ΤΟ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΚΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ & ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ – Ο ΕΠΑΝΑΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ, ΤΗΣ ΕΠΙΘΥΜΙΑΣ & ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ (της Ιωάννας Μουτσοπούλου)
Μέχρι σήμερα η ευτυχία συνήθως παρουσιάζεται ως μία συναισθηματική κατάσταση του ανθρώπου εξαρτημένη από τις συνθήκες ζωής του. Συχνά γίνεται αντικείμενο «έρευνας» με μια επιφανειακή, αβαθή και κορεσμένη αντίληψη για τη ζωή, την ανθρώπινη φύση και τον κόσμο. Στην πραγματικότητα όλη η αντίληψη του ανθρώπου για την ευτυχία βασίζεται και εξαντλείται στην ικανοποίηση των επιθυμιών του και μάλιστα άκριτα και χωρίς ουσιώδη σκοπό. 1.- Οι ίδιες οι επιθυμίες συγκρούονται τόσο μεταξύ τους μέσα στον ίδιο άνθρωπο όσο και με τις επιθυμίες των άλλων ανθρώπων. Επομένως το αποτέλεσμα είναι συνεχώς μεταβαλλόμενο, η υποτιθέμενη «ευτυχία» ασταθής, ψεύτικη και σύντομη όπου υπάρχει. |
2.- Ένα πράγμα που ξεχνιέται είναι ότι η ευτυχία δεν μπορεί παρά να είναι συμφυής σε βάθος με τη φύση του ανθρώπου και τη συνείδηση. Γι’ αυτό, όσο ο άνθρωπος είναι αποξενωμένος από τον εαυτό του, τόσο δεν θα διαθέτει την ικανότητα να είναι ευτυχισμένος. Μη λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω ο άνθρωπος επιχειρεί σε αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή αφενός μεν να αποκτήσει την ευτυχία απλώς ρυθμίζοντας τις εξωτερικές συνθήκες της ζωής, πράγμα που αφορά το πεδίο των αποτελεσμάτων αλλά όχι το πεδίο της συνείδησης (έστω και με κάποιες απαιτούμενες ψυχολογικές προσαρμογές) και αφετέρου να αποφύγει τον πόνο ως αντίθετο προς την ευτυχία. Και οι δύο αυτές προσπάθειες αξίζουν μεγάλης προσοχής, γιατί εμπεριέχουν τόσο ορθά όσο και λανθασμένα στοιχεία. 1) Προσπάθεια για ρύθμιση στο πεδίο των αποτελεσμάτων αλλά όχι της συνείδησης. Στην πλειονότητα μάλιστα των περιπτώσεων ο άνθρωπος αποφασίζει να μην ασχοληθεί με κάποιο πρόβλημα που του είναι ήδη ορατό, γιατί αυτό θα συνεπάγεται θυσίες από τη μεριά του και αυτό δεν το θέλει, κρυπτόμενος πίσω από μία δήθεν άγνοια. Η άγνοια ως δικαιολογία είναι πολυτέλεια, γιατί ποτέ δεν θα είμαστε σε θέση να έχουμε την απόλυτη γνώση, επειδή αυτή η απόλυτη γνώση σημαίνει επίλυση των εσχατολογικών θεμάτων για τη φύση του ανθρώπου και των όντων, πράγμα που δεν μπορεί να γίνει. Το όλο αυτό θέμα λοιπόν της ανθρώπινης προσπάθειας για την ευτυχία κινείται γύρω από δύο βασικούς άξονες της ανθρώπινης ζωής που είναι οι εξής: Η στενότητα της κατανόησης φαίνεται από το γεγονός ότι για παράδειγμα σε κάθε περίπτωση έχει δοθεί τόση σημασία στο θέμα της πίστης στο γάμο ή στις σχέσεις γενικά. Όμως αξίζει να παρατηρηθεί ότι δεν έχει δοθεί η απαραίτητη σημασία στην αγάπη, η οποία θα έχει ως αποτέλεσμα την πίστη και όχι μόνον αυτήν. Η πίστη είναι ένα επιθυμητό αποτέλεσμα για όλες τις σχέσεις π.