1

Η ΣΥΝΘΕΣΗ ΩΣ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ (A’ Μέρος) (του Γιάννη Ζήση)

Ο δρόμος για τις σωστές ανθρώπινες σχέσεις και η έξοδος από τον κύκλο της αυταπάτης και της διαμάχης

Η εποχή μας, όντας ανοικτή σε προβλήματα και κρίσεις, βρίσκεται σε αναζήτηση ιδεών και λύσεων τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό πλαίσιο. Ένας ανοικτός και διάχυτος προβληματισμός – άλλοτε περιστασιακά με συγκυριακότητα και άλλοτε με ουσιαστικά στοχευμένη αναζήτηση και σχέση με ομάδες προβληματισμού και εναλλακτικής κοσμοθεώρησης – βρίσκεται σε εξέλιξη ως γόνιμη τάση αλλαγής της καθημερινότητας. Σε αυτόν τον διάχυτο προβληματισμό, αναγνωρίζονται καθηλώσεις και αγκυλώσεις, ενώ συχνά αναζητούνται ως λύσεις η οπισθοδρόμηση και η σύγκρουση.

Οι θεσμοί, οι επιστήμες για τον άνθρωπο, η εκπαίδευση και οι τεχνολογικές δυνατότητες διαδραματίζουν έναν ρόλο εποικοδομητικό και κρίσιμο για ευκαιρίες και αλλαγές. Όμως, υπάρχει ένας σκληρός πυρήνας δημιουργίας και επιδείνωσης της κρίσης και των προβλημάτων.  Οι περισσότεροι, όταν αναρωτιόμαστε βαθύτερα, υποψιαζόμαστε ότι υπάρχει ένα γενεσιουργό βάθος και πεδίο που αποτρέπει τις ριζικές και τις βιώσιμες λύσεις, ενώ ταυτόχρονα θέτει σε αμφισβήτηση τόσο τις ψυχολογικές προόδους, όσο και τις θεσμικές κατακτήσεις. Δύο τομείς είναι οι κυρίαρχοι γενεσιουργοί προβλημάτων και ρυθμιστές της προόδου. Οι τομείς αυτοί είναι ο ψυχολογικός και ο οικονομικός.

Α. Ο οικονομικός τομέας, αυτήν την εποχή, αποτελεί το πιο δυναμικό πεδίο στην κοινωνία και την παγκόσμια συγκρότηση, όπως, παλαιότερα, ήταν τα έθνη, οι θρησκείες και τα ιδεολογικο-πολιτικά και πολιτισμικά πρότυπα. Πάντοτε η οικονομία ήταν το κυρίαρχο στοιχείο, αλλά όχι τόσο ισχυρά και οικουμενικά ρυθμιστικό όσο σήμερα. Το πολιτισμικό πλαίσιο συχνότατα ήταν ανεξαρτητοποιημένο και αποτελούσε, μαζί με τις ηγεσίες, τον βασικό ιστορικό ρυθμιστή. Οι τεχνολογικές και επιστημονικές αλλαγές, όπως και οι παγκόσμιες πολιτικές εξελίξεις διαμόρφωσαν ένα πολύ πιο ολοκληρωμένο τοπίο κυριαρχίας της οικονομίας. Η σχεδόν ολοκληρωμένη κυριαρχία του οικονομικού τομέα επέφερε ριζικές αλλαγές σ’ όλους τους άλλους τομείς. Έφερε στην επιφάνεια με ριζικό τρόπο τα προβλήματα και τις ανεπάρκειες του ανθρώπινου παράγοντα και διαμόρφωσε έναν νέο συσχετισμό κρίσης και αλλαγών.

