ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΗΓΕΣΙΑ, ΣΥΝΘΕΣΗ & ΣΧΕΔΙΟ ΙΔΕΩΝ

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΠΑΡΑΓΟΝΤΩΝ – ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ, ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΦΘΟΡΑ (της Ιωάννας Μουτσοπούλου)

Chart political - Σόλων ΜΚΟ
image_pdfimage_print

Chart political - Σόλων ΜΚΟΑ) Ο ρόλος των πολιτικών και οικονομικών παραγόντων

Είναι πολύ μεγάλο το χρονικό διάστημα που έχει παρέλθει και στο οποίο είδαμε ότι οι πολιτικοί όχι μόνον δεν παίζουν κανέναν ρόλο στην ορθή διακυβέρνηση μιας χώρας, αλλά, όπως αποκαλύπτεται από τις περιπτώσεις της διαφθοράς, είναι και επιζήμιοι. Επιπροσθέτως, μαζί με τους ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες, επηρεάζουν και τη ροή πληροφορίας (δημοσιογράφους, δίκτυα κ.ά.). 

Γι’ αυτό, σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο, είναι οι ομάδες που εκφράζουν, εκ των πραγμάτων, περισσότερο τη νοσηρότητα της εξουσίας.

Οι πολιτικοί μας είναι τόσο εξαρτημένοι από αυτήν που είναι αδύνατον να δουν μπροστά τους την επερχόμενη εξαθλίωση και την οικολογική καταστροφή, αλλά, ακόμα κι όταν τη βλέπουν να συντελείται, τους είναι αδιάφορη σε σύγκριση με το ανόητο και επιφανειακό υλικό όφελος που θα έχουν στη σύντομη ζωή τους.  Δεν φαίνεται να έχουν καμμία σχέση με το κοινό καλό και την εξέλιξη της ανθρωπότητας, παρά τα ωραία λόγια και τις αόριστες αρχές που έχουν μάθει να επαναλαμβάνουν σε κάθε ευκαιρία.

Σε αυτό, όμως, δεν φταίει το πολιτικό σύστημα, αλλά ο ανθρώπινος παράγοντας στην πολιτική. Οι πολιτικοί είναι πλέον συστημικοί επαγγελματίες και όχι διαμεσολαβητές, σε έναν δημοκρατικό κύκλο διακυβέρνησης, ως θα όφειλαν.   Ποιά θα μπορούσε να είναι μία εναλλακτική πρόταση;  Δυστυχώς, προς το παρόν, δεν υπάρχει. Αυτό οφείλεται όχι σε έλλειψη θεσμών, αλλά σε ένα ανθρωπολογικό έλλειμμα στην πολιτική.  Μόνον –δυστυχώς– με την παρατεταμένη εμπειρία της κρίσης και την αναγκαστική επανενεργοποίηση των θεσμών, μαζί με την διεύρυνση της δημοκρατικής συμμετοχής, θα αναζωογονηθεί δημοκρατικά η πολιτική. 
Σήμερα, η δημοκρατική συμμετοχή των πολιτών στα κέντρα των αποφάσεων δεν μπορεί να αυξηθεί, γιατί οι πολιτικοί είναι απόλυτα προσκολλημένοι στις θέσεις που κατέχουν, έχοντας γίνει νομενκλατούρα ή ελίτ διαχείρισης συστημικής διαπλοκής.

Κανονικά, αυτή η διαπίστωση θα έπρεπε να είχε γίνει εδώ και πολλά χρόνια, αλλά ο λαός ήταν διαιρεμένος με βάση επιφανειακές ιδεολογίες, αγνοώντας τον ανθρωπολογικό παράγοντα.  Πίσω από ατελή σύμβολα που τον κάλυπταν πολιτικά ως προς την ιδεολογία του επέλεγε να ψηφίζει και πλησιάζει τους πολιτικούς του εκπροσώπους για απόκτηση εύνοιας (ρουσφέτια).  Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, δε, επιδιδόταν στη χρηματιστηριακή κερδοσκοπία, όπως, ακριβώς, κάνουν και οι μεγάλοι οικονομικοί παράγοντες, αλλά, φυσικά, σε δραματικά μικρότερη κλίμακα, φαντασιωνόμενος την αχαλίνωτη κερδοσκοπική επέκτασή του. 

