1

ΙΔΙΟΠΟΙΗΣΗ ΠΛΟΥΤΟΥ & ΦΗΜΗΣ: ΑΥΤΟΣΚΟΠΟΣ Ή ΑΥΤΑΠΑΤΗ; (του Γιάννη Ζήση)

Τί μας ωθεί στο κυνήγι της κατοχής αποκτημάτων και δύναμης; Τί μας ωθεί στην επιδίωξη της φήμης και της δημοφιλίας; Πόσο βιώσιμο είναι αυτό, τόσο στις περιόδους γενικότερης αφθονίας όσο και στέρησης; Μήπως έχει έρθει προ πολλού η ώρα να ελευθερωθούμε από αυτές τις ισχυρές ενστικτώδεις ωθήσεις; Μήπως ήρθε η ώρα να σταματήσουμε να είμαστε έρμαιο ενός αδιάγνωστου ψυχολογικού μηχανισμού φόβου; Ποιος είπε ότι είναι ξεπερασμένο το αίτημα για το Ωραίο, το Αγαθό και το Αληθινό; Μήπως ήταν συστημικό το λάθος,  που  υποτιμήσαμε το  γεγονός ότι υπηρετώντας την ολότητα ευεργετούμε και τον εαυτό μας;

Η αυταπάτη της Ιδιοποίησης και η Κληρονομιά μας
      Στο βάθος της σκέψης και των αισθημάτων μας όλοι επιθυμούμε να έχουμε διαστάσεις ζωής που να αντέχουν στην πίεση της αιωνιότητας και του απείρου. Η αδυναμία μας να βιώσουμε τη ζωή και την ύπαρξη σε αυτές τις διαστάσεις μάς οδηγεί σε άλλες επιλογές. Έτσι: 
«η σημερινή κοινωνία είναι τόσο απορροφημένη με την απόκτηση ιδιοκτησία και κέρδους, που σπάνια βρίσκουμε σε αυτήν παραδείγματα του τρόπου ζωής με βάση το είναι. .. Αυτό φυσικά δυσκολεύει ακόμη τους ανθρώπους να συλλάβουν την φύση του είναι και ακόμα να καταλάβουν ότι το έχειν δεν είναι ο μοναδικός τρόπος ζωής»[1] 
       Στην ψυχολογία είναι γνωστή η διαδικασία της υποκατάστασης και της μετάθεσης ενός προβλήματος σε ένα άλλο. Ακόμη και στη βιολογία είναι γνωστή πια μια τέτοια αρχιτεκτονική που να συνδέει για παράδειγμα το εξατομικευμένο και καθολικό ένστικτο αυτοσυντήρησης με το ένστικτο αναπαραγωγής και τη διαιώνιση του είδους.

       Στην ψυχολογία οι μηχανισμοί λειτουργούν στο φαντασιακό. Έτσι παρά το γεγονός ότι ένα μέρος αυτής της αναζήτησης της αθανασίας αποφορτίζεται οργανικά στην αναπαραγωγική σχέση και οργάνωση της ζωής μας, ένα  – θα έλεγε κανείς – όλο και πιο ξεκάθαρο και εντονότερο μέρος αυτής της εσωτερικής αναζήτησης για την αιωνιότητα της ζωής μετατίθεται σε άλλα πεδία εκδήλωσης. Ενώ όμως στο βιολογικό πεδίο τα ζητήματα προσεγγίζονται με φυσικοχημική κωδικοποίηση και πληροφορία, στο ψυχολογικό πεδίο παίρνουν τη μορφή μιας αισθητής συμβολοποίησης. Έτσι η αντίληψη του «εγώ» μεταφέρεται ως «Όνομα» στο κοινωνικό σώμα ή Θέατρο.

