1

ΟΨΕΙΣ ΤΩΝ ΘΕΩΡΙΩΝ ΠΕΡΙ ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΣΜΟΥ

“Η γκιλοτίνα και το οπλοπολυβόλο, η φυλακή και η γραμμή συναρμολόγησης, ο ρατσισμός και η ευγονική, τα μακελειά των αποικιακών πολέμων και του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου είχαν ήδη διαμορφώσει το κοινωνικό περιβάλλον και το πνευματικό τοπίο στο πλαίσιο του οποίου η Τελική Λύση θα μπορούσε να συλληφθεί και να τεθεί σε εφαρμογή”.                        
          
                                                         Enzo Traverso

       Στις μέρες μας ξανάγινε της μόδας ο «ολοκληρωτισμός». Από τα πιο απίθανα στόματα εκστομίζονται κατηγορίες περί «ολοκληρωτισμού» για τους πιο διαφορετικούς ανθρώπους, κράτη, νοοτροπίες και ιδεολογίες.

       Με αφορμή τη δολοφονική επίθεση των εξτρεμιστών της Αλ Κάιντα κατά στόχων στο εσωτερικό των ΗΠΑ, η ακροδεξιά αλλά και οι φιλελεύθερες πτέρυγες της δεξιάς και της αριστεράς κατήγγειλαν είτε όλο το Ισλάμ – ή έστω ορισμένες τάσεις του – ως «ολοκληρωτικό». 
       Μονίμως οι νεοφιλελεύθεροι φοβούνται πως η ανάπτυξη – ή έστω η υπέρμετρη ανάπτυξή του– του κοινωνικού κράτους μπορεί να ανοίξει το δρόμο στον «ολοκληρωτισμό». Με τη σειρά της η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση καταγγέλλεται και ως κατίσχυση του αγοραίου «ολοκληρωτισμού».    
        Ακόμη και η πάντα προσεκτική συντακτική ομάδα του «Ιού» της «Ελευθεροτυπίας» χρησιμοποιεί πού και πού τον όρο – για παράδειγμα, ως επιθετικό προσδιορισμό για πράξεις της πολιτικής και δικαστικής εξουσίας, π.χ. τρομονόμος, πρακτική αναίρεση δικαιωμάτων των κατηγορουμένων στη δίκη των μελών της «ΕΟ17Ν». 
       Τελικά μήπως ο όρος «ολοκληρωτισμός» δεν είναι παρά μια «πανσυλλεκτική» φράση που, όπως λέει ο Slavoj Zizek, «μας απαλλάσσει κάπως από το καθήκον του να σκεπτόμαστε ή ακόμα χειρότερο μας εμποδίζει να σκεπτόμαστε;» ώστε να εμπεδωθεί η συναίνεση στο (νέο)φιλελευθερισμο; Στο παρόν άρθρο θα εξετάσουμε την προέλευση του όρου και το νόημά του, ώστε να αντιληφθούμε ποια είναι η σημασία του για την πολιτική ανάλυση αλλά και για την πολιτική και ιδεολογική πάλη.

Η θεωρία περί ολοκληρωτισμού
     
Όταν μιλάμε για «ολοκληρωτισμό» ο νους μας πάει αμέσως στην μεγάλη πολιτική φιλόσοφο του 20ού αιώνα, την Χάννα ʼρεντ, που με το βιβλίο της Origins of Totalitarianism δημιούργησε μια ολόκληρη σχολή πολιτικής σκέψης που δάνεισε στοιχεία της τόσο στις αναλύσεις του ναζισμού όσο και του σταλινισμού.

       Πριν προχωρήσουμε σε ανάλυση της έννοιας του ολοκληρωτισμού πρέπει να εξετάσουμε την σημασία της έννοιας της εξουσίας σύμφωνα με την άποψη της ʼρεντ. «Η εξουσία ανταποκρίνεται στην ικανότητα του ανθρώπου όχι απλώς  να δρα αλλά να δρα εκ συμφώνου. Η εξουσία δεν είναι ποτέ ιδιότητα ενός ατόμου & ανήκει σε μια ομάδα και συνεχίζει να υφίσταται μόνο για όσο χρόνο η ομάδα είναι ενωμένη. Όταν λέμε για κάποιον ότι βρίσκεται «στην εξουσία» αναφερόμαστε στο ότι εξουσιοδοτείται από ένα συγκεκριμένο αριθμό ατόμων να δρα στο όνομά τους». Η εξουσία χωρίς αυτή τη μεταφορική σημασιολόγησή της αναφέρεται απλώς και μόνο στην ισχύ. 
      «Η ισχύς αναμφίβολα χαρακτηρίζει κάτι το ατομικό, μιαν ατομική οντότητα& είναι η ιδιότητα που είναι σύμφυτη  με ένα αντικείμενο ή με ένα άτομο και ανήκει στο χαρακτήρα του, που ενδεχομένως να μπορεί να επιβεβαιωθεί σε σχέση με άλλα πράγματα ή πρόσωπα, όμως είναι ουσιαστικά ανεξάρτητη από αυτά». Η ισχύς διακρίνεται από τη δύναμη, έννοια «που συχνά χρησιμοποιούμε στην καθημερινή ομιλία ως συνώνυμο της βίας, ειδικά αν η βία εξυπηρετεί ως μέσο πίεσης, και που θα έπρεπε να κρατηθεί, στη γλώσσα της ορολογίας, για τις «δυνάμεις της φύσης» ή για τη «δύναμη των περιστάσεων» (la force deschoses), δηλαδή, να υποδηλώνει την ενέργεια που απελευθερώνεται από φυσικά ή κοινωνικά κινήματα». Πιο αμφίσημη η έννοια της λέξης authority (αρχή, αυθεντία, εξουσία) που θα μας χρειαστεί για την ανάλυση του ολοκληρωτισμού. 

      Η ίδια η Arendt επισημαίνει ότι είναι το πιο «απατηλό» από τα φαινόμενα αυτά και συχνά διαστρεβλώνεται ως όρος. Μπορεί να λεχθεί, για πρακτικούς λόγους, ότι αναφέρεται «στην αναμφισβήτητη αναγνώριση από αυτούς από τους οποίους ζητείται να υπακούσουν & ούτε εξαναγκασμός χρειάζεται ούτε πειθώ». Για να παραμείνει κανείς στην αρχή απαιτείται σεβασμός για το πρόσωπο ή το αξίωμα στο οποίο αναφέρεται. Στην αντίθετη περίπτωση «ο χειρότερος εχθρός της αρχής, ως εκ τούτου, είναι η περιφρόνηση, και ο πιο σίγουρος τρόπος για την υπονόμευσή της είναι το γέλιο». 

     Τελευταία, αλλά όχι λιγότερο σημαντική, είναι η έννοια της βίας που διακρίνεται από τις άλλες εξαιτίας του εργαλειακού της χαρακτήρα. Σαν όλα τα άλλα εργαλεία χρησιμοποιείται για την επαύξηση του μεγέθους της δύναμης του ανθρώπου, έχει όμως και την τάση, «στο τελευταίο στάδιο της ανάπτυξής της να την υποκαθιστά». Είναι αυτονόητο ότι οι έννοιες αυτές στην πραγματικότητα δεν υφίστανται στην καθαρή τους μορφή παρά σε συνδυασμό αναμεταξύ τους. 
      Αν θεωρήσουμε την πρώτη και την τελευταία έννοια που αναφέραμε, δηλαδή την εξουσία και τη βία, ως ένα δίπολο που στη μία άκρη του είναι η εξουσία και στην άλλη η βία, θα διαπιστώσουμε στην πράξη ότι όσο αυξάνεται η απόσταση της μίας από την άλλη τόσο πλησιάζουμε στις καθαρές τους μορφές. 
     Όμως όταν φτάσουμε στα άκρα του δίπολου θα διαπιστώσουμε ότι η μία έννοια υλοποιείται με τη μορφή του τρόμου ενώ η άλλη εξαφανίζεται εντελώς: «η βία εμφανίζεται όταν η εξουσία διακυβεύεται, αλλά σαν αφεθεί να πάρει το δρόμο της καταλήγει στην εξαφάνιση της εξουσίας». Χάνεται, σε τελευταία ανάλυση, η ίδια η έννοια της εξουσίας ως ικανότητα του ανθρώπου όχι απλώς να δρα αλλά να «δρα εκ συμφώνου», χάνεται δηλαδή η έννοια της ίδιας της κοινωνίας. Αυτό το γεγονός μπορεί να συμβεί μονάχα στο ολοκληρωτικό πολιτικό σύστημα.

       Αντίθετα με την Η.Arendt ο Νίκος Πουλαντζάς ορίζει κατ’ αρχήν την εξουσία ως «την ικανότητα μιας κοινωνικής τάξης να πραγματοποιήσει τα ειδικά αντικειμενικά συμφέροντά της». Η ερμηνεία του Πουλαντζά εμπεριέχει το στοιχείο της ομάδας όπως και της Arendt και έχει και συγκεκριμένο κοινωνικό περιεχόμενο : την τάξη. Ο Πουλαντζάς διαχωρίζεται από την Arendt στο βαθμό που αναφέρεται στις δομές του πολιτικο-κοινωνικού σχηματισμού στον οποίο κάθε φορά αναφέρεται και ο οποίος χαρακτηρίζεται από την διαρκή ταξική σύγκρουση. 

      Για το λόγο ετούτο σε μια μεταγενέστερη αναδιατύπωση της έννοιας του κράτους ως τόπο άσκησης της εξουσίας θα αναφερθεί σ’ αυτό ως συμπύκνωση των ταξικών συσχετισμών. Η έννοια της εξουσίας που συνήθως χρησιμοποιείται στην περίπτωση μιας νομιμοποιημένης δύναμης, δηλαδή, εντός ενός πλαισίου ελάχιστης συναίνεσης εκ μέρους των υφισταμένων στη σχέση εξουσίας, ενώ θεωρείται από τον Πουλαντζά χρήσιμη, εν τούτοις σχετίζεται μόνο με τη διάκριση των μορφών της εξουσίας. Όσον αφορά την έννοια της authority, ο Ν.Πουλαντζάς την θεωρεί ως κατάλληλη προς χρήση στα πλαίσια της ανάλυσης των κοινωνιών που χαρακτηρίζονται από μη ανταγωνιστικές συγκρούσεις και αντιθέσεις. 
      Η έννοια της ισχύος (might, puissance) τοποθετείται στα πλαίσια μη ταξικών κοινωνικών σχέσεων όπως πχ των μελών ενός αθλητικού συλλόγου. Στα πλαίσια της εργασίας αυτής η χρησιμοποίηση των παραπάνω εννοιών, ή κάποιων από αυτές, θα είναι τέτοια ώστε να καταστούν πιο φανερές οι διαφοροποιήσεις στις εξηγήσεις και ερμηνείες του φαινομένου του «ολοκληρωτισμού» ως «πολιτικού συστήματος».