Το πρόβλημα ήταν, πρωτίστως, ανθρωπολογικό ή, με άλλα λόγια, πρόβλημα συνείδησης όλων των ανθρώπων και, δευτερευόντως, το εάν οι ισχυροί έκρυβαν την αλήθεια των οικονομικών περιπλοκών.  Η άλογη, άχρηστη και μη επωφελής για τον πολιτισμό απόκτηση κέρδους είναι, από μόνη της, λανθασμένο κίνητρο, και σε αυτό πρέπει να σταθούμε.  Εξάλλου, και οι μεγάλοι παίκτες σε αυτήν ακριβώς την ανθρώπινη αδυναμία βασίζονται για τα μεγάλα παιχνίδια τους.  Και αυτή η αδυναμία είναι εκείνη που στηρίζει τη φαυλότητα όλων των συστημάτων.  Αν αυτό δεν γίνει άμεσα αντιληπτό, δεν πρόκειται να γίνει καμμία ορθή πράξη σε αντιστάθμιση των λαθών του παρελθόντος.

Από αυτούς που έχουν τη δύναμη δεν μπορεί κανείς να περιμένει τίποτε (εκτός φυσικά από εξαιρέσεις που, θεωρητικά, δεν μπορούν να αποκλεισθούν).  Είναι πολύ δύσκολο για τους ανθρώπους, όταν διαθέτουν τη δύναμη, να την θυσιάζουν για το κοινό καλό.  Επειδή αυτό είναι κοινό χαρακτηριστικό στους ανθρώπους, η διαπίστωση αυτή δεν πρέπει, με κανένα τρόπο, να οδηγήσει σε μίσος και βία –συναισθηματική ή ιδεολογική– των μη εχόντων ενάντια στους έχοντες τη δύναμη, αλλά σε βαθειά κατανόηση και απόφαση για αλλαγή του τρόπου της αντίληψης της ζωής.  Αυτή και μόνον η αλλαγή θα αφαιρούσε κάθε έρεισμα από την εξουσία.  Ωστόσο, δεν φαίνεται πιθανή στον σημερινό ιδιοτελή και συγχυσμένο κόσμο, όπου ο καθένας αισθάνεται κέντρο του κόσμου.

Έτσι, ο ρόλος των πολιτικών και οικονομικών παραγόντων, όπως φαίνεται προς το παρόν, θα είναι αρνητικός στην παρούσα συγκυρία, επιδεινώνοντας την οικονομική και οικολογική κρίση
.   Αυτό αποδεικνύουν όλα τα δεδομένα.   Όλες οι προσπάθειές τους να διατηρήσουν τη λεγόμενη «ανάπτυξη» και τη στρατηγική υπεροχή, αδιαφορώντας για τους λαούς και για τα περιβαλλοντικά προβλήματα,  επιδεινώνουν ραγδαία αυτά τα προβλήματα.  Ορισμένες, μάλιστα, χώρες, αντί να τρομάζουν με το λειώσιμο των πάγων στον Βορρά, ερίζουν για το ποιος θα χρησιμοποιήσει προς όφελός του τις ανοιγόμενες θαλάσσιες διαδρομές και φαντασιώνονται νέα κέρδη και επεκτάσεις εν μέσω μιας πολυπαραγοντικής παγκόσμιας κατάρρευσης. 

Β) Δικαιοσύνη, διακυβέρνηση και διαφθορά

Η αποφυγή του μίσους και της βίας –στην οποία αναφερθήκαμε ως απολύτως αναγκαία– δεν σημαίνει αδράνεια της δικαιοσύνης και της τάξης, αλλά ότι η δικαιοσύνη πρέπει να έχει, παράλληλα με την εξωστρεφή της δράση (που είναι ο εντοπισμός και τιμωρία των υπαιτίων), και μία εσωστρεφή ανάδραση στον κάθε άνθρωπο, για να είναι πλήρης και αληθινή.  Αλλιώς, θα είναι σαν να προσπαθεί να εξαλείψει κανείς τις συνέπειες των πράξεών του, χωρίς, όμως, να αλλάζει τις ίδιες τις πράξεις του.  Και όταν μιλάμε για πράξεις, εννοούμε και τις παραλείψεις, την αδράνεια, την αδιαφορία και την ουσιαστική, με πράξεις-επιλογές, συμμετοχή των πολλών σε αυτό που είναι ανάρμοστο.  Αυτό είναι εγκληματικός παραλογισμός.

Πολλοί λένε ότι  οι Έλληνες ασχολούνται με το ποιος φταίει και κι εμπλέκονται έτσι σε μια κομματική αντιδικία, αντί να ασχολούνται πραγματικά με την οικονομία.  Σε αυτόν τον ισχυρισμό φαίνεται καθαρά η προτίμηση για μια δήθεν τεχνοκρατική εγκυρότητα, αλλά, ταυτόχρονα, και η απουσία της λογικής και της δικαιοσύνης. 

Το ότι υπάρχει ανόητη και κομματική διαμάχη για άκρως ιδιοτελείς σκοπούς είναι προφανές.  Όμως, αυτό και μόνο δείχνει ότι αν παραγκωνισθεί ο ρόλος της δικαιοσύνης, όχι μόνον δεν θα ληφθούν οι ορθές αποφάσεις, αλλά ότι τα πράγματα θα οδεύουν προς το χειρότερο.   Και αυτό γιατί η ατιμωρησία αποθρασύνει τη διαφθορά.

