1

ΜΑΓΑΔΑΣΚΑΡΗ, ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΝΗΣΙ (του Στάθη Αντωνίου)

 Από το Ανταναναρίβο μέχρι τα νότια τροπικά δάση, κάθε χιλιόμετρο εκπλήσσει περισσότερο από το προηγούμενο. Στο τέλος της διαδρομής, όλα συγκλίνουν σε ένα συμπέρασμα: το μεγάλο νησί δεν μοιάζει με κανένα άλλο μέρος στον κόσμο

        Ετσι παίζουν τα παιδιά στη Φαραφανγκάνα Το πρώτο πράγμα που βλέπει κάποιος βγαίνοντας από το αεροδρόμιο είναι το κόκκινο χώμα και οι καταπράσινες ρυζοκαλλιέργειες. Εκτός από κάποιες βίλες, τα περισσότερα σπίτια είναι φτιαγμένα από ξύλα και λάσπη.

        Στους δρόμους χωρίς σήμανση, τα αυτοκίνητα πλησιάζουν αργά μεταξύ τους και λίγο πριν από τη σύγκρουση, αλλάζουν ήρεμα κατεύθυνση. Το Ανταναναρίβο έχει ένα δικό του ρυθμό και το άγχος είναι μια λέξη που απουσιάζει από το τοπικό λεξιλόγιο.

        Στο κέντρο, πωλητές επιδεικνύουν την πραμάτεια τους. Μπορεί κάποιος να βρει τα πάντα: από βανίλια και πορτοκάλια μέχρι ραδιόφωνα και τσάντες. Κοντά τους, για να εκμεταλλευτούν την κίνηση, ζητιανεύουν ξυπόλυτα παιδιά. Οι γυναίκες περπατάνε με πολύχρωμες ενδυμασίες ισορροπώντας τεράστιες ψάθινες τσάντες στο κεφάλι τους. Τα τοπικά λεωφορεία είναι μικρά βανάκια όπου στριμώχνονται ενήλικοι, μωρά και κότες.

       Από τις έξι το πρωί μέχρι τις έξι το βράδυ, η πόλη είναι δραστήρια και γεμάτη ζωή. Ολα ακολουθούν τον κύκλο του Ηλιου που ανατέλλει απροειδοποίητα, χτυπάει δυνατά όλη μέρα και δύει απότομα. Μετά τη δύση, η πόλη σκοτεινιάζει τελείως και η κίνηση είναι ελάχιστη.

       Οι άνθρωποι είναι χαμογελαστοί και χαιρετάνε τους ξένους. Οι Μαδαγασκαριανοί είναι φιλόξενοι και μοιράζονται τα αγαθά τους. Εάν ανταλλάξεις δυο κουβέντες με έναν άγνωστο και αυτός βγάλει ένα πακέτο με μπισκότα, δεν υπάρχει περίπτωση να μη σε κεράσει. Ενας μύθος λέει πως κάποιος αρνήθηκε να δώσει ένα ποτήρι νερό σ’ έναν ξένο και καταστράφηκε όλο το χωριό του για τιμωρία.

       Η φτώχεια πλήττει και τους πρωτευουσιάνους, παρ’ ότι είναι σε καλύτερη οικονομική κατάσταση από την υπόλοιπη χώρα. Καλοντυμένες κοπέλες δεν δίστασαν να μου ζητήσουν χρήματα για να ποζάρουν στο φακό μου. Οι μισθοί είναι τόσο χαμηλοί που ακόμη και οι καθηγητές Γυμνασίου αναγκάζονται να κάνουν δεύτερη δουλειά ή να καλλιεργούν λαχανικά στον κήπο τους. Ενα ευρώ αντιστοιχεί σε 2.831 ariary, όσο κάνει ένα πιάτο φαγητό σε ένα πολυτελές εστιατόριο. Οι κάτοικοι δεν χάνουν ευκαιρία να κατακρίνουν τη διαφθορά του κράτους. Ενας οδηγός ταξί μού είπε πως οι δυτικές εταιρείες δωρίζουν πολυτελή αυτοκίνητα στα κρατικά στελέχη και εξάγουν πρώτες ύλες πολλαπλάσιας αξίας. Ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου με ενημέρωσε ότι οι Μαδαγασκαριανοί είναι τόσο δυσαρεστημένοι με το κράτος, που μερικές φορές καίνε το δάσος για να δείξουν το θυμό τους.

