1

…ΣΤΑ ΝΕΡΑ ΤΟΥ ΠΕΝΟΜΠΣΚΟΤ… (του Χένρυ Ντέιβιντ Θορώ)

…Εδώ πήραμε ένα φτωχό και τρύπιο βαρκάκι και αρχίσαμε να σπρώχνουμε με το κοντάρι προς το Μιλλινόκετ, δύο μίλια, προς το σπίτι του μεγαλύτερου Φώλερ για ν’ αποφύγουμε τους μεγάλους καταρράκτες του Πένομπσκοτ, σκοπεύοντας να ανταλλάξουμε τη βάρκα μας εκεί με μια καλύτερη.

      Ήμασταν έξι, συμπεριλαμβανομένων των δύο βαρκάρηδων.

         Με τις τσάντες μας σωριασμένες δίπλα στα κοντάρια, και τους εαυτούς μας κανονισμένους, διαθέσιμους σαν αποσκευές για να εξισορροπούμε τη βάρκα, με οδηγίες να μην κουνηθούμε σε περίπτωση που χτυπήσουμε τo βράχο περισσότερο από ότι τα τόσα βαρέλια χοιρινού, ξανοιχτήκαμε στο πρώτο ρεύμα κατωφέρεια, ένα μικρό δείγμα του χειμάρρου που έπρεπε να διαπλεύσουμε. Με το θείο Τζωρτζ, στην πρύμνη και τον Τομ στην κοντάρια, χρησιμοποιώντας για το καθένα ένα ελάτινο δοκάρι περίπου δώδεκα πόδια μακρύ, με σιδερένια μύτη και σπρώχνοντας συνεχώς με το κοντάρι από την ίδια πολύγωνη πλευρά, τιναχτήκαμε απ’ τους καταρράκτες σαν σολομοί γύρω απ’ τον οποίο πιέζει, ορμάει και βουίζει το νερό, έτσι ώστε μόνο ένα εξασκημένο μάτι θα μπορούσε να διακρίνει μια ασφαλή πορεία, ή να πει τι ήταν βαθύ νερό και τι βράχος, συχνά αγγίζοντάς τους, τελευταίους απ’ τη μία και απ’ τις δύο πλευρές με μία εκατοστή, διαφυγές τόσο στενές όσο κάποτε είχε η Αργώ περνώντας ανάμεσα από τις Συμπληγάδες. Εγώ, που είχα αποκομίσει κάποια εμπειρία στο χειρισμό βάρκας, ποτέ δεν είχα δοκιμάσει, ούτε στο μισό, τόσο ευχάριστη στο παρελθόν.

        Σύντομα βρισκόμασταν στα απαλά νερά της λίμνης Κουέικις και κατά μήκος της κάναμε τις αλλαγές μας στη στοίχιση και την ναυσιπλοΐα. Είναι μια μικρή ακανόνιστη αλλά όμορφη λίμνη που περιβάλλεται από όλες τις πλευρές της από το δάσος και χωρίς να δείχνει ίχνη από άνθρωπο, εκτός από κάποιο χαμηλό λιμενοφράκτη σ’ έναν απόμακρο όρμο, κατειλημμένο για ανοιξιάτικη χρήση.

       Τα έλατα και τα κέδρα στις ακτές τις, με γκρίζες λειχήνες να κρέμονται, έμοιαζαν από απόσταση σαν τα φαντάσματα των δένδρων. Πάπιες έπλεαν στην επιφάνειά της εδώ κι εκεί και μια μοναχική κολυμβήτρια, περισσότερο σαν ένα ζωντανό κύμα, – ένα ζωτικό σημείο στην επιφάνεια της λίμνης- γελούσε, έπαιζε και έδειχνε το τεντωμένο πόδι της, για τη διασκέδασή μας. Ο βοσκός Τζο Μέρφυ εμφανίστηκε στα βορειοδυτικά, σαν να κοιτούσε αφ’ υψηλού αυτή ειδικά τη λίμνη και είχαμε την πρώτη μας -μερική όμως- άποψη του Κτάντν, με την κορυφή του καλυμμένη μέσα στα σύννεφα, σαν ένας σκοτεινός ισθμός μέσα σε αυτό το τεταρτημόριο που συνέδεε τους ουρανούς με τη γη. 