Το παράξενο με αυτή την άποψη έγκειται στο ότι εμφανίζει το κράτος ανίκανο να κινήσει δύο λειτουργίες ταυτόχρονα: την απονομή δικαιοσύνης και τη λήψη οικονομικών αποφάσεων.  Επειδή η διάκριση των εξουσιών είναι κατοχυρωμένη συνταγματικά, υπάρχει η εντύπωση ότι και οι εξουσίες είναι κατάλληλα «επανδρωμένες», ώστε να εκτελούν τα καθήκοντά τους ικανοποιητικά, παράλληλα και ανεξάρτητα η μία από την άλλη.   Όμως κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να συμβαίνει.   Εκτός εάν θεωρούμε είτε τη δικαιοσύνη τόσο υποταγμένη στην πολιτικο-οικονομική επιρροή ώστε να είναι άχρηστη,  είτε δεν θέλουμε να αποδοθεί η δικαιοσύνη, γιατί ίσως θα επεκταθούν οι αποκαλύψεις σε πάρα πολλούς, πράγμα που προσπαθούν να αποτρέψουν οι πολιτικοί και οικονομικοί παράγοντες.

Όμως, η δικαιοσύνη – αν και δεν μπορεί, εκ των πραγμάτων, να είναι απόλυτη – έχει τη δυνατότητα να θέσει σε υγιέστερες βάσεις το μέλλον.   Τα, δε, οικονομικά μέτρα που λαμβάνονται αυτή τη στιγμή από τις διάφορες κυβερνήσεις, είτε στην Ευρώπη είτε στις ΗΠΑ, δεν μπορούν να επιλύσουν τα πραγματικά προβλήματα, γιατί η οικονομία δεν είναι θέμα «μαγείας», όπως προσπαθούν να μας πείσουν ώς τώρα με την ασύστολη ανάπτυξη και κερδοσκοπία. 
Η οικονομία είναι ένας τομέας που στηρίζεται, σαφώς, στην ψυχολογία του ανθρώπου και, γι’ αυτό, ρέπει σε μια παράλογη –ωσάν «μαγική» συνταγή- απληστία.  Ως εκ τούτου, παράγει στην πράξη αποτελέσματα που με μέτρο την ίδια την απληστία δεν μπορούν να αντισταθμιστούν, έστω και αν αυτή η λύση που προωθείται μπορεί, στην παρούσα περίπτωση, να ακολουθηθεί μόνον από ελάχιστους ισχυρούς σε βάρος των υπολοίπων.  Ο αλαζονικός τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισε ο διευθύνων της εταιρείας πετρελαιοειδών BP τους πολίτες στον Κόλπο του Μεξικού αποτελεί μάλλον μια ισχνή μόνον ένδειξη για το πώς ίσως βλέπουν τους συνανθρώπους τους άλλοι ισχυρότεροι παράγοντες από αυτόν.  

Ξαναγυρίζοντας στο θέμα της δικαιοσύνης και της διακυβέρνησης, θα πρέπει να επισημάνουμε ακόμη ορισμένα πράγματα: 

Οι τρεις συνταγματικά κατοχυρωμένες εξουσίες πρέπει να να συνδράμουν η μία στο έργο της άλλης, και η μία να μην παραβιάζει τις αρχές της άλλης.  Για παράδειγμα, δεν μπορεί να υπάρξει πραγματική διακυβέρνηση (οργανωμένη πολιτεία, πολιτικό σύστημα κ.λπ.] χωρίς δικαιοσύνη.   Και, μάλιστα, η δικαιοσύνη θα πρέπει να αφεθεί να λειτουργεί απρόσκοπτα, γιατί είναι αυτή που μπορεί να αντιμετωπίσει την «τέταρτη» –αν και ανεπίσημη– εξουσία που, επί του παρόντος, είναι κατ’ ουσία η οικονομική με όλες τις μορφές της (για παράδειγμα, τη διαχείριση της πληροφορίας) και βρίσκεται πίσω από όλες τις άλλες μορφές εξουσίας, διαφθείροντάς τες. 

Από την άλλη, ούτε η νομοθετική εξουσία, μόνη της, θα ήταν επαρκής για την ομαλή λειτουργία της πολιτείας, γιατί οι νόμοι μπορούν να αλλάξουν ή να παραβιασθούν, όπως, για παράδειγμα, τώρα αλλάζουν οι νόμοι οι σχετικοί με το εργασιακό καθεστώςˑ σε τελευταία ανάλυση, δεν έχουν καμμία αξία όταν δεν εφαρμόζονται.  Στην πραγματικότητα, οι νόμοι εφαρμόζονται, κυρίως, στις μικρής οικονομικής αξίας υποθέσεις κι, έτσι, επαληθεύεται αυτό που έλεγε ο αρχαίος Σκύθης σοφός Ανάχαρσις, ότι ο νόμος μοιάζει με έναν ιστό αράχνης που πιάνει τα μικρά έντομα, αλλά παραβιάζεται από τα μεγάλα.