Το πάρκο της Τσιμπαζάζα
        Λίγα χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα Ανταναναρίβο, το πάρκο της Τσιμπαζάζα φιλοξενεί πολλά είδη φυτών και ζώων που δεν απαντούν πουθενά αλλού. Η Μαδαγασκάρη είναι η χώρα με τη μεγαλύτερη βιοποικιλότητα στον κόσμο. Οπως μας εξήγησε ο ξεναγός μας, όλα φυτρώνουν σ’ αυτή τη γη γιατί το έδαφος είναι εύφορο και το κλίμα ιδανικό: βρέχει πολύ, η θερμοκρασία είναι σταθερή και έχει να χιονίσει από το 1900. Στην είσοδο του πάρκου στέκεται ένας φίκος 20 μέτρων, απόδειξη ότι ακόμη και ξενικά φυτά αναπτύσσονται καλύτερα εδώ. Ακολουθούν τα περίφημα δέντρα μπαομπάμπ, γνωστά και από το βιβλίο «Ο μικρός πρίγκιπας» του Αντουάν ντε Σεν-Εξιπερί. Τα δέντρα αυτά θεωρούνται ιερά, γι’ αυτό οι Μαδαγασκαριανοί δεν τα κόβουν ποτέ.

         Η ξενάγηση συνεχίστηκε με είδη κάκτων, πουλιά, δέντρα μπαμπού, κροκόδειλους, λεμούριους, μαγκούστες, γιγάντιες χελώνες και βόες. Ανάμεσα στα είδη υπό εξαφάνιση ήταν και το πουλί courolcuckoo-roller, τα φτερά του οποίου αλλάζουν χρώμα ανάλογα με τη γωνία που τα κοιτάς. Τα πουλιά αυτά πετάνε συνήθως σε ζευγάρια και συμβολίζουν την ευτυχία. Αν όμως κάποιος συναντήσει έναcourolcuckoo-roller να πετάει μόνο του, είναι κακός οιωνός. Εντυπωσιακό ήταν και το δέντρο ραβινάλα, γνωστό και ως «δέντρο ταξιδιώτης», ένα είδος που μοιάζει με φοίνικα, μόνο που τα κλαδιά του ανοίγουν σαν βεντάλια και χρησιμοποιείται συχνά για να συμβολίσει τη Μαδαγασκάρη.

       Τελευταίο είδαμε το μεγαλύτερο από τα 70 είδη λεμουρίων, το νυχτόβιο indri lemur που έχει μαύρο τρίχωμα και κόκκινα μάτια. Οι κάτοικοι πιστεύουν ότι το indri συμβολίζει το κακό και συχνά το σκοτώνουν με το που το βλέπουν.

       Επειτα από τέσσερις ώρες περπάτημα, το πάρκο της Τσιμπαζάζα σε αφήνει με την αίσθηση ότι τα χρώματα και τα σχήματα της μαδαγασκαριανής φύσης διέπονται από διαφορετικούς κανόνες.

Προς το τροπικό δάσος της Ρανομαφάνα
         Επειτα από τρεις μέρες στην πρωτεύουσα, φορτώσαμε τα πράγματα στα τζιπ και κατευθυνθήκαμε νότια. Στις κατοικημένες περιοχές, οι οδηγοί κορνάρανε συνεχώς για να αποφύγουν τη σύγκρουση με κότες, βόδια, ποδηλάτες και ανθρώπους.

        Το μεσημέρι σταματήσαμε για φαγητό στην πόλη Αντσιραμπέ. Το τυπικό μαδαγασκαριανό μενού είναι ρύζι με κρέας ή ψάρι, συνοδευμένο με ζωμό ρυζιού. Εξω από το εστιατόριο, αντί για ταξί, ήταν σταθμευμένα τα «pousse-pousse», τα δίτροχα διθέσια καροτσάκια που απαντούν κυρίως στην Ασία. Ανεβαίνεις και οι οδηγοί σε μεταφέρουν σέρνοντας το καροτσάκι τρέχοντας. Μετά το Αντσιραμπέ, για πολλά χιλιόμετρα, εναλλάσσονται χωριά, ρυζοκαλλιέργειες και ποτάμια.