         Όντας σχεδόν πανσέληνος κι ένα ζεστό κι ευχάριστο απόγευμα, αποφασίσαμε να κωπηλατήσουμε πέντε μίλια με το φεγγαρόφωτο προς την πηγή της Ινορθ Τουίν Λέικ μήπως ο αέρας δυνάμωνε την επομένη. Μετά από ένα μίλι ποταμού, ή από αυτό που οι βαρκάρηδες αποκαλούν «δίοδο» – γιατί ο ποταμός γίνεται στη διάρκειά του μόνο ο συνδετήριος κρίκος μεταξύ των λιμνών, – και μερικά ελαφριά ρεύματα (κατωφέρειες) που κατά κύριο λόγο έχουν δημιουργήσει  τα απαλά νερά δίπλα στους υδατοφράκτες, μπήκαμε στη λίμνη του Νορθ Τουίν αμέσως μετά τη δύση του ήλιου και κατευθυνθήκαμε μέσα σ’αυτή προς τη «δίοδο» του ποταμού, τέσσερα μίλια μακριά.

       Αυτό είναι ένα εντυπωσιακό τμήμα του νερού, για το οποίο κάποιος μπορεί να λάβει την εντύπωση ότι μια καινούργια χώρα και μια «λίμνη του δάσους» ταιριάζει να δημιουργηθούν. Εκεί δεν υπήρχε ο καπνός, καμιάς ξυλοκαλύβας, ούτε κατασκήνωση κάποιου είδους να μας υποδεχτούν, πολύ περισσότερο κάποιος εραστής της Φύσης ή ονειροπόλος ταξιδευτής να παρακολουθεί το πλοιάριό μας από τους μακρινούς λόφους, ακόμα. Ούτε ο Ινδιάνος κυνηγός δεν ήταν εκεί, γιατί σπάνια τους σκαρφαλώνει, αλλά πλέει στον ποταμό όπως εμείς. Κανένα πρόσωπο δεν μας καλωσόρισε, παρά τα θεσπέσια φανταστικά αρώματα από τα ελεύθερα αειθαλή δέντρα, γνέφοντας το ένα στο άλλο μέσα στον αρχαίο τους οίκο. Αρχικά τα κόκκινα σύννεφα κρέμονταν πάνω από τις δυτικές ακτές τόσο μεγαλόπρεπα όσο και πάνω από μια πόλη και η λίμνη ξανοιγόταν στο φως με μία όψη ακόμη και πολιτισμένη, σαν να περίμενε συναλλαγές κι εμπόριο και πόλεις και χωριά.   

 

         Μπορούσαμε να διακρίνουμε την είσοδο της λίμνης «Νότια Δίδυμη» η οποία λέγεται ότι είναι η μεγαλύτερη κι όπου η ακτή ήταν ομιχλώδης και γαλάζια και άξιζε το χρόνο να κοιτάξεις μέσα από ένα στενό άνοιγμα, μέσα από ολόκληρη την έκταση μιας κρυμμένης λίμνης, στη δική της ακόμη περισσότερο αμυδρή και απόμακρη ακτή.  

        Οι ακτές σηκώνονταν απαλά σε σειρές σχηματισμένες από χαμηλούς λόφους καλυμμένους με δάση, και παρότι πραγματικά, η πιο πολύτιμη ξυλεία από λευκό πεύκο, ακόμη και από αυτή τη λίμνη, είχε υλοτομηθεί, αυτό ποτέ δεν θα το υποπτευόταν ο ταξιδιώτης.