Η δυναμική της οικονομίας και των νέων τεχνολογικών πλαισίων της ζωής σ’ όλους τους τομείς επέφερε οργάνωση, πολυπλοκότητα, εξάρτηση, σχέσεις, ανάγκες και καταστάσεις θεμελιακά νέες και διαφορετικές από κάθε προηγούμενη γνωστή ιστορική εποχή. Έφερε νέες σχέσεις ανθρώπου με άνθρωπο, σε ατομικό και οικουμενικό πλαίσιο. Εξέφρασε τροποποιημένες στάσεις και σχέσεις απέναντι στο περιβάλλον, τον κόσμο, τις ιδέες και όλες τις μορφές ζωής κι, έτσι, δημιούργησε νέα προβλήματα και προοπτικές. Η οικονομία πλέον καθόρισε βασικά τις σχέσεις ατόμου και ολότητας, τόπου και πλανήτη. Αυτή η οικονομική και τεχνολογική δυναμική διαμόρφωσε ένα νέο πεδίο προβλήματος.

Έτσι, ενώ μέχρι σήμερα το ζήτημα το τοποθετούσαν μόνο οι ανθρώπινες και κοινωνικές ρυθμίσεις για τον σχεδιασμό και του οικονομικού συστήματος και του μερισμού του προϊόντος του μεταξύ των ίδιων των ανθρώπων, παρ’ όλη την τεχνολογική καινοτομία, αναδείχθηκε ως ρυθμιστής η κρίση του περιβάλλοντος ως βιολογικού και παραγωγικού συντελεστή. Η φύση και η ζωή εμφανίσθηκε ως ο «ακρογωνιαίος λίθος». Η οικονομία και η τεχνολογική καινοτομία έδειξαν σιγά-σιγά, μέσα από τις διακινδυνευτικές τους κρίσεις, τα θεμελιακά τους όρια, ενώ λειτουργούσαν ως καθοριστικής κλίμακας διεγέρτες του ανθρώπινου παράγοντα και της ιστορικής και πολιτισμικής τους κρίσης.

Χίμαιρες ελπίδας υπάρχουν ακόμη. Ενίοτε, μπορούν να ικανοποιούνται σε εξαιρετικά περιορισμένο πλαίσιο, ανατροφοδοτώντας τις φουτουριστικές μανίες για μηδενισμό του κόστους και του τιμήματος για την ψυχή μας, την ζωή, την φύση και το περιβάλλον. Άρχισε, όμως, σε επίπεδο ανθρώπου και ανθρωπότητας, και η αντίστροφη μέτρηση για τις χίμαιρες της αναπτυξιακής φαντασμαγορίας. Στον ορίζοντα, πυκνώνουν τα νέφη πολλαπλών κρίσεων ως ένα τοπίο ενός λησμονημένου αιτιατού που πρέπει να εξαγορασθεί για να καταστεί βιώσιμο το μέλλον.

Αυτή η καθοριστική οικουμενική κρίση –επιφανειακά σχεδόν χαώδης–δεν αποτελεί, αναπότρεπτα, την κύρια ή την μόνη κρίση του ανθρώπου και της ανθρωπότητας παρά το γεγονός ότι μονοπωλεί το επικοινωνιακό τοπίο των εξελίξεων. Το γεγονός όμως είναι ότι το τοπίο αυτό, καθώς αποτελεί τελεστή της παγκοσμιότητας στο άτομο και στη κοινωνία, του σταματάει κάθε περιθώριο αναβολής για την αντιμετώπιση της βαθύτερης κρίσης του ανθρώπινου παράγοντα.

Αν και, σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο, υπάρχουν αρκετές διαφυγές –λόγω μιας άμεσης και ριζικής, δραστικής αλλαγής στάσης και σχέσης – οι παγκόσμιες συνθήκες πιέζουν για μια τέτοια αναγκαιότητα αλλαγών που δημιουργεί συνθήκες επιτακτικότητάς τους, πολύ γρηγορότερα απ’ ότι υπολογίζουν τα πατερναλιστικά κέντρα στρατηγικής, αποφάσεων και ισχύος.