       Στο δρόμο συναντήσαμε πολλές οικογένειες που πουλούσαν την πραμάτεια τους σε πάγκους. Οι οδηγοί εφοδιάστηκαν με καρότα, πατάτες, ψάθινες τσάντες και κάρβουνο. Οπως μας είπαν, οι τιμές είναι δέκα φορές φθηνότερες απ’ ό,τι στο Ανταναναρίβο.

         Με το που μπήκαμε στην περιοχή της Φιαναραντσόα, το τοπίο άρχισε να πρασινίζει και πολύ γρήγορα βρεθήκαμε μέσα στο τροπικό δάσος. Σταματήσαμε στους καταρράκτες Αντριαμαμόβοκα όπου όλοι κοιτούσαν έκθαμβοι τα νερά να πέφτουν στους γκρίζους βράχους.

        Υστερα από οχτώ ώρες ταξίδι φτάσαμε στη Ρανομαφάνα, ένα χωριό χτισμένο στην κοιλάδα του δάσους, δίπλα στο ομώνυμο Εθνικό Πάρκο. Στον τοίχο του δωματίου μάς καλωσόρισε μια πρασινοκόκκινη σαύρα και μια τεράστια αράχνη.

        Στο μοναδικό ασφαλτοστρωμένο δρόμο του χωριού, έμποροι πουλούσαν φρέσκα φρούτα και βανίλια. Τα παιδιά έπαιζαν ποδόσφαιρο πλάι στις μητέρες τους που έπλεναν ρούχα στο ποτάμι. Μόλις έπεσε το βράδυ, οι περισσότεροι κάτοικοι επέστρεψαν σπίτι τους και δεκάδες πυγολαμπίδες άρχισαν να αναβοσβήνουν κρυμμένες στους θάμνους. Το μόνο που ακουγόταν ήταν δύο έφηβοι που έπαιζαν κιθάρα στη γέφυρα του χωριού.

Κατεύθυνση Φαραφανγκάνα
        Την επομένη ξεκινήσαμε στις 5.30 το πρωί μέσα στην ομίχλη. Οσο απομακρυνόμασταν από τη Ρανομαφάνα, τα δέντρα σπάνιζαν. Οπως μάθαμε, οι κάτοικοι καίνε το δάσος για να χρησιμοποιήσουν τις στάχτες ως λίπασμα. Αυτός ο τρόπος καλλιέργειας, γνωστός ως «τάβι», έχει μετατρέψει το 80% των τροπικών δασών της Μαδαγασκάρης σε γυμνούς λόφους. Το μόνο που χρειάζεται για να αποφευχθεί αυτή η καταστροφή είναι η χρησιμοποίηση διαφορετικού είδους λιπάσματος, αλλά κανένας κάτοικος δεν έχει αρκετά χρήματα για να το αγοράσει.

        Το μεσημέρι σταματήσαμε στην πόλη Μανακάρα και περπατήσαμε μέχρι την παραλία. Τα άγρια κύματα του Ινδικού ωκεανού σε προέτρεπαν να ρωτήσεις κάποιον ντόπιο πριν βουτήξεις. Η απάντηση ήταν σαφής: «Εκτός από τα ισχυρά ρεύματα, η θάλασσα είναι γεμάτη με λευκούς καρχαρίες που συχνά βγαίνουν κοντά στη στεριά». Προτού συνεχίσουμε το ταξίδι μας, δοκιμάσαμε φρέσκες καρύδες από τους φοίνικες της παραλίας.

       Σε μια στροφή, είδαμε ένα φορτηγό που είχε ανατραπεί κλείνοντας τη μία από τις δύο λωρίδες της εθνικής οδού. Δίπλα στο χώρο του ατυχήματος, δεκάδες άνθρωποι μάζευαν το σκορπισμένο εμπόρευμα.

