1

ΤΟ ΧΑΣΜΑ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΚΑΙ ΤΗ ΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ ΚΑΙ Η ΑΝΕΥΘΥΝΟΤΗΤΑ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΤΑΙΡΙΩΝ

Οι κυβερνήσεις παγκοσμίως μπορεί καθημερινά να απασχολούν τα μέσα ενημέρωσης με τις διακηρύξεις περί της «ευαισθητοποίησής» τους για τα περιβαλλοντικά ζητήματα και για τον κίνδυνο στον οποίο βρίσκεται ο πλανήτης. 
Συνεχίζουν όμως να καταναλώνουν το πετρέλαιο με τέτοιους αυξητικούς ρυθμούς
 που σε σύντομο χρονικό διάστημα ελλοχεύει ο κίνδυνος αρκετά κράτη να μείνουν τελείως εκτός της πετρελαϊκής αγοράς και κατανάλωσης εξαιτίας του συνδυασμού των υψηλών τιμών και της πτώσης της παραγωγής.

Με το «μαύρο χρυσό» να φτάνει στην υψηλότερη τιμή του για το 2009 η κατανάλωσή του συνεχίζει να αυξάνεται με σταθερούς ρυθμούς παρά το γεγονός ότι η οικονομική κρίση είχε ως αποτέλεσμα την πτώση στην ζήτηση του από τον βιομηχανικό τομέα παγκοσμίως, αλλά και την πρωτοφανή στα πετρελαϊκά χρονικά στασιμότητα στην παραγωγή που παρατηρείται από το 2005.

Ο μη κυβερνητικός οργανισμός Global Witness σε έρευνά του προειδοποιεί ότι τα πετρελαϊκά αποθέματα σε λίγα χρόνια από τώρα θα έχουν μειωθεί τόσο πολύ, ώστε η συνεπαγωγική αύξηση της τιμής των πετρελαϊκών προϊόντων θα φέρει πολλές οικονομίες –κυρίως φτωχές- σε απόγνωση.

Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της Διεθνούς Υπηρεσίας Ενέργειας εάν συνεχιστεί η σημερινή κατάσταση –που τίποτα δεν δείχνει ότι δεν θα συνεχιστεί-, το 2015 το χάσμα μεταξύ προσφοράς και ζήτησης θα ανέλθει στα 7 εκ. βαρέλια ημερησίως, ποσότητα που ισούται με το 7,7% της παγκόσμιας ζήτησης.

Στην έρευνα της Global Witness αναφέρεται ότι για να καλυφθεί η προβλεπόμενη από την Διεθνή Υπηρεσία Ενέργειας παγκόσμια ζήτηση για το 2030, θα πρέπει να ανακαλυφθούν και να εξορύσσονται καθημερινά 64 εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου επιπλέον της σημερινής παραγωγής[1]
Ο αριθμός αυτός φαντάζει εξωπραγματικός, καθώς υπερβαίνει και τις πλέον αισιόδοξες των απόψεων, που συνήθως γεμίζουν τα μεγάλα οικονομικά φύλλα της Δύσης κάθε φορά που ανακαλύπτονται κάποια νέα κοιτάσματα, όπως πρόσφατα συνέβη στην Βραζιλία και το Μεξικό. 
Τα ανακαλυφθέντα τα τελευταία χρόνια κοιτάσματα παρά τη γενική αισιοδοξία που καλλιεργείται από εταιρίες και κυβερνήσεις όμως δεν συνεισέφεραν παρά μόνο κατά 1,7 εκ. βαρέλια ημερησίως, ποσότητα που είναι ελάχιστη συγκρινόμενη με τους συνεχώς αυξανόμενους ρυθμούς ζήτησης. 
Σύμφωνα με τον συντάκτη της έρευνας Σίμον Τέιλορ αρκεί μια ματιά στα στατιστικά νούμερα του πετρελαίου για να διαπιστωθεί ότι η πετρελαϊκή πραγματικότητα πολύ σύντομα δεν θα ανταποκρίνεται στους όρους προσφοράς και ζήτησης[2].

Η εμμονή αυτή βέβαια στην κατανάλωση πετρελαίου μόνο τυχαία δεν είναι καθώς οι πανίσχυρες πετρελαϊκές εταιρίες τόσο στην Ευρώπη όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες ασκούν μέσω ισχυρότατων δικτύων λόμπι άμεση επιρροή σε κυβερνητικές αποφάσεις και θέσεις.

Οι πετρελαϊκές ανά τον κόσμο προσάγονται σε δίκες για τις ανυπολόγιστες καταστροφές σε επίπεδο τοπικών κοινωνιών και σε οικοσυστήματα περιοχών στις οποίες, είτε γλιτώνουν με αστεία χρηματικά πρόστιμα, όπως ή Exxon στην περίπτωση της μόλυνσης της Αλάσκας και η Shell στη Νιγηρία, είτε τραβούν σε μάκρος δικαστικές υποθέσεις καταφέρνοντας να κάνουν το χρόνο τελικά να λειτουργεί υπέρ τους, όπως η Texaco. 
Έτσι «κυβερνήσεις και πολυεθνικές εταιρίες δεν έχουν κατανοήσει καθόλου το μέγεθος του προβλήματος της πετρελαϊκής στενότητας παγκοσμίως, με τις περισσότερες από αυτές να παραμένουν πλήρως απροετοίμαστες για να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες»[3].

Η έρευνα καλεί τις κυβερνήσεις να θεωρήσουν τις απαραίτητες επενδύσεις στις νέες τεχνολογίες ως ζήτημα πρώτης προτεραιότητας, αναφέροντας ότι η εμπιστοσύνη στους κανόνες της «αγοράς» είναι ανεπαρκής. 

Ακόμα όμως και την περίφημη «λειτουργία της ελεύθερης αγοράς» να συνεχίσουμε να εμπιστευόμαστε, ας θυμηθούμε ότι:
η αύξηση του πετρελαίου από το 2002 έως το 2008 ήταν διπλάσια των δύο μεγάλων πετρελαϊκών κρίσεων του 1973 και του 1979 και οδήγησε εκατομμύρια ανθρώπους στην ανεργία, την υποαπασχόληση, την φτώχεια, την πείνα και την κατάρρευση πολλών οικονομιών[4],
-οι τεράστιες και συνεχώς αυξανόμενες επενδύσεις για βελτίωση των παρόντων και την ανακάλυψη καινούριων κοιτασμάτων δεν επέφεραν τελικά αύξηση των αποθεμάτων, αλλά στέρησαν και τις νέες εναλλακτικές πηγές ενέργειας από σημαντικές οικονομικές πηγές που θα αποτελούσαν τις βάσεις για την εξέλιξη και την εδραίωσή τους.

[1] Government failure to acknowledge oil supply crunch risks conflict and threatens the climate Global WitnessPress Release, 20 Οκτωβρίου 2009,
[2] Oil prices hit high but report warns of supply crunch, Guardian 19 Οκτωβρίου 2009
[3] Βλ. παρ. [1]
[4] Heads In The Sand, Governments ignore the oil supply crunch and threaten the climate – A Report by Global Witness, Οctober 2009Κατεβάστε ολόκληρη την έρευνα εδώ.

21 Οκτωβρίου 2009

Άρης Καπαράκης
Συνεργάτης της ΜΚΟ Σόλων

aris@solon.org.gr