Το ρυθμιστικό πλαίσιο των σχέσεων σε μεγάλη κλίμακα είναι αντιμέτωπο με μια κρίση που αφήνει πίσω την ιστορική αποτελεσματικότητα των παραδοσιακών συστημάτων ισχύος. Χρειάζεται επειγόντως σχεδιασμός σε μια ουσιαστικά νέα – αν και αναγκαστικά μεταβατική – βάση και, συνεπώς, με συγκατάβαση με αυτά τα υφιστάμενα πατερναλιστικά συστήματα.

Όμως, το μείζον σε αυτόν τον σχεδιασμό, για να είναι αποτελεσματικός, δεν μπορεί παρά να είναι το ουσιαστικά, ποιοτικά και κατευθυντικά νέο και, άρα, όχι το βαθιά και πλήρως συμβιβαστικό με αυτές τις παλιές μεθόδους και τα παγιωμένα συστήματα.

Παράλληλα, ζούμε σε μια εποχή που, ενώ τα ριζοσπαστικά, σε πεδίο θεσμών και πολιτισμών, κινήματα του παρελθόντος στην πολιτική, τον πολιτισμό της σκέψης, την θρησκεία και την οικονομία άφησαν την δημιουργική τους κληρονομιά, κατέληξαν σε βαθιές αποτυχίες και δεν αποτελούν πλέον ελκυστικές και πειστικές λύσεις για το μέλλον.

Αυτή η ιστορική εμπειρία υποδεικνύει την ανάγκη για ένα βαθύτερο ρεύμα αλλαγής σ’ όλους τους τομείς.

Β. Ο ψυχολογικός τομέας. Το γεγονός ότι ο ανθρώπινος παράγοντας διεγέρθηκε σε μαζική κλίμακα και λειτουργεί πλέον καθοριστικά –τόσο μέσα στις διαδικασίες παραγωγής και κατανάλωσης, όσο και μέσα στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, παρά την βαθύτερη και ελεγχόμενη παθητικότητά του– έφερε στο προσκήνιο την ανθρώπινη συνειδητότητα. Αυτή ήταν πάντα ενεργή, ποτέ όμως τόσο καθοριστική πραγματικότητα. Η νέα δυναμική της ανθρώπινης συνείδησης χρησιμοποιήθηκε πολιτικά οικονομικά και πολιτισμικά και συνυφάνθηκε και με τα νέα τεχνολογικά συστήματα επικοινωνίας. Ένα δεύτερος ακρογωνιαίος λίθος άρχισε σιγά-σιγά να αναδεικνύεται.

Στο σύστημα και στην ανθρώπινη συνειδητότητα επιχειρούσαν πάντα να παρέμβουν οι ιστορικές προσωπικότητες και οι συλλογικοί φορείς πατερναλιστικής ισχύος. Ακόμη και αυτή η συλλογικότητα, όπως και το ενδιαφέρον και το κίνητρο των φορέων και των προσωπικοτήτων αυτών, κάθε ιστορικής κλίμακας, αποτελούσε μορφοποίηση και ουσιαστική καταστάλαξη του παράγοντα της ανθρώπινης συνειδητότητας.

Παρά το αρχαίο, Δελφικό και όχι μόνο «Γνώθι Σ’Αυτόν», παρά την έκκληση του Αλεξάντερ Πόουπ για μια «επιστήμη για τον άνθρωπο», η δυνατότητα να επηρεαστεί ο άνθρωπος στο βάθος του και να καταστεί αποτελεσματικά αυτοτελειοποιούμενος παραμένει ακόμη, τόσο σε συλλογικό όσο και σε ατομικό πλαίσιο, εξαιρετικά μικρή. Φωτισμένες προσωπικότητες υπήρξαν σ’ όλες τις εποχές. Πολλοί άνθρωποι έζησαν οριακές κρίσεις και λειτούργησαν ηρωικά μέσα από επιτακτικές καταστάσεις.