χ. τις φιλικές, ενώ η αγάπη είναι αίτιο. Για την αγάπη λέγονται πολλά λόγια και ο καθένας μπορεί να ισχυρίζεται ότι οι συναισθηματικές ή σωματικο-συναισθηματικές θύελλες ή αντίθετα οι λογικές διευθετήσεις μιας φιλικής χλιαρότητας μαζί με την έλλειψη αισθαντικής θερμότητας σχετίζονται με την αγάπη. Όμως συχνά αυτό που νομίζουμε ως αγάπη είναι ακριβώς αυτό που την εμποδίζει και γι’ αυτό το λόγο θα άξιζε τον κόπο να διερευνήσει κανείς βαθύτερα το νόημά της, έστω και αν δεν πρόκειται να καταλήξει σε κάτι οριστικό. Σίγουρα όμως θα καταφέρει να απορρίψει μερικές πλάνες για την έννοια και να έλθει πιο κοντά στην αλήθεια (όποια και αν είναι). Είναι σίγουρο ότι ο άνθρωπος τα θέλει όλα, όμως προτιμά πάντοτε να ξεκινά από αυτό που είναι το πιο εύκολο και το άλλο να το αφήνει για τη φαντασία και την επιθυμία. Η διερεύνηση της αγάπης είναι αναγκαία και για έναν άλλο λόγο: επειδή σχετίζεται με όλες τις ανθρώπινες σχέσεις, αν και παίρνει διαφορετικές μορφές ανάλογα με το είδος των σχέσεων, (οικογενειακών, φιλικών, κοινωνικών). Το σχεδόν σίγουρο είναι ότι η αγάπη δεν είναι συναίσθημα, αν και το συναίσθημα είναι ένας απόηχος της αγάπης στο επίπεδο της επιθυμίας. β.-Στην επιδίωξη απόκτησης πλούτου οποιουδήποτε είδους, για να μπορεί κανείς να προσπορίζεται τα επιθυμητά υλικά αγαθά και κοινωνική – σεξουαλική καταξίωση. Σε αυτές τις δύο περιπτώσεις, που είναι οι πιο βασικές και συνήθεις στην ανθρώπινη ζωή, υπάρχει μια θεμελιώδης αντίφαση και ταυτόχρονα μία θεμελιώδης ομοιότητα. Στην πρώτη επιχειρείται η απόκτηση και η διατήρηση της πίστης ως υποκατάστατου της αγάπης μέσω κτήσης, χωρίς αναζήτηση της εσωτερικής σχέσης, πράγμα που σημαίνει ότι ο άνθρωπος δεν θα μπορέσει να διαγνώσει την αληθινότητα μιας σχέσης ή αυτά που την παρεμποδίζουν. Πολλοί μιλάνε για την αγάπη (αν και όχι όλοι), αλλά την ταυτίζουν με λανθασμένα πράγματα ή φοβούνται να την αναζητήσουν, γιατί ίσως μία τέτοια προσπάθεια θα τους οδηγούσε να αποδεχθούν την αποτυχία. Στη δεύτερη περίπτωση επιδιώκεται η απόκτηση ενός μέσου που αυτόματα γίνεται είδωλο και αυτοσκοπός. 2) Έλλειψη αυτογνωσίας, δηλαδή γνώση των κινήτρων και των ψυχολογικών διεργασιών. Αυτή είναι η δεύτερη προσπάθεια του ανθρώπου για την ευτυχία και πάλι χωρίς καμμία ενεργοποίηση πραγματικών αιτιών ευτυχίας. Η βασική έλλειψη αυτογνωσίας συνίσταται στην έλλειψη διάκρισης ανάμεσα στην επιθυμία και εκείνη την ανάγκη που προέρχεται από την σε βάθος ανθρώπινη φύση, την αληθινή ανάγκη. Ή με άλλα λόγια θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ανθρώπινη φύση εμπεριέχει στοιχεία και ανάγκες διαφορετικές μεταξύ τους, ενώ η επιθυμία εκφυλίζεται σε υποκατάστατο των αναγκών. Η θεμελιώδης σύγκρουση είναι αυτή ανάμεσα στην επιθυμία και την αγάπη. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ανθρώπινη συνείδηση αποτελείται από διάφορες διαστρωματώσεις, από τις οποίες οι φέρουσες την επιθυμία είναι οι πιο επιφανειακές. Αλλά όλες λειτουργούν ταυτόχρονα, με αποτέλεσμα η μία να προσπαθεί να περιορίσει την άλλη. Το βέβαιο είναι ότι ο άνθρωπος βρίσκεται ακόμη μακράν της αγάπης, παρά τις διαβεβαιώσεις περί του αντιθέτου. Το γιατί βρίσκεται στη φύση της ίδιας της αγάπης, που περιέχει τόσο το στοιχείο της απροσωπίας όσο και του προσωπικού. Αυτά τα δύο είναι σε συνεχή σύγκρουση μεταξύ τους, ενώ πρέπει και τα δύο να διατηρηθούν αλλά σε μία εξελισσόμενη ισορροπία. Η ισορροπία αυτή δεν μπορεί σε καμμία περίπτωση να είναι ισορροπία ποσοστών εν είδει οικονομικού ή πολιτικού συσχετισμού, αλλά εν είδει ποιοτικής