1

ΙΣΤΟΡΙΑ, ΕΞΕΛΙΞΗ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΤΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΜΕ ΤΑ ΖΩΑ (του Γιάννη Ζήση)

Διαπραγματευόμενοι αυτό το ζήτημα ερχόμαστε αντιμέτωποι με το βαθύτερο πυρήνα εξέλιξης του ίδιου του ανθρώπου. 
Τη στάση του ανθρώπου στο φόβο του θανάτου και την αντίληψη της δύναμης
.

Ο άνθρωπος είχε τέσσερις αιτίες θανάτου που σίγουρα τον προβλημάτιζαν, ενστικτωδώς, στο επίπεδο της εμβρυακής αυτογνωσίας του, ως νεοεμφανιζόμενο είδος στη Γη.

Η πρώτη αιτία θανάτου ήταν η φυσική γήρανση. Η ίδια η γήρανση και η αποδόμηση των μορφών, ως καθολικό φαινόμενο και ως γενική και εμπειρικά προφανής έννοια αντίπαλη της ζωής (μόνο επιφανειακά όπως ξέρουμε τώρα πια) ήταν ένα διαρκές πεδίο προβληματισμού του ανθρώπινου όντος. 
Η δεύτερη αιτία θανάτου ήταν από ασθένειες, που φυσικά ο πρώιμος άνθρωπος δεν θα μπορούσε να τις ερμηνεύσει ως αιτιατές καταστάσεις λειτουργικών εκφυλισμών ή δράσης μικροοργανισμών, εσωτερικών ή περιβαλλοντικών παραγόντων. 
Η τρίτη αιτία θανάτου είναι η ισότιμη συμμετοχή στην τροφική αλυσίδα του ευρύτερου οικοσυστήματος.

Η τέταρτη αιτία θανάτου ήταν τα μεγάλα φυσικά φαινόμενα, τα οποία λειτουργούσαν σαν εντυπωτικοί παράγοντες δύναμης, με όρους θετικά μεγαλύτερης σπανιότητας και όχι με καθημερινή συνέχεια και ρυθμικότητα

 

Ως προς την αντίληψη της δύναμης ο άνθρωπος την έβλεπε σε τρεις όψεις:

α. σε μια πιο άϋλη και άμορφη δύναμη που είναι αδρή στην εκδήλωσή της υποσυνείδητα, (αυτή η κατηγορία προφανώς δεν τύγχανε της κύριας προσοχής του ανθρώπου, αν και αργότερα έπαιξε βασικό ρόλο).

β.  στον τροφικό κύκλο των οικοσυστημάτων και

γ. στην εκδήλωση της ενεργειακής δυναμικής του φυσικού κόσμου, του ορυκτού τοπίου, του απομακρυσμένου από τη μικρή κλίμακα της οργάνωσης της ζωής, του μακρόκοσμου του – κάτι εξαιρετικά εντυπωτικό στη συνείδηση.

Ο φόρος αίματος στην τροφική αλυσίδα των οικοσυστημάτωνήταν η πιο επαχθής εμπειρία για τον άνθρωπο, η οποία  και τον διέβρωσε θεμελιωδώς. Πρωταρχικά, η ίδια η νοητικοποίησή του ή ατομικοποίησή του, αυτή η εντατικοποιημένη αυτοαναφορικότητα και η κοινωνικοποίησή του με εργαλειακούς και πολιτισμικούς όρους, μπορούν να θεωρηθούν σα συνδυασμός εξελικτικών επιδράσεων στο ζωάνθρωπο από μια εσώτερη εφελκύουσα ώθηση και από μια αγωνία αντιμετώπισης μιας εχθρικής δυναμικής που είχε ως αιτιατό της τον θάνατο.

Η ανθρωπογένεση με όλες αυτές τις πλευρές της είχε σαν μια από τις συνιστώσες την σύγκρουση με τα άλλα ζώα. Μια σύγκρουση που οπωσδήποτε θα διαμόρφωσε μέσα από την ανάδυση της ανθρώπινης νόησης συμμαχικές τακτικές με κάποια από αυτά μέσα από μια απόσπαση τους από την οικολογική μοναξιά του είδους και του ατόμου.            