Παρ’όλα αυτά, υπάρχει ένα βάθος το οποίο ακόμη και η σύγχρονη βιοχημεία αδυνατεί πλήρως να το μοχλεύσει σε μια θετική καταλυτική κατεύθυνση. Ακόμη και η προχωρημένη ψυχιατρική βιοχημεία λειτουργεί μόνο κατασταλτικά. Οι ίδιες οι νευροεπιστήμες βρίσκονται στην αρχή τους, καθώς δεν γνωρίζουν όχι μόνο για την επιτακτικότητα αναβάθμισης της συνειδητότητας, καθώς, εξάλλου, δεν αποτελεί αντικείμενό τους, αλλά ούτε και τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να λειτουργήσει η ουσιαστική τροποποίησή της.

Ταυτόχρονα, οι άλλες επιστήμες του ανθρώπου, η γλωσσολογία και η εκπαίδευση, ενώ έχουν διαδραματίσει έναν πολύ μεγάλο ιστορικό ρόλο, κατά βάση προοδευτικό, δεν έχουν εντοπίσει το Αρχιμήδειο σημείο, το βάθος εκείνο και την βιωματική μόχλευσή του.

Επιπλέον, μεγάλα μαζικά ιδεολογικά, ηθικά, θρησκευτικά και πολιτισμικά ρεύματα σκέψης, ενώ επέφεραν μαζί με τις επιστημονικές ανακαλύψεις και τις τεχνολογικές εφευρέσεις μεγάλες ιστορικές εξελίξεις και παγκόσμιες διαχύσεις και επιδράσεις, δείχνουν ανεπαρκή για να εφοδιάσουν τον άνθρωπο με δυνάμεις και ενέργειες αποτελεσματικής αλλαγής σε προσωπικό επίπεδο.

Η σκέψη, το συναίσθημα, η επιθυμία, το ένστικτο και το φαντασμαγορικό και φαντασιακό των προτύπων της συνείδησης και του ανθρώπου, παρά την ρευστότητά τους και την ευαλωτότητά τους στις εμπειρίες και την αέναη μεταπτωτική της ζωής και των φαινομένων της και παρά την ψευδαίσθηση του άυλου ή φαντασματικού υποκειμενικού χαρακτήρα τους αποδεικνύονται εξαιρετικά έμμονα, επαναλαμβανόμενα, στέρεα, απροσδόκητα στην αισιόδοξη αντίληψη της «κοινής λογικής» και, τελικά, υπολειμματικά με άγνωστο ριζικό βάθος. Σ’ αυτό το βάθος συνυπάρχουν αδιερεύνητες δυναμικές. Πάνω σε αυτό το ανακυκλωτικό ανθρωπολογικό παράδοξο της συνείδησης έχουν υποστεί τις πιο ένδοξες ήττες τους όλες οι δημιουργικές προσωπικότητες και τα συλλογικά προοδευτικά ρεύματα.

Υπάρχει μια ματαιωτική δυναμική, με τιτανική ανακυκλωτική ή παλίνδρομη ισχύ. Αυτή η ισχύς παρεμβάλλεται σε κάθε εγχείρημα βίωσης των ιδεών και απελευθερωτικής πραγμάτωσης των ιδανικών. Είναι απέραντος μέχρι τώρα ο κατάλογος επισημάνσεων και οπτικών προσεγγίσεων από πλήθος ιστορικών προσωπικοτήτων.σε αυτό το ζήτημα.

Το λογικό και το προφανές, παρά την όποια πειστικότητα του και την συμμετοχή του στην ροπή των εξελίξεων, δεν μπόρεσε να περιορίσει (και, μάλιστα, μερικές φορές όξυνε, όπως, για παράδειγμα,στην εποχή της νεωτερικότητας) την δυναμική αυτού του αδιάγνωστου και παράξενου φορτίου της συνειδητότητας και του ανθρώπινου παράγοντα.