       Το βράδυ φτάσαμε στη Φαραφανγκάνα, αφήσαμε τα πράγματα στο ξενοδοχείο και αρχίσαμε να ψάχνουμε για εστιατόριο. Κάποια στιγμή, τα φώτα του αυτοκινήτου φώτισαν ένα γυμνόστηθο παιδί που περπατούσε στη μέση του δρόμου. Ο οδηγός άρχισε να κορνάρει αλλά αυτό συνέχισε να κατευθύνεται καταπάνω μας. Ευτυχώς, τελευταία στιγμή καταφέραμε να το αποφύγουμε. Καθώς περάσαμε πλάι του, είδαμε ότι τα μισόκλειστα μάτια του ήταν κατακόκκινα. Ο οδηγός μάς κοίταξε και είπε: «Αυτό είναι το πρόβλημα του παιδικού αλκοολισμού».

        Την επομένη, περπατήσαμε στους χωμάτινους δρόμους της πόλης. Στο κέντρο, οι γυναίκες πουλούσαν κρέας, ξηρούς καρπούς και φρέσκα ψάρια απλωμένα πάνω σε σεντόνια. Δίπλα τους, τα παιδιά έπαιζαν με τις κότες πετώντας τες ψηλά και προσπαθώντας να τις ξαναπιάσουν.

        Το απόγευμα μάθαμε ότι η παραλία της Φαραφανγκάνα είναι ακίνδυνη και αμέσως τρέξαμε να φορέσουμε μαγιό. Παίζαμε με τα κύματα όταν μια παρέα έξι παιδιών έκαναν την εμφάνισή τους στην αμμουδιά. Εκαναν κατακόρυφο, ρόδα και άλλες επιδείξεις γυμναστικής. Αμέσως βγήκα από τη θάλασσα και άρπαξα τη φωτογραφική μηχανή. Με το που με είδαν, άρχισαν να κάνουν πιρουέτες και να πηδάνε από αμμόλοφους κάνοντας τούμπες στον αέρα με απίστευτη ευκολία και φυσικότητα. Τα παιδιά εδώ δεν έχουν παιχνίδια και μετά το σχολείο συναγωνίζονται στο ποιος θα κάνει την πιο εντυπωσιακή εναέρια φιγούρα.

Τελευταίος προορισμός: Μιντούνγκι
        Με το που περάσαμε τον Τροπικό του Αιγόκερω, το πράσινο άρχισε και πάλι να σκεπάζει το τοπίο. Οσο πύκνωνε η βλάστηση τόσο αυξανόταν η υγρασία. Ο χωματόδρομος γινόταν όλο και πιο δύσβατος και οι ρόδες του τζιπ βουτούσαν ολόκληρες μέσα στη λάσπη. Κάποια στιγμή, από το παράθυρο του αυτοκινήτου είδαμε έναν βόα κουλουριασμένο στη μέση του δρόμου. Εξαφανίστηκε με το που μας είδε. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής προσπεράσαμε πολλούς ανθρώπους που κουβαλούσαν τεράστιες τσάντες στην πλάτη τους. Για να εφοδιαστούν σε τρόφιμα, οι κάτοικοι των οικισμών περπατάνε πολλές ώρες. Μάλιστα, οι ταχυδρόμοι αναγκάζονται να κάνουν δύο μέρες ταξίδι για να φτάσουν στη Φαραφανγκάνα και να παραδώσουν την αλληλογραφία. Εάν ποτέ λάβω γράμμα από την περιοχή, θα ξέρω ότι κάποιος περπάτησε πολύ για μένα.

         Το απόγευμα φτάσαμε στο Μιντούνγκι-Ατσιμο, το τελευταίο κατοικημένο χωριό πριν από το Νότιο Τροπικό Δάσος της Μαδαγασκάρης. Ο αέρας ήταν πεντακάθαρος και παρ’ όλα τα χαμηλά σύννεφα, η ζέστη δεν ήταν καθόλου αποπνικτική. Γύρω μας υψώνονταν καταπράσινοι λόφοι με την πυκνότερη βλάστηση που έχω δει ποτέ.

        Οταν πήγαμε στο ξενοδοχείο, καταλάβαμε ότι ήμασταν πλέον μακριά από τις ανέσεις του δυτικού πολιτισμού. Είχαμε ηλεκτρισμό από τις 18.00 μέχρι τις 22.00 και για να κάνουμε μπάνιο, πηγαίναμε στο πηγάδι, γεμίζαμε τον κουβά μας και το φέρναμε στο ντους του δωματίου.

