ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ, ΣΥΝΘΕΣΗ & ΣΧΕΔΙΟ ΙΔΕΩΝ

ΠΩΣ ΣΤΗΘΗΚΕ Η “ΠΥΡΑΜΙΔΑ” ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΗΣ ΚΑΙ ΘΕΣΜΙΚΗΣ ΕΚΤΡΟΠΗΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ (του Γιάννη Ζήση)

European Central Bank - Σόλων ΜΚΟ
image_pdfimage_print

European Central Bank - Σόλων ΜΚΟΈχει ιδιαίτερη σημασία και ενδιαφέρον, στο πλαίσιο της παγκόσμιας  διαχεόμενης κρίσης, αλλά και με βάση τη σημερινή κρίση που αποκαλύφθηκε το 2008, να κάνουμε ορισμένες παρατηρήσεις πάνω στις κρίσιμες εξελίξεις που αφορούν τον τεχνικό χαρακτήρα του καπιταλισμού.

1. α. Η πλήρης κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», μαζί με την πλήρη διαχειριστική ενσωμάτωση της σοσιαλδημοκρατίας στη διακυβέρνηση, άμβλυνε την στρατηγική ισχυρής ενσωμάτωσης των κοινωνικών θεσμών και της αγοράς στο καπιταλιστικό πάνθεον της οικονομίας της «αγοράς».

β. Η ανάπτυξη νέων ζωτικών χώρων και το νέο τεχνολογικό και καινοτομικό μέρισμα επέτρεψαν στις αναπτυγμένες οικονομίες να μπουν σε μια νέα οικονομία που:
i. στην Ευρωπαϊκή Ένωση και, ιδιαίτερα, στο Eurogroup, εκφράσθηκε με τη Συνθήκη Σταθερότητας και Ανάπτυξης·
ii. στις Ηνωμένες Πολιτείες, εκφράσθηκε –έστω και με δημιουργική λογιστική– με ισοσκελισμό και με ελάχιστο ή και καθόλου πληθωρισμό, με αποτέλεσμα τη δραματική μείωση της  ανεργίας, παράλληλα, βέβαια, με τη δημιουργία ζωνών φτώχειας. [1]

γ. Μέσα από την μονοπολική οικονομία και την παγκοσμιοποίηση των αγορών, η ανταγωνιστικότητα άρχισε να κυριαρχεί ακόμη περισσότερο και λειτούργησε με άξονα όχι μόνο την καινοτομία, αλλά και το εργατικό κόστος, όπως και με τη μεγιστοποίηση της κερδοσκοπικής αποτελεσματικότητας από τις μεγάλες κλίμακες συσσώρευσης ή οικονομίας κεφαλαίου.

«Οι χρηματοπιστωτικές μεταρρυθμίσεις που ήταν απαραίτητες για να μπορέσει το κεφάλαιο να κινείται ελεύθερα σε ολόκληρο τον κόσμο, επίσης έδωσαν μεγάλη δύναμη στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Κι, έτσι, με το χρηματοπιστωτικό σύστημα, την παγκοσμιοποίηση και την επίθεση στην Εργασία, λύθηκε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’90 το πρόβλημα με το εργατικό δυναμικό. […] Το κεφάλαιο μπορούσε σε μεγάλο βαθμό να πάει όπου ήθελε, έχοντας πρόσβαση σε χαμηλά αμειβόμενο εργατικό δυναμικό».[2]

Το αποτέλεσμα μέσα από την πλανητική και συστημική αναδιάρθρωση ήταν να υπάρξουν νέες εργασιακές, φορολογικές και συναλλαγματικές ευκαιρίες για τις μεγάλης κλίμακας επιχειρήσεις,  οι οποίες επιδόθηκαν, παράλληλα, σε ένα κυνήγι άντλησης νέων κεφαλαίων με διεύρυνση της χρηματιστηριακής βάσης και του ορίζοντα των χρηματιστηριακών προϊόντων, όπως, επίσης, και σε ένα κυνήγι συγχωνεύσεων.