Η έννοια και τα χαρακτηριστικά του ολοκληρωτισμού
      
Tι εννοούμε όμως μιλώντας για «ολοκληρωτισμό»; Συχνά αναφέρεται ότι ο φασισμός και ο κομμουνισμός ήταν εξ ορισμού ολοκληρωτικά συστήματα. Το γενικό σχήμα που περιγράφει το ολοκληρωτικό σύστημα αποτελείται από δύο ομόκεντρους κύκλους εκ των οποίων αυτός που αναπαριστά την κοινωνία πολιτών περικλείεται εντός του μεγαλύτερου που αναπαριστά το κράτος. 
      Πρόκειται για ένα αφαιρετικό σχήμα που, με τους λοιπούς όρους να παραμένουν αμετάβλητοι, αναπαριστά το μοντέλο του ολοκληρωτισμού όπως το αντιλαμβάνεται ο πολιτικός φιλελευθερισμός και η δημοκρατική θεωρία. 
      Η γραμμική εξέλιξη από το αρχικό μοντέλο της φιλελεύθερης κοινωνίας στην ολοκληρωτική περιλαμβάνει δύο ενδιάμεσα χρονικά και ποιοτικά στάδια : αρχικά το κράτος επεμβαίνει ελάχιστα στην κοινωνία πολιτών και στην ιδιωτική σφαίρα (οικονομικός φιλελευθερισμός και αρνητικό κράτος), κατόπιν το (θετικό) κράτος αρχίζει να παρεμβαίνει σε πολλές από τις δραστηριότητες και θεσμούς της κοινωνίας πολιτών και της ιδιωτικής σφαίρας και το τελευταίο στάδιο πριν από την απαρχή του ολοκληρωτισμού χαρακτηρίζεται από τη μαζική παρέμβαση του κράτους στον οικονομικό σχεδιασμό, στις κοινωνικές υπηρεσίες, στην πρόνοια και στις ιδιοκτησιακές σχέσεις (κράτος πρόνοιας και δημοκρατικού σοσιαλισμού). 
      Πιο αναλυτικά τα κύρια χαρακτηριστικά ενός ολοκληρωτικού συστήματος (του «ολικού» κράτους) προσδιορίζονται ως η μαζική πειθάρχηση της ζωής των ανθρώπων, η δημιουργία ενός τελειοποιημένου μηχανισμού για την κατασκευή συναίνεσης μέσω της προπαγάνδας και της κατήχησης σε συνδυασμό με την καταπίεση και το κλίμα τρόμου απέναντι σε υποτιθέμενους εχθρούς της κοινωνίας, εξωτερικούς και, κυρίως, εσωτερικούς. Η βία στο αποκορύφωμά της. 
      Το ολοκληρωτικό σύστημα ολοκληρώνεται στην εντέλεια, κατά την Arendt, όταν ακόμη και η φωνή του ανθρώπου χάνεται οριστικά, όταν ο άνθρωπος δεν θα ξέρει πια να επικοινωνήσει, όταν το μέσο της επικοινωνίας η προφορική ομιλία που ξεχωρίζει το ανθρώπινο είδος, δηλαδή ο λόγος, παύει να υφίσταται: «Πράγματι, ούτε κι οι πόλεμοι ακόμη, ας αφήσουμε τις επαναστάσεις, προσδιορίζονται πάντοτε εντελώς από τη βία. Εκεί όπου η βία κυριαρχεί απόλυτα, όπως για παράδειγμα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των ολοκληρωτικών καθεστώτων, όχι μόνο οι νόμοι – οι νόμοι σιωπούν (le lois setaisent), όπως το διατύπωσε η Γαλλική Επανάσταση, αλλά τα πάντα και οι πάντες πρέπει να σιωπούν. 
       Είναι εξαιτίας αυτής της σιωπής που η βία είναι ένα περιθωριακό φαινόμενο στην πολιτική σφαίρα 
&  γιατί ο άνθρωπος, στο βαθμό που είναι πολιτικό ον, είναι προικισμένος με τη δύναμη του λόγου. Οι δύο φημισμένοι ορισμοί του Αριστοτέλη για τον άνθρωπο, ότι είναι πολιτικό ον και είναι ον προικισμένο με το λόγο, αλληλοσυμπληρώνονται και αναφέρονται αμφότεροι στην ίδια εμπειρία της ζωής στην Ελληνική πόλη. Το ουσιώδες εδώ είναι ότι η βία αυτή καθ’ εαυτή είναι ανίκανη να εκφέρει λόγο, και όχι απλώς ότι ο λόγος είναι ανίσχυρος σαν έρθει αντιμέτωπος με τη βία».

Η ιδιαίτερη ευαισθησία που χαρακτηρίζει την προσπάθεια της Hannah Arendt να αναλύσει το ολοκληρωτικό σύστημα οφείλεται τόσο στην παιδεία της όσο και στην εμπειρία της, εμπειρία που μοιράστηκε με πολλούς/ες άλλους/ες της γενιάς της και της εθνικής και θρησκευτικής τηςκαταγωγής. Η Γερμανοεβραϊκή της καταγωγή και ο καθολικός χαρακτήρας της παιδείας της αφήνουν τα ίχνη τους στην εργασία της για τον ολοκληρωτισμό. Φτάνει να ερευνά σε βάθος μέσα στην ιστορία των μεσαιωνικών και νεοτέρων χρόνων για να βρει τις ρίζες του ολοκληρωτισμού. 
      Αναζητεί όχι μόνο τη Γερμανική και ʼρια καταγωγή του ναζισμού αλλά δεν αφήνει τίποτα όρθιο και στην πλευρά του Εβραϊσμού – με χαρακτηριστική την κριτική της τοποθέτηση για τον Benjamin Disraeli, τον άνθρωπο που έφτασε στην κορυφή της Βρετανικής αυτοκρατορίας στο 18ο αιώνα και ο οποίος είχε πλάσει κρυφά όνειρα για επικράτηση της «εκλεκτής Εβραϊκής φυλής» όταν εκπονούσε τα νεανικά λογοτεχνικά του έργα. 
      Ως μια από τις τελευταίες «καθολικές διανοούμενες» του 20ού αιώνα η Arendt προσεγγίζει τον ολοκληρωτισμό από τις πλευρές της ιστορίας, της κοινωνιολογίας, της κοινωνικής και της πολιτικής ψυχολογίας και, βεβαίως, της φιλοσοφίας.

      Οι έννοιες που κατέχουν κεντρικές θέσεις στην ανάλυση της Arendt είναι ο αντι-σημιτισμός, τα παν-κινήματα, ο ιμπεριαλισμός, η επέκταση για χάρη της επέκτασης, οι ανθρώπινες μάζες. Ο αντι-σημιτισμόςγεννιέται στους μεσαιωνικούς χρόνους με δύο κύρια χαρακτηριστικά : από τη μια θρησκευτικά (η φυλή που «πρόδωσε» το Χριστό) και από την άλλη κοινωνικο-οικονομικά (οι αποδιοπομπαίοι τράγοι σε εποχές κοινωνικό-οικονομικής κρίσης ως οι διαμεσολαβητές και κάτοχοι της χρηματικής πίστης). Και τα δύο αυτά χαρακτηριστικά ανάλογα με τη συγκυρία άλλοτε θα τονίζονται μαζί και άλλοτε ξεχωριστά. 
      Η απελευθέρωση των πολιτών με την είσοδο στην εποχή της νεωτερικότητας και την ανάπτυξη του καπιταλισμού θα στερήσει από τους οικονομικά ισχυρούς Εβραίους τις δυνατότητες που τους παρείχαν τα προνόμια του «ancien regime» ως των χρηματοδοτών των βασιλικών και πριγκηπικών αυλών. Τα παν-κινήματα είναι τα κινήματα εκείνα που χαρακτηρίζονται από την ιδεολογία του «φυλετικού εθνικισμού». 

       Ο φυλετικός εθνικισμός έτεινε να συμπεριλάβει ως εν δυνάμει μέλη του κοινωνικού αυτού κινήματος όσους και όσες διέθεταν όχι μόνο τα στοιχεία εκείνα που χαρακτηρίζουν μια εθνότητα, δηλαδή κοινή γλώσσα, ήθη και έθιμα, κοινό έδαφος, αλλά διεύρυνε τα πλαίσια αυτά προσθέτοντας και κυρίως, προθέτοντας και προβάλλοντας με ιδιαίτερο τόνο το στοιχείο του «αίματος». 

      Ο γερμανικής καταγωγής υπήκοος της Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας που από το 1933 ως το 1945 επρόκειτο να προβληθεί ως ο πρωταγωνιστής στους χειρότερους εφιάλτες της ανθρωπότητας θα προκαθορίσει δύο στοιχεία ως βασικά προαπαιτούμενα της φυλετικής καθαρότητας : το αίμα και τοχώμα. Εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι ο φυλετικός εθνικισμός τείνει να εξαλείψει από το λεξιλόγιό του την έννοια της ανθρωπότητας & υπάρχει η ανώτατη, μόνο, φυλή και όλοι οι «άλλοι» που υποβιβάζονται στην κατηγορία του ζώου. Το ζώο στερείται της ικανότητας του λόγου και, κατά συνέπεια, πρέπει είτε να περιορίζεται είτε να εξοντώνεται ως άχρηστο. Η Arendt προσεγγίζει τον ολοκληρωτισμό και από αυτή την οδό τη βαμμένη με το αίμα των θυμάτων του φυλετικού εθνικισμού. Ο ιμπεριαλισμός έχει μια Δυτική και μια Κεντρικο-Ευρωπαϊκή χροιά. 

