηρολογική – παρά την μεταβλητότητά της –  συνειδησιακή φύση και υπόσταση του ανθρώπου. Δεν κατανοήθηκε το πόσο στέρεο είναι το ψυχολογικό στοιχείο του ανθρώπου, παρά την αλλαγή των φυσικών συσχετισμών, γύρω από τις παραγωγικές σχέσεις και τη διαχείριση των παραγωγικών σχέσεων και δυνάμεων.

      Η επιλογή του χρόνου αποδείχθηκε εσφαλμένη αλλά ήταν επείγουσα η ιστορική ανάγκη της ανθρωπότητας για αλλαγή, για πείραμα και για εμπλουτισμό της εμπειρίας της μέσα από την πολύ μακρά παγίωση του φαντάσματος της εξουσίας, της ιδιοκτησίας, της ιδιωτικότητας και του ναρκισσισμού του ανθρώπου στην φύση, στην κοινωνία και στο πνεύμα. 
 
      Έπρεπε να αποτιναχθεί και να αποσειστεί αυτό το βάρος αλλά παραδόξως ο ίδιος ο Μαρξισμός, για να μπορέσει να παίξει αυτόν τον ιστορικό συσχετισμό, ενσωμάτωσε τον ναρκισσισμό στο μαζικό επίπεδο.  Εξιδανίκευσε την αντίληψη του μαζικού ανθρώπου και του λαού και λειτούργησε ως ένας ενοποιητικός παράγοντας σε ένα πλανητικό φάντασμα ένοικο, ως μια μαζικά παραγωγική και καταναλωτική ασύδοτη ιδιοτέλεια που κατέληγε σε έναν δυναστικό ολοκληρωτισμό πάνω στην φύση, στο περιβάλλον, στην ζωή και πάνω στο πεδίο του πνεύματος, του πολιτισμού και της δημοκρατικής εξέλιξης. 
  
      Παρά το γεγονός που όπως είπαμε είχαν ενδοβληθεί κάποιες διορατικές προειδοποιήσεις – τόσο  από τον Καρλ Μαρξ όσο και από τον Φρίντριχ Ένγκελς οι οποίες διασώζονται και από μεταγενέστερους στοχαστές όπως ο Μορέν και ο Χορκχάιμερ – εντούτοις η «λογική» της απόλυτης τεχνολογικής ευημερίας, της τεχνολογικής ουτοπίας, υπήρξε σαν μια δικαιολογία για τον βιομηχανικό και αγοραίο μετασχηματισμό και καπιταλισμό, σαν η αναγκαιότητα μιας καταστροφής και μιας αποδόμησης για να βγούμε από τον νατουραλιστικό μας ρομαντισμό και λήθαργο όπως το τοποθετούσε ο Καρλ Μαρξ και ο Βλαντιμίρ Λένιν. Εξάλλου ας μην ξεχνάμε ακόμη τη φράση του Βλαντιμίρ Λένιν ότι ο «σοσιαλισμός είναι η ισχύς των Σοβιέτ συν ο εξηλεκτρισμός όλης της χώρας» [4]
    
      Εδώ βλέπουμε ακριβώς αυτή την εμμονή στην μηχανολογική λύση των ζητημάτων και την συμμετοχή σε κοινές μεθόδους και αξίες με εκείνες του βιομηχανικού καπιταλισμού θεωρώντας ακόμη και τον βιομηχανικό καπιταλισμό ως κινητήριο μοχλό μέσα από τις κρίσεις του για την σοσιαλιστικοποίηση και την πολιτικοοικονομική μετεξέλιξη του ανθρώπου και της ανθρωπότητας. Σε όλη αυτή την κοσμοθεώρηση θα λέγαμε ότι αγνοήθηκε η ακτινοβολία του Ανθρωπολογικού υποβάθρου, διασκευάζοντας μια ανάλογη έννοια της σύγχρονης κοσμολογίας. 

      2. Η θεωρητική ανεπάρκεια.  Η δεύτερη αιτία της ανεπάρκειας του εργατικού κινήματος, μετά από τους ουτοπικούς στόχους είναι η θεωρητική ανεπάρκεια η οποία πρέπει να ερμηνευτεί μέσα από τα ιστορικά της στοιχεία. Παρά την πολύ διεξοδική μελέτη, η θεωρητική ανεπάρκεια ήταν διάχυτη καθώς  αγνοήθηκε η διεξοδική μελέτη του ίδιου του Καρλ Μαρξ, του Φρίντριχ Ένγκελς ή αργότερα του Βλαντιμίρ Λένιν και άλλων στοχαστών όπως της Ρόζας Λούξενμπουργκ.

    Γενικώς, θα λέγαμε ότι υπήρχε στον ορίζοντα της σκέψης ένα έλλειμμα ανοίγματος, παρά την ενδελέχεια της αρχικής ιδρυτικής φάσης. Έτσι περιορίστηκε η φέρουσα ικανότητα της θεωρίας που υιοθετήθηκε μέσω της αναγωγής σε αυθεντία της αρχικής κριτικής και οραματικής έμπνευσης, αποκλείοντας την μετεξέλιξη και τον εμπλουτισμό μέσω συνθέσεων. Αυτή η δογματική στάση ίσως  ήτανε ιστορικά αναπόφευκτη δεδομένων των στοιχείων που συνέθεταν το τοπίο του 19ου αιώνα το οποίο ήταν αρκετά διαφορετικό –παρά τις θεμελιώδεις ομοιότητες– από αυτό πχ των αρχών του 21ουαιώνα. 