δ. Πάνω απ’ όλα, όμως, ο σχεδόν εξαφανισμένος πληθωρισμός εξελίχθηκε σε παγίδα, μαζί με τις αλλεπάλληλες χρηματιστηριακές -γενικές ή περιφερειακές- κρίσεις,  καθώς η πίεση για μείωση των κεντρικών επιτοκίων στην αγορά χρημάτων και για νέα προϊόντα στις χρηματαγορές, επενδυτικά και χρηματιστηριακά, λειτούργησε  ως βαλβίδα κερδοσκοπίας. Έτσι, έγινε συνήθεια το φθηνό και ομολογιακό χρήμα. Έτσι, για παράδειγμα:
«υπό τον Άλαν Γκρίνσπαν, η Fed συνεισέφερε στη δημιουργία της φούσκας των ακινήτων, αφήνοντας τα επιτόκια σε υπερβολικά χαμηλά επίπεδα για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Έπρεπε να μην τα είχε μειώσει τόσο και να αρχίσει να τα αυξάνει πιο γρήγορα ώστε να αποτρέψει την κερδοσκοπία στην αγορά ακινήτων». [3] 

ε. Η αύξηση του ανταγωνισμού και η ταχύτητα της τεχνολογικής καινοτομίας καθιστούσαν, βραχυχρόνια, δύσκολη την άντληση υπεραξιών και κέρδους από την πραγματική οικονομία, καθώς, μάλιστα, απαιτείτο συνεχής επενδυτική δέσμευση κεφαλαίων, περιορίζοντας έτσι τα οφέλη του φθηνού χρήματος.

στ. Το γεγονός ότι δεν υπήρχε κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο –ένα μέτωπο δημοκρατικής,  προοδευτικής και δίκαιης διακυβέρνησης με τη μορφή ενός ολοκληρωμένου κοινωνικού, εργατικού και επιστημονικού κινήματος– ώστε να υπερασπισθεί τα θεσμικά κεκτημένα στις χώρες των αναπτυγμένων οικονομιών – το γεγονός αυτό, λοιπόν, αύξησε τις πιέσεις και την ενδοτικότητα για τα νέα κεφαλαιακά προϊόντα και τις νέες κεφαλαιακές αγορές.

2. Έτσι, διαμορφώθηκε μια δυναμική ταχείας κεφαλαιακής επέκτασης τόσο από τις τάσεις των εταιρικών – επιχειρηματικών (των μετόχων και διοικήσεων) επιθυμιών και στρατηγικών, όσο και λόγω του βαθμού  ωρίμανσης των θεσμών και των συνθηκών. 
α.  Οι άυλες κερδοφορίες και υπεραξίες, ωστόσο, έπρεπε να διασυνδέονται και με στρατηγικές κυριαρχίας και κατεύθυνσης στην εμπράγματη οικονομία.

Αυτή η ανάγκη και η έκφραση κοινών επιθυμιών ικανοποιείτο από την παραγωγική και εμπορευματική πύκνωση τόσο σε τομείς όσο και σε γεωγραφικές ζώνες. Συμβολική εικόνα είναι η περίπτωση του Ντουμπάϊ, ενώ άλλη χαρακτηριστική περίπτωση είναι το σκηνικό κερδοσκοπίας στις χρηματιστηριακές αγορές και τα προϊόντα τους για τα εμπορεύματα.

Παράλληλα, το νεοφιλελεύθερο Χιλιανό μοντέλο έβρισκε όλο και πιο πολλούς κήρυκες, στη λογική των ιδιωτικοποιήσεων και των εργασιακών σχέσεων.

β. Η θέσμιση επιτρεπτότητας της επανεπένδυσης των παραγώγων και οι θεωρίες για διασκόρπιση και διασφάλιση ρίσκου, μαζί με το φθηνό χρήμα και τις αβυσσαλέες νοοτροπίες κερδοσκοπίας που συνοδεύονταν από αδιαφάνεια και απουσία –στην πράξη– ελέγχου και εποπτείας, διόγκωσαν τη φυγή από την εμπράγματη οικονομία. Η φυγή από την εμπράγματη οικονομία λειτούργησε σε ένα επάλληλο πεδίο προσφοράς-ζήτησης, ή αγοράς, αποσυνδεδεμένο από ρεαλιστικούς χρόνους και συναλλαγές.