      Ο Δυτικός, και κυρίως ο Βρετανικός της εποχής του 19ου αιώνα και της εποχής του ναζισμού, ιμπεριαλισμός έχει μια αίσθηση της ανθρωπότητας : τα βρετανικά εμπορικά και πολεμικά πλοία που επιβάλλουν στην Ανατολή τη θέληση της αυτοκρατορίας δια της πολιτικής της κανονιοφόρου «δαμάζουν το νερό, τον άνεμο και τον ήλιο». Ο ιμπεριαλισμός είναι σαν τον επιβάτη του ποδηλάτου, όπως και ο καπιταλισμός : και οι δύο πρέπει να κινούνται συνεχώς για να μπορούν να στέκονται. Όπως ο καπιταλιστής έχει ανάγκη από παραγωγή νέων κερδών συνεχώς για να μπορεί να αναπαράγεται έτσι και ο ιμπεριαλιστής: πρέπει να εργάζεται για την επέκταση για την επέκταση

      Ο κεντρικοευρωπαϊκός, αντίθετα, ιμπεριαλισμός είναι διαφορετικός. Η αντίληψη για το χώρο είναι διαφορετική. Τόσο η Γερμανία όσο και η Ρωσία δεν έχουν τις εκτεταμένες αποικίες της Δύσης και περιορίζονται στα Ευρωπαϊκά ηπειρωτικά πλαίσια. Το πλεόνασμα χρήματος και το πλεόνασμα πληθυσμού πρέπει να διοχετευτεί στους «ζωτικούς χώρους» που περιτριγυρίζουν τη χώρα. «Η επέκταση για την επέκταση» θα ανακαλυφθεί όταν έχει ήδη ολοκληρωθεί μέσα στο ίδιο το εσωτερικό της χώρας: η καθυστερημένη ενοποίηση της Γερμανίας. 
      Ταυτόχρονα όμως δεν πρέπει να κατανοήσουμε το ναζιστικό κίνημα ως ένα οποιοδήποτε εθνικιστικό κίνημα. Ο ναζισμός ανακαλύπτοντας τo φυλετικό geist (πνεύμα) στο ρατσισμό των Αρίων θα προσδώσει «θετική» χροιά στο κίνημα του Χίτλερ : Άριος σημαίνει Ευγενής στη σανσκριτική γλώσσα. Η Ινδοευρωπαϊκή ομοεθνία είναι η καταγωγή των Αρίων. Η κατάδυση του ναζισμού στα βαθιά νερά του μυστικισμού θα οδηγήσει στη χαμένη ήπειρο της κοινωνίας των καστών από τις οποίες η απόπειρα εξόδου ισοδυναμεί με θάνατο. Οι ευγενείς πρέπει να μείνουν ευγενείς και να αυτοαναπαράγονται με τον επιστημονικά πιο πρόσφορο τρόπο, οι δε παρίες να εξολοθρεύονται. 

       Οι Γερμανοί δεν αισθάνονταν όλοι άνετα. Οι διαχωρισμοί ανάμεσα στο «εμείς» και στο «αυτοί» αρχίζουν να γίνονται μετά το 1933 και στο εσωτερικό του προνομιούχου έθνους. Η ναζιστική ιδεολογία παρά το επιφανειακό της νεωτερικό στυλ δεν παύει να είναι η κατ’ εξοχήν οπισθοδρομική και αντιδραστική ιδεολογία. H 1η Σεπτεμβρίου του 1939 θα προσδιορίσει και το σημείο από το οποίο αρχίζει η εφαρμογή του σχεδίου για την υποβάθμιση της ανθρωπότητας και ως συνόλου: η έναρξη του «ολοκληρωτικού πολέμου». 

      Η πάλη των φυλών έχει αντικαταστήσει την πάλη των τάξεων. Στις αντίπερα όχθες των κεντροευρωπαϊκών ποταμών ο παν-σλαβισμός, αν και μη επίσημη ιδεολογία του κράτους, ως παν-κίνημα θα έχει συμβάλλει στην οικοδόμηση μιας άλλης ολοκληρωτικής δικτατορίας. Ο εθνικιστικός αναπροσανατολισμός της ΕΣΣΔ και του Κομμουνιστικού Κόμματος θα προσδώσει μια νέα φυσιογνωμία στη χώρα αυτή που δεν θα έχει καμία σχέση με τη χώρα της επανάστασης του Οκτώβρη του 1917. H 1η Σεπτεμβρίου του 1939 θα προσδιορίσει και το σημείο από το οποίο αρχίζει η εφαρμογή του σχεδίου για την τελική λύση του Χίτλερ : η καταστροφή αρχίζει. Η ελευθερία του ανθρώπου δεν λογαριάζεται ως αξία μπροστά στη φυλή. Η ελευθερία χάνει τόσο το θετικό της όσο και το αρνητικό της περιεχόμενο κάτω από τη μπότα των κατακτητών.  

      Η Αrendt φτάνει στο σημείο να τονίσει ότι ακόμη και ανάμεσα στις κλασικές τυραννίες και στον ολοκληρωτισμό υπάρχει μια ακόμη ουσιαστική διαφορά : η τυραννία ή η στρατιωτική δικτατορία αφήνουν – συνειδητά ή ασυνείδητα, αδιάφορο, – έστω και κάποιες ελάχιστες χαραμάδες ελευθερίας στον άνθρωπο να χαρεί την ιδιωτική του ζωή, ο ολοκληρωτισμός σκοπεύει στο κλείσιμο κι αυτής της χαραμάδας. 

       Η αρνητική ελευθερία που ένα της βασικό στοιχείο είναι το «δικαίωμα στο όνειρο» θεωρείται ως η άκρη της κλωστής που άμα την τραβήξει κανείς θα ξεσκιστεί ολόκληρο το ψεύτικο οικοδόμημα του ολοκληρωτισμού. Γι’ αυτό και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ο άνθρωπος-μάζα οδηγείται στην τέλεια απόγνωση ώστε να μην ελπίζει έστω και σε έναν θεό, οποιοσδήποτε κι αν είναι αυτός: ο άνθρωπος, η φύση, η κοινωνία, η ακόμη κι ο «πανταχού παρών και τα πάνθ’ ορών» που από τα γεννοφάσκια του μαθαίνει να γνωρίζει ο κάθε άνθρωπος στα πλαίσια της διαδικασίας του εκ-κοινωνισμού του. Οι έγκλειστοι των στρατοπέδων οδηγούνται στην απόρριψη κάθε έννοιας περί χρησιμότητας ακόμη και του εαυτού τους. Αισθάνονται άχρηστοι. Και ως άχρηστοι, χωρίς θεό χωρίς βουλή, οδηγούνται στα κρεματόρια ή αφήνονται στο έλεος της παγωμένης φύσης. 

      Ο ολοκληρωτισμός έκανε τους ανθρώπους να νοιώσουν πως δεν έχουν καμία αξία. Νομιμοποίησε το έγκλημα όχι μόνο για τους καθ’ έξιν κατά σύστημα εγκληματίες αλλά το έκανε αποδεκτό και από τα ίδια τα θύματα : ο «φονιάς με το θύμα αγκαλιά» κατά την παρανόηση μιας από τις εκδοχές. Η αντίστοιχη, αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό τελειοποιημένη, στρατηγική ακολουθήθηκε και από την άλλη πλευρά, τη Σταλινική. Ας θυμηθούμε τις δίκες της Μόσχας: ο αθώος ομολογούσε το έγκλημα που δεν διανοήθηκε ποτέ να διαπράξει για να σώσει όχι τον εαυτό του αλλά τη «σοσιαλιστική» πατρίδα. Δεν ήταν οι ομολογίες μονάχα προϊόντα βασανιστηρίων. 

      Οι Ναζιστές και οι Σταλινικοί βασίστηκαν στη γνήσια ανιδιοτέλεια των στρατευμένων οπαδών τους για να δηλώσουν στον έξω κόσμο ότι τα καθεστώτα τους είναι τόσο τελειοποιημένα που ακόμη και η διαφωνία ως προς μια επιμέρους πολιτική δεν μπορεί παρά να εντάσσεται σε μια ενιαία λογική. Η διαφωνία είναι και αυτή προγραμματισμένη. Αντίθετα, πολλές φορές η συμφωνία με την ολοκληρωτική ιδεολογία είναι που βάζει σε υποψία τους ολοκληρωτικούς ηγέτες. Ενώ η σκέψη απαγορεύεται ρητώς και δια ροπάλου, εν τούτοις υπαγορεύεται στην πράξη, για να είναι σε θέση ο ολοκληρωτικός ηγέτης να χρησιμοποιεί σαν πιόνια μιας πολιτικής σκακιέρας τους υποταγμένους του. Στο όνομα της αποτελεσματικότητας της πολιτικής του ο ηγέτης κάνει ρουά ματ πριν ακόμα ξεκινήσει την παρτίδα.

      Η εξουσία έχασε την πραγματική της έννοια, κατά την Arendt, κι έγινε ωμή βία, τρόμος, σιωπή. Όμως υπήρξαν κραυγές στη σιωπή. Αν οι ιδεολόγοι του ολοκληρωτισμού νομίζουν πως ο ολοκληρωτισμός ποτέ δεν πεθαίνει, έχουν και δίκιο και άδικο. Όταν ο Αδόλφος και η Εύα αυτοκτονούσαν σ’ εκείνο το Βερολινέζικο υπόγειο για να μην δώσουν τη χαρά στους Σοβιετικούς στρατιώτες που κατελάμβαναν την πρωτεύουσα του Γ Ράιχ να τους συλλάβουν ήξεραν πως η φυσική τους παρουσία δεν ήταν πλέον απαραίτητη. 
      Ο Αδόλφος γνώριζε πως σε κάποια άλλη στιγμή της ιστορίας, που είναι γνωστή για τα καπρίτσια της, ίσως σε κάποιο άλλο τόπο και, βεβαίως, υπό άλλες συνθήκες, κάποιος άλλος άνθρωπος με «έμφυτη προσωπικότητα» τόσο ισχυρή ώστε να ξεχωρίζει από το ασήμαντο πλήθος των μαζανθρώπων θα προσπαθήσει να ξαναοργανώσει το πλήθος των ανωνύμων σε ένα νέο ολοκληρωτικό παν-κίνημα με στόχο την κατάργηση της ανθρωπότητας, των ίδιων των ανθρώπων με τα φυσικά τους δικαιώματα. Και ο ολοκληρωτισμός που τότε δεν δεσμευόταν από τα εθνικά όρια και επεκτεινόταν για χάρη της επέκτασης σε ολόκληρο τον πλανήτη, ίσως αύριο να προσπαθήσει να διευρύνει τα όρια της επέκτασής του και πέρα από τα όρια της τόσο υποτιμημένης στην αντίληψή του ανθρωπότητας. Οι νέοι ʼριοι ίσως να είναι γήινοι στην καταγωγή αλλά όχι στην εμβέλεια.