Ιδιοποίηση και ανθρώπινες σχέσεις
       Η ιδιοκτησία, ο θεσμικός ρόλος και η ισχύς στο κοινωνικό σώμα, αποτελούν φορείς συμβολικής ώσμωσης ή κλωνοποίησης και επέκτασης του εγώ. Σαφώς αυτή η σχέση και δυναμική, λειτουργεί καταλυτικά ισχυρά μέσα στο πλαίσιο της οικογένειας. Έτσι οι ανθρώπινες σχέσεις λειτουργούν ως πεδίο συμβολικής διάχυσης του εγώ από την άμεση βιολογική αναπαραγωγή στη θεατροποίηση του εγώ και του κοινωνικού σώματος. 
        Παράλληλα, η διανοητική μας ανάπτυξη εξασθενεί το αίσθημα της συνέχειας του εγώ μέσα από την αναπαραγωγή του είδους. Η διανοητική αντίληψη υποσκάπτει τον ζωικό αυτοματισμό της συνέχειας της ζωής και τη ζωική ψυχολογική αφέλεια και απλοϊκότητα. Έτσι εντείνεται η αναζήτηση της φαντασιακής συνέχειας και επειδή και αυτή μπορεί να αποδομηθεί από τη σκέψη πρέπει να οχυρωθεί σε ένα έμμονο σώμα αυταπάτης, σε ένα θεατρικό αυτοματισμό.

Ιδιοποίηση και χωριστικότητα
   Ο βασικός μηχανισμός αυτής της αυταπάτης είναι η εντεινόμενη χωριστικότητα. Μέσα από τη χωριστικότητα επέρχεται αποξένωση και διευκολύνεται η αυταπάτη της εξαίρεσης από τον κανόνα και της σταθερής της θνητότητας ως ενιαία και εξισωτική. 
   Μέσα από τη χωριστικότητα αποξενωνόμαστε φαντασιακά από τα ερεθίσματα και τις διεργασίες επαναφοράς στην πραγματικότητα. Η θεατρική σκηνή «αυτονομείται». Παράλληλα, η χωριστικότητα, καθώς καθιστά φαντασιακά κυρίαρχη τη μικρή μας κλίμακα και την αυτοαναφορικότητά της, αποδίδει πολύ πιο εμφατικά ψυχολογικά την καταγραφή του «εγώ». Έτσι εντείνεται η επιφανειακή αυτοποίηση και αυτοαναφορικότητα. Αυτό δεν μπορεί παρά να γίνεται θεατρικά μόνο σε ένα επίπεδο ατελούς σκέψης, αντίληψης ή και ενόρασης. 
     Αποπλανιόμαστε σε κοινωνικές θεατρικές πλάνες σχετικά με την ψυχολογική μας συνέχεια. Το φαινόμενο αυτό αναδεικνύεται σε πιο ακραίες εκδηλώσεις ψυχασθένειας όπου το υποκείμενο εντατικοποιείται θεατρικά, αυτοδραματικά, χωρίς αντίστοιχους αντικειμενικούς παράγοντες.
    Αυτό συμβαίνει βέβαια εμφανέστερα αν δεν αισθάνεται επάρκεια κοινωνικής δυναμικής ή επέκτασης. Το «αναγκαίο» ψυχολογικά προσωπικό-περσοναλιστικό θεατρικό κύρος επιβίωσης σαφώς διαφοροποιείται ανάμεσα στις διάφορες προσωπικότητες. 

     Μπορεί η κλειστή κοινωνία και προσωπικότητα να αποτέλεσε –στα πρώιμα στάδια εμφάνισης του αρχαϊκού ανθρώπου– σημείο προόδου, αλλά πλέον αυτή η κληρονομιά αποτελεί εμπόδιο που απειλεί την βιωσιμότητα του πολιτισμού και του πλανήτη. Ο φιλόσοφος Λιούις Μάμφορντ σχολιάζει αυτήν την κληρονομιά ως εξής:
«Αυτή η μακρά μαθητεία στην απομόνωση άφησε τα ίχνη της μέχρι και σήμερα εμφανίζει την τάση να παρεμποδίσει μιαν ευρύτερη ενότητα. Εξακολουθούμε να συνδέουμε ευστάθεια και ασφάλεια με κλείσιμο και μπροστά στην προοπτική ενός ανοικτού κόσμου οπισθοχωρούμε άτολμα νιώθωντας κάτι σαν αγοραφοβία»[2] 

Ιδιοποίηση ως υποκατάστατο του Είναι
     Ο όρος «δόξα» και «φήμη» σαφώς αποτελεί βασικό κίνητρο κοινωνικής δράσης και ανάληψης θεατρικών και παιγνιακών κινδύνων για όλους στο βαθμό που δεν αναπτύσσεται σύστημα οντολογικής αναφοράς του εαυτού. Ακόμα και πίσω από ευγενείς δημιουργικές προσπάθειες υπήρξε σε ένα βαθμό η αυταπάτη της θεατρικής διάρκειας ή του ρόλου του «εγώ». Αυτό συμβαίνει και στην πιο ματεριαλιστική ή μηδενιστική και μηχανιστική κοσμοθεώρηση και τους δημιουργούς της. 
      Ο άνθρωπος υπακούει στην αναζήτηση της διάρκειας έστω και αν αυτή τον ωθεί σε ένα εφήμερο και αυτοματαιωνόμενο δηλωτικό ρόλο ή σε μια εμφάνεια που υπονομεύει την υπαρξιακή αναφορά της συνείδησης με θεατρικές «κενότητες». Αναζητούμε τη διάρκεια του Όντος είτε ως καθεαυτή είτε στα είδωλα της.