γ. Αναπτύχθηκαν όλο και πιο μεγάλες συγκεντρωτικές κεφαλαιακές κλίμακες που διεύρυναν το πελατολόγιό τους πάνω και σε κεφάλαια συλλογικοτήτων, ενώ, παράλληλα, είχαν μεγαλύτερη κεφαλαιακή δυναμική κερδοσκοπίας στα κρατικά ομόλογα και τις συναλλαγματικές αξίες. Αυτές οι κεφαλαιακές κλίμακες δεν ήταν ικανές μόνο για αγοραίο βαμπιρισμό ή παρασιτισμό, όπως μέσω των επάλληλων αγορών, αλλά και για συστημικό βαμπιρισμό μέσω των αγορών και των ασφαλίσεων των κρατικών ομολόγων. Το πρόσφατο παράδειγμα με την περίπτωση της Ελλάδας είναι χαρακτηριστικό του τρόπου λειτουργίας τους. [4]

Ο συστημικός βαμπιρισμός συνδέεται με την κερδοσκοπία στη δημοσιονομική παραγωγή και κυκλοφορία του χρήματος και με τη θεσμική και κεφαλαιακή αναδιάρθρωση της εμπράγματης οικονομίας που επιβάλλεται προσχηματικά, αλλά και πραγματολογικά, για λόγους ανταγωνιστικότητας και δημοσιονομικής εξυγίανσης.

Ο αγοραίος βαμπιρισμός συνδέεται με τα χρονικά και άλλα παράλληλα και παράγωγα προϊόντα, χρηματιστηριακά, εμπορευματοποίησης, συναλλαγών εμπράγματης προσφοράς και ζήτησης. Πρόκειται, δηλαδή, για ένα σύνθετο παράλληλο αποσυνδεδεμένο εμπόριο που ασκεί κερδοσκοπική πίεση εξομοίωσης στις εμπράγματες συνθήκες. Πρόκειται για αποσύνδεση χρηματιστηριακής (προσφοράς και ζήτησης) εμπορευματοποίησης της αγοράς
i) με παραγωγή, επένδυση ή επανεπένδυση
ii) με ομολογιακές δομήσεις ή κατασκευές
iii) με πύκνωση των παράλληλων παράγωγων συναλλαγών
iv) με χρηματιστηριακή κερδοσκοπία και υπεράντληση ή καταχρηστική άντληση και χειραγώγηση κεφαλαίων και αξιών. 

Η πυραμίδα συμμετοχικής και θεσμικής εκτροπής της αγοράς και του Αόρατου Χεριού
Σε όλη αυτή τη στρέβλωση, πυρηνική θέση έχει η πυραμίδα που έχει ως βάση της το τρίγωνο που σχηματίζουν η παραγωγική και εμπορευματική πύκνωση (π.χ., περίπτωση Ντουμπάϊ και κατασκευαστικός τομέας) με την ομολογιακή δόμηση, στην οποία συμμετέχουν επενδυτικά και συλλογικότητες (π.χ., ασφαλιστικά ταμεία), αλλά και τα χρηματιστήρια με τη χρηματιστηριακή τους κερδοσκοπία.

Η κορυφή της πυραμίδας του παρασιτικού καπιταλισμού είναι οι πολύ μεγάλες κεφαλαιακές επενδυτικές και χρηματοπιστωτικές συγκεντρώσεις ή κλίμακες. Αυτή την πυραμίδα την ονομάζουμε «πυραμίδα συμμετοχικής και θεσμικής εκτροπής της αγοράς και του Αόρατου Χεριού». Είναι η δυναμική που – όλο και πιο πολύ – καθιστά δαιμονικό το «αόρατο χέρι».[5] Είναι η οικονομία κλίμακας της κακοήθειας που εξουδετερώνει τον «αγαθό δαίμονα» του Άνταμ Σμιθ. Είναι η συμμετοχική πυραμίδα του καπιταλιστικού ολοκληρωτισμού και του ανάρμοστου «φονταμενταλισμού» των αγορών, της εταιρικότητας και της ιδιωτικότητας.

Η πυραμίδα συμμετοχικής και θεσμικής εκτροπής της αγοράς και του Αόρατου Χεριού λειτουργεί ως εκβιασμός στα κράτη και τα αναγκάζει να λειτουργούν όχι μόνο ως «εγγυητές του ρίσκου της κερδοσκοπίας», αλλά και ως διασώστες ή Άτλαντες των κρίσεων και των χρεών του μεγάλου ιδιωτικού τομέα! Θεμελιώδη συνεργατικό σε αυτό ρόλο  διαδραματίζει το αδιαφανές, ανεξέλεγκτο, ολιγοπωλιακό και συνεταιρικό πλαίσιο των «Αξιολογητικών Εταιρειών-Φορέων».[6]