       Πάντως η ιδιότητα του ανθρώπου-πολίτη όπως την όρισε ο Αριστοτέλης μπορεί να αποδείξει ενεργοποιούμενη και το άδικο των ιδεολόγων του ολοκληρωτισμού. «Οι ολοκληρωτικοί υπερηφανεύονται ότι είναι ο ισχυρός βραχίονας της ιστορικής αναγκαιότητας. Αυτοαναγνωρίζονται ως οι νέες και σφριγηλές δυνάμεις που αγωνίζονται εναντίον μιας παλιάς, παρακμάζουσας τάξης πραγμάτων. Ισχυρίζονται πως πρέπει να αποδείξουν, και δεν μπορούν να αποδείξουν. Εν τούτοις πρέπει να τους αντιμετωπίσουμε στο δικό τους έδαφος, και να έχουμε τις λύσεις τις δικές μας για τα δικά τους προβλήματα. Δεν θα είναι και τόσο εύκολο καθήκον. Όμως αν πετύχουμε, τότε η ελευθερία θα αποδειχτεί πάντα νέα, και η καταστροφή που βρίσκεται στη ρίζα όλων των ολοκληρωτισμών θα στραφεί εναντίον του ίδιου του ολοκληρωτισμού» έγραφε από το Λονδίνο την 1η Δεκεμβρίου του πρώτου έτους του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ο F. Borkenau. 
       Το μήνυμα του ήταν ένα και μοναδικό : Αντίσταση και επανενοποίηση της κοινωνίας με βάση τη δημοκρατία και την ελευθερία.


Η ψυχολογική – ιστορική προσέγγιση της Σχολής της Φρανκφούρτης
      
Η ανάλυση του ολοκληρωτισμού, ιδίως της φασιστικής εκδοχής του, από την πλειοψηφία των μελών της «Σχολής της Φρανκφούρτης», της Αμερικανικής περιόδου της, χαρακτηρίζεται από την έρευνα των κοινωνιολογικών – ψυχολογικών δομών που τον συγκροτούν. Η ανάλυση για να πραγματοποιηθεί προϋποθέτει το συνδυασμό στοιχείων τόσο από τον Μαρξισμό όσο και από τον Φροϋδισμό καθώς και στοιχείων κοινωνιολογίας και πολιτικής θεωρίας. 
       Η συνδυαστική αυτή προσπάθεια αποδίδει έναν ιδιαίτερο ρόλο στους κοινωνικούς επιστήμονες στην αντιφασιστική πάλη. Bασικός εκπρόσωπος της προσέγγισης αυτής ο Τ.W.Adorno θεωρεί ότι η προκατειλημμένη, δηλαδή η αυταρχική προσωπικότητα αποτελεί το κυριότερο εμπόδιο στον επαναστατικό μετασχηματισμό των κοινωνικών και πολιτικών δομών. Η προκατειλημμένη προσωπικότητα είναι μια υπό έλεγχο προσωπικότητα. Ο προκατειλημμένος άνθρωπος στερείται της ικανότητας να ερευνά τον ίδιο του τον εαυτό, συνεπώς είναι στη δυσάρεστη, που βέβαια δεν τη συνειδητοποιεί, θέση να μην μπορεί να «δει» τον εαυτό του και να «είναι» ο εαυτός του. 

      Ο άνθρωπος αυτός είναι, ως εκ τούτου, δεκτικός σε κάθε είδους χειραγώγηση που τον στρέφει ενάντια στον ίδιο του τον εαυτό, ενάντια στα ίδια του τα βασικά συμφέροντα. Το καθήκον των κοινωνικών επιστημόνων όπως το προσδιόρισε ο Αdorno συνίσταται στην υποβοήθηση των προκατειλημμένων προσωπικοτήτων να αποβάλουν το ημιδιαφανές πέπλο της χειραγώγησης που επιβάλλεται συνήθως εκ των άνω, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις και εκ των κάτω. 

     Ο επιδιωκόμενος σκοπός είναι οι άνθρωποι αυτοί να καταστούν ικανοί, μέσω της αυτογνωσίας, να προσδιορίσουν τους αληθινούς τους εαυτούς για να αποκτήσουν τη δυνατότητα του να συμπεριφέρονται ρεαλιστικά σύμφωνα με τα πραγματικά δεδομένα του κοινωνικού γίγνεσθαι. Η μεθοδολογική συζήτηση που διεξήχθη στα πλαίσια της ερευνητικής ομάδας που υπό την επιμέλεια των Adorno, Horkheimer και S.H.Flowermann και σε συνεργασία με την Αmerican Jewish Society μελέτησε το ζήτημα της αυταρχικής προσωπικότητας κατέληξε στην απόφαση να χρησιμοποιηθούν οι τεχνικές των ερωτηματολογίων με στόχο να αποσπασθούν πληροφορίες αναφορικά με την κοινωνική κατάσταση των ατόμων χρησιμοποιώντας ως κλίμακα μέτρησης την μέθοδο Lickert. Η καταγραφή των απόψεων και προδιαθέσεων των ατόμων βοηθά στην πληρέστερη κατανόηση συνθέτοντας μια κοινωνική ψυχολογία της προκατάληψης.

     Η απόπειρα του έτερου μέλους της σχολής της Φρανκφούρτης, του Erich Fromm εστιάζεται περισσότερο στους ψυχολογικούς παράγοντες που επιτρέπουν την αποδοχή του φασισμού. Ακόμη πιο διεισδυτικά το ερευνητικό του βλέμμα εισχωρεί στην ψυχή, όχι μόνο του «νευρωτικού ανθρώπου» αλλά και, του «κανονικού» καθημερινού ανθρώπου που διαμορφώνεται ως «αυταρχική προσωπικότητα». Η κύρια αιτία είναι ο σαδομαζοχιστικός χαρακτήρας του κανονικού ατόμου που από τη μια αρέσκεται στην λατρεία των εξουσιαστών αρχηγών και στην υποταγή σ’ αυτούς και από την άλλη επιθυμεί να υποτάξει στις δικές του εξουσιαστικές διαθέσεις τους άλλους.

      Η τοποθέτηση του Gerald M.Platt εντάσσεται στις ψυχολογικές αναλύσεις του φασισμού από μια άλλη, ανεξάρτητη σε σχέση με τη Σχολή της Φρανκφούρτης, πλευρά. Δεν ερμηνεύει το φασισμό ως απλώς ένα φαινόμενο που αντανακλά τις διαθέσεις της «κατώτερης μεσαίας τάξης» αλλά τον τοποθετεί στο πεδίο της «κρίσης ταυτότητας». 
     Υπό την έννοια αυτή βρίσκεται πιο κοντά στις απόψεις της Arendt. Το μοντέλο αυτό είναι ένα πλαίσιο μέσα από το οποίο ορίζονται οι ορίζουσες του ναζισμού ως νέας ιδεολογικής δύναμης που όχι μόνο προσδίδει στους οπαδούς του μια νέα αίσθηση του νοήματος του κόσμου που τους περιβάλλει, αλλά, κι αυτό είναι το επικίνδυνο, δημιουργεί κι επιβάλλει μια αυταπάτη : την αυταπάτη του ανήκειν στο «ίδιο» κίνημα. 

      Σε μια άλλη δηλαδή εκδοχή του «εμείς» και του «αυτοί» με καθέτως προσδιορισμένες διαχωριστικές γραμμές που οριοθετούν και δημιουργούν την αίσθηση της κοινής ταυτότητας. Τότε αυτή η ταυτότητα περιελάμβανε το φυλετικό στοιχείο ως προσδιοριστικό και πρωταρχικό. Σήμερα αυτή η ταυτότητα εστιάζεται στο πολιτισμικό στοιχείο. Η ουσία όμως της επικίνδυνης και ολοκληρωτικής ομογενοποίησης του κοινωνικού είναι ίδια και απαράλλακτη. «Η απώλεια των οικείων κοινωνικών νορμών και η τοποθέτηση κάποιου εντός αυτών είναι εν δυνάμει χαοτική. ʼνθρωποι που δεν μπορούν να διατηρήσουν μια βιογραφικά κεκτημένη αίσθηση προσωπικής ταυτότητας, συνέχειας, αισθημάτων αξιοσύνης, αυτοεκτίμησης, του ανήκειν σε μια κοινότητα, και άλλων πολλών, εύκολα κυριεύονται από συναισθηματικές εμπειρίες. Όταν αυτές οι συνθήκες διαχέονται ευρέως η κοινωνία υποφέρει από κρίση κατασκευής νοήματος». 

       Το πρόσωπο που ξεπροβάλλει μέσα από αυτή την κρίση και που μπορεί να συνθέσει σ’ ένα νέο ιδεολογικό πλαίσιο την ερμηνεία της αίσθησης της κρίσης και τον σχεδιασμό των μελλοντικών ανατάσεων, έχει τη δυνατότητα, ελλείψει σημαντικών αντιστάσεων, να ελέγξει τεράστια σύνολα ανθρώπων που αναζητούν ταυτότητα και αίσθηση του ανήκειν. Ο Ναζισμός, ο Φασισμός και ο Σταλινισμός έπαιξαν επάξια, σε βάρος όμως της έννοιας της ανθρωπότητας, αυτό το παιχνίδι. 

     Αυτή η κρίση νοήματος συνυφαίνεται με την ανάγκη που νοιώθουν στη φάση αυτή τα άτομα να τύχουν αναγνώρισης, μιας αναγνώρισης που θα τους κάνει εύπιστους απέναντι στον ολοκληρωτικό ηγέτη γιατί αυτός θα προέρχεται απ΄αυτά, θα μιλάει όπως αυτά και θα απαιτεί προσήλωση και σεβασμό που θα καταλήξει στον ολοκληρωτικό τρόμο. «Μπορεί να αισθάνομαι ανελεύθερος με τη έννοια ότι δεν με αναγνωρίζουν ως μια αυτοκυβερνώμενη ατομική ανθρώπινη ύπαρξη& όμως το ίδιο μπορεί να νοιώθω και ως μέλος μιας μη αναγνωρισμένης ή μη ικανοποιητικά εκτιμώμενης ομάδας : τότε επιθυμώ τη χειραφέτηση ολόκληρης της τάξης μου, ή της κοινότητας ή του έθνους ή της φυλής ή της επαγγελματικής ομάδας. Τόσο πολύ μπορώ να το επιθυμώ αυτό, ώστε να μπορώ, μέσα στην οδυνηρή μου λαχτάρα για status , να προτιμήσω να με κακομεταχειρίζεται και να με κακοκυβερνά κάποιο μέλος της φυλής μου ή της κοινωνικής μου τάξης, από τον οποίο παρ’ όλ’ αυτά αναγνωρίζομαι ως άνθρωπος και ως αντίπαλος – δηλαδή ως ίσος – από το να με μεταχειρίζεται καλά και υπομονετικά κάποιος από μια ανώτερη και απόμακρη ομάδα, που δεν με αναγνωρίζει γι’ αυτό για το οποίο επιθυμώ να είναι ο εαυτός μου». 
       Ο I.Berlin είχε δίκιο να τονίζει 30 χρόνια μετά την έναρξη του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου πού μπορούσε να οδηγήσει μια τέτοια αντίληψη : στην άρνηση κάθε μορφής ελευθερίας, είτε θετικής είτε αρνητικής. 