 

Η εξέλιξη της ιδέας της ιδιοκτησίας και η σχέση με τα ζώα

Στον βαθμό λοιπόν που ο άνθρωπος απέκτησε ένα απόλυτο πλεονέκτημα οργάνωσης των συνθηκών οικιακής ασφάλειας και εργαλειακής μόχλευσης  και στο βαθμό που συμμάχησε  με άλλα είδη, άρχισε να αναπτύσσει μια διαρκή υπεροχή, χωρίς να έχει ένα πρότυπο διάκρισης με όρους αξιών απέναντι στη φύση. Αυτό θα έλεγε κανείς ότι θα ήταν και αφύσικο. Όμως η παγίωση της υπεροχής του ανθρώπου απέναντι στα άλλα είδη σε συνδυασμό με την εντατικοποίηση της ατομικοποίησής του και της επιθυμίας του, άρχισε να κατασταλάζει την ιδέα της ιδιοκτησίας. Η ιδέα της ιδιοκτησίας δεν είναι ακριβώς και πρωτογενώς εδαφική. Είναι ιδιοκτησία στην παραγωγή κτηνοτροφικού προϊόντος και ζωής, επιζώντων οργανισμών.

 

Σε εκείνες τις αρχικές φάσεις, η ιδεατή μόχλευση λειτουργούσε στο επίπεδο της απλοϊκότητας και της ζωικότητας. Αυτό μας καθιστά ακόμη πιο δύσκολη την αναστοχαστική θεώρησή τους. Οπωσδήποτε πάντως μπορούμε να καταλήξουμε στο ότι η ιδιοκτησία – όπως και ο ανταγωνισμός – συνδυάστηκε πρωταρχικά με τα ζώα (είναι η ποιμενική ιδιοκτησία), ενώ πήρε μια πιο δηλωτική και συμβολαιακή και θεσμική μορφή στη γεωργική ανάπτυξη του ανθρώπινου πολιτισμού, ως εδαφική διαιρετότητα.

 

Ωστόσο, πέρα από τους εποχικούς παράγοντες που απέκλειαν τη μεγάλη διάρκεια της εδαφικής ιδιοκτησίας υπήρχε η διαρκής διάρκεια της ιδιοκτησίας επί των ζώων και παράλληλα η ανταγωνιστικότητα απέναντί τους σε κοινά πεδία βοσκής.

Προφανώς, οι προϊστορικοί άνθρωποι ενσωμάτωναν τα φυτοφάγα ζώα τα οποία έγιναν και αντικείμενο εκμετάλλευσης επειδή ακριβώς δεν απειλούσαν τους ανθρώπους (θα λέγαμε ότι αυτό αποτελούσε μια επιλογή ελαχίστου κινδύνου) ενώ σαν συμμάχους – ζώα διάλεγαν εξημερωμένα σαρκοφάγα. Τα ζώα εργασίας ίσως ήταν ένα αποτέλεσμα περισσότερο της γεωργικής φάσης του πολιτισμού. Βλέπουμε ότι στις σχέσεις ανθρώπου – ζώων δεσπόζοντα ρόλο παίζει η φονική ισχύς.   Η φονική ισχύς και η ποιμενική επιρροή του ανθρώπου, που διασφαλίζει τα ποίμνια απέναντι σε τρίτους περιβαλλοντικούς παράγοντες, διαμόρφωναν αυτή την πρώτη καταστάλαξη της ιδιοκτησίας. 

 

Στην ποιμενική περίοδο, ο άνθρωπος μέσα από αυτή την διαδικασία, , συλλαμβάνει την ιδέα της συστηματικότητας του φονέα των ζώων και  του εκμεταλλευτή τους, γίνεται εκμεταλλευτής  και των υποπροϊόντων του θανάτου τους χρησιμοποιώντας τα ενδυματολογικά. Το προοίμιο όλης αυτής της ανάπτυξης είναι ότι ο άνθρωπος αρχίζει και αναπτύσσει εργαλειακά την υπεροχή του ως θηρευτής. Αυτή η περίοδος ανάπτυξης του ανθρώπου ανέδειξε δύο βασικά χαρακτηριστικά: τόσο την περιβαλλοντική του ανταγωνιστικότητα με βάση την ευφυΐα του και την προσαρμοστικότητα του όσο  και την εργαλειακή του επινόηση.