Ιδιοποίηση και συνεργασία για την Ολότητα
      Καθώς στεκόμαστε αντιμέτωποι με την ανάγκη της επιβίωσης, ανακαλύπτουμε όλο και πιο πολύ τόσο τη δομή και τη λειτουργία της ζωής, όσο και την ενότητά μας με τον κόσμο. Ανακαλύπτουμε ότι υπηρετώντας την ολότητα ευεργετούμε και τον εαυτό μας. Ανακαλύπτουμε πώς η συνεργασία είναι τόσο ζωτικό στοιχείο της ζωής όσο και βιοφιλοσοφική ανάπτυξη και πρακτική. Για παράδειγμα, όπως η κυτταρική συνεργατικότητα οδηγεί στους οργανισμούς έτσι και η ανθρώπινη συνεργασία είναι θεμέλιο του πολιτισμού. 

       Έτσι ερχόμαστε ξανά στο να ανακαλύψουμε την τάση να ωφελήσουμε τη ζωή με τη δημιουργικότητα και την προσφορά μας. Στο επίπεδο του ενστίκτου η αναπαραγωγή παρέχει μια τέτοια προσφορά. 
       Όμως δεν αρκεί πια αυτό κι ονειρευόμαστε ή οραματιζόμαστε να αφήσουμε και μια άλλη κληρονομιά πέρα από τη γενετική. Ονειρευόμαστε να αποφορτίσουμε αυτό το άγχος και το άλγος αθανασίας, να το μετατρέψουμε σε πολιτισμική διαθήκη ή κληρονομιά, σε πολιτισμικό αποτύπωμα ή ισοζύγιο μιας ζωής. Κι εδώ βέβαια δεν είναι εύκολη μια βαθιά ανιδιοτελής προσέγγιση. 
        Ξέρουμε πώς η επωνυμία σε ένα βαθμό παίζει ρόλο και στον κύκλο ζωής των δημιουργημάτων “μας”.  Το θέμα όμως είναι ο προσδιορισμός του ποιο είναι το καταλυτικό σημείο της Μείζονος Ωφέλειας. Αν, λοιπόν, το θέμα λογικά είναι αυτό, τότε πρέπει όλοι μας να επανεξετάσουμε την προσωποποίηση στην παραγωγή και τη διάθεση του οφέλους. Η προσωποποίηση αποτελεί έλλειμμα ποιότητας στο εγχείρημα μας. 
       Αν λοιπόν τα γονίδια και οι θεατρικοί μας ρόλοι έχουν πολύ μικρή υπαρξιακή-οντολογική αναφορά στο Όλο και τη Ζωή, στην ανθρώπινη και την πλανητική και πνευματική της έκφραση, τότε είναι σαφές ότι μόνο μια απρόσωπη κυκλοφορία ιδεών μπορεί να είναι η καλύτερη κληρονομιά που μπορούμε να αφήσουμε. Το επόμενο ζήτημα βρίσκεται στην ποιότητα αυτών των ιδεών. (Τί είναι η ποιότητα-ανώτερες και κατώτερες ιδέες-ποιότητα=συνείδηση) 