        Οσο οι μητέρες πλένουν, τα παιδιά παίζουν στο ποτάμι της Ρανομαφάνα Το πρώτο βράδυ με ξύπνησε η καταρρακτώδης βροχή. Οι σταγόνες χτυπούσαν πάνω στη λαμαρινένια σκεπή για τέσσερις ώρες. Μόλις που είχα προλάβει να ξανακοιμηθώ όταν με ξύπνησε ένας κοασμός. Ψάχνοντας με το φακό, βρήκα έναν μικροσκοπικό βάτραχο καθισμένο στο πόδι του κρεβατιού και μια χρωματιστή λιβελούλα που πετούσε αθόρυβα στο δωμάτιο. Ευτυχώς που είχαμε κουνουπιέρες.

         Την επομένη, περπατήσαμε ώς το παζάρι του χωριού. Στο δρόμο, όλοι μάς κοιτούσαν με περιέργεια. Τα παιδιά φώναζαν «βαζά» (ξένος) κι έτρεχαν γελώντας. Στον πρώτο πάγκο, διάλεξα ένα τσαμπί μπανάνες που έκανε 100 ariary κι έβγαλα από την τσέπη μου ένα χαρτονόμισμα των 10.000ariary, δηλαδή 4 ευρώ. Ο πωλητής το κοίταξε έκθαμβος. Αναγκάστηκε να δανειστεί από δύο φίλους του για να μου δώσει ρέστα. Μπορούσες να βρεις τα πάντα πολύ εύκολα, καθώς όλοι ήξεραν πού βρίσκεται το καθετί. Μόνο το χαρτί υγείας ήταν δυσεύρετο, γιατί οι κάτοικοι δεν το χρησιμοποιούν.

        Το πρόγραμμα των επόμενων ημερών περιελάμβανε επισκέψεις στο ταχυδρομείο όπου υπήρχε το μοναδικό τηλέφωνο της περιοχής, φαγητό στο μοναδικό εστιατόριο, περπάτημα και φωτογραφίες. Οσο ανακάλυπτα το χωριό τόσο έβλεπα ότι όλα έχουν φτιαχτεί πρόχειρα και εφήμερα. Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς σ’ ένα μέρος που κάθε χρόνο πλήττεται από τυφώνες και πλημμυρίζει. Οταν έρχεται η περίοδος των βροχών, οι κάτοικοι χρησιμοποιούν πιρόγες για να μετακινηθούν.

         Κατά τη διάρκεια της παραμονής μου στο Μιντούνγκι συνάντησα πολλούς ενδιαφέροντες ανθρώπους. Ο πρώτος ντόπιος που γνώρισα ήταν ένας ηλικιωμένος που με πλησίασε την ώρα του φαγητού και ζήτησε τη γνώμη μου για την οικονομική κρίση. Ήξερε πολύ περισσότερα από μένα παρ’ ότι έμενε σε μια περιοχή που δεν έχει τηλεόραση.

        Στο Λύκειο του χωριού γνώρισα έναν έφηβο που άκουγε ροκ και ήθελε να πάει στην πρωτεύουσα για να σπουδάσει. Επειτα από κάποιες ώρες κουβέντας με ρώτησε: «Εσύ πώς προσεγγίζεις μια κοπέλα;». Τελικά μας πήρε η νύχτα και δώσαμε ραντεβού την επομένη για τη συνέχεια.

        Στο ιατρικό κέντρο μίλησα με τον γιατρό του χωριού. Με αφορμή το επεισόδιο στο παζάρι, τον ρώτησα εάν τα 10.000 ariary θεωρούνται μεγάλο ποσό. Γέλασε και μου είπε: «Για να καταλάβεις, μια γέννα εδώ κοστίζει 1.000 ariary και οι περισσότερες μητέρες γεννούν στο σπίτι επειδή δεν έχουν τόσα λεφτά».