σύνθεσης. Όπου και να οδηγηθούμε σήμερα σε σχέση με οποιαδήποτε ιδέα, στο τέλος γίνεται φανερή η ανάγκη για εννοιολογική διεύρυνση της αντίληψής μας. Οι εύκολες χειροπιαστές αντιλήψεις για τον άνθρωπο, οι ρητορικές ρουτίνες ή με άλλα λόγια τα παλαιά κριτήρια, είτε πρόκειται για την ανταγωνιστική του φύση είτε για την εξάρτησή του από το περιβάλλον, δεν πρόκειται να τον οδηγήσουν πουθενά σε σχέση με την σημερινή ανάγκη του για διάγνωση των αιτίων της δυσπραγίας του, παρόλο που στο επίπεδό τους απηχούν μία αλήθεια. Η περιορισμένη αυτή αλήθεια όμως παύει να είναι αλήθεια, όταν παρεμποδίζει την ανάδυση μιας άλλης ευρύτερης και περιεκτικότερης αλήθειας. Αυτό συμβαίνει επειδή έτσι παύει να παίζει τον ορισμένο ρόλο της στο πεδίο της εμβέλειάς της και επιχειρείται να ελέγξει όλα τα πεδία που βρίσκονται πέραν αυτής. Παράλληλα η αγάπη έχει χάσει για ορισμένους ανθρώπους την αίγλη της, πρώτον επειδή δεν μπορούν να την αισθανθούν, δεύτερο επειδή την ταυτίζουν με το συναίσθημα που αποδεικνύεται τελικά αδιέξοδο και αναξιόπιστο και τρίτο επειδή εκείνοι που την επικαλούνται ούτε την γνωρίζουν ούτε έχουν την πρόθεση να καθορίσουν τη ζωή τους σύμφωνα με αυτήν, παρουσιάζοντας έτσι μία πλήρη ασυνέπεια και ένα καταγέλαστο «πρότυπο». Η αγάπη συνήθως εμφανίζεται να είναι ένα συναίσθημα χαρακτηριστικό εκείνων των ανθρώπων που δεν έχουν νοητική επάρκεια ή να είναι ένα καθήκονεπωφελές για άλλους όπως η οικογενειακή ομάδα. Χαρακτηριστικό αυτής της κατάστασης είναι ότι η αγάπη θεωρείται συνώνυμο της δέσμευσης και της έλλειψης ελευθερίας. Αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα δυσχερές στην εννοιολογική ανάλυση της αγάπης, επειδή, για να αναλυθεί κάπως η αγάπη, θα πρέπει να αναλυθεί σχετικά και η έννοια της ελευθερίας. Αυτό είναι μία υπέρμετρη δυσκολία για τους περισσότερους, επειδή απαιτεί την ανάλωση των επιθυμιών και της ζωής στην προσπάθεια αυτή. Αυτή η θυσία πρέπει να γίνει, επειδή μία τέτοια διερεύνηση αναπόφευκτα θα απομυθοποιήσει τις πλάνες και τις γοητείες και επομένως θα καταστρέφει σταδιακά τις επιθυμίες και την πλάνη. Αλλά το ζήτημα περιπλέκεται ακόμη περισσότερο, επειδή όντως η νοητική επάρκεια είναι απαραίτητη για να προσεγγίσει κανείς περισσότερο την αγάπη. Όμως εδώ πρέπει να τονιστούν δύο πράγματα εξ αντιθέτου: Η νοητικότητα ως αντίθεση προς την αγάπη δεν είναι αληθινή νοητικότητα, αλλά μία ιδιοτέλεια που χρησιμοποιεί τον νου ως όργανο ικανοποίησης. Μάλιστα θα έπρεπε να τονιστεί ότι συχνά η ίδια η ιδιοτέλεια θεωρείται νοητικότητα, πράγμα που είναι αναληθές, επειδή ο νους σκοπεύει στην αντίληψη του κόσμου και του εαυτού, πράγμα που δεν μπορεί να γίνει με την ιδιοτέλεια που στηρίζεται θεμελιωδώς στα ένστικτα και τις επιθυμίες. Από το άλλο μέρος η έλλειψη νοητικότητας καθιστά τον άνθρωπο υποχείριο των συναισθημάτων και της γοητείας και επειδή έτσι δεν ολοκληρώνεται η αντίληψή του για τον κόσμο και τον εαυτό, δεν μπορεί να προσεγγίσει επαρκώς την έννοια της αγάπης. Επειδή η ολοκλήρωση αυτή απαιτεί μεγάλο κόπο και επιπλέον καταστρέφει τη συναισθηματική αχλύ, πολλοί άνθρωποι την αποφεύγουν, για να μη χάσουν όσα είναι η συνήθειά τους, και έτσι αντιμετωπίζουν τις σχετικές έννοιες υπό ένα περιορισμένο πρίσμα.
|