Ο ρόλος των ΜΜΕ και της ακαδημαϊκής «οικονομικής επιστήμης» είναι, επίσης, συνεργός, μαζί με τους πολιτικούς και το μικρό επενδυτικό κοινό. Έτσι, καθίσταται περίπου ως αναπόφευκτη φυσική πραγματικότητα και νομοτέλεια η όποια τερατώδης εξέλιξη. Είναι πρόσφατο το δημοσίευμα της «Le Monde» που επισημαίνει ότι:
«η Goldman Sachs στρατολογεί στην Ευρώπη ανθρώπους της εξουσίας για να στερεώσει τη δική της». [7]

Δυστυχώς, όμως, και μετά τη μεγάλη παγκόσμια οικονομική κρίση που ξέσπασε το 2008, δεν βγήκαν ολοκληρωμένα συμπεράσματα, δεν τιμωρήθηκαν οι πραγματικοί ένοχοι, αλλά μόνον οι «λαοί» και τα κράτη, και δεν θεσπίστηκαν μέχρι σήμερα τα αναγκαία προληπτικά μέτρα.

Οι «αντικειμενικοί γνώστες», οι αξιολογητικοί οίκοι παρέμειναν στον θρόνο τους, παρ’ ότι πριμοδοτούσαν τόσο τα τοξικά προϊόντα, όσο και συγκεκριμένες χρεωκοπημένες επιχειρήσεις. Και η «αντικειμενικότητά» τους διαπιστώνεται πλέον από την αρμόδια Επιτροπή της Γερουσίας των ΗΠΑ, όπου, δια στόματος του επικεφαλής της  Carl Levin,  ειπώθηκε ότι: «οι οίκοι αξιολόγησης επέτρεψαν στη Wall Street να επηρεάσει την ανάλυση, την ανεξαρτησία και τη φήμη αξιοπιστίας τους». [8] 

Η τοξική φούσκα μέσα από το φθηνό χρήμα λειτούργησε ως «ιδιωτικοποιημένη πληθωριστικοποίηση» του δημοσιονομικού πληθωρισμού. Στη συνέχεια, μέσω της «κοινωνικοποίησης των ζημιών» δημιουργήθηκε η δημοσιονομική φούσκα και οι συνθήκες αναγκαστικού αποπληθωρισμού της εμπράγματης οικονομίας –εν ονόματι μιας ασφαλιστικής κρίσης και μιας αναμενόμενης ανάπτυξης και αναθέρμανσης της ανταγωνιστικότητας– με λιτότητα και αύξηση της παραγωγικότητας ή κυρίως μείωσης του εργατικού κόστους.

Παράλληλα, βέβαια, έχουν αναπτυχθεί καταλυτικά ως το «πολυμορφικό» μπούμερανγκ του υπερ-καπιταλισμού η Κίνα και οι παραγωγικά και ανταγωνιστικά αναδυόμενες δυνάμεις, σε μια κατάσταση περιβαλλοντικής κρίσης και ανελαστικού ανταγωνιστικού και καταναλωτικού κορεσμού των αναπτυγμένων οικονομιών. Οι παράγοντες αυτοί προοιωνίζονται νέους ορίζοντες τραγικών εξελίξεων και αναδιαρθρώσεων, παρ’ όλες τις «παυσίπονες υποσχέσεις»  περί δημοσιονομικών, ασφαλιστικών και αναπτυξιακών ανασυγκροτήσεων βραχείας διάρκειας. Κάποιοι, όμως, – και δυστυχώς είναι πολλοί και, συνήθως, ισχυροί – είναι μανιακοί και ανεπίδεκτοι μάθησης.

Κατά έναν ενδιαφέροντα τρόπο, ολόκληρη η προθεσμία για τη μερική διάσωση της παγκόσμιας οικονομίας, για πολλούς λόγους βρίσκεται σχεδόν ολοκληρωτικά στα χέρια της Κίνας. Κανείς άλλος δεν μπορεί πια να διαδραματίσει μεταβατικά τόσο κρίσιμο και κυρίαρχο ρόλο.