 

Αυτή η περίοδος κατέστησε απ’ αρχής την νομαδική ανάπτυξη του ανθρώπινου πολιτισμού και της κοινωνίας σε συνάφεια με την συστηματοποίηση του φόνου των ζώων και την εξουσία πάνω σε αυτά. Προφανώς μας λείπουν ερμηνευτικοί κρίκοι από τη θηρευτική περίοδο στη νομαδική ή την ποιμενική και κτηνοτροφική τουλάχιστον στην παρούσα διαπραγμάτευση. Πάντως αρχετυπικά θα έλεγε κανείς ότι, η περίοδος του θηρευτή, επειδή είχε υψηλό βαθμό ατομικού ή ομαδικού αργότερα ρίσκου, αποτέλεσε ένα κίνητρο για την αποσύνδεση, από την ελαχιστοποίηση του ρίσκου μέσω της νομαδικής επιλογής προτύπου οικολογικής προσαρμογής των αρχέγονων ανθρώπινων κοινωνιών. Παράλληλα σ’ αυτή την περίοδο γεννιέται και το ηρωικό πρότυπο στον άνθρωπο. Προγενέστερη πρέπει να θεωρηθεί η αφετηρία του γνωστικού προτύπου του ανθρώπου ως παράγοντα που ανακαλύπτει εργαλειακά.

Η κατανόηση της διαδοχικότητας στην ανάπτυξη των ανθρώπινων προτύπων έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί μας ακολουθεί βλαστικά ή αρχετυπικά μέχρι σήμερα. Παρέχει τελικά τη διαδικασία μέσα από την οποία μπορούμε να πραγματώσουμε την εσωτερική μας ολοκλήρωση με ανάδρομη κίνηση ή  με ανάδρομες εξισορροπήσεις, αντιστρέφοντας την πορεία βύθισης του ανθρώπου – κυρίως όπως την προσδιορίζει στα οικονομικά χαρακτηριστικά της εξέλιξης της ανθρωπότητας ο Τζ. Μίλλ –  αναδεικνύοντάς την σε διαδικασίες ανάδυσης.

 

Εν προκειμένω μπορούμε να πούμε ότι η ανάδυση στο ποιμενικό στάδιο συνδέεται με εικόνες αβλάβειας όπως ακριβώς τις ανέδειξε με μια ποιμενική ποιητική ο Χριστός  στο Ευαγγέλιο. Η ανάδειξη στο επίπεδο του ήρωα συνδέεται με τον δημιουργικό ήρωα που υπερβαίνει τα πάθη και την καταστροφική βαρβαρότητα. Η ανάδυση στη γνώση συνδέεται με την ικανότητα πλέον του ανθρώπου να είναι θεωρός, στοχαστής, ενατενιστής του κόσμου και να αποσυνδέεται από την υλική εντατικοποίηση του βιοτικού κύκλου. Στο επίπεδο αυτό, η ποιμενική φάση συνδέεται με την οικειότητα και όχι με την ιδιοκτησία και την φονικότητα, η ηρωική φάση συνδέεται με την αυτό-υπερβατικότητα και η ιδιότητα του θεωρού συνδέεται με το φιλοσοφικό βίο.

Ας επανέλθουμε όμως στο σημείο που βλέπουμε να συνδυάζονται η ιδιοκτησία ως αλληλένδετη με τη φονική ισχύ, με την οικείωση και την οικειότητα. Θα ‘λέγε κανείς πια ότι αυτή η σύμμειξη οικείωσης, οικειότητας και ιδιοκτησίας διαπερνάει όλες τις πολιτισμικές και ψυχολογικές εξελίξεις του ανθρώπου.

 

Η ανάπτυξη νησίδων ποιότητας στις σχέσεις ανθρώπων και ζώων 

Ο άνθρωπος στη σχέση του με τους άλλους ανθρώπους και με τα ζώα ενώ διακατέχεται από μια ομοιότητα στάσης, αναπτύσσει όλο και περισσότερο ολοκληρωμένες πολιτισμικές εξαιρέσεις. Το ταμπού του κανιβαλισμού, το ταμπού της αιμομιξίας αλλά και το ταμπού της ζωοφιλίας – υπό την έννοια της ανάρμοστης σεξουαλικότητας και όχι υπό την έννοια της ψυχολογικής και πολιτισμικής συμπάθειας με τα ζώα – όπως και το ταμπού του φόνου, αναδεικνύουν τόσο την κοινή ανάπτυξη εξαιρέσεων μεταξύ ανθρώπων και ζώων όσο και την πιο ειδική ανάπτυξη εξαιρέσεων στη σχέση ανθρώπου με άνθρωπο. 