Οι αιτίες του φαινομένου προσδιορίζονται από τέσσερις συντεταγμένες. Πρώτον, από την οικονομική πολιτική που ακολουθήθηκε κατά τη διάρκεια της πρώτης περιόδου του εγκατεστημένου φασισμού και συνίστατο στην σχετική και όχι απόλυτη εκμετάλλευση για ορισμένες μερίδες των εργατικών-αγροτικών τάξεων και στην πολιτική του «διαίρει και βασίλευε» που αποδιοργάνωνε την ενιαία έκφραση των λαϊκών τάξεων χρησιμοποιώντας τη μία ενάντια στην άλλη (πχ άνεργοι εναντίον ήδη εργαζομένων) και βοηθούσης της νέας ανάπτυξης της οικονομίας απορρόφησε ένα μεγάλο κομμάτι της ανεργίας. 

      Η οικονομική αυτή ανάπτυξη είχε δύο αιτίες: τη μετάβαση από τον ανταγωνιστικό και φιλελεύθερο καπιταλισμό στο μονοπωλιακό καπιταλισμό και την ενίσχυση των πολεμικών προετοιμασιών που ευνοούσαν τη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου και την αύξηση της απασχόλησης. 

       Δεύτερη αιτία υπήρξε η επιτυχής εκμετάλλευση του «εθνικού ζητήματος» που ετίθετο διαφορετικά απ’ ότι στις συγκροτημένες ήδη από αιώνες σε έθνη-κράτη δυτικές εθνικές κοινωνίες. Η Ιταλία και η Γερμανία είχαν καθυστερήσει όχι μόνο στην εκβιομηχάνισή τους αλλά και στην εθνική τους ολοκλήρωση. Οι Χίτλερ και Μουσολίνι άδραξαν την ευκαιρία και έπαιξαν καλά το εθνικιστικό χαρτί με το οποίο κέρδισαν τις λαϊκές τάξεις της υπαίθρου και τις μικροαστικές της πόλης. 
      Η παρουσίαση του ζητήματος της συμφωνίας των Βερσαλλιών με τέτοιο τρόπο ώστε να εμφανιστούν οι δύο χώρες ως «προλεταριακά έθνη» που μάχονται την ιμπεριαλιστική τάση της Αγγλίας, της Γαλλίας και των ΗΠΑ ήταν τέτοια που ενέταξε στις τάξεις του φασισμού μερίδες της αντιιμπεριαλιστικής αριστεράς..

      Τρίτη αιτία ήταν ότι «μπόρεσε να ξαναπάρει στον ιδεολογικό του λόγο, διαστρέφοντάς τις, μια σειρά από βαθιές λαϊκές επιθυμίες, συχνά ειδικές σε κάθε μια από τις αναφερόμενες τάξεις, τμήματα τάξεων και κοινωνικές κατηγορίες». Η μελέτη του Πουλαντζά εντοπίζει τις συνθήκες έντονης ταξικής πάλης και στο εσωτερικό των φασιστικών μηχανισμών ως εκφράσεις της διαφοροποίησης της φασιστικής ιδεολογίας. Κατά κάποιο τρόπο συμφωνεί σε ορισμένα σημεία με τις αντίστοιχες της Αrendt όσον αφορά τις διαμάχες ανάμεσα στις διάφορες φασιστικές οργανώσεις και στις σχέσεις τους με τον κρατικό μηχανισμό, με τη μόνη διαφορά ότι εκεί που ο Πουλαντζάς βλέπει ταξική πάλη η Arendt βλέπει απλώς την κατάρρευση της έννοιας της εξουσίας και την αντικατάστασή της από το αντίθετό της, δηλαδή τη βία. Ο Πουλαντζάς αντίθετα τονίζει το διφορούμενο της λαϊκής απήχησης που εκφράζει το δίπολο υποταγή-αντίσταση. Τέλος, η τέταρτη αιτία που εξηγεί τη λαϊκή απήχηση του φασισμού είναι η πολιτική της Γ΄ Κομμουνιστικής Διεθνούς και των κομμάτων της στην Ιταλία και στη Γερμανία που δεν κατάλαβαν τίποτα από το φασιστικό φαινόμενο αφήνοντας στην τύχη του το εργατικό-λαϊκό κίνημα μη διεξάγοντας αποτελεσματική ιδεολογικο-πολιτική μάχη ενάντια στο φασισμό [3].


O
 Herbert Marcuse και ο σοβιετικός μαρξισμός: μια διαφορετική κριτική           
       
Ο Η.Μarcuse  είναι ο στοχαστής εκείνος που επανέφερε στον αμερικανικό ακαδημαϊκό χώρο αλλά και στο εν γένει αριστερό και ριζοσπαστικό κίνημα των ΗΠΑ της δεκαετίας του 1960-70 τη συζήτηση για τον Hegel προσπαθώντας να αναθεωρήσει τις παραδοσιακές οπτικές για τη μεθοδολογία του. Επανεισάγει τη διαλεκτική σε μια πανεπιστημιακή κοινωνία που κυριαρχείται από το μεθοδολογικό εμπειρισμό. 
      Μελετά και το είναι και το δέον των πραγμάτων προσπαθώντας να εξηγήσει τις εντάσεις ανάμεσα στο δεδομένο και στο δυνατό, ανάμεσα στο άμεσο φαινόμενο και στην τελική πραγματικότητα. Αρνείται να προσδώσει κύρος και αυθεντία στο υπάρχον δείχνοντας ότι έχει τη δυνατότητα να αλλαχθεί. Κάθε υπάρχον εμπεριέχει και την άρνησή του. Η «άρνηση της άρνησης» είναι το στοιχείο εκείνο που συγκροτεί την «κριτική θεωρία».

      O Η. Marcuse, όπως ο ίδιος τονίζει, προσπάθησε, και πέτυχε, να ξεφύγει από το ασφυκτικό διανοητικό πλαίσιο της περιόδου του Ψυχρού Πολέμου ανάμεσα στην «καπιταλιστική» Δύση και στην «σοσιαλιστική» Ανατολή και «να παρουσιάσει μια σχετικά αντικειμενική ανάλυση βασισμένη σε μια ορθολογική ερμηνεία των ιστορικών εξελίξεων» όσον αφορά την ουσιαστική κριτική της οικοδόμησης της Σοβιετικής κοινωνίας. 
      Την περίοδο που εκδίδεται η μελέτη του για το Σοβιετικό Μαρξισμό στη Σοβιετική Ένωση επικεφαλής του Κομμουνιστικού Κόμματος και αρχηγός του κράτους είναι ο Νikita Khrushchef. Η περίοδος αυτή για την ΕΣΣΔ χαρακτηρίζεται από την εξέλιξη μιας πολιτικής διαδικασίας «αποσταλινοποίησης» του καθεστώτος που προσπαθεί μέσα στα πλαίσια του Ψυχρού Πολέμου να ανασυγκροτήσει τις δομές του και να αποσαφηνίσει τις στρατηγικές του. Η εξέλιξη αυτή δεν ήταν σε εκείνη την ιστορική φάση αναγκαστικά χωρίς επιστροφή. 
      Ήδη ο Marcuse αντιλαμβάνεται τη διάθεση οπισθοχώρησης από τις διαδικασίες φιλελευθεροποίησης στο εσωτερικό της χώρας και της σκλήρυνσης της εξωτερικής πολιτικής που ανταποκρίνεται στις συνθήκες οι οποίες δημιουργούνται από τη σινοσοβιετική ρήξη.  
      H περιοδολόγηση της σοβιετικής ιστορίας και των διαφορετικών πολιτικών αντιλήψεων που επικράτησαν κατά τη διάρκειά τους όπως καταγράφονται στα επίσημα κείμενα του ΚΚΣΕ και της ΕΣΣΔ καθώς και στα κείμενα των θεωρητικών του σοβιετικού μαρξισμού, παρά το γεγονός ότι έχουν ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον που θα βοηθούσε την ανάλυσή μας, είναι εκτός των ορίων της παρούσης εργασίας. Για το λόγο αυτό θα περιοριστώ στην καταγραφή των βασικών σημείων από την κριτική του Marcuse. 
 

       Η ανάλυση του Marcuse εντάσσει το σοβιετικό μαρξισμό σ’ ένα πλαίσιο που ορίζεται από τις γραμμές που χαράσσονται από την ανταπόκρισή του στις εξελίξεις στη Δύση που στη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο ηγεμονεύεται από τον Αμερικανικό καπιταλισμό. Η πολιτική της «ειρηνικής συνύπαρξης» του «διαφωτισμένου ολοκληρωτισμού» ανταποκρίνεται στις ανάγκες του σοβιετικού συστήματος να προχωρήσει στη μετεξέλιξή του στο δεύτερο στάδιο της «οικοδόμησης του σοσιαλισμού» που προσδιορίζεται από τις προγραμματικές διακηρύξεις για μείωση της διάρκειας της εργάσιμης ημέρας, παροχή πολυτεχνικής εκπαίδευσης σε μεγάλα στρώματα του πληθυσμού, συνεχιζόμενη αύξηση της παραγωγής σε βαθμό τέτοιο ώστε να καλύπτονται μόνιμα οι ανάγκες της κοινωνίας. 