Γιατί, όμως, η δικαιοσύνη θεωρείται μη επιθυμητή στην παρούσα κατάσταση; 
Πρώτον, διότι μπορεί να προκληθεί μίσος και βία, κάτι που, κατά την άποψή μας, είναι όντως αποφευκτέο, γιατί δεν επιλύει πραγματικά τα προβλήματα, αλλά αντιθέτως δημιουργεί άλλα, ενίοτε χειρότερα.  Όμως, το μίσος θα είναι αναπόφευκτο, αν η οικονομική συμπίεση συνεχιστεί και αυξηθεί – αν θέλουμε να είμαστε, στην κυριολεξία, ρεαλιστές και όχι, απλώς ιδεολογικά – στρατηγικά μιμούμενοι τον ρεαλισμό. 

Δεύτερον, η αποκάλυψη της έκτασης της διαφθοράς σε πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό επίπεδο μπορεί να προκαλέσει τέτοια έλλειψη εμπιστοσύνης και επακόλουθη κοινωνική έκρηξη που θα επιφέρει αποσάθρωση της ίδιας της εξουσίας (και βέβαια και της κοινωνίας), πράγμα που η εξουσία, σε οποιαδήποτε μορφή της, προσπαθεί να αποφύγει. 

Για το σύνολο, όμως, της κοινωνίας (εθνικής και παγκόσμιας), μόνον η σταθερή αναλαμπή της ισότητας και της δικαιοσύνης θα μπορούσε να συγκρατήσει αυτό το χάος.  Αλλά αυτές οι αρχές είναι πάρα πολύ δύσκολο να υπερισχύσουν, γιατί η ανθρωπότητα ακολουθεί έναν απόλυτα εγωκεντρικό δρόμο, τόσο ανάμεσα στις διάφορες φυλετικές, εθνικές και κοινωνικές ομάδες της, όσο και ανάμεσα σε αυτήν και το περιβάλλον.

Έχουμε φθάσει σε ένα σημείο στην ιστορία όπου οι θεσμοί έχουν εξαντληθεί, απλώς επειδή δεν υπάρχουν ικανοί άνθρωποι να τους υποστηρίξουν πραγματικά.   Οι πολλοί ίσως φαντάζονταν ότι οι θεσμοί, από μόνοι τους, χωρίς την ανθρώπινη συμμετοχή, μπορούσαν να δημιουργήσουν μία δίκαιη κοινωνία για λογαριασμό τους. 

Αλλά αυτό είναι ένα ανεύθυνο λάθος, το οποίο καλούμαστε να πληρώσουμε τώρα.  Όπως η αυτόματη αγορά δεν είναι επαρκής, έτσι ακριβώς και αυτόματη πολιτική με θεσμούς που λειτουργούν γραφειοκρατικά και τεχνοκρατικά δεν είναι επαρκής ως πολιτική κοινωνία.  

Η εξυγίανση της πολιτικής κοινωνίας –και σε αυτήν συμπεριλαμβάνεται και το σύνολο των πολιτών– απαιτεί την πολιτισμική συνέργεια των λαών, πράγμα που, αυτή τη στιγμή, δεν φαίνεται να υπάρχει σε κανένα μέρος της γης.  Και αυτό διότι οι ίδιοι οι λαοί, αλλού, είναι κυριαρχημένοι από τα είδωλα της αγοράς και από την πολιτισμική κυριαρχία της κοινωνίας του θεάματος και του καταναλωτισμού και, αλλού, από ποικίλους φονταμενταλισμούς, λειτουργώντας έτσι, οι μεν απέναντι στους δε, ως προβοκάτσια και άλλοθι για την αδυναμία πολιτισμικής και δημοκρατικής εξέλιξης.

Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν είναι ο κοινοβουλευτισμός ή η αγορά, αλλά ο ανθρωπολογικός ή πολιτισμικός ολοκληρωτισμός, ο οποίος στρεβλώνει τους θεσμούς και τις έννοιες τόσο στο επίπεδο των ελίτ όσο και στο μαζικό επίπεδο.  Αυτός είναι ο έμμεσος ολοκληρωτισμός ή, αλλιώς, η δημοκρατική παράσταση του ολοκληρωτισμού.

Ιωάννα Μουτσοπούλου, δικηγόρος
Μέλος της ΜΚΟ Σόλων

Φωτό:Wikimedia

28 Ιουνίου 2010

Σχετικά άρθρα