Κεϋνσιανισμός στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον
Η πύκνωση των εμπράγματων, των επάλληλων και των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών λειτούργησε περίπου –για να θυμηθούμε τη χρήση όρων ιατρικής του Γάλλου ιατροφιλοσόφου και ιδρυτή της σχολής των φυσιοκρατών Φρανσουά Κενέ– ως μαζική πνευμονική εμβολή. Γι’ αυτό και υπήρξαν τεράστιες και μετακυλιστικές «ενέσεις ρευστότητας». Όμως, φαίνεται πως βρισκόμαστε, δυστυχώς, μπροστά σε ένα αναπτυσσόμενο πολυοργανικό κραχ, σε μια πολυοργανική κρίση που οδηγείται σε οργανική ύφεση. Ίσως περάσαμε τη φάση σιγματικής [9] ή άλλης ευστάθειας και βαδίζουμε σε περιοχή καταστροφής.

Στην προηγούμενη μεγάλη κρίση που έπληξε την ανθρωπότητα, υπήρξε μια νέα «Θεωρία Οικονομικής Πολιτικής Ανάπτυξης και Απασχόλησης». Ήταν η θεωρία του Τζων Κέυνς (John Maynard Keynes,1883 – 1946). Παρ’όλα αυτά, χρειάσθηκαν οι συνθήκες έκτακτης ανάγκης του Παγκοσμίου Πολέμου και της ανασυγκρότησης για να ξεπεραστεί η κρίση.

Σήμερα, δυστυχώς, ο Κεϋνσιανισμός λειτουργεί για τις μεγάλες συγκεντρώσεις κεφαλαίου σε δύο φάσεις:

1η φάση.  Με το φθηνό χρήμα και τη θέσμιση της φαντασιώδους επάλληλης αγοράς·

2η φάση. Με τα σχέδια διάσωσης και τις ενέσεις ρευστότητας που, σε μεγάλο βαθμό, ακόμη παραμένουν μέσα στον αλληλόχρεο και κερδοσκοπικό ορίζοντα της εικονικής οικονομίας.

Μετά από την μετακύλιση των ζημιών στο δημοσιονομικό τομέα, ο κοινωνικός Κεϋνσιανισμός κατέστη απαγορευμένος. Ποια, όμως, ήταν η καινοτομία του Κέυνς;

Ο Κέυνς απαντούσε στον φόβο της ύφεσης και όχι του πληθωρισμού, στον φόβο της ανεργίας και όχι του εργασιακού κόστους και της ανταγωνιστικότητας. Ο Κέυνς τραυμάτισε τον Γόρδιο Δεσμό της επιβολής των αγορών σε ό,τι αφορούσε τη στενότητα του χρήματος και, συνεπώς, της επιβολής τους στις κυβερνήσεις, τα κράτη και τις οικονομίες. Δεν έκοψε αυτό τον δεσμό. Στο μέλλον, πρέπει να τον κόψουμε, ώστε μαζί με μια νέα Σεισάχθεια να περάσουμε από την αλληλόχρεη –εξουθενωτικά– καταστροφική οικονομία στην υποστηρικτική και ποιοτική. [10]

Ειδικά, τώρα πια, δεν πρέπει να ξεχάσουμε πως χώρες, όπως η Ιρλανδία, που κάποτε θεωρούνταν αναπτυξιακά πρότυπα χρεωκόπησαν, ή, ακόμα, πως χώρες καπιταλιστικά ιδανικές, όπως η Γερμανία, βρίσκονται σε δύσκολα κοινωνικά όρια (παρά την περιορισμένη ατομική επένδυση στον χρηματιστηριακό τυχοδιωκτισμό) ή πως παράδεισοι όπως το Ντουμπάϊ κατέρρευσαν.

Ίσως, παρ’όλη την πολυμορφική –ακόμη και ενδοτομεακά– ανθρωπογεωγραφική ειδίκευση, η παγκοσμιοποιημένη αγορά θα διαλύσει, στο τέλος, τα κέντρα της. Η Ισλανδία ως χώρα – τράπεζα των υψηλών καταθετικών αποδόσεων κατέρρευσε. Και η Ελβετία, όμως, των «αδιαφανώς ασφαλών αποδόσεων» μπορεί να τραυματιστεί σοβαρά σε μια επόμενη κρίση.