        Επισκέφθηκα και τα γραφεία της περιβαλλοντικής οργάνωσης WWF, όπου η υπεύθυνη μου μίλησε για τις προσπάθειες που κάνουν για να διασώσουν τις δασικές εκτάσεις που έχουν απομείνει. Ενημερώνουν τους κατοίκους για εναλλακτικές μορφές καλλιέργειας, τους μαθαίνουν βασικούς κανόνες υγιεινής και προσπαθούν να τους αποτρέψουν από το να κυνηγούν λεμούριους και άλλα υπό εξαφάνιση είδη, ωθώντας τους να φτιάξουν φάρμες για την εκτροφή ζώων.

        Η τελευταία γνωριμία μου στο Μιντούνγκι ήταν και ένας Σλοβένος καθολικός ιεραπόστολος. Ηρθε πριν από δέκα χρόνια και έχει ήδη χτίσει έξι εκκλησίες στην περιοχή. Εκτός από τα εκκλησιαστικά του καθήκοντα, ασχολείται και με τα υδραυλικά του χωριού. «Εχω ταξιδέψει παντού», μου είπε, «αλλά εδώ βρήκα αυτό που πάντα έψαχνα».

       Καθώς καλύπταμε τα 1.300 χιλιόμετρα του γυρισμού, ξαναείδαμε το φορτηγό που είχαμε δει πριν από δέκα μέρες. Ηταν ακόμη πάνω στην εθνική οδό, όρθιο αυτή τη φορά. Πλάι του, δεκάδες άνθρωποι ίσιωναν τις λαμαρίνες με σφυριά.

       Διακόσια χιλιόμετρα πριν από την πρωτεύουσα, ένα ζευγάρι Νοτιοαφρικανών έκανε οτοστόπ. Τους πήραμε μαζί μας μέχρι το επόμενο χωριό. Μόλις είχαν παντρευτεί και περνούσαν το μήνα του μέλιτος. Επειτα από αρκετή ώρα συζήτησης, κατάλαβα ότι ο άντρας, ως πολιτικός μηχανικός, είχε αναλάβει έργα σε όλη την Αφρική.
       Τον ρώτησα τι πιστεύει για το μέλλον αυτής της ηπείρου. «Κοίταξε», μου είπε, «το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν μπορείς απλά να δώσεις χρήματα και να περιμένεις αποτελέσματα. Αυτό που χρειάζεται είναι ένα μακροχρόνιο σχέδιο ανάπτυξης, αλλά κανένας δεν αναλαμβάνει κάτι τέτοιο. Προσωπικά είμαι αρκετά απαισιόδοξος για το μέλλον».

Αργά το βράδυ, φτάσαμε στο αεροδρόμιο. Με το που κάθησα στη θέση μου στο αεροπλάνο άρχισα να αναπολώ το ταξίδι που μόλις είχε τελειώσει και τους ανθρώπους που είχα γνωρίσει. 
       Κάποια στιγμή, σαν αντίλογος στα λόγια του Νοτιοαφρικανικού φίλου μου, σκέφτηκα ότι παρ’ όλη τη διαφθορά, τη φτώχεια και τους τυφώνες, τα πρόσωπα που γνώρισα ήταν ευτυχισμένα. 
        Και αν η ευτυχία μπορεί να επιβιώσει κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, τότε όλα είναι δυνατά.

Εθιμα
      
Περισσότεροι από τους μισούς κατοίκους ασπάζονται την παραδοσιακή μαδαγασκαριανή κουλτούρα που εστιάζεται στη σχέση μεταξύ ζωντανών και νεκρών και στο σεβασμό των προγόνων. Η πίστη αυτή εκφράζεται μέσω ενός πολύπλοκου συστήματος ταμπού («φάντι»), και εθίμων. Το γνωστότερο απ’ αυτά είναι η τελετουργία τής «φαμαδιχάνα», που γίνεται μία φορά το χρόνο. Κατά το έθιμο αυτό, οι οικογένειες ξεθάβουν τους συγγενείς τους, τους τυλίγουν με μεταξωτά σεντόνια, χορεύουν με τα πτώματα για να ευχαριστήσουν την ψυχή των νεκρών και τους ξαναθάβουν.
       Τα φάντι της παραδοσιακής κουλτούρας ποικίλλουν από χωριό σε χωριό.
       Σε κάποια μέρη μπορεί να είναι ταμπού να φορέσεις ρούχα σε κόκκινο χρώμα, να περάσεις κάτω από ένα ιερό δέντρο ή να κολυμπήσεις σε ένα συγκεκριμένο ποτάμι. Παρ’ ότι οι ξένοι συνήθως απαλλάσσονται από την τήρηση των φάντι, χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή στους χώρους ταφής καθώς θεωρούνται ιεροί.
         Αν κάποιος πιαστεί να διαπράττει μια ασεβή πράξη σε αυτά, πρέπει να επανορθώσει. Συχνά, η οικογένεια ζητάει κεφάλια βοδιών για να μπορέσει να ξεπλύνει το αμάρτημα.