        Η εντύπωση, η οποία πραγματικά ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, ήταν, σαν να βρισκόμασταν απάνω σε ένα οροπέδιο ανάμεσα στις ΗΠΑ και τον Καναδά, τη βορεινή πλευρά του η οποία αποστραγγίζεται από τον Άγιο Ιωάννη και Σωντιέρ και τη νότια από το Πένομπσκοτ και Κένμπεκ.    
        Δεν υπήρχε κοφτή βουνίσια ακτή, όπως ίσως περιμέναμε, αλλά μονάχα απομονωμένοι λόφοι και βουνά που ορθώνονταν εδώ κι εκεί απ’ το πλάτωμα. Η περιοχή είναι ένα αρχιπέλαγος λιμνών, – η περιοχή των λιμνών της νέας Αγγλίας. Τα επίπεδά τους διαφέρουν μόνο για λίγα πόδια και οι βαρκάρηδες, με μικρά μεταφορικά μέσα ή και χωρίς αυτά, εύκολα περνούν απ’ τη μία στην άλλη. 
       Λένε ότι στα πολύ ψηλά νερά ο Πένομπσκοτ κι ο Κένμπεκ ρέουν ο ένας μέσα στον άλλο, ή εν πάση περιπτώσει ότι μπορείς να ξαπλώσεις με το πρόσωπό σου στον ένα και τα δάχτυλα των ποδιών σου στον άλλο.

        Ακόμα και ο Πένομπσκοτ με τον Άγιο Ιωάννη συνδέονται με ένα κανάλι, έτσι ώστε η ξυλεία του Άλεγκας, αντί να πηγαίνει κάτω στον Άγιο Ιωάννη να βγαίνει στον Πένομπσκοτ. Και η Ινδιάνικη παράδοση, ότι ο Πένομπσκοτ κάποτε κυλούσε και προς τις δύο κατευθύνσεις για την ευκολία του κάτι που είναι, κατά μία λογική, μερικώς αντιληπτό σήμερα.

          Κανένας από την παρέα μας εκτός από τον Μακ Κόσλι δεν είχε πάει ποτέ πάνω από αυτή τη λίμνη, έτσι εμπιστευτήκαμε σ’ αυτόν να μας καθοδηγήσει και δεν μπορούσαμε παρά να ομολογήσουμε τη σημαντικότητα ενός οδηγού σ’ αυτά τα νερά. Μια και είναι ποταμός δεν είναι εύκολο να ξεχάσεις ποια κατεύθυνση είναι προς τα πάνω, προς τις πηγές, αλλά όταν εισέρχεσαι σε μια λίμνη, το ποτάμι χάνεται εντελώς, και ανιχνεύεις τις μακρινές όχθες μάταια για να βρεις από πού εισέρχεται.

       Περίπου στις εννέα η ώρα πλησιάσαμε το ποτάμι και οδηγήσαμε τη βάρκα μας σε έναν φυσικό όρμο ανάμεσα από κάτι βράχους και την τραβήξαμε πάνω στην άμμο. Ο Μακ-Κόσλιν με αυτό το κατασκηνωτικό χώρο ήταν εξοικειωμένος από τις μέρες του ως ξυλουργός και τώρα χτυπούσε το έδαφος αλάνθαστα μέσα στο φεγγαρόφωτο και εμείς ακούγαμε τον ήχο από το ρυάκι που θα μας εφοδίαζε με κρύο νερό, καθώς άδειαζε μέσα στη λίμνη.

 
Του Χένρυ Ντέιβιντ Θορώ, απόσπασμα από το βιβλίο «Δάση Του Μέιν» (The Maine Woods, 1864) το οποίο είναι υπό έκδοση από τις εκδόσεις “Αειφορία”.


3 Σεπτεμβρίου 2009

Μετάφραση: Θανάσης Μάντης, Πολιτικός Επιστήμονας
Μέλος της ΜΚΟ Σόλων
atmandis@hol.gr