Η μεγάλη κρίση του 21ού αιώνα μόλις άρχισε. Άρχισε αμέσως μετά από την υπόσχεση μιας παγκοσμιοποιημένης “Μπελ Επόκ”. Μας βρίσκει βυθισμένους στον εικονικό, τεχνολογικό και καταναλωτικό εαυτό, μέσα στη μεταμοντέρνα κοινωνία του θεάματος, με απελευθερωμένες τις επιθυμίες μας και τον διαφημιστικά διεγερμένο ατομισμό μας, με αναβαλλόμενη την εκπλήρωση της ζήτησης. Πόσο θα αντέξουμε στη διάρκεια και την επαναφόρτιση της κρίσης που μόλις άρχισε, αλλά και απέναντι στις απαιτήσεις της πλανητικής περιβαλλοντικής κρίσης;

Πόσο θα αντέξουμε:
1. 
στην αναβολή της ανεκπλήρωτης ζήτησης·
2. στην υφεσιακή εξυγίανση και αναδιάρθρωση·
3. στην εξαντλητική ανταγωνιστικοποίηση και τα ανελαστικά πλαίσια, πεδία και σενάριά της·
4. στην επανεξώθηση και επαναδιέγερση της ζήτησης για αναθέρμανση και ανάπτυξη·
5. στη στέρηση προϊόντων αγαθών και υπηρεσιών·
6. στις πολυδιάστατες απαιτήσεις περιβαλλοντικής μας προσαρμογής·
7. στην αίσθηση της πολιτικής και οικονομικής ανισότητας και διαφθοράς, αλλά και της ανεπάρκειας της Δικαιοσύνης και των θεσμών και της διακυβέρνησης, καθώς, ολοένα και περισσότερο, το οικονομικό σύστημα αναδεικνύεται κυρίως με ωμό τρόπο ως πεδίο εξουσίας, άτεγκτης σε στόχους και μεθόδους, και ως διαφθορά.