Η αγοραία μόχλευση του ανθρώπου βρίσκει τον τρόπο να συνυπάρχει, άλλοτε πολιτισμένα και άλλοτε βαρβαρικά, με αυτόν τον παράγοντα, καθώς προσπαθεί να διαγνώσει επιφανειακά την ανθρώπινη ανεκπλήρωτη ζήτηση και να την εμπορευματοποιήσει.

Παρά το γεγονός ότι ο κάθε άνθρωπος δείχνει να φέρει ένα μέτρο λογικής και να λειτουργεί με μια εσωτερική και εξωτερική ρουτίνα, μέσα σ’ ένα κανονιστικό ρυθμιστικό θεσμικό και πολιτισμικό πλαίσιο, αυτό το παράδοξο υπόστρωμα με θετικό και αρνητικό πρόσημο ενυπάρχει.

Ο Φρόυντ, με τρεις ριζικές προσεγγίσεις, επιχείρησε να το αναδείξει.

Η πρώτη ήταν στο πλαίσιο της libido και των στρεβλωτικών διεργασιών σ’ αυτή.

Η δεύτερη με την παλινδρόμηση στον θάνατο και στην βαρύτητα της αδρανειακότητας της αρχέγονης κατάστασης ως γενεσιουργού της αυτοκαταστροφικότητας.

Η τρίτη ήταν αυτή που ματαιώθηκε στην επιστημονική της αποδοχή και αφορούσε τον αποκρυφιστικό χαρακτήρα των ψυχικών φαινομένων, και την τηλεπάθεια ως συνειδησιακή και ονειρική δικτύωση.

Ο Γιουνγκ, ο Άντλερ και πολλοί άλλοι επιστημονικοί στοχαστές εστίασαν και φώτισαν άλλες πλευρές. Οι ανθρωπολογικές παραδοξότητες έγιναν πολύ συχνά το επίκεντρο όχι μόνο των μύθων, αλλά και των έργων τέχνης. Ο Όσκαρ Ουάϊλντ, σ’ έναν πολύ εύγλωττο στοχασμό του, επισημαίνει αυτή την ανθρωπολογική βαρύτητα, που παραμένει κατά βάθος ανεξήγητη. Με το παράδειγμα αυτό θα ασχοληθούμε σε άλλο σημείο.

Το χαρακτηριστικό, όμως, παράδειγμα φαίνεται στην ίδια την βεβαιότητα, την αυθεντία, την εγκυρότητα, την ισχυρογνωμοσύνη, τον ολοκληρωτισμό και την αδιαλλαξία της επιστημονικής άποψης και του αδιερεύνητου αυτονόητού της. Είναι πιο χτυπητό το παράδειγμα σ’ αυτό τον τομέα ανάδυσης της συνείδησης στον άνθρωπο, καθώς εδώ το φαντασιακό και αξιωματικά αυθαίρετο ελαχιστοποιείται.     
Οι θεωρίες είναι εκτεθειμένες σε πειραματική και θετικιστική διαψευσιμότητα και επαλήθευση με διαδικασίες τεχνολογικές, μαθηματικής μοντελοποίησης, στατιστικής εκτίμησης και «αυστηρής» ή σκληρής «λογικής», αιτιοκρατικής ανάλυσης και συνοχής.

Παρ’όλα αυτά, εννοιολογικά και γλωσσολογικά αυτή περιλαμβάνει εξίσου και την μαθηματική γλώσσα, καθώς κατηγορητικά, λογικά, πειραματικά και στατιστικά έχουν παρεισφρήσει και παρεισφρέουν αστόχαστες διαισθητικές βεβαιότητες, όπως έχει αποδειχθεί εκ των υστέρων.