Ιδιοποίηση και «βλαστική ενότητα»  
       Αν το πρόβλημα και η δυναμική όλης της ανθρώπινης κρίσης και κατάστασης είναι συνυφασμένη με την προγενέστερη ανάλυση, είναι σαφές ότι η κύρια δυναμική και ποιότητα αυτών των ιδεών πρέπει να αναφέρεται θεραπευτικά πάνω σε αυτό το υπαρξιακό πρόβλημα, γιατί όλα τείνουν σε θεραπεία ως αποκατάσταση της αρμονίας και της πραγματικότητας. Πρέπει να λειτουργεί ξεμπλοκάροντας το εσωτερικό και το κοινωνικό δυναμικό του ανθρώπου από την υποκατάσταση και την καθήλωση μέσα σε αυτή την αυταπάτη και τη θεατρική γοητεία. 
         Έχει ενδιαφέρον εδώ να αντιληφθούμε πώς καταλυτική για την αρμονία και τη θεραπεία της ίδιας της ζωής είναι αυτή η «βλαστική» αρχιτεκτονική ενότητα και περιεκτικότητα. 
         Η αρχέγονη «βλαστική» δυναμική πλέον αρχίζει και γίνεται κατανοητή, αν και είμαστε μόνο στην αρχή, και επιστημονικά τόσο σε βιολογικό, όσο και σε κβαντικό επίπεδο, στην κοσμολογία. 
        Υποδηλώνει συνεργατική ενότητα και αλληλοεξυπηρέτηση αρμονική και περιεκτική. Αυτή λοιπόν την ενότητα πρέπει να αναδείξουμε και σε επίπεδο πνεύματος και ψυχισμού ως θεραπευτική στο πολιτισμικό μας αποτύπωμα και επίτευγμα. Αυτή η ανέλιξη του πολιτισμού επιβάλλεται και ως πλανητική εναρμόνιση με την ανάγκη να δούμε την οργανικότητα της φύσης και της ζωής σε πλανητική κλίμακα. 

Το αίτημα για το Ωραίο, το Αγαθό και το Αληθινό 
       Για να επιστρέψουμε όμως σε αυτή την αθωότητα της ζωής πρέπει να αφοπλισθούμε. Θα έλεγε κανείς ότι χρειάζεται να μειώσουμε και την ίδια την ένταση της σκέψης και της κρίσης σε αρκετά σημεία, για να βρούμε την «Ρουσσωϊκή» αθωότητα της συνείδησης και της αισθαντικότητας που θεωρούσε πως:
«η παρόρμηση και μόνο της επιθυμίας είναι σκλαβιά, η υπακοή στον νόμο που έχουμε συνειδητά αποδεχθεί είναι ελευθερία» (Κοινωνικό συμβόλαιο)[3]

      Χρειαζόμαστε μια νέα εσωτερική αρμονία και ενάργεια που θα ισορροπεί ενορατικά την καθαρή λογική, την αγάπη, τη θέληση, τη δημιουργική νοημοσύνη, σκέψη και φαντασία, τον οραματισμό και το όνειρο, την επιθυμία, την αισθαντικότητα, την αίσθηση, το ένστικτο και το σώμα. 
       Χρειαζόμαστε την αρμονία αγαθού, ωραίου και αληθινού. Έχουμε δει εμπόλεμα τον ελάχιστο χρόνο του σώματός μας και της ιστορίας όπως και τον εξουθενωτικά μεγάλο χώρο της κοινωνίας, της οικολογίας και του διαστήματος. Μπορούμε όμως να αφοπλισθούμε; 
       Μπορούμε να δούμε ως λυτρωτική και συνεπώς αναγκαία την ίδια μας την αδυναμία; Μπορούμε να δούμε ως αναγκαία τη θνητότητα ή την πνευματική αφαίρεση για την ίδια τη ζωή και τελικά για το Πνεύμα του Πολιτισμού; Μπορούμε να δούμε την Αφαίρεση ως Οντότητα και το Είναι ως επέκεινα της μορφής;

      Μπορούμε να αισθανθούμε μια νέα ή αρχέγονη και αρχέτυπη λυτρωτική αισθαντικότητα;   
      «Η μόνη ημέρα που ξημερώνει είναι εκείνη που μας βρίσκει ξυπνητούς»[4]

Αναφορές:
[1] Φρόμ Έριχ, 1978, Να έχεις ή να Είσαι, Εκδόσεις Μπουκουμάνη, σελ 46
[2] Μάμφορντ Λιούις, 1998, Οι μεταμορφώσεις του ανθρώπου, εκδόσεις Νησίδες, σελ 44
[3] Ρουσσώ Ζαν – Ζάκ, 2006, ΑΙΜΙΛΙΟΣ, εισαγωγή, εκδόσεις Πλέθρον σελ 28
[4] Henry David Thoreau, 1981, Ουώλντεν, εκδόσεις Διεθνής Βιβλιοθήκη, σελ 272

20 Μαΐου 2010

Γιάννης Ζήσης, Συγγραφέας
Μέλος της Γραμματείας της ΜΚΟ ΣΟΛΩΝ
info@solon.org.gr