Αναφορές:
[1] ‘Ενας στους εννιά Αμερικανούς τρώει με… κουπόνια, 2009, kathimerini.gr με πληροφορίες από AΠΕ-ΜΠΕ,
[2] Χάρβεϊ Ντέιβιντ, 2010, Ο Ντέιβιντ Χάρβεϊ στο tvxs: Η Ελλάδα κήρυξε στάση πληρωμών στους πολίτες της, tvxs.gr
[3] International Herald Tribune, Εξάρτηση των ΗΠΑ από το κινεζικό χρήμα, kathimerini.grhttp://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_economyagor_100020_30/12/2008_297550 
[4] FERGUSON NIALL, Το πλέγμα του πλούτου, εκδόσεις Ιωλκός, «Η εντυπωσιακή ανάπτυξη που γνώρισε η αγορά ομολόγων πρέπει να εξεταστεί μέσα στο πλαίσιο μιας ευρύτερης διαδικασίας οικονομικής «παγκοσμιοποίησης». Οι ροές κεφαλαίου έχουν σημειώσει ραγδαία αύξηση τα τελευταία 20 χρόνια. Το 1980 οι διασυνοριακές συναλλαγές σε ομόλογα και κοινές μετοχές (μετοχές που εξέδωσαν εταιρείες) αντιστοιχούσαν με το 8% του ιαπωνικού GDP. Το 1998 η αντιστοιχία ήταν 91%. Για τις Ηνωμένες Πολιτείες, η αύξηση ήταν ακόμα μεγαλύτερη, από 9% σε 230%. Οι διασυνοριακές συναλλαγές της Γερμανίας αυξήθηκαν από 7% σε 334% του GDP. Ο διεθνής τραπεζικός δανεισμός σημείωσε επίσης πρωτοφανή αύξηση. Ανάμεσα στο 1993 και 1997 οι ακαθάριστες απαιτήσεις των διεθνών τραπεζών αυξήθηκαν από 315 δισεκατομμύρια δολάρια σε 1,2 τρισεκατομμύριο. Παρόλο που η ανάπτυξη του δανεισμού ήταν χαμηλότερη το 1998, το συνολικό εκκρεμές μετοχικό κεφάλαιο των αποζημιώσεων των διεθνών τραπεζών έφτασε το ανώτατο ποσό των 11 τρισεκατομμυρίων δολαρίων στο τέλος της χρονιάς εκείνης. Ο ημερήσιος κύκλος εργασιών στις παγκόσμιες αγορές ξένου συναλλάγματος αυξήθηκε από 1,6 τρισεκατομμύριο δολάρια το 1995, σε 2,0 τρισεκατομμύρια το 1998, υποδηλώνοντας έτσι ετήσιες ροές υψηλότερες των 400 τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Και η ανάπτυξη των διεθνών αγορών παραγώγων δεν ήταν ποτέ πριν τόσο εντυπωσιακή. Το συνολικό ποσό των προθεσμιακών συναλλαγών και τίτλων οψιόν που κινήθηκε στις συναλλαγές αυξήθηκε από 7,8 τρισεκατομμύρια δολάρια στο τέλος του 1993, σε 13,5 τρισεκατομμύρια στο τέλος του 1998. Το ποσό των επονομαζόμενων «εξωχρηματιστηριακών» (over-the-counter, OTC) τίτλων αυξήθηκε από 8,5 τρισεκατομμύρια δολάρια στο εκπληκτικό ποσό των 51 τρισεκατομμυρίων. Η αγορά παραγωγών εξωχρηματιστηριακών τίτλων είναι αυτή τη στιγμή, με όποιο μέτρο και αν την εξετάσουμε, η μεγαλύτερη οικονομική αγορά στον κόσμο-περισσότερο «τρομακτική».
[5] Πεφάνης Δημήτρης, Πως στήνεται το κερδοσκοπικό παιχνίδι με τα ελληνικά ομόλογα, 2010, Τα Νέα, http://www.tanea.gr/default.asp?pid=2&artid=4562521&ct=3
[6] Σμιθ Άνταμς, Έρευνα για τη φύση και τις αιτίες του πλούτου των εθνών, «Κάθε άτομο αναγκαστικά εργάζεται για να καταστήσει τα ετήσια έσοδα της κοινωνίας όσο περισσότερα μπορεί. Γενικά δεν επιδιώκει να προωθήσει το κοινό συμφέρον, ούτε γνωρίζει πόσο πολύ το προάγει… Προτιμώντας την υποστήριξη της δικής του εργατικότητας παρά της ξένης, επιδιώκει μονάχα την δική του ασφάλεια’ και κατευθύνοντας αυτή την εργατικότητα κατά τέτοιο τρόπο ώστε το προϊόν της να έχει την μεγαλύτερη δυνατή αξία, επιδιώκει μονάχα το δικό του συμφέρον, και σε αυτήν όπως και άλλες περιπτώσεις, καθοδηγείται από ένα αόρατο χέρι να επιδιώξει έναν σκοπό που δεν αποτελούσε μέρος των προθέσεων του. Επιδιώκοντας το δικό του συμφέρον συχνά προωθεί αυτό της κοινωνίας πιο αποτελεσματικά απ’ ότι όταν πραγματικά επιδιώκει να το προωθήσει»
[7] Ζήσης Γιάννης, Η χαμένη ευκαιρία και το μαύρο κουτί της κρίσης, της ανάκαμψης, των αξιολογητών και της αξιολόγησής τους2009, solon.org.gr
[8] Κωνσταντακώπουλος Δ, Ποντάροντας στην χρεοκοπία της Ελλάδας, 6/3/2010, Κόσμος του Επενδυτή.
[9] Αλαχούζου Καλλιόπη, Για «ανάρμοστη επιρροή» κατηγορεί η Γερουσία τους οίκους Moody’s και S&P, 23/04/2010, tvxs.gr
[10] Όρος που χρησιμοποιείται στη θεωρία καταστροφών για την κατανόηση του χρονικού σημείου εξέλιξης μιας κατάστασης, μιας μετοχής, ενός κοινωνικού φαινομένου κλπ. Για την κατανόηση αυτή χρησιμοποιούνται εκτενώς τα διαγράμματα Sigma Band. Για παράδειγμα οι οικονομολόγοι ανάλυσης ρίσκου μέσα από τα διαγράμματα Sigma Band που χρησιμοποιούν, μπορούν  να καταλάβουν πότε μια αγορά είναι υπερπουλημένη ή υπεραγορασμένη και να μελετούν την απόσταση που έχει η αγορά από την ονομαστική της αξία (nominal value), να μετρήσουν τη διαφορά που έχει η τρέχουσα τιμής της αγοράς από αυτά. Έτσι δημιουργείται μια στατική χρονική ακολουθία (time series) που βασίζεται στη θεωρία των πιθανοτήτων του Gauss.
[11] Ζήσης Γιάννης, 2009, Αλληλόχρεη ανταγωνιστική και υποστηρικτική οικονομία, solon.org.gr