       Το δεύτερο στάδιο είναι αυτό που οι σοβιετικοί μαρξιστές ονόμασαν «μετάβαση στον κομμουνισμό». Ποιος όμως είναι ο χαρακτήρας του ήδη οικοδομηθέντος «σοσιαλισμού»; Ποιο είναι το στοιχείο εκείνο που διαφοροποιεί το σοβιετικό καθεστώς από το ναζιστικό ώστε ο Μarcuze να μιλάει για κάτι το διαφορετικό από το ολοκληρωτικό μοντέλο, κοινό και για τα δύο συστήματα, που περιέγραψε η Arendt; Ο Marcuze ανατρέχει στις «αρχικές συνθήκες» που προσδιόρισαν την τελική φυσιογνωμία του καθεστώτος. 

      Ο V.I. Lenin ηγήθηκε της Μπολσεβίκικης Επανάστασης του 1917, μιας επανάστασης που έσπασε τον «αδύνατο κρίκο» της «παγκόσμιας ιμπεριαλιστικής αλυσίδας» αναθεωρώντας ουσιαστικά τη Μαρξική θέση περί προλεταριακής επανάστασης στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες της Δύσης. 
      Η επανάσταση οργανώθηκε και καθοδηγήθηκε από το Μπολσεβίκικο κόμμα που στήθηκε και λειτούργησε με κυρίαρχη εσωκομματικά μια ομάδα «επαγγελματιών επαναστατών» που επέβαλλε την επαναστατική συνείδηση από τα πάνω στο προλεταριάτο˙ πολιτική γραμμή που, κατά το Lenin, επιβλήθηκε λόγω των ιδιόμορφων συνθηκών μέσα στις οποίες αναπτυσσόταν η προλεταριακή δράση (πόλεμος, καθυστερημένη καπιταλιστική ανάπτυξη, μικρό αριθμητικά προλεταριάτο, εκτεταμένη αγροτική τάξη). 

      Η Λενινιστική θέση είναι καρπός από τη μια της ήττας των προλεταριακών επαναστάσεων στη Γερμανία και στην Ουγγαρία που ξέσπασαν μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και από την άλλη της αντίληψης περί ύπαρξης προλεταρίων εθνών σε διάσταση με τα ανεπτυγμένα έθνη. Η Ανατολή περιλαμβάνει τα μεν, η Δύση τα δε. Η Σοβιετική Επανάσταση πλέκει το μύθο του απελευθερωτή της ρωσικής κοινωνίας και όχι μόνο. 
       Για να επιτευχθεί όμως ο στόχος αυτός χρειάζεται σύμφωνα με τους Σοβιετικούς η ταχεία εκβιομηχάνιση της χώρας που θα αναβαθμίσει το βιοτικό επίπεδο των μαζών και θα λειτουργήσει ως μοντέλο για τις «προδομένες από το ρεφορμισμό προλεταριακές μάζες της Δύσης». Ήδη μέσα από τα πλαίσια αυτής της αντίληψης διαφαίνεται η λογική που θεωρεί το Σοβιετικό προλεταριάτο ως το προλεταριάτο φορέα της πρώτης επανάστασης που χαράζει μια νέα πορεία για την ανθρωπότητα αναδεικνύοντας τα «πραγματικά συμφέροντα» σε αντίθεση με τα «άμεσα συμφέροντά της». 

     Ο Lenin στην προσπάθειά του να καταγράψει θεωρητικά και πρακτικά τη διαφοροποίησή του από τους οπαδούς της κλασικής σοσιαλδημοκρατίας που επιμένουν ότι η Δύση θα είναι το λίκνο της επανάστασης – που σε προηγμένες χώρες όπως η Αγγλία και οι ΗΠΑ μπορεί και να γίνει ειρηνικά – αντιπαραθέτει τη θεωρία ότι τα δυτικά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα είναι βαθιά διαβρωμένα από τον αστισμό. Γι’ αυτό και στην πράξη θα ακολουθήσουν οι διασπάσεις από τις κομμουνιστικές φιλοσοβιετικές πτέρυγες που θα φτιάξουν τα μπολσεβίκικα κομμουνιστικά κόμματα τα οποία είναι εκείνα που γνωρίζουν τα «πραγματικά» συμφέροντα του προλεταριάτου και της ανθρωπότητας. 
       Είναι μια άποψη ανάλογη με αυτήν που κατακρίνει ο Berlin. Και ο Μarcuze σημειώνει : «Η διατήρηση από το Lenin της κλασικής έννοιας του επαναστατικού προλεταριάτου υποστηριζόμενης με τη βοήθεια της θεωρίας της εργατικής αριστοκρατίας και της πρωτοπορίας, αποκάλυψε την ανεπάρκειά της από την αρχή. Ακόμη και πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε γίνει φανερό ότι το «συνεργασιακό»τμήμα του προλεταριάτου ήταν ποσοτικά και ποιοτικά διαφορετικό από ένα μικρό ανώτερο στρώμα που είχε διαφθαρεί από το μονοπωλιακό κεφάλαιο, και ότι το Σοσιαλ-Δημοκρατικό Κόμμα και η συνδικαλιστική γραφειοκρατία ήταν κάτι διαφορετικό από «προδότες»˙ αντίθετα ότι η πολιτική τους αντανακλούσε σχεδόν στην εντέλεια την οικονομική και κοινωνική κατάσταση της πλειοψηφίας των οργανωμένων εργατικών τάξεων των αναπτυγμένων βιομηχανικών χωρών. Kαι πράγματι, η στρατηγική του Lenin περί επαναστατικής πρωτοπορίας που ξεπέρασε κατά πολύ έναν απλό μετασχηματισμό της κλασικής Μαρξικής έννοιας & η πάλη του ενάντια στον «οικονομισμό» και στο δόγμα της αυθόρμητης μαζικής δράσης, το απόφθευγμά του ότι η ταξική συνείδηση πρέπει να επιβληθεί «από τα έξω» προεξοφλούν την κατοπινό πραγματικό μετασχηματισμό του προλεταριάτου από το υποκείμενο σε ένα αντικείμενο της επαναστατικής διαδικασίας». 

        H πρώτη συνέπεια αυτής της θέσης ήταν να ακυρωθεί η πολιτική στρατηγική που απέβλεπε στο συντονισμό των προλεταριακών κινημάτων σε μια επαναστατική κατάσταση, δηλαδή η θέση περί διεθνούς επανάστασης ενταφιάζεται βαθιά στο υποσυνείδητο των εργατικών μαζών. Η δεύτερη συνέπεια ήταν να υιοθετηθεί η πολιτική οικοδόμησης του «σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα». Η τρίτη συνέπεια ήταν να θεωρηθεί το «πρώτο στάδιο» της «σοσιαλιστικής οικοδόμησης» ως ένας συνδυασμός «εξηλεκτρισμού και σοβιέτ». 

       Η βάση όλων αυτών των δογμάτων ήταν η «θεωρία της απόλυτης στασιμότητας του καπιταλισμού» και «η ένταση των καπιταλιστικών αντιθέσεων» που θα οδηγούσε τις καπιταλιστικές χώρες στην πολεμική περιπέτεια για την εξασφάλιση νέων αγορών και θα είχε ως αποτέλεσμα τη γενικευμένη κρίση του συστήματος, την εξέγερση του προλεταριάτου και των αγροτικών μαζών και τη νίκη του σοσιαλιστικού στρατοπέδου επί του καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού που ως τότε είχε ενωθεί με στόχο την κατάλυση της επανάστασης στην ΕΣΣΔ (θεωρία της «καπιταλιστικής περικύκλωσης»). Η Λενινιστική θέση οδηγούσε σε έναν «κρατικό καπιταλισμό» στην ΕΣΣΔ, έννοια την οποία ο ίδιος αποδέχθηκε. 
       Ο «κρατικός καπιταλισμός» ήταν ακριβώς η προϋπόθεση για την εδραίωση του «πρώτου σταδίου» του σοσιαλισμού. Η «σοβιετική διαλεκτική» του ξεπεράσματος του ανώτατου σταδίου του καπιταλισμού  θεωρούσε το στάδιο αυτό ως την απαρχή για την αντίθεση που θα κατέληγε στη σύνθεση του «πρώτου σταδίου» του σοσιαλισμού («ο καπιταλισμός παράγει το σκοινί που θα τον κρεμάσει» σύμφωνα με το Lenin). 
      Η πρωταρχική συσσώρευση για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού δεν θα ξεκινούσε από το μηδέν. Ο Marcuze αρνείται να χρησιμοποιήσει τον όρο «ολοκληρωτισμός» γιατί ταιριάζει σαν γάντι σε πολλά καθεστώτα καλύπτοντας τις διαφορές της συγκρότησης κάθε περίπτωσης. Για τον λόγο αυτό προσπαθεί να συγκεντρώσει και να ερμηνεύσει τα βασικά σταθερά στοιχεία που χαρακτηρίζουν την πολύχρονη ύπαρξη του σοβιετικού καθεστώτος.

       Το σύστημα αυτό χαρακτηρίζεται από τις εξής σταθερές που το συγκροτούν : 
α) ολική εκβιομηχάνιση (εθνικοποιημένη παραγωγή και προτεραιότητα στην παραγωγή μέσων παραγωγής), 
β) προοδευτική κολεκτιβοποίηση της γεωργίας με στόχο την τελική μετατροπή της συλλογικής σε κρατική ιδιοκτησία, 
γ) γενικευμένος εκμηχανισμός της εργασίας και επέκταση της πολυτεχνικής εκπαίδευσης που καταλήγει στην εξίσωση αστικών και αγροτικών επαγγελμάτων, 
δ) προσδοκίες  σταδιακής αύξησης γενικού επιπέδου ζωής στη βάση της πραγματοποίησης των προηγούμενων στόχων,
ε) οικοδόμηση οικουμενικής εργασιακής ηθικής, δημιουργία ανταγωνιστικών ρυθμών αποδοτικότητας, απομόνωση και εξάλειψη όλων των ψυχολογικών και ιδεολογικών μεταφυσικών και παράλογων στοιχείων (αρχή του «σοβιετικού ρεαλισμού»), 
στ) διατήρηση και ενίσχυση του κράτους, του στρατιωτικού, διευθυντικού και κομματικού μηχανισμού σε έναν ενιαίο εργαλειακού τύπου σύνδεσμο (σε αντίθεση με τη Μαρξική, αλλά και αρχικά Λενινιστική, θέση περί «μαρασμού του κράτους»), 
ζ) μετάβαση, στο βαθμό που επιτυγχάνεται η πραγματοποίηση όλων των προηγούμενων στόχων, στη διανομή του κοινωνικού προϊόντος ανάλογα με τις ατομικές ανάγκες του καθενός (στο σημείο αυτό υποτίθεται ότι θα έχει επιτευχθεί ο γενικός στόχος της προσέγγισης και, κατόπιν, υπέρβασης των οικονομικών μεγεθών των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών).