Η ίδια η λογική και η πειραματική μοντελοποίησή της διακατέχονται, απ’ ότι φαίνεται, εκ των υστέρων, σε όλες τις περιπτώσεις, από φτώχεια σε αντίληψη και λογική.

Η ίδια η λογική φαίνεται να είναι ένα δυσδιάγνωστο ψυχολογικό φάντασμα και η επιστήμη, τελικά, μια πολύμοχθη χρήσιμη ψυχολογική ανέλιξη και, συνάμα, μεταβατική πλάνη, γεμάτη από τον ανθρώπινο ναρκισσισμό σε ένα χρώμα ή τόνο.

Η ομαδικότητα της επιστημονικής διαδικασίας, ο έλεγχος των αποτελεσμάτων και η ανοικτότητα της επιστημονικής έρευνας διαφυλάσσουν, βέβαια, αυτόν τον τομέα από την μονιμότητα της πλάνης –στον βαθμό που η επιστήμη είναι καθαρή από συμφέροντα – από την ψυχολογική υπεροψία και τις πολιτισμικές προκαταλήψεις. Όμως, και αυτή η ανεξαρτησία πολλές φορές σπανίζει.

Ωστόσο, τις πιο αυστηρές επισημάνσεις για την μορφή και την αιτία των επιστημονικών αλλαγών και εξελίξεων τις έχουν κάνει αυτοσαρκαστικά για τον επιστημονικό τομέα επιστήμονες όπως ο Μαξ Πλανκ. Θα έλεγε κανείς ότι υπάρχει μια διαχρονικά μεγάλη λίστα στοχαστών και επιστημόνων που έχει τοποθετηθεί σ’ αυτό το ζήτημα με διαφορετική ρητορική γλαφυρότητα και οπτική χάρη. Είναι γνωστές ακόμη οι κατ’ επανάληψη επιστημονικές βεβαιότητες που διατυπώνονται κατά καιρούς, έστω και ελάχιστο χρόνο πριν την ανατροπή τους.

Στα ρεύματα όμως της τέχνης, της φιλοσοφίας και της θρησκευτικής πίστης, το ζήτημα αυτό είναι πολύ πιο εκδηλωτικό. Έχουμε φαινόμενα πλήρους αντιστροφής και ανακολουθίας σε μικρά χρονικά διαστήματα και βιωματικά χάσματα ρητορικών εμμονών και εμμονών της συνείδησης τα οποία στην πράξη αποδεικνύονται αποκαλυπτικά αβυσσαλέα και αγεφύρωτα.

Το ζητούμενο, όμως, δεν είναι πλέον να ασχοληθούμε με αυτό το παράξενο πηγάδι της ανθρώπινης συνειδητότητας, με το αδιερεύνητο δραματικό πεδίο της συνείδησης που βρίσκεται κάτω από την επιφάνειά της. Μια πειστική επιστημονικά προσέγγιση σ’ αυτό –μέσα από την παράξενη γλωσσική και κυρίως βιωματική στενότητα κατανόησης– δεν θα ήταν άμεσα αποτελεσματική και καταλυτική.

Έχουν γίνει τέτοια εγχειρήματα με αξιόλογες προσφορές στην σκέψη μας. Είναι όμως υπερβολικά αισιόδοξο, περισσότερο ίσως και από τα διαστρικά ταξίδια ανθρώπων, να ελπίζει κανείς να κλείσει αυτό το ζήτημα. Ίσως, ο άνθρωπος και ο πολιτισμός μπορούν να έχουν ικανοποιητικές και ενδιάμεσες λύσεις.

Γιάννης Ζήσης, συγγραφέας

Ανάρτηση κειμένου: 12/01/2010

(solon.org.gr)

Διαβάστε επίσης: 
– Η Σύνθεση ως Απάντηση στην Κρίση Ταυτότητας και Συστήματος Β’ Μέρος
– Η Σύνθεση ως Απάντηση στην Κρίση Ταυτότητας και Συστήματος Γ’ Μέρος