Γλώσσες
      Η Μαδαγασκάρη ήταν γαλλική αποικία από το 1894 μέχρι το 1960 και ως εκ τούτου πολλοί από τους κατοίκους μιλούν γαλλικά.
      Η κύρια γλώσσα της χώρας είναι τα μαδαγασκαριανά, γνωστά και ως malgaches, τα οποία έχουν σανσκριτικές ρίζες.
      Πιστεύεται ότι αυτή η ασιατική επιρροή οφείλεται στους πρώτους αποίκους του νησιού, τον 2ο αιώνα μ.Χ., που είχαν καταβολές από την Ινδία και τη Μαλαισία. Αυτό εξηγεί και τα ελαφρώς σκιστά μάτια των κατοίκων.


Γεωπολιτική- Πολυφυλετική και ανεξάρτητη

        Η Μαδαγασκάρη είναι μια μεγάλη νησιωτική χώρα που ανήκει στην αφρικανική ήπειρο. Φέτος γιορτάζει 50 χρόνια ανεξαρτησίας από τους Γάλλους, οι οποίοι έφυγαν από εκεί το 1960.

       Αποτελεί το τέταρτο μεγαλύτερο νησί του κόσμου, μετά τη Γρινλανδία, τη Νέα Γουινέα και το Βόρνεο της Ινδονησίας. Βρίσκεται στα ανατολικά και νότια της Αφρικής, σε σχετική εγγύτητα με την αφρικανική ακτή, εντός των υδάτων του Ινδικού ωκεανού, απέχοντας περίπου 400 χιλιόμετρα από την απέναντι ακτή της Μοζαμβίκης, από την οποία χωρίζεται με το ομώνυμο κανάλι της Μοζαμβίκης. Η Μαδαγασκάρη, μία από τις 15 φτωχότερες χώρες του κόσμου, απλώνεται σε έκταση 587.041 τ. χλμ., επιφάνεια όση περίπου καταλαμβάνουν η Γαλλία μαζί με το Βέλγιο. Σε αυτήν τη μεγάλη έκταση ζουν 21 εκατομμύρια κάτοικοι, μέγεθος που καθιστά τη Μαδαγασκάρη μια εξαιρετικά αραιοκατοικημένη χώρα. Γεωγραφικά, η Μαδαγασκάρη υπήρξε ιστορικό σταυροδρόμι και τόπος συνάντησης πολλών γλωσσοφυλετικών ομάδων της νότιας Αφρικής με πληθυσμούς που έφθασαν εκεί από διάφορες περιοχές της Ασίας, με τις περισσότερες φυλές να προέρχονται από την Ινδονησία και την Αραβική χερσόνησο. Η συνάντηση και συνύπαρξη πολλών ομάδων με διαφορετικές πολιτισμικές αναφορές δεν ήταν πάντοτε μια εύκολη υπόθεση. Εν τέλει στο νησί διαμορφώθηκε μια πολυφυλετική πληθυσμιακή σύνθεση που λειτούργησε ως άτυπη γέφυρα επικοινωνίας και συνεργασίας ανάμεσα στο νότιο τμήμα της Αφρικής και πολλές παράκτιες περιοχές της Ασίας.

Κείμενο: Στάθης Αντωνίου

Ευχαριστούμε τον Στάθη Αντωνίου για την παραχώρηση του άρθρου και των φωτογραφιών. 
Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στο “Γεωτρόπιο” της Ελευθεροτυπίας

11 Μαΐου 2010