      3. Η ιστορική πόλωση.
 Η δεύτερη αιτία της ανεπάρκειας του εργατικού κινήματος, είναι πάντα η ιστορική πόλωση. Οι εισαγόμενες ιδέες στην ιστορία, ακόμη και οι επιστημονικές, όπως έλεγε ο Μαξ Πλανκ συνδέονται με το θάνατο για την επικράτησή τους και με τη βία.  Γίνεται μια πόλωση, μια μάχη. Αυτό το είδαμε και στην ιστορία του Χριστιανισμού όπου ξεκινώντας από το σημείο της πραότητας και της συνδιαλλαγής – που προτείνει ο Χριστός και ο Απόστολος Παύλος – περνάμε στο σημείο της απόρριψης του – ως ένα απαράδεκτο συγκρητισμό και μια νεοπλασματικότητα – από τους Εβραίους και από τον Φαρισαϊσμό και στη συνέχεια από τη Ρώμη,  φτάνουμε στην κοσμική επικράτησή του ενεργώντας «σαν αιθεροποιημένη μεγαμηχανή που εργαζόταν για τη δόξα του θεού και την σωτηρία των ψυχών υπο ένα Ιεροβασιλιά» [5], όπου πλέον ο ίδιος λειτουργεί διωκτικά σε οτιδήποτε διαφοροποιείται από αυτόν, λειτουργεί σαν εσωτερικό του γίγνεσθαι ή ετερόδοξο γίγνεσθαι με έναν ολοκληρωτισμό από την εποχή  – σταδιακά κλιμακούμενη – του Μεγ. Κωνσταντίνου, φτάνοντας στον Θεοδόσιο, στον Ιουστινιανό ως τη διάλυση των φιλοσοφικών σχολών, τις καύσεις βιβλίων, τις καύσεις ανθρώπων, την  Ιερά Εξέταση και το δόγμα αλάθητου του 1870 στον κολοφώνα του επιστημονικού τεχνολογικού ρομαντικού αλλά και διαφωτιστικού και δημοκρατικού εκπολιτισμού της ανθρωπότητας.

        Βαδίζοντας σε μια επιδείνωση των παλαιών ιδεών και την ίδια ώρα σε μια δυσχέρεια των νέων να εκφραστούν, δημιουργήθηκε ένα περιβάλλον πόλωσης. Αυτό το περιβάλλον πόλωσης καθιστά ασφυκτικό τον ορίζοντα μεταξύ σοβιετικού γεωπολιτικού «σταλινικού ρεαλισμού» και «ουτοπικού ριζοσπαστικού τροτσκισμού» εξίσου επικίνδυνου επίσης από μια άποψη. Ο Ουίνστον Τσόρτσιλ επιλέγει προφανώς τον  γεωπολιτικό ρεαλισμό του Ιωσήφ Στάλιν απέναντι σε ένα χείριστο κακό -αυτό του Χίτλερ και του Ναζισμού- και έτσι στην ουσία αναδεικνύεται μια παράξενη ιστορική διαλεκτική στην πορεία των ιδεών που συνδέεται πάντα με την πόλωση.

      Καθώς έτσι μπήκαν και οι ιδέες του σοσιαλισμού στην ιστορία, γεννήθηκε η αναγκαιότητα να ασκήσουν και αυτές έναν κριτικό ολοκληρωτισμό απέναντι στις άλλες. Αυτό έγινε για να δημιουργήσουν ένα δικό τους εκτόπισμα αλλά σε αυτό βοήθησε ο πόλεμος του περιβάλλοντος απέναντι σε αυτές, καθώς διαπιστωνόταν μια γενικότερη ανωριμότητα για την αποδοχής τους. 

Διαβάστε εδώ το Α’ Μέρος 
Διαβάστε εδώ το Γ’ Μέρος

___________________________ 
Σημειώσεις:
[1]  Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 14/6/09,
[2] Ιωάννη Σιναίτη, Κλίμαξ, εκδόσεις  Ιερά Μονή Παρακλήτου, σελ. 163, παρ. 59 στο «Περί Χαροποιού Πένθους στην Κλίμακα),
[3]  Μάμφορντ Λιούις, Ο μύθος της μηχανής, εκδόσεις Νησίδες, 2005 σελ 18, «Αυτές οι κολοσσιαίες αποτυχίες μιας απανθρωποποιημένης κουλτούρας εστιασμένης στην ισχύ μονότονα λεκιάζουν τις σελίδες της ιστορίας από τον βιασμό της Σουμέρ, έως την καταστροφή της Βαρσοβίας και του Ρότερνταμ, του Τόκιο και της Χιροσίμα. Αργά ή γρήγορα λέει η ανάλυση αυτή, πρέπει να βρούμε το θάρρος να αναρωτηθούμε: είναι καθαρά τυχαία αυτή η σύνδεση της άμετρης ισχύος και της παραγωγικότητας με εξ ίσου άπειρη βία και καταστροφή; Αν δεν βρούμε το χρόνο να επισκοπήσουμε το παρελθόν, δεν θα έχουμε επαρκή γνώση για να καταλάβουμε το παρόν ούτε για να κουμαντάρουμε το μέλλον: γιατί το παρελθόν ποτέ δεν μας αφήνει και το μέλλον είναι ήδη εδώ» 
[4] http://en.wikipedia.org/wiki/GOELRO_plan 
[5] Μάμφορντ Λιούις, Ο μύθος της μηχανής, εκδόσεις Νησίδες. 2005 σελ 246

Γιάννης Ζήσης, συγγραφέας
Μέλος της γραμματείας της ΜΚΟ Σόλων

ioanniszisis@solon.org.gr 

5 Ιουλίου 2010

Σχετικά άρθρα