       Oι αρχές πάνω στις οποίες στηριζόταν ο Σοβιετικός Μαρξισμός για να επιλύσει το παραπάνω ζήτημα της μετάβασης ήταν οι εξής : 
α) η ανάπτυξη της Σοβιετικής κοινωνίας σε κομμουνιστική κατεύθυνση στη βάση της διαλεκτικής διαδικασίας της εκδίπλωσης εσωτερικών και εξωτερικών αντιθέσεων, 
β) οι εσωτερικές αντιθέσεις επιλύονται στη βάση του ορθολογισμού , χωρίς «ρήξη», και της σοσιαλιστικής οικονομίας που βρίσκεται υπό τον έλεγχο, την καθοδήγηση και τη διεύθυνση του κράτους, 
γ) η θεμελιακή εσωτερική αντίθεση ανάμεσα στις σταθερά αναπτυσσόμενες παραγωγικές δυνάμεις και στις καθυστερημένες παραγωγικές σχέσεις είναι η κινητήρια δύναμη της μετάβασης, 
δ) η βαθμιαία μετάβαση στον κομμουνισμό λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο της καπιταλιστικής περικύκλωσης που ως εξωτερική αντίθεση μπορεί να επιλυθεί στη βάση μιας σειράς νικηφόρων επαναστάσεων σε μερικές ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, 
ε) η ειρηνική συνύπαρξη με τον καπιταλιστικό περίγυρο είναι βασική προϋπόθεση για την παράταση της «ανάσας» που χρειάζεται για την επίτευξη του στόχου της κάλυψης της απόστασης που χωρίζει οικονομικά τις χώρες της σοβιετικής επιρροής από τις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, 
στ) η διατήρηση της «ανάσας» σημαίνει χρησιμοποίηση των συγκρούσεων ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, αποφεύγοντας την πολεμική σύγκρουση μαζί τους και, σημαντικό σ΄αυτή τη φάση, αποθάρρυνση της κινητοποίησης των προλεταριακών μαζών για την κατάληψη της εξουσίας και την απόπειρα διεξαγωγής «επαναστατικών πειραμάτων», 
ζ) η επίλυση των εξωτερικών αντιθέσεων θα ωριμάσει μέσω της όξυνσης των ενδο- και δια-καπιταλιστικών αντιθέσεων που επαναφέρουν στο πολιτικό προσκήνιο τις δυτικές προλεταριακές μάζες και μέσω της ενίσχυσης της οικονομικής, πολιτικής και στρατιωτικής δύναμης της ΕΣΣΔ, 
η) οι κύριες «εφεδρείες» υποστήριξης των βασικών επαναστατικών δυνάμεων στις ανεπτυγμένες χώρες θεωρούνται οι ημιπρολεταριακές και μικροαγροτικές μάζες καθώς και τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα στις αποικίες και στις εξαρτημένες χώρες.

       Η κοινωνική διαδικασία που καθοδηγείται από τις παραπάνω αρχές είναι, σύμφωνα με το Μarcuze, μια διαδικασία που δεν χαρακτηρίζεται απλώς από την εκβιομηχάνιση μιας καθυστερημένης χώρας στη βάση της εθνικοποίησης και της ολοκληρωτικού τύπου διοίκησής της. 
       Αυτό που πραγματικά συμβαίνει είναι η ισχυρή τάση για ξεπέρασμα σε χρόνο συμπυκνωμένο των διαδοχικών σταδίων της βιομηχανικής επανάστασης και η επίτευξη των στόχων της εξομοίωσης με τη Δύση. «Η θεμελιακή διαφορά ανάμεσα στη Δυτική και στη Σοβιετική κοινωνία παραλληλίζεται με μια ισχυρή τάση προς την εξομοίωση. Αμφότερα τα συστήματα παρουσιάζουν τα κοινά στοιχεία του ύστερου βιομηχανικού πολιτισμού – ο συγκεντρωτισμός και η πειθάρχηση αντικαθιστούν την ατομική επιχείρηση και την αυτονομία & ο ανταγωνισμός οργανώνεται και «ορθολογικοποιείται» & υπάρχει κοινή κυριαρχία των οικονομικών και πολιτικών γραφειοκρατιών & οι άνθρωποι εναρμονίζονται δια μέσου των «μέσων μαζικής» επικοινωνίας, της βιομηχανίας της διασκέδασης, της εκπαίδευσης. Εάν αυτοί οι μηχανισμοί αποδεικνύονται ότι είναι αποτελεσματικοί, τα δημοκρατικά δικαιώματα και θεσμοί μπορούν να παραχωρούνται από το σύνταγμα και να διατηρούνται χωρίς τον κίνδυνο της εκμετάλλευσής τους για αντιπολίτευση προς το σύστημα». Ο στόχος του ύστερου βιομηχανικού πολιτισμού είναι η συνεχής αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, η επιτάχυνση της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. 

       Η εθνικοποίηση των μέσων παραγωγής αποδεικνύεται το πιο αποτελεσματικό όπλο για την κυριαρχία των γραφειοκρατιών και για τον εκ των άνω έλεγχο του εργατικού πληθυσμού αποκλείοντας έτσι την εκ των κάτω διατήρηση στοιχειωδών δικαιωμάτων ελέγχου από τους άμεσους παραγωγούς. 
       Στην κατεύθυνση αυτή τα ατομικά, πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα θεωρούνται ολοένα και περισσότερο στοιχεία μιας «απαρχαιωμένης» αντίληψης. Δημιουργούνται έτσι οι συνθήκες για τη δημιουργία ενός νέου τύπου ανθρώπου που  Marcuze θα αποκαλέσει αργότερα «μονοδιάστατο άνθρωπο» που, αλλοτριωμένος από το σύστημα, θα έχει ως μοναδικό ιδανικό του την οικονομική βελτίωση της κατάστασής του-μέσω του συνεχώς αυξανόμενου όγκου τεχνικών γνώσεων και δεξιοτήτων (skills) και της αύξησης της παραγωγικότητας της ατομικής του εργασίας ανεξάρτητα από οποιαδήποτε συζήτηση αλλαγής των παραγωγικών σχέσεων. 

       Στην περίπτωση του Σοβιετικού Μαρξισμού προστίθεται και η καθοδήγησή του από τα δόγματα που κατά καιρούς εξαγγέλλονται από τις εκάστοτε ηγετικές κυβερνητικές και κομματικές γραφειοκρατίες. Το γεγονός ότι ο συσχετισμός δυνάμεων ανάμεσα στις διαφορετικές γραφειοκρατίες είναι που κρίνει την κατεύθυνση που θα πάρει η σοβιετική κοινωνία και ότι δεν υπάρχει μηχανισμός επίλυσης των ενδογραφειοκρατικών κρίσεων λόγω της ταύτισης κόμματος, κράτους και οικονομίας δημιουργεί συνθήκες μόνιμης αναποτελεσματικότητας στη διοίκηση. 
      Στο σημείο αυτό η ανάλυση του Marcuze προσεγγίζει αυτήν της Arendt που διαπιστώνει την ίδια κατάσταση στη Ναζιστική Γερμανία με τις συνεχείς αλληλοεπικαλύψεις των πεδίων άσκησης εξουσίας από «νόμιμους» και «παράνομους» μηχανισμούς κόμματος, μηχανισμών καταστολής και δημόσιας διοίκησης. Στην περίπτωση της ναζιστικής Γερμανίας υπάρχει η διαφορά ότι ένα μέρος της οικονομίας παρέμεινε ως την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου εκτός του πεδίου ελέγχου του κράτους.

       Η πραγματικά μεγάλη απόσταση του Σοβιετικού Μαρξισμού από τη σκέψη του ίδιου του Marxγίνεται πια καθαρή. Ο Marx με την έννοια κομμουνισμός, εκτός από το κίνημα που καταργεί την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, εννοούσε το σύστημα εξουσίας των ελεύθερα συνεταιρισμένων άμεσων παραγωγών. Η Σοβιετική κοινωνία είναι η κρατική-κομματική κυριαρχία επί των άμεσων παραγωγών που δεν διατηρούν πια καμία ελευθερία. 
       Όμως κάθε δεδομένο εμπεριέχει την άρνησή του. Η αλλοτριωμένη κοινωνία και ο αποξενωμένος μονοδιάστατος άνθρωπος δεν είναι αξεπέραστα φαινόμενα. Ο Σοβιετικός Μαρξισμός είχε στόχο την ματαίωση έως εξάλειψη της δυνατότητας της «άρνησης της άρνησης», δηλαδή την ανατροπή της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων, και στην υλοποίηση αυτού του στόχου έθετε την εσχατολογική θεώρηση των πραγμάτων ως πρωταρχική. Η ηθική φιλοσοφία Σοβιετικού τύπου προωθούσε αυτή τη λογική για την ένταξη των πληθυσμών στον εκ των άνω σχεδιασμό του μέλλοντος.

       Οι νέες επαναστατικές δυνάμεις που θα κατακτήσουν το «βασίλειο της ελευθερίας» έπρεπε να ανακαλυφθούν έξω από τα πλαίσια της κοινωνίας των «μονοδιάστατων ανθρώπων» σε Ανατολή και Δύση. Η κοινωνία των «μονοδιάστατων ανθρώπων» είναι, σε τελευταία ανάλυση, η κοινωνία των «μαζανθρώπων» την οποία κατάγγελνε η Arendt. Οι επαναστάτες, φίλοι της ελευθερίας, είναι αυτοί που θα επανακαλύψουν την ενοποιημένη «φύση του ανθρώπου» όπως την προσδιόρισε ο Αριστοτέλης.