Η δουλεία αργότερα θα επαναφέρει την σχέση κυρίου και αφέντη στο ιταμό σημείο της σχέσης του μονάρχη και ζώου, και θα περάσουν χιλιετίες για να απελευθερωθεί η ανθρωπότητα από αυτό το άγος. Όμως δεν υπάρχει κανείς να στοχαστεί στην κατεύθυνση της εξαίρεσης των ζώων απ’ αυτή την άγρια μοίρα της δουλείας όπως υπήρξαν πολλοί που στοχάστηκαν για την εξαίρεση του ανθρώπου από αυτήν – με όση βραδύτητα αποτελεσμάτων. Μιας δουλείας για τους ανθρώπους  η οποία γεννιόταν μέσα από την ιδιοκτησία, και μάλιστα μέσω των οικονομικών βαρών, όπως έδειξε και η πολιτική απελευθέρωση της δουλείας εξαιτίας συναλλακτικών υποχρεώσεων στην αρχαία Αθήνα από το Σόλωνα με τη Σεισάχθεια. 

Υπήρξαν ελάχιστοι που στοχάστηκαν στην κατεύθυνση της αβλάβειας απέναντι στα ζώα παρά το γεγονός ότι τα έπη που αποτελούν αρχέγονες μνήμες, όπως η «Ραμαγιάνα», δείχνουν το σύμμεικτο των σχέσεων ανθρώπων και ζώων και παρά το ότι πολλοί μύθοι αναδεικνύουν την ιδιαιτερότητα και τις περσοναλιστικές όψεις των σχέσεων μεταξύ ανθρώπου και ζώου. Παρόλα αυτά μόνο με εξατομικευμένες περιπτώσεις, μερικές φορές συνυφασμένες ακόμη και με το ουράνιο στερέωμα, σαν πεδίο εξιλασμού της φονευόμενης ζωικότητας, έχουμε πολιτισμικές ιδιαιτερότητες. Παράδειγμα τέτοια συναντάμε στο πώς οι Ινδουιστές αντιμετωπίζουν τις αγελάδες, ενώ μόνο στον Βουδισμό και σε κάποιες άλλες θρησκείες περιλαμβανόμενων και των φιλοσοφικών ταγμάτων όπως των Πυθαγορείων, έχουμε την εξαίρεση των ζώων από την τροφική κυριαρχία του ανθρώπου.

 

Αυτή η εξαίρεση συνδέεται με μια μόνο βασικώς θρησκεία και κατά δεύτερο λόγο με ειδικές εξαιρέσεις στον Ινδουισμό, ενώ στο πεδίο της συστηματοποιημένης συμπαθητικής αντιμετώπισης των ζώων έχουμε το μοναδικό παράδειγμα του Ινδού ηγεμόνα Ασόκα ο οποίος εφάρμοσε ολοκληρωμένες φιλάνθρωπες και φιλοζωικές πολιτικές. 

Ατομικοί στοχασμοί πάνω σε αυτό το θέμα, έχουν υπάρξει από πάρα πολλές ιστορικές προσωπικότητεςόπως από τον Εμπεδοκλή τον Ακραγαντίνο και τον Τζόρτζ Μπερνάρ Σω, οι οποίες όμως παραμένουν ατομικές νησίδες μιας διαφορετικής ανθρωπολογικής ποιότητας στις σχέσεις ανθρώπων και ζώων. Ενώ στο σύγχρονο κόσμο, οι νησίδες ποιότητας στις σχέσεις ανθρώπων και ζώων διευρύνονται, ταυτόχρονα διευρύνεται και η θηριώδης στάση του ανθρώπου, η οποία αποκτά  περαιτέρω βιομηχανική και βιοτεχνολογική θηριώδη διάσταση απέναντι στα ζώα.

Είναι μια σχέση η οποία εκφράζει στο πιο μαζικό επίπεδο άγριο φουτουρισμό, και στο πιο μειονοτικό επίπεδο εκφράζει μια άλλη κουλτούρα από τη συμπαθητική οικειότητα με τα ζώα μέχρι την ριζοσπαστική βαθιά οικολογία.

 

Δεν είναι όμως μόνο τα κατοικίδια ποιμενικά ζώα όπως οι σκύλοι ούτε μόνο τα κατοικίδια ζώα που είναι οικολογικοί ρυθμιστές όπως οι γάτες, ούτε μόνο τα ζώα εργασίας που είναι ταυτόχρονα και ποιμενικά (υπό την έννοια ότι συντροφεύουν τον άνθρωπο στα ταξίδια του) όπως τα άλογα, είναι και οι ειδικές περιπτώσεις ζώων εργασίας, όπως τα βόδια και τα γαϊδούρια. Σημαντική επίσης είναι  η σύμπραξη του ανθρώπινου και του ζωικού βασιλείου στις στρατιωτικές συγκρούσεις, που έχει πάρει πολλές μορφές. Κυρίαρχη σύμπραξη σε πολεμικές επιχειρήσεις υπήρξε με τα άλογα, τα σκυλιά όπως οι σκύλοι Τσόου-Τσόου αλλά και σε άλλες περιπτώσεις (πχ  οι πολεμικοί ελέφαντες).

Οι ιδιαίτερες ανάγκες κάθε φορά τροποποιούντο και είχαν χαρακτηριστικά διαφοροποίησης στη στάση του ανθρώπου απέναντι στα ζώα γύρω από το θέμα της διατροφής. Σε σχέση με την αντιμετώπιση των ζώων από τον άνθρωπο, μπορεί να πει κανείς ότι αυτό που σε ένα τόπο θεωρείται φυσιολογικό, σε ένα άλλο θεωρείται βαρβαρότητα. 

Τα ζώα είχαν αποκτήσει και ένα συμβολικό ηθικό χαρακτήρα όπως πχ. οι χοίροι. Συχνά αυτός ο συμβολικός χαρακτήρας αδικούσε τα ζώα και βασιζόταν σε στερεότυπα. 
Τώρα πια πρέπει να περάσουμε σε μια αναθεώρηση και σε ένα πλήρη αναστοχασμό της σχέσης μας με τα ζώα, αν θέλουμε να ανασυντάξουμε βαθιά και τις ανθρώπινες και τις οικολογικές σχέσεις μας, αν θέλουμε να ολοκληρωθούμε εσωτερικά.

 

Το εξελικτικό πρότυπο του παπαγάλου
Το δεύτερο σενάριο βασίζεται στο πρότυπο που μας παρέχουν περιπτώσεις όπως αυτή του παπαγάλου, όπου χαρακτηρίζεται από μια ολική αποσύνδεση από τη ζωική τροφική αλυσίδα. Ο παπαγάλος, παρόλο τον ισχυρό του εξοπλισμό ως θηρευτή αποσύνδεσε το θηρευτικό του χρόνο στις σχέσεις του με το περιβάλλον και αναπροσανατολίστηκε στην επικοινωνία, στη μίμηση και στην ομαδικότητα. 
Ίσως τελικά πρέπει να μιμηθούμε το μιμητή παπαγάλο σε ένα ανώτερο επίπεδο, θέτοντάς τον ως πρότυπό μας σε μια πορεία εσωτερικής και περιβαλλοντικής ολοκλήρωσης της ανθρώπινης φύσης μας, ώστε να ολοκληρώσουμε τη νόηση και την ηθική μας, την αξιακή προσέγγιση στο περιβάλλον και στον άλλο, που μπορεί να είναι και ο ίδιος ο άνθρωπος, ώστε να ολοκληρώσουμε την αυτοσυνειδησία μας απέναντι στη ζωή και το θάνατο, απέναντι στη ρυθμική διάρκεια του όντος στο ατομικό και στο συλλογικό επίπεδο. 

Αν οδηγηθούμε σε αυτό το πρότυπο αποδέσμευσηςθα διαβλέψουμε ότι η μιμητική οικείωση είναι μια απελευθέρωση από την ιδιοκτησία όπως και η θέαση. Η μιμητικότητα και η θέαση λειτουργούν  ως υπέρβαση της ιδιοκτησιακής ενόρμησης που έχει ένα τεράστιο χρονικό βάθος κληρονομικότητας στον άνθρωπο. Όπως ο παπαγάλος έχει προβεί σε μια εσωτερική αποδέσμευση από το κολαστήριο κύκλο της πανίδας, έτσι και ο άνθρωπος μπορεί να οδηγηθεί σε μια βαθύτερη ευρύτερη αποδέσμευση απ’ αυτό τον ανθρωπογενή φαύλο κύκλο.

Η ιστορία θα μας δείξει στο μέλλον αν μέσα από αυτή την εσωτερική αποδέσμευση των ειδών στο πρότυπο που προαναφέραμε μπορεί να προκύψει μια ολοκληρωμένη ατομικοποίηση. Για την ώρα αυτός που είναι ο εκφραστής της τόσο έντονης ατομικότητας είναι ο άνθρωπος με όλες τις θετικές και αρνητικές επιπτώσεις.

Η  ανάπτυξη της ευδαιμονίας της αβλάβειας ως στοιχείο του ανθρώπινου ψυχισμού
Από τις καταβολές μας έχουμε δεχθεί ερεθίσματα μιας εσωτερίκευσης, μιας αποσύνδεσης από το περιβάλλον, μιας ομαδικής ανάπτυξης και μιας τελετουργικής εναρμόνισης και οργανικοποίησης που έχει αναδειχθεί από την θηρευτική κιόλας περίοδο μέχρι σήμερα σαν πολιτισμική έκφραση.

Σε αυτή την εξελικτική δυναμική είναι καιρός να ενσωματώσουμε την ευδαιμονία της αβλάβειας ως στοιχείο του ψυχισμού μας, τώρα που καταγράφουμε την μεγαλύτερη κοινότητά μας απέναντι στο φαινόμενο του θανάτου αλλά και τη συνέχεια της ζωής και την ψυχική της ποιότητα. Τώρα που καταγράφουμε τη διαλεκτική σχέση της ζωής και του θανάτου πρέπει να παραιτηθούμε και από τη ζωική μας πανουργία και να μεγεθύνουμε τη ζωική μας χάρη και αθωότητα μαζί με την ανθρωπινότητα και την ψυχικότητά μας. 

 

Είναι σήμερα η εποχή όπου το ταμπού του φόνου πρέπει να ολοκληρωθεί σε μια βαθιά πολιτισμική και συστημική κατάκτηση και να γενικευτεί οικολογικά χωρίς να προκαλεί πλέον ψυχολογικές στρεβλώσεις. Δυστυχώς, το μόνο που έχει ξεριζωθεί σε ένα σχεδόν ολικό βαθμό είναι ο κανιβαλισμός. Η αδιακρισία και η φονικότητα παραμένουν ακόμη στο ανθρώπινο είδος και αναμένουν τη γρήγορη εξάλειψή τους, πριν μας εξαλείψουν σε συνδυασμό με τις νέες τεχνολογίες και τη βαρβαρική εποικοδόμηση πάνω στον πολιτισμό. Πράγματι σε αυτή την περίπτωση μπορεί να λεχθεί πως «ότι κρύβει μια βαρβαρότητα, τείνει να μας κατασπαράξει» όπως είχε πει ο Καρλάϊλ.

 

Αυτή η πολιτισμική ολοκλήρωση πρέπει να γίνει τώρα πια που μπορούμε να προσεγγίσουμε πιο ενσυνείδητα το θάνατο ως όψη της ζωής και μπορούμε να ομαλοποιήσουμε τις σχέσεις μας μαζί του ψυχολογικά, φιλοσοφικά, θρησκευτικά και πολιτισμικά. Τώρα που μπορούμε να τον εξαφανίσουμε από το ρόλο του στην ανθρώπινη εξουσία και τον ανθρώπινο ανταγωνισμό, και τώρα που αρχίζουμε και κατανοούμε προστατευτικά τους μικροβιολογικούς και βιοπαθολογικούς συντελεστές του θανάτου ως αιτιατού στη καθημερινή μας ζωή και στη διάρκεια της. Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε άλλο με αυτές τις ασύμμετρες συνέχειες από το παρελθόν, καθώς σε επίπεδο θεσμικό και τεχνολογικό έχουν γίνει τεράστια βήματα ενώ σε επίπεδο πολιτισμικό και ψυχολογικό λίγα. Η συνέχεια μέσα από τη συνήθεια, την επιθυμία και τη ζωικότητα, εκδηλώνεται σαν μια ατέλεια και αμέλεια της νόησης και της ηθικής, όπως έχουμε πει και αλλού.

Γιάννης Ζήσης, Συγγραφέας 

(1η ημερομηνία ανάρτησης: 17 Ιουλίου 2009)

Φωτό:Wikimedia