Απόπειρα μιας σύνθεσης για την ερμηνεία του ολοκληρωτισμού
     
Είμαστε σε θέση να κρίνουμε αν κάποια από τις παραπάνω ερμηνείες πρέπει να υιοθετηθεί και οι υπόλοιπες να απορριφθούν ως μη κατάλληλες για την ερμηνεία του ολοκληρωτισμού ; Όπως έχει γίνει φανερό από την παρουσίαση των σχετικών απόψεων, αλλά και από τις κριτικές που παρατέθηκαν, όλες τείνουν να χρησιμοποιούν κυρίως έναν παράγοντα – κριτήριο για την ανάλυση του πολιτικού αυτού φαινομένου. 
       Η Hannah Arendt ενώ προσπάθησε να συνθέσει στοιχεία από μια διεπιστημονική σκοπιά στο τέλος κατέληξε στο να διακρίνει τον ολοκληρωτισμό από την τυραννία και τα υπόλοιπα εξουσιαστικά συστήματα στη βάση του αν εν τέλει υφίσταται εξουσία ή όχι. Οι κοινωνιολόγοι και οι κοινωνικοί ψυχολόγοι της Σχολής της Φρανκφούρτης και οι ανεξάρτητοι ερευνητές που διατύπωσαν παρεμφερείς απόψεις τόνιζαν κυρίως τον παράγοντα των ψυχολογικών προδιαθέσεων ενός ανθρώπου που είναι επιρρεπής στο να διολισθήσει και στο τέλος να αποδεχτεί με πάθος τον ολοκληρωτισμό ως γιατρικό στην κρίση προσωπικότητας και ταυτότητας που τον διακρίνει.
      Ο Νίκος Πουλαντζάς, με τον τρόπο του και αυτός, προβαίνει σε έναν ιδιόμορφο ταξικό αναγωγισμό στην ανάλυσή του για το φασισμό που δεν ξεφεύγει, παρ’ όλες τις ειλικρινείς προσπάθειές του, από την παραδοσιακή αντίληψη των Μαρξιστών για το φασισμό. 
      Τέλος ο Herbert Marcuze ενώ αναλύει με διαυγή τρόπο το φαινόμενο της πραγματικής διάστασης του Σοβιετικού «είναι» από το Μαρξιστικό «δέον» και περιγράφει με ευκρινή σαφήνεια την εικόνα ενός καθεστώτος βιομηχανικής γραφειοκρατίας που παριστάνει το κράτος της εργατικής τάξης εν τούτοις καταλήγει στη διατύπωση της σύγκλισης των δύο συστημάτων (ύστερος βιομηχανικός καπιταλισμός και κρατικός βιομηχανικός σοσιαλισμός) εκτίμηση που αποδείχτηκε μονοδιάστατη στο βαθμό που δεν μελετούσε τα προεπαναστατικά χαρακτηριστικά της Ρωσικής κοινωνίας και των επιδράσεων της παράδοσης αυτής στο Σοβιετικό Μαρξισμό.

      Μια επανεκτίμηση της έννοιας και του περιεχομένου ενός ολοκληρωτικού πολιτικού συστήματος οφείλεται όχι μόνο στην τάση μας ως ερευνητών να ασχολούμαστε με τα πολιτικά φαινόμενα αυτά καθ’ εαυτά για να γεμίζουμε σελίδες επί σελίδων με θεωρητικές κατασκευές αλλά, κυρίως, για να είμαστε σε θέση να αναγνωρίσουμε τις πλευρές εκείνες της πολιτικής και κοινωνικής εξέλιξης στους σύγχρονους καιρούς μας που χρήζουν άμεσης θεωρητικής και πρακτικής αντιμετώπισης ως πιθανοί φορείς εκκόλαψης του φαινομένου του ολοκληρωτισμού με εντελώς καινούργιο πρόσωπο ή προσωπεία.

       Οφείλουμε να λάβουμε κατ’ αρχήν υπ’ όψη μας τη βασική και αναλλοίωτη πολιτική και κοινωνική ανθρώπινη αξία που είναι εγγεγραμμένη στα γενετικά κύτταρα κάθε μέλους της ανθρωπότητας : την ελευθερία. Κάθε άνθρωπος είναι ένα ελεύθερο άτομο προικισμένο από τη φύση με τον λόγο άρα είναι ένα πολιτικό ον. 
      Κάθε άνθρωπος δικαιούται να συμμετέχει στη λήψη των αποφάσεων τόσο για τον ίδιο του τον εαυτό όσο και για τη χάραξη πολιτικών και τον καθορισμό των ορίων της ελευθερίας του σε σχέση με τους άλλους και την εξουσία που από κοινού κατέχουν. 
       Επίσης οφείλουμε να αναγνωρίζουμε στο πρόσωπο του άλλου έναν άνθρωπο που διαθέτει τη δική του προσωπικότητα και τις δικές του πεποιθήσεις και με την έννοια αυτή πως είναι και αυτός ο «άλλος» υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. H ανάδειξη του ζητήματος της ταξικής αναφοράς και προέλευσης των «ολοκληρωτικών παν-κινημάτων» είναι εκ των ων ουκ άνευ καθήκον του ερευνητή. Το ουσιώδες είναι να μην γίνεται μια απλή ταξική αναγωγή (πχ. ότι ο φασισμός ήταν ένα κίνημα των μικροαστικών τάξεων και μόνο) αλλά να διαπιστώνεται το πλέγμα των ταξικών συμμαχιών που κάθε φορά δημιουργούνται. 
      Τέλος, χρειάζεται πάντοτε να εξετάζεται και η σχέση του θεωρητικού και ιδεολογικού πλαισίου αναφοράς σε σχέση με την καθημερινή πολιτική πρακτική όπως μας έδειξε με το έργο του ο Marcuze. Αυτές οι αναφορές δεν εξαντλούν το ζήτημα. Η σημερινή κοινωνία που χαρακτηρίζεται από την τρομερή ανάπτυξη των μέσων μαζικής επικοινωνίας, της νέας τεχνολογίας της πληροφορικής και του διαδικτύου αναδεικνύει νέα πεδία και νέους χώρους ελευθερίας αλλά και πολύ πιο διαφορετικές και πιο αφανείς δυνατότητες χειραγώγησης. Η πολιτική θεωρία πρέπει να ανοιχτεί και σε αυτά τα θεματικά πεδία.

       Ο ολοκληρωτισμός ήταν ένα κίνημα που αξιοποίησε τις δυνατότητες που άνοιγε η κοινωνία των μαζών του 20ού αιώνα. Ο Ortega y Gasset, από μια κάπως συντηρητική σκοπιά και συνεπώς αναποτελεσματική όσον αφορά το εύρος της παρεμβατικής του ικανότητας, προσδιόρισε με απλά λόγια τον χαρακτήρα της κοινωνίας αυτής. Ο άνθρωπος του οποίου η συνείδηση αλλοιώνεται μέσα σε μια ολοκληρωτική κοινωνία μεταβάλλεται σε ένα «οξύθυμο πρόσωπο που περνάει τον εαυτό του για ανώτερο από τους άλλους». Αυτή η ψευδαίσθηση της ανωτερότητας του μαζανθρώπου ντύνεται με διάφορα ενδύματα : τάξη, έθνος, φυλή κλπ. Στο τέλος καταλήγει στην πραγματοποίηση του εφιάλτη του κρεματορίου ή του γκουλάγκ, δηλαδή στην εκμηδένιση κάθε έννοιας ανθρώπινης ύπαρξης.

      Τελικά, ο ολοκληρωτισμός κατέληξε να αδειάσει την έννοια της εξουσίας από κάθε θετικό περιεχόμενο φτάνοντας να την ταυτίζει με τη γυμνή βία. Μια βία που δεν σημαίνει μόνο δύναμη ή ισχύς αλλά μια βία που φωλιάζει μέσα στο μυαλό του θύματος  διαψεύδοντας και ματαιώνοντας κάθε ελπίδα που μπορεί να έχει ένα οποιοδήποτε Ανθρώπινο Όν ως προϊόν της χρήσης της λογικής που το ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα όντα.

 

___________________
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Adorno Theodore κ.α., 1950, The Authoritarian Personality, Harper & Row, New York

Arendt Hannah, 1969, On Violence, Harcourt Brace, Florida

Arendt Hannah, 1973, The Origins of Totalitarianism, Ηarvest/HBJ Books, San Diego California

Arendt Hannah, 1988, Το Ολοκληρωτικό Σύστημα, Εκδόσεις Ευρύαλος, Αθήνα

Berlin Isaiah, 1969, Four Essays on Liberty, Oxford University Press, Oxford

Borkenau Franz, 1939, The New German Empire, Penguin, Harmondsworth

Bracher K.D., 1970, The German Dictatorship, Penguin, Harmondsworth

Deutscher Isaac, 1994, Stalin: A Political Biography, Oxford University Press, Oxford

Diggins John Patrick, 1992, The Rise and the Fall of the American Left, W.W.Norton & Company Inc., New York

Eatwell Roger & Right Antony, 1993 , Contemporary Political Ideologies, Pinter Publishers, London

Fromm Erich, 1942,  The Fear of Freedom, Routledge & Kegan Paul, London,

Griffin Roger (επιμ.), 1995, Fascism, Oxford University Press, Oxford

Herf Geffrey, 1996, Αντιδραστικός μοντερνισμός: Τεχνολογία, κουλτούρα και πολιτική στη Βαϊμάρη και το Τρίτο ΡάιχΠανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Αθήνα
Lukes Steven (επιμ.), 1986, Power, Basil Blackwell, London

Macridis Roy, 1992, Contemporary Political Ideologies, Harper/Collins, New York

Marcuze Herbert, 1961, Soviet Marxism, Vintage Books, New York

Platt Gerald., 1980 “Thoughts on a Theory of Collective Action : Language Affect, and Ideology of Revolution” στο M.Albin (επιμ.), New Directions in Psychohistory, Lexington, Massachusetts, Lexington Books

Πουλαντζάς Νίκος, 1975, Φασισμός και Δικτατορία : Η Τρίτη Διεθνής Αντιμέτωπη στο Φασισμό, Εκδόσεις Ολκός, Αθήνα

Πουλαντζάς Νίκος, Μίλιμπαντ Ραλφ και Φάυ Ζαν Πιέρ, 1984, Προβλήματα του Σύγχρονου Κράτους και του Φασιστικού Φαινομένου, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα

Traverso Enzo, 2003, The Origins of Nazi Violence, The New Press, New York

Y Gassett Ortega, 1938, The Revolt of the Masses, Allen & Unwin, London

Zizek Slavoj, 2001, Did Somebody Say Totalitarianism? Four Interventions in the (Mis)Use of a Notion, Verso, London

    

Θανάσης Τσακίρης, υποψήφιος διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης στο ΜΠΣ Πολιτικής Επιστήμης και Κοινωνιολογίας

(Πηγή: http://tsakiris.snn.gr/)

23 